Πληγή στο συνταξιοδοτικό σύστημα οι χαμηλοί μισθοί
Μέσα σε ένα διάστημα πέντε ετών οι αποδοχές των 586 ευρώ από μέσος μισθός μερικής απασχόλησης, που ήταν τον Ιανουάριο του 2011 σύμφωνα με τα στοιχεία του ΙΚΑ, απέκτησαν εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο και συμβολισμό, καθώς σήμερα αποτελούν πλέον τον κατώτατο βασικό μισθό πλήρους απασχόλησης για τουλάχιστον 200.000 εργαζόμενους.
Από τα συγκριτικά στοιχεία του ΙΚΑ για την εξέλιξη των μισθών προκύπτει ότι το μεγάλο μισθολογικό χάσμα επήλθε στον ιδιωτικό τομέα της οικονομίας μεταξύ, κυρίως, των ετών 2012 και 2016. Σημειώνεται ότι με πράξη του Υπουργικού Συμβουλίου (12/2/2012) επιβλήθηκε μείωση του κατώτατου μισθού στον ιδιωτικό τομέα κατά 22% για εργαζόμενους άνω των 25 ετών, από 751 ευρώ ακαθάριστα μηνιαίως σε 586 ευρώ, όσο δηλαδή ήταν ο μέσος μισθός της μερικής απασχόλησης το 2011 και μείωση 32% για εργαζόμενους κάτω των 25 ετών, δηλαδή από 751 ευρώ ακαθάριστα μηνιαίως σε 510,45 ευρώ, δηλαδή σε έναν μισθό που αντιστοιχούσε σχεδόν στις μέσες μηνιαίες αποδοχές μερικής απασχόλησης του έτους 2008. Σύμφωνα με τις εκτιμήσεις του ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, με αυτή τη μισθολογική εξέλιξη το εισόδημα των μισθωτών μειώθηκε κατά τουλάχιστον τρεις μισθούς τον χρόνο και το εισόδημα των ανέργων μειώθηκε κατά τουλάχιστον 3,5 επιδόματα ανεργίας τον χρόνο (από 461 ευρώ σε 360 ευρώ τον μήνα).
Από τα συγκριτικά στοιχεία της τελευταίας οκταετίας προκύπτει ότι η περίοδος 2011-2012 (Ιανουάριος) ήταν το χρονικό διάστημα κατά το οποίο οι μέσες αποδοχές στον ιδιωτικό τομέα είχαν ανέλθει στο υψηλότερο επίπεδο, ανεξάρτητα από τη μορφή εργασίας (πλήρης ή μερική απασχόληση). Σήμερα ο μέσος μισθός στο σύνολο του ιδιωτικού τομέα ανέρχεται στα 986,21 ευρώ, δηλαδή είναι μικρότερος κατά 287,38 ευρώ του μέσου μισθού του Ιανουαρίου του 2012 ο οποίος ήταν 1.273,59 ευρώ. Αντίστοιχα ο μέσος μισθός πλήρους απασχόλησης από 1.442,39 ευρώ που ήταν τον Ιανουάριο του 2012 έχει μειωθεί στα 1.219,69 τον αντίστοιχο φετινό μήνα, παρουσιάζοντας μια μείωση κατά 222,70 ευρώ. Όμως, η μείωση των μισθών και των συντάξιμων αποδοχών των εργαζομένων είναι άρρηκτα συνδεδεμένες με τις μειώσεις των συντάξιμων αποδοχών.
Μέσα σ’ αυτό το πλαίσιο συνεχούς μείωσης των μισθών και διεύρυνσης της μερικής απασχόλησης, ο υπολογισμός των συντάξιμων αποδοχών με βάση τον μέσο όρο του συνόλου του εργασιακού και ασφαλιστικού βίου και όχι με βάση τα καλύτερα εισοδηματικά έτη ασφάλισης του εργασιακού βίου που ίσχυε πριν από το νέο ασφαλιστικό νόμο 4387/16, καθώς και η εσωτερική κατάτμηση των συντελεστών αναπλήρωσης, συνηγορούν στη διαμόρφωση χαμηλότερου επιπέδου αναπλήρωσης και συντάξεων, στο οποίο καθοριστικό ρόλο παίζει το ύψος των αποδοχών αλλά και τα έτη ασφάλισης.
Από την άποψη αυτή, αξίζει να σημειωθεί ότι τα ποσοστά αναπλήρωσης υπηρετούν δύο βασικούς στόχους: α) την ενίσχυση των ασφαλισμένων οι οποίοι δεν θα έχουν ανεργία, ευελιξία, εποχιακή απασχόληση, αλλά θα έχουν θεωρητικά μία συνεχή εργασιακή και ασφαλιστική ζωή και β) τη μη δημιουργία αντικινήτρων ασφάλισης για τους ασφαλισμένους που θα έχουν συνεχή εργασία και πλήρη κοινωνική ασφάλιση.
Όμως, μαζί με τους μισθούς έχουν μεταβληθεί και τα δεδομένα της αγοράς εργασίας, καθώς στις νέες θέσεις εργασίας που δημιουργούνται οι περισσότερες αφορούν ελαστικές μορφές απασχόλησης, αφού στο πρώτο οκτάμηνο του έτους το 52,12% των θέσεων ήταν για ελαστική απασχόληση και το 47,88% για πλήρη απασχόληση. Μέσα σ’ αυτό το νέο εργασιακό τοπίο οι συνεχιζόμενες μειώσεις των μισθών και η κυριαρχία των ελαστικών μορφών απασχόλησης μεταλλάσσονται σε έναν σταθερό και μακροχρόνιο μηχανισμό μείωσης των συντάξεων.
Πηγή: Ναυτεμπορική