Το τανκ του Μπραντ Πιτ προελαύνει στη ναζιστική Γερμανία
Το Χόλιγουντ είχε χρόνια να μας δώσει πολεμική ταινία σαν το «Fury»(****) του Ντέιβιντ Αγιερ.
Σκοτεινή και αντιηρωική, στο χείλος του μηδενισμού. Η «οργή» του, αν μεταφράζαμε τον πρωτότυπο τίτλο, έχει μια αμφισημία: βιβλικές διαστάσεις, αλλά και κάτι από έπαρση νικητή. Ο πυρετός της μάχης θυμίζει «Διάσωση του στρατιώτη Ράιαν» και Σπίλμπεργκ. Οι ανάσες, όμως, είναι βαριές, όπως των ηττημένων στο κλειστοφοβικό γερμανικό «Υποβρύχιο» του Βόλφγκανγκ Πέτερσεν.
Οι πολεμιστές του Αγιερ ταξιδεύουν στην καρδιά της νύχτας. Ένας κυνικός λοχίας, αρχηγός πληρώματος σε αμερικανικό τανκς, «ξεψαρώνει» έναν νεαρό φαντάρο, άκαπνο και ιδεαλιστή. Του δείχνει πώς επιβιώνουν στο μέτωπο. Ο μικρός εκπαιδεύτηκε να χτυπάει 60 λέξεις το λεπτό στη γραφομηχανή του, τώρα πρέπει να μάθει να πυροβολεί ακόμη και νεκρούς. Κάποιες σκηνές, λίγες, αφήνουν μια χαραμάδα στο φως.
Απρίλιος του 1945, ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος μπαίνει στην τελική του φάση. Τα βομβαρδιστικά των Συμμάχων αδειάζουν τόνους εκρηκτικών ενώ οι χερσαίες δυνάμεις τους, αποδεκατισμένες και εξαντλημένες, βαδίζουν προς το Βερολίνο. Η Γερμανία αρχίζει να ζει άλλη μία ταπείνωση, τη μεγαλύτερη. Το απέραντο γκρίζο, σε γη και ουρανό, είναι το σκηνικό του «Fury».
Ο Αγιερ (σεναριογράφος της «Ημέρας εκπαίδευσης» και σκηνοθέτης της «Εξουσίας της νύχτας») παρουσιάζει ένα 24ωρο από τη ζωή στο τανκς: στο «σπίτι» πέντε στρατιωτών, που είναι βίαιοι, βρώμικοι και κακοί. Η σχέση πατέρα-γιου (ο σκληροτράχηλος λοχίας και ο νεαρός φαντάρος με τα διλήμματα ηθικής), αλλά και οι σχέσεις μεταξύ των υπολοίπων του πληρώματος κλιμακώνονται έξοχα και είναι πειστικές.
Το «Fury» έχει κάτι από τη ρητορική της χολιγουντιανής πολεμικής ταινίας. Βαθιά στην καρδιά του, όμως, υπάρχει το πνεύμα του Σάμιουελ Φούλερ και των «Τεσσάρων της ηρωικής ταξιαρχίας» («The Big Red One»). Εκεί ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος δεν έχει τίποτα συναρπαστικό και ηρωικό. Είναι άλλο ένα επεισόδιο στην ατέρμονη τραγωδία του ανθρώπου.
Πηγή: Καθημερινή