Προσηλωμένη στην αναζήτηση λύσης δηλώνει η κυβέρνηση

Η κυβέρνηση είναι προσηλωμένη στην αναζήτηση αμοιβαία επωφελούς λύσης με τους Ευρωπαίους εταίρους και ο πρωθυπουργός, Αλέξης Τσίπρας θα ενημερώνει για τις εξελίξεις όποιον πολιτικό αρχηγό το επιθυμεί, αναφέρουν πηγές του Μαξίμου.

 

Ειδικότερα οι πηγές σημειώνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση παραμένει σταθερά προσηλωμένη στην αναζήτηση αμοιβαία επωφελούς λύσης με τους Ευρωπαίους εταίρους, μέσω της συνέχισης των διαπραγματεύσεων, και παράλληλα εκτιμούν ότι η διαμόρφωση μιας τέτοιας λύσης είναι απολύτως εφικτή.

 

Εξάλλου, επισημαίνεται ότι η ελληνική κυβέρνηση δεν πρόκειται να δεχτεί τελεσίγραφα και είναι αποφασισμένη να τιμήσει τη λαϊκή εντολή και την ιστορία της Δημοκρατίας στην Ευρώπη, καθώς «το Μνημόνιο έχει προκαλέσει ανθρωπιστική κρίση κι έχει οδηγήσει την οικονομία σε πλήρες αδιέξοδο. Τον άμεσο τερματισμό του δεν τον υπαγορεύει μόνο το αποτέλεσμα των εκλογών, αλλά η ίδια η κοινή λογική».

 

Σύμφωνα με τις ίδιες κυβερνητικές πηγές, στο κείμενο που κατάθεσε στο χθεσινό Eurogroup o Γερούν Ντάισελμπλουμ υπήρχαν σημεία που δεν μπορούσαν να γίνουν αποδεκτά από την ελληνική κυβέρνηση, όπως ότι:

 

– «Οι ελληνικές Αρχές κατέστησαν σαφές ότι σκοπεύουν να ολοκληρώσουν επιτυχώς το πρόγραμμα λαμβάνοντας υπ’ όψιν τα σχέδια της ελληνικής κυβέρνησης».

– «Οι ελληνικές Αρχές εξέφρασαν την σταθερή τους δέσμευση να απέχουν από κάθε μονομερή δράση ή ενέργεια και θα εργαστούν, σε στενή συμφωνία με τους Ευρωπαίους και διεθνείς εταίρους, ιδιαίτερα στον τομέα της φορολογικής πολιτικής, των ιδιωτικοποιήσεων, των μεταρρυθμίσεων της αγοράς εργασία, στον οικονομικό τομέα και στο συνταξιοδοτικό».

 

– «Σε αυτήν τη βάση οι ελληνικές Αρχές εξέφρασαν την πρόθεσή τους να ζητήσουν 6μηνη τεχνική παράταση του τρέχοντος προγράμματος σαν ένα μεταβατικό βήμα».

 

Επιπλέον, αναφέρουν ότι στο κείμενο που θα αποτελούσε τη βάση συζήτησης στο Eurogroup, και στο οποίο η ελληνική πλευρά ήταν καταρχήν θετική, υπήρχαν προωθητικά σημεία, όπως:

 

– «Η ελληνική κυβέρνηση (…) ανακοίνωσε την πρόθεσή της να λάβει έκτακτες δράσεις για να διασφαλίσει ένα δικαιότερο και αποτελεσματικότερο φορολογικό σύστημα και να περιορίσει την ανθρωπιστική κρίση».

 

– «Μέτρα για τον περιορισμό του βάρους του χρέους και για να επιτευχθεί μια περαιτέρω βιώσιμη μείωση της ελληνικής αναλογίας χρέους ανά ΑΕΠ πρέπει να υπολογιστούν παράλληλα με τις δεσμεύσεις του Eurogroup του Νοεμβρίου του 2012».

 

– «Τα παραπάνω σχηματίζουν μια βάση για μια επέκταση της τρέχουσας δανειακής σύμβασης, που θα μπορούσε να λάβει τη μορφή ενός [τετράμηνου] ενδιάμεσου προγράμματος, ως μεταβατικό στάδιο προς ένα νέο σύμφωνο για την ανάπτυξη για την Ελλάδα, που θα εξαχθεί και ολοκληρωθεί σε αυτή την περίοδο».

 

Τέλος, σύμφωνα με τις ίδιες πηγές πρέπει να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις επισημάνσεις του νομπελίστα οικονομολόγου Πολ Κρούγκμαν, σε άρθρο του στους «New York Times», στο οποίο αναφέρει:

 

«Στην παρούσα χρονική συγκυρία είναι κρίσιμης σημασίας για τους ηγέτες της Ευρώπης να φέρουν στη μνήμη τους τη σωστή ιστορία. Εάν δεν το πράξουν, το ευρωπαϊκό σχέδιο για την ειρήνη και τη δημοκρατία μέσω της ευημερίας δεν θα επιβιώσει (…) Όσον αφορά την καταβολή των αποζημιώσεων από τη νεοϊδρυθείσα Γερμανική Δημοκρατία μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, αυτή αντιμετωπίζονταν τότε όχι ως ένας εν δυνάμει εταίρος, αλλά ως ένας ηττημένος εχθρός από τον οποίο υπήρχε η απαίτηση να αποκαταστήσει τις πολεμικές ζημιές που υπέστησαν οι σύμμαχοι (…) Η απαίτηση των δανειστών για την πλήρη αποπληρωμή των χρεών τους από κατεστραμμένες από την ύφεση οικονομίες (το ελληνικό ΑΕΠ μειώθηκε κατά 26% από το 2007 ως το 2013, ενώ αντίστοιχα το γερμανικό είχε μειωθεί κατά 29% από το 1913 ως το 1919), καταστρέφουν την οικονομία των χωρών αυτών (…) Η επίτευξη μεγαλύτερων πρωτογενών πλεονασμάτων από την Ελλάδα θα την οδηγούσε σε βαθειά ύφεση. Για να επιτύχει επιπλέον αύξηση του πλεονάσματος αυτού κατά 3%, θα κοστίσει στην οικονομία της χώρας όχι 3%, αλλά 8% του ΑΕΠ».