Στο στόχαστρο οι άνεργοι
Προ ημερών ο πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων, Τζον Μπόνερ, εξήγησε ενώπιον ακροατηρίου στο Αμερικανικό Επιχειρηματικό Ινστιτούτο (American Enterprise Institute) τι κρατάει σε χαμηλά επίπεδα την απασχόληση στις ΗΠΑ: η τεμπελιά. Οι άνθρωποι, εξήγησε, σκέπτονται «δεν χρειάζεται να εργαστώ, δεν θέλω να το κάνω, νομίζω πως το καλύτερο που έχω να κάνω είναι να κάθομαι».
Δεν είναι πρώτη φορά που εξέχων συντηρητικός δηλώνει κάτι σε αυτό το πνεύμα. Από τότε που η χρηματοπιστωτική κρίση βύθισε την οικονομία μας στην ύφεση, η μόνιμη επωδός των δεξιών είναι πως οι άνεργοι δεν προσπαθούν αρκετά και ότι βολεύονται χάρη στα γενναιόδωρα επιδόματα ανεργίας, που μονίμως χαρακτηρίζονται «πληρωμές στους ανθρώπους για να μη δουλεύουν». Και η τάση αυτή να κατηγορούνται τα θύματα της ύφεσης αποδεικνύεται πως δεν υπόκειται ούτε στον έλεγχο της λογικής ούτε διασταυρώνεται από τα υπάρχοντα στοιχεία.
Είναι, όμως, εντυπωσιακό και αποκαλυπτικό να ακούει κανείς τέτοιες δηλώσεις τώρα. Διότι εκείνοι που αρέσκονται στην τακτική τού να κατηγορούνται τα θύματα έχουν πάρει ό,τι ήθελαν: μειώθηκαν ή καταργήθηκαν εντελώς τα επιδόματα, ιδιαιτέρως για τους μακροχρόνια άνεργους. Επομένως, τώρα κάποιοι κατηγορούν όσους εκμεταλλεύονται το κοινωνικό κράτος, όταν δεν υπάρχουν πλέον τέτοιοι άνθρωποι –ποτέ δεν υπήρχαν– και όταν δεν υπάρχει πλέον κοινωνικό κράτος. Πρώτα απ’ όλα δεν ξέρω πόσοι αντιλαμβάνονται ότι υπήρξε άκρως επιτυχής η εκστρατεία εναντίον κάθε μέτρου για την ανακούφιση όσων δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Η αγορά εργασίας έχει βελτιωθεί τελευταία, αλλά εξακολουθούν να υπάρχουν περίπου τρία εκατ. Αμερικανοί που βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας για περισσότερο από έξι μήνες. Ο αριθμός αυτός είναι σχεδόν τριπλάσιος από τον αντίστοιχο πριν από την ύφεση. Και όμως έχουν γίνει περικοπές στα πιο μακροχρόνια επιδόματα ανεργίας για τους μακροχρόνια άνεργους και σε ορισμένες πολιτείες έχει μειωθεί περαιτέρω η διάρκειά τους.
Το αποτέλεσμα είναι πως οι περισσότεροι άνεργοι έχουν αποκλεισθεί από τα επιδόματα. Μόλις 26% των άνεργων Αμερικανών λαμβάνουν οποιασδήποτε μορφής επίδομα και αυτό είναι το χαμηλότερο ποσοστό εδώ και πολλές δεκαετίες. Η συνολική αξία των επιδομάτων ανεργίας βρίσκεται σε επίπεδα κάτω από το 0,25% του ΑΕΠ, το ήμισυ από το αντίστοιχο του 2003, όταν η ανεργία ήταν περίπου ίδια με σήμερα. Δεν είναι υπερβολή να πούμε ότι η Αμερική έχει εγκαταλείψει όσους πολίτες της βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας.
Το ερώτημά μου σήμερα αφορά την ψυχολογία και την πολιτική. Γιατί υπάρχει τόση αρνητική διάθεση εναντίον των ανέργων, μια τόσο ισχυρή πεποίθηση πως κάτι παίρνουν όταν στην πραγματικότητα αντιμετωπίζονται με άνευ προηγουμένου σκληρότητα; Οσοι έχουν μελετήσει τη βρετανική πολιτική στη διάρκεια του ιρλανδικού λιμού γνωρίζουν πώς είναι συνήθως στην ιστορία η σκληρότητα προς τα θύματα της καταστροφής, ιδιαιτέρως όταν αυτή διαρκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Οι περισσότεροι άνεργοι είναι λευκοί, οι οποίοι αποτελούν και τη μεγαλύτερη μερίδα όσων λαμβάνουν επιδόματα ανεργίας. Ισως, όμως, δεν το γνωρίζουν οι συντηρητικοί, με αποτέλεσμα να αντιμετωπίζουν τους ανέργους ως τμήμα μιας νεφελώδους απροσδιόριστης κατηγορίας σκουρόχρωμων «δικαιούχων». Σε μια χώρα στην οποία η βάση των Ρεπουμπλικανών διαμορφώνει άποψη από το Fox News και η ελίτ του κόμματος νουθετείται ως προς το τι είναι πολιτική ανάλυση από το American Enterprise Institute, η δεξιά ζει στο δικό της πνευματικό σύμπαν. Ισως νομίζετε πως το κενό αναπληρώνεται από την προσωπική εμπειρία, γιατί σχεδόν έχουν γνωστούς ή συγγενείς που δεν μπορούν να βρουν δουλειά. Δεν αναπληρώνεται.
Οποια κι αν είναι η εξήγηση, ο κ. Μπόνερ δηλώνει σαφώς αυτό που πιστεύουν όλοι στο περιβάλλον του, αυτό που λένε όταν δεν τους ακούει κανείς. Ορισμένοι συντηρητικοί προσπάθησαν να επινοήσουν μια νέα εικόνα για τον εαυτό τους, εκφράζοντας συμπόνοια για τους άτυχους. Αυτό, όμως, που πιστεύει το κόμμα τους είναι πως αν κάποιος είναι φτωχός ή άνεργος, φταίει ο ίδιος.
Πηγή: AUL KRUGMAN / THE NEW YORK TIMES