Υπάρχει Δικαιοσύνη για τους δανειολήπτες;
Η αυθαιρεσία των τραπεζών πλέον έχει ξεπεράσει κάθε όριο με αποτέλεσμα οι τράπεζες να πηγαίνουν κόντρα τόσο στο γράμμα, όσο και στο πνεύμα του νόμου. Καθημερινές είναι οι καταγγελίες δανειοληπτών ότι οι τράπεζες τους εμφανίζουν ως μη συνεργάσιμους εντελώς άδικα και χωρίς καμία δικαιολογία. Υπενθυμίζουμε ότι ο Κώδικας Δεοντολογίας των Τραπεζών θεσπίστηκε με σκοπό τη δημιουργία προστασίας για τον δανειολήπτη απέναντι στις παράνομες πρακτικές των τραπεζών. Επίσης, προέβλεπε την ταχύτερη εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών, χωρίς τη μακροχρόνια δικαστική διαδικασία, προς όφελος τόσο των τραπεζών, όσο και των δανειοληπτών.
Στην πραγματικότητα όμως ο Κώδικας Δεοντολογίας εξυπηρετεί αποκλειστικά τα συμφέροντα των τραπεζών. Αν κάποιος δανειολήπτης δεν ανταποκριθεί θετικά στην πρόταση της τράπεζας αυτομάτως “βαφτίζεται” μη συνεργάσιμος χωρίς να εξετάζεται ο λόγος της αδυναμίας ανταπόκρισης. Οι δανειολήπτες συνήθως αδυνατούν να δεχθούν τις μεγάλες μηνιαίες δόσεις που απαιτούν οι τράπεζες, καθώς έχουν υποστεί σημαντικές μειώσεις εισοδημάτων, ατυχείς προγραμματισμούς και απρόβλεπτα γεγονότα στη ζωή. Έτσι φτάνουμε στην τραγική πραγματικότητα να χαρακτηρίζεται “μη συνεργάσιμος”, ο δανειολήπτης ο οποίος έκανε ακριβώς ότι τους ζήτησε η τράπεζα: Να ενημερώνει τις τράπεζες για όποιες αλλαγές των προσωπικών του στοιχείων και στοιχείων επικοινωνίας (αλλαγή διεύθυνσης, τηλεφώνου κλπ), να είναι διαθέσιμος για επικοινωνία με τον δανειστή ή με όποιον ενεργεί για λογαριασμό του, να ενημερώνει για την οικονομική του κατάσταση εντός 15 ημερών από τη μεταβολή της και να συναινεί και να συμμετέχει στην προσπάθεια αναδιάρθρωσης των οφειλών του. Εφόσον ο δανειολήπτης κριθεί ως μη συνεργάσιμος οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα βάσει του άρθρου 3 του ν.4354/2015 να πωλήσουν το δάνειο του σε ξένα funds, που σε αρκετές περιπτώσεις αποτελούν θυγατρικά τους σχήματα, σε τιμές εξαιρετικά χαμηλές.
Οι προτάσεις των τραπεζών, που μερικές από τις οποίες δημοσιεύσαμε τις προηγούμενες ημέρες, οδηγούν κατά κανόνα στην αδυναμία εξυγίανσης των επιχειρήσεων, οι οποίες οδηγούνται στη διακοπή των εργασιών τους. Οι προτάσεις των τραπεζών είναι εκτός πραγματικότητας καθώς απαιτούν δόσεις στις οποίες είναι αδύνατον να ανταποκριθεί ο εκάστοτε δανειολήπτης και επιπλέον αρνούνται να προχωρήσουν σε εκκαθάριση οφειλής. Δεν είναι καθόλου, λοιπόν, καθόλου παράδοξο το φαινόμενο να απορρίπτει ο δανειολήπτης την πρόταση της τράπεζας να του διαγράψει το 80% της οφειλής του, αφού για το υπόλοιπο 20% του ζητάει μηνιαίες δόσεις που ισούνται ή ξεπερνούν το μηνιαίο εισόδημά του. Τα ΜΜΕ προβάλλουν μόνο το γενναίο κούρεμα και δεν αναφέρονται στις απαιτήσεις των τραπεζών, οι οποίες δεν λαμβάνουν υπόψιν τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης.
Επιπλέον, μετά το χαρακτηρισμό ως μη συνεργάσιμου του δανειολήπτη, οι τράπεζες και η κυβέρνηση δεν επιτρέπουν την πώληση του δανείου στο δανειολήπτη στην χαμηλή τιμή που θα το αγοράσει το ξένο fund, όπως πολύ επιτυχημένα και προς όφελος δανειολήπτη και τράπεζας έγινε στην Κύπρο.
Το μόνο που απομένει στον δανειολήπτη, προκειμένου να προστατεύσει το ακίνητό του είναι η προσφυγή στη Δικαιοσύνη, ακόμη και αν πολλές αποφάσεις δικαστηρίων αδικούν κατάφωρα τον δανειολήπτη και ευνοούν σκανδαλωδώς τις τράπεζες. Φυσικά, για την προσφυγή στη Δικαιοσύνη χρειάζονται χρήματα, τα οποία τις περισσότερες φορές ο δανειολήπτης δεν διαθέτει και δεν δικαιούται ούτε δωρεάν νομική βοήθεια, καθώς μπορεί να έχει μηδενικό πραγματικό εισόδημα, αλλά το σπιτάκι το οποίο διατηρεί μεταφράζεται σε τεκμαρτό εισόδημα.