ΠΟΥ: Η Ελλάδα θα έχει στο μέλλον τους περισσότερους διαβητικούς
Όσο αυξάνεται ο Δείκτης Μάζας Σώματος, τόσο αυξάνεται η συχνότητα εμφάνισης σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2 σύμφωνα με τις τελευταίες μελέτες που έγιναν για το μεταβολικό σύνδρομο και τα καρδιαγγειακά στην Ευρώπη.
Η μελέτη έδειξε ότι στην παχυσαρκία επικρατούν οι γυναίκες από τους άνδρες ενώ, την πρωτιά των πιο παχύσαρκων ανθρώπων έχει η Γιουγκοσλαβία, με 2η την Ελλάδα και ακολουθούν η Ρουμανία και η Τσεχία. Παρατηρήθηκε μάλιστα ότι σε υψηλά επίπεδα είναι και η Αγγλία, και η Φινλανδία και η Γερμανία ενώ την τελευταία θέση κατέχει η Ελβετία.
Σύμφωνα με τον Επίκουρο Καθηγητή Παθολογίας με εξειδίκευση στον Σακχαρώδη Διαβήτη στο Γενικό Νοσοκομείο «Αττικόν», κ. Παναγιώτη Χαλβατσιώτη στην Ελλάδα τα ποσοστά παχυσαρκίας είναι υψηλά στους ενήλικες αλλά δυστυχώς είναι ακόμα υψηλότερα στα παιδιά με αποτέλεσμα ο διαβήτης να είναι το σοβαρό πρόβλημα του μέλλοντος στη χώρα μας.
Όπως ανέφερε ο καθηγητής, μελέτη που έγινε το 2015 από τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας για την προοπτική της νόσου σε όλη την Ευρώπη προέβλεψε ότι ανά 100.000 κατοίκους μέχρι το 2030, η Ελλάδα θα έχει τα υψηλότερα ποσοστά διαβήτη και θα ακολουθήσουν η Αγγλία και η Ισλανδία. Ενώ, το ίδιο θα γίνει και για τη στεφανιαία νόσο και διάφορες μορφές καρκίνων.
Ο διαβήτης είναι το «τσουνάμι» του 21ου αιώνα σύμφωνα με τους επιστήμονες, καθώς 1 στους 10 παγκοσμίως έχει διαβήτη. 366 εκατομμύρια ανθρώπων νοσούν και υπολογίζονται να φτάσουν τα 642 εκατομμύρια μέχρι το 2040, ενώ αυτή τη στιγμή 1 θάνατος κάθε 6 δευτερόλεπτα οφείλεται στο διαβήτη και 1 στις 7 γεννήσεις είναι μωρό με διαβήτη.
Αναφερόμενος στις αιτίες ο κ. Χαλβατσιώτης ανέλυσε τη μελέτη Attica που έγινε στο νοσοκομείο Αττικόν, σε άνδρες και γυναίκες από 41-80 ετών, διαμένοντες στα Δυτικά Προάστια της Αττικής, και η οποία διαπίστωσε ότι το 25,2% των ανδρών και το 14,6% των γυναικών έχουν μεταβολικό σύνδρομο και κατά συνέπεια κινδυνεύουν από διαβήτη τύπου 2. Αντίστοιχη μελέτη που έγινε στο νοσοκομείο Λαϊκό σε αστικές, ημιαστικές και αγροτικές περιοχές και κυρίως σε χαμηλά κοινο-οικονομικά στρώματα, διαπίστωσε ότι όσο μεγαλώνουν οι άνθρωποι αυξάνεται το βάρος τους τόσο αυξάνεται και η συχνότητα εμφάνισης διαβήτη
Αναφορικά δε, με το διαβήτη κύησης, επεσήμανε ότι συμβαίνει στο 2%-5% των κυήσεων και συνήθως εξαφανίζεται μετά τη γέννα. Ωστόσο, σημείωσε ότι ένα σοβαρό ποσοστό γυναικών συνεχίζει να έχει και μετά τη γέννα διαβήτη. Ωστόσο το μεγάλο πρόβλημα είναι η διαχείριση της νόσου κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης. Μελέτη που έγινε στο νοσοκομείο Αττικόν σε εγκύους έδειξε ότι το οξειδωτικό στρες επηρεάζει τη μητέρα και το έμβρυο ακόμα κι αν η μητέρα είναι ρυθμισμένη. Σημείωσε επίσης, ότι ο διαβήτης εγκυμοσύνης ρυθμίζεται μόνο με ινσουλίνη καθώς τα φάρμακα δεν έχουν δείξει την απαραίτητη αποτελεσματικότητα. Ωστόσο ο διαβήτης αποτελεί ένα σημαντικό κόστος για το σύστημα Υγείας.
Ο Οικονομολόγος Υγείας, Τομέας Οικονομικών της Υγείας, Εθνική Σχολή Δημόσιας Υγείας, κ. Κώστας Αθανασάκης, υπογράμμισε ότι το μέσο ετήσιο κόστος ανά ασθενή (ανεξαρτήτως ρύθμισης) στα 1.297 ευρώ ενώ με τις επιπλοκές ανέρχεται σε 2.889 ευρώ. Όμως είναι 50% υψηλότερο το κόστος όταν πρόκειται για αρρύθμιστους ασθενείς.
Σύμφωνα με τον κ. Αθανασάκη, ένας σημαντικός παράγοντας που επιδρά στη ρύθμιση του ασθενούς εντός των θεραπευτικών στόχων είναι αφενός η πρόσβαση στην κατάλληλη αγωγή και αφετέρου, η συμμόρφωση σε αυτήν.
Παρουσιάζοντας στοιχεία από σχετική μελέτη της ΕΣΔΥ, σε δείγμα 30.843 ατόμων, ανέφερε ότι στην Ελλάδα μόλις το 62% των διαγνωσμένων ασθενών λαμβάνει κάποιου είδους θεραπεία και από αυτούς μόλις το 43% επιτυγχάνει τους θεραπευτικούς στόχους.
Ο κ. Αθανασάκης υπογράμμισε ότι η ορθή διαχείριση του ασθενούς και η πρόσβαση σε θεραπείες με αποδεδειγμένη κλινική αποτελεσματικότητα και οικονομική αποδοτικότητα (σχέση κόστους – οφέλους) μπορεί να έχει πολλαπλά οφέλη για τους πάσχοντες και το σύστημα Υγείας, σε όρους περιορισμού της νοσηρότητας αλλά και του οικονομικού φορτίου από τη νόσο. Ενδεικτικά, ανέφερε ότι σύμφωνα με τη μελέτη CODE-2, το κόστος του διαβήτη στην Ευρώπη εκτιμάται ότι αντιστοιχεί στο 3%-6% των συνολικών υγειονομικών δαπανών κάθε χώρας (με αναγωγή, περί το 1 δισ. ετησίως στην Ελλάδα).
Πηγή: Ναυτεμπορική