Τα αποτελέσματα από την επανεξέταση των οστών του Βασιλικού Τάφου στη Βεργίνα

Τα αποτελέσματα από την επανεξέταση των οστών του Βασιλικού Τάφου ΙΙ στη Βεργίνα ανακοινώνει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης στα πλαίσια του Αρχαιολογικού Συνεδρίου για τις Ανασκαφές του 2013 στη Μακεδονία και τη Θράκη.

Η ανακοίνωση θα γίνει σήμερα, Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014 και ώρα 17.30 στην Αίθουσα Τελετών του παλαιού κτιρίου της Φιλοσοφικής Σχολής του Α.Π.Θ., στο πλαίσιο των εργασιών του Αρχαιολογικού Συνέδριου για τις Ανασκαφές του 2013 στη Μακεδονία και τη Θράκη, που πραγματοποιείται από 13 έως 15 Μαρτίου 2014.

Αρωγοί του Αρχαιολογικού Έργου είναι το Υπουργείο Πολιτισμού και Αθλητισμού, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και η Επιτροπή Ερευνών του Α.Π.Θ.

 

Ειδικότερα:
«Ι. Ο στόχος
«Η επιστροφή στην επανεξέταση του σκελετικού υλικού από τον τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στη Βεργίνα, από το 2010 μέχρι σήμερα, αποτελεί μέρος μιας ευρύτερης διεπιστημονικής έρευνας που αποσκοπεί στην επανεκτίμηση παλαιότερων ερευνών, με τη συνδρομή ιατρικών και φυσικοχημικών εξετάσεων. Στόχος είναι η δημιουργία μιας βάσης δεδομένων που θα υποστηρίζεται από τρισδιάστατη ηλεκτρονική σάρωση, και θα παράσχει στην ελληνική και τη διεθνή επιστημονική κοινότητα τη δυνατότητα να μελετήσει ένα ευαίσθητο και πολύτιμο υλικό χωρίς να διακινδυνεύσει τη φθορά του.

 

ΙΙ. Η μέθοδος
Η ανθρωπολογική έρευνα των δύο σκελετικών συνόλων από τον θάλαμο και τον προθάλαμο του τάφου ΙΙ , που κατέγραψε 350 οστά και θραύσματα, συνοδεύεται με 3.000 έγχρωμες ψηφιακές φωτογραφίες και υποστηρίχτηκε από αξονικές τομογραφίες, ηλεκτρονικό μικροσκόπιο σάρωσης (SEM) και φθορισμομετρία ακτίνων Χ (XRF) που εντόπισαν πάνω στα οστά και άλλα υλικά, όπως πορφύρα και χουντίτη, που ανήκουν σε άγνωστο μέχρι στιγμής αντικείμενο.

 

ΙΙΙ. Τα αποτελέσματα
1. Για το νεκρό του θαλάμου τα νέα πορίσματα οδηγούν σε ακριβέστερο καθορισμό της ηλικίας του (41-49 ετών), και εντοπίζουν εκφυλιστικές αλλοιώσεις, χρόνιες παθήσεις και δείκτες δραστηριότητας που υποδεικνύουν μεσήλικο άνδρα με έντονη ιππευτική και πολεμική δραστηριότητα. Τα δεδομένα αυτά, σε συνδυασμό με τις μορφολογικές αλλοιώσεις στα οστά του -που βεβαιώνουν πως ο νεκρός κάηκε αμέσως μετά το θάνατό του- αποδυναμώνουν τη θεωρία της ταύτισής του με τον Φίλιππο Γ’ Αρριδαίο και ενισχύουν, αντίθετα, την απόδοση του τάφου στον Φίλιππο Β΄.

2. Για τη νεκρή του προθαλάμου νέες παρατηρήσεις σε οστά που δεν είχαν εντοπιστεί στο παρελθόν προσδιορίζουν με ακρίβεια πλέον, την ηλικία της (30-34 ετών), που αποκλείει οριστικά τρεις από τις πιθανές ταυτίσεις που έχουν μέχρις στιγμής προταθεί για την ταυτότητά της (Κλεοπάτρα και Μήδα, γυναίκες του Φιλίππου Β΄ και Αδέα/Ευρυδίκη, γυναίκα του Φιλίππου Γ΄ Αρριδαίου). Μορφολογικές αλλοιώσεις βεβαιώνουν πως η νεκρή κάηκε, όπως κι ο νεκρός του θαλάμου, αμέσως μετά το θάνατό της, ενώ οι δείκτες ιππικής δραστηριότητας δηλώνουν πως ίππευε για μεγάλο χρονικό διάστημα. Ένα κάταγμα στο άνω άκρο της αριστερής κνήμης που προκάλεσε βράχυνση, ατροφία και χωλότητα στο αριστερό της πόδι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι το ζεύγος των άνισων κνημίδων του προθαλάμου της ανήκει και πως το μεγαλύτερο μέρος του ανδρικού οπλισμού που βρέθηκε στο χώρο ταφής της είναι δικός της (εικ. 3).

3. Τα δεδομένα αυτά ενισχύουν την παλιά υπόθεση του N.G.L.Hammond για την ταύτιση της νεκρής με μιαν άγνωστη Σκύθισσα, ίσως κόρη του βασιλιά Ατέα, χωρίς να αποκλείουν το ενδεχόμενο στη νεκρή του προθαλάμου να αναγνωρίσουμε την Αυδάτα, γυναίκα του Φιλίππου Β΄ από την Ιλλυρία.

4. Κυρίως όμως υποστηρίζουν όχι μόνον από αρχαιολογική αλλά και από ανθρωπολογική άποψη την απόδοση του τάφου ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας στον Φίλιππο Β’ και τη χρονολόγησή του στα 336 π. Χ.

ΙV. Τα πρώτα πορίσματα από τη διεπιστημονική επανεξέταση του σκελετικού υλικού από τους βασιλικούς τάφους της Μεγάλης Τούμπας, συμβάλλουν στην αρχαιογνωσία μας και αναδεικνύουν την επείγουσα ανάγκη για τη χρηματοδότησή της».

ΧΡΥΣΟΥΛΑ ΠΑΛΙΑΔΕΛΗ, Καθηγήτρια Αρχαιολογίας στο Α.Π.Θ., Διευθύντρια της πανεπιστημιακής ανασκαφής στη Βεργίνα
Δρ. ΘΟΔΩΡΟΣ ΚΑΙ ΛΩΡΑ ΑΝΤΙΚΑΣ, επικεφαλής της ανθρωπολογικής ομάδας
Δρ. ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΙΑΤΗΣ, Ερευνητής Α’, ΕΚΕΦΕ Δημόκριτος