Το «χαρτί» σταθερού επιτοκίου στο χρέος ρίχνει η ελληνική πλευρά στο τραπέζι
Στην Ουάσιγκτον μεταβαίνει σήμερα ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, ελπίζοντας ότι επιστρέφοντας την Κυριακή στην Ελλάδα θα έχει εξασφαλίσει την επανέναρξη των διαβουλεύσεων με το κουαρτέτο από την επόμενη Δευτέρα, την «κατανόηση» -όπως είπε ο ίδιος- ξένων ηγετών για την απόφαση της κυβέρνησης να επισπεύσει τη διαδικασία κατάθεσης του ασφαλιστικού και του φορολογικού νομοσχεδίου, αλλά και μια πρώτη σαφή εικόνα για τις προθέσεις των θεσμών όσον αφορά τη διευθέτηση του δημοσίου χρέους.
Πληροφορίες που είδαν χθες το φως της δημοσιότητας μέσω Reuters αναφέρουν ότι θα πέσει στο τραπέζι, έστω και ανεπίσημα, η μετατροπή του επιτοκίου δανεισμού της Ελλάδας από κυμαινόμενο σε σταθερό, αλλά και η θέσπιση «πλαφόν» για την καταβολή τόκων και χρεολυσίων, ώστε οι ετήσιες ανάγκες -και για τόκους και για αποπληρωμές ομολόγων αλλά και για αποπληρωμές εντόκων γραμματίων- να μην ξεπερνούν το 15% του ΑΕΠ.
Η ελληνική κυβέρνηση, τόσο μέσα από τις επίσημες δηλώσεις όσο και μέσω διαρροών από αρμόδια κυβερνητικά στελέχη, έχει φροντίσει να κρατήσει χαμηλά τον πήχη των προσδοκιών όσον αφορά τα αποτελέσματα που μπορούν να προκύψουν κατά τη διάρκεια της εαρινής συνόδου του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου. Χωρίς να έχει συμφωνία στα χέρια της (παρά μόνο μια γενική δήλωση η οποία μιλάει αόριστα για πρόοδο), αλλά και με δεδομένη την αναταραχή που προκάλεσε η ανακοίνωση της κατάθεσης των δύο νομοσχεδίων, η κυβέρνηση αντιλαμβάνεται ότι η όποια συζήτηση ανοίξει μέσα στις επόμενες ημέρες με αντικείμενο τη διευθέτηση του ελληνικού χρέους θα έχει -πάνω-κάτω- την ίδια κατάληξη: «Ολοκληρώστε τη διαδικασία της αξιολόγησης για να ξεκινήσει η συζήτηση για το χρέος».
Η κυβέρνηση στην αμερικανική πρωτεύουσα θα επιδιώξει με διαβουλεύσεις στο περιθώριο των επίσημων εργασιών της Συνόδου την επίσπευση των διαπραγματεύσεων, ώστε να κλείσει η αξιολόγηση ει δυνατόν μέσα στον Απρίλιο. Πάντως, οι επίσημες δηλώσεις εκτός ελληνικών συνόρων δείχνουν ότι οι ξένοι δεν φαίνεται να συμμερίζονται την αισιοδοξία για «κλείδωμα» της αξιολόγησης μέσα στα ασφυκτικά περιθώρια που έχουν απομείνει.
Χαρακτηριστική η χθεσινή δήλωση του Κλάους Ρέγκλινγκ, γενικού διευθυντή του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας, ο οποίος τοποθέτησε χρονικά την επίτευξη συμφωνίας σε τέσσερις εβδομάδες, δηλαδή μέσα στο πρώτο 15νθήμερο του Μαΐου. Ανάλογες εκτιμήσεις είχε κάνει προ ημερών και ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε. Γεγονός είναι άλλωστε ότι ακόμη και αν οι επικεφαλής του κουαρτέτου συγκεντρωθούν και πάλι στην Αθήνα τη Δευτέρα, θα έχουν απομείνει μόνο τρία 24ωρα μέχρι το κρίσιμο Eurogroup της 22ας Απριλίου. Ισως αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο από προχθές ο κ. Τσακαλώτος είχε σπεύσει να μιλήσει για 2ο έκτακτο Eurogroup μέσα στη Μεγάλη Εβδομάδα και συγκεκριμένα στις 25 ή στις 26 Απριλίου.
Η αναδιάρθρωση του χρέους
Ο χρόνος έχει αρχίσει να πιέζει αφόρητα την ελληνική πλευρά, η οποία βλέπει ότι όσο παραμένει σε εκκρεμότητα η αξιολόγηση, η όποια συζήτηση για το χρέος παραμένει σε… φιλολογικό επίπεδο. Η κυβέρνηση προς το παρόν υφίσταται τα «κακά» της παρουσίας του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις (απαιτήσεις για σκληρότερα μέτρα, αμφισβητήσεις των βασικών δημοσιονομικών μεγεθών, αλλά και των προβλέψεων για την εξέλιξη της οικονομίας), αλλά προς το παρόν δεν έχει καρπωθεί τίποτα από τα θετικά και ειδικά από τη στάση που εξακολουθεί να διατηρεί το ΔΝΤ όσον αφορά το ελληνικό χρέος. Ο χαρακτηρισμός «εξαιρετικά μη βιώσιμο» που υιοθετεί το ΔΝΤ στο προσχέδιο του μνημονίου δείχνει ότι θα ενταθούν οι πιέσεις προς την πλευρά των Ευρωπαίων για τη λήψη συγκεκριμένων αποφάσεων, κάτι που ανέφερε στην προχθεσινή συνέντευξη Τύπου και ο Ευκλείδης Τσακαλώτος.
Η «ακτινογραφία» του χρέους
Στο τέλος του 2015, το ελληνικό δημόσιο χρέος διαμορφωνόταν στα 321 δισ. ευρώ, δηλαδή πάνω από το 180% του ΑΕΠ, που είναι και η δεύτερη υψηλότερη αναλογία στον κόσμο μετά την Ιαπωνία. Ακόμη και σήμερα, εκτιμάται ότι παραμένει -πάνω-κάτω- στα ίδια επίπεδα, δεδομένου ότι εκταμιεύσεις από τον ESM δεν υπήρξαν μέσα στο πρώτο τρίμηνο, ενώ οι αποπληρωμές δόσεων (κυρίως προς το ΔΝΤ) ήταν της τάξεως των μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων ευρώ. Εφόσον η συζήτηση για το χρέος ανοίξει το επόμενο διάστημα και επίσημα, στο επίκεντρο αναμένεται να βρεθούν -πέρα από το συνολικό ύψος- τα ακόλουθα βασικά χαρακτηριστικά:
1. Το γεγονός ότι περίπου το 70% του ελληνικού χρέους (πάνω από 200 δισ. ευρώ) τοκίζονται με κυμαινόμενο επιτόκιο. Αυτό επιφέρει πολύ μεγάλο ρίσκο για τον κρατικό προϋπολογισμό, καθώς η παραμικρή αύξηση των επιτοκίων θα έχει πολύ αρνητικές συνέπειες για τον κρατικό προϋπολογισμό. Ακόμη και σήμερα, σε περίοδο εξαιρετικά χαμηλών επιτοκίων, η χώρα επιβαρύνεται με τόκους της τάξεως των 5-6 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Ηδη χθεσινό τηλεγράφημα του Reuters ανέφερε ότι η Ελλάδα θα βάλει στο τραπέζι το θέμα της μετατροπής του επιτοκίου από κυμαινόμενο σε σταθερό (τουλάχιστον για τα δάνεια του επίσημου τομέα που ξεπερνούν τα 220 δισ. ευρώ).
2. Η μέση διάρκεια ωρίμανσης του χρέους εκτιμάται στα περίπου 16 χρόνια, με τις ανάγκες για αποπληρωμή χρεολυσίων να περιορίζονται σε πολύ χαμηλά επίπεδα ειδικά μετά το 2030. Ενδεχόμενη αύξηση της μέσης διάρκειας αποπληρωμής θα επιφέρει και καλύτερη κατανομή των χρεολυσίων, κάτι που θα εξασφαλίσει στην Ελλάδα την περίοδο μετά το 2018, οπότε θα έχει λήξει το 3ο μνημόνιο.
3. Οι τόκοι και τα χρεολύσια δεν είναι ομαλά κατανεμημένα στον χρόνο, κάτι που οφείλεται κατά κύριο λόγο στην περίοδο χάριτος που έχει εξασφαλίσει η χώρα για την αποπληρωμή των δανείων του επίσημου τομέα. Αυτό όμως οδηγεί στο ότι το 2022 και το 2023 οι ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους θα φτάνουν στο 15% του ΑΕΠ, καθώς μόνο οι τόκοι του 2022 είναι 18 δισ. ευρώ. Σε αυτό το σημείο έρχεται να προστεθεί η ελληνική πρόταση που προβάλλει το Reuters για επιβολή πλαφόν στις πληρωμές της τάξεως του 15%. Αυτό «σπάει» σε 8% πλαφόν για τόκους, και αποπληρωμές ομολόγων και δανείων του επίσημου τομέα και 7% για την απομείωση των εντόκων γραμματίων, το ύψος των οποίων φτάνει στα 15 δισ. ευρώ.
Αξίωση και για ανώτατο πλαφόν
Προς το παρόν, στον δημόσιο διάλογο δεν έχει υπάρξει καμία συγκεκριμένη αναφορά ως προς το πώς μπορεί να «αναδιαρθρωθεί» το ελληνικό χρέος.
Πέραν της κατηγορηματικής άρνησης ειδικά από την πλευρά της Γερμανίας για οποιασδήποτε μορφής απομείωσης της ονομαστικής αξίας του χρέους (κούρεμα), ελάχιστα έχουν αναφερθεί όσον αφορά το πώς θα μπορούσε να γίνει η αναδιάρθρωση. Μόλις χθες, τηλεγράφημα του Reuters που επικαλείται πηγές της ελληνικής κυβέρνησης, αναφέρει ότι θα θέσουμε επισήμως στο τραπέζι, το ενδεχόμενο μετατροπής του επιτοκίου δανεισμού της χώρας από κυμαινόμενο σε σταθερό και ότι θα αξιώσουμε να μπει ανώτατο πλαφόν στην καταβολή τόκων και χρεολυσίων (στο 15% του ΑΕΠ) ώστε οι ανάγκες για την εξυπηρέτηση του χρέους τα επόμενα χρόνια να καταστούν απολύτως προβλέψιμες.
Ειδικότερα, το τηλεγράφημα φέρει την κυβέρνηση να αποδέχεται την πρόταση που κυοφορείται τους τελευταίους μήνες στους κόλπους των Ευρωπαίων εταίρων, για ανώτατο πλαφόν κόστους εξυπηρέτησης του χρέους στο 15% του ΑΕΠ, αλλά προτείνει την κατανομή του ως εξής:
- Εως 8% να είναι το ανώτατο όριο πληρωμών ομολόγων, δόσεων δανείων και τόκων. Πρόκειται για τα δάνεια που έχουν χορηγηθεί από χώρες της Ευρωζώνης, του ΕSM και από ΔΝΤ στο πλαίσιο του Μηχανισμού Στήριξης.
- Εως 7% του ΑΕΠ να είναι το όριο αποπληρωμής των εντόκων γραμματίων. Σήμερα το ύψος των εντόκων γραμματίων είναι 15%, τα οποία με την ανακύκλωση, ανά τρίμηνο ή εξάμηνο εντός του έτους, ανεβάζουν στα 40 δισ. ευρώ το ύψος των ετήσιων εκδόσεων.
Πηγή: Ναυτεμπορική