Πήραν μπρος τα παπαγαλάκια των τραπεζιτών

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

Ακόμα δεν κατατέθηκε προς συζήτηση το νομοσχέδιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό και πήραν ήδη μπρος τα παπαγαλάκια των τραπεζιτών. Παρά το ότι, έτσι όπως έχει κατατεθεί το κείμενο του νομοσχεδίου, νομιμοποιεί τις παρανομίες και τις ατασθαλίες των τραπεζιτών κατά των δανειοληπτών, στους οποίους δεν δίνει κανένα απολύτων δίχτυ προστασίας. Αλλά παρ’ όλα αυτά, οι τραπεζίτες τα θέλουν όλα δικά τους. Γι αυτό και κινητοποίησαν ήδη τα γνωστά παπαγαλάκια τους, τα φερέφωνά τους και τους υποτακτικούς κονδυλοφόρους τους, οι οποίοι άρχισαν ήδη να γράφουν αναλύσεις επί αναλύσεων για το ότι το νομοσχέδιο, έτσι όπως κατατέθηκε, οδηγεί σε νέα ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, δεν προστατεύει τις τράπεζες, τις αφήνει εκτεθειμένες στον κίνδυνο κατάρρευσης και άλλα τέτοια τρομοκρατικά, που σκοπό έχουν μόνο να πιέσουν ώστε να δοθεί πλήρη ελευθερία κινήσεων στους τραπεζίτες για να αρπάζουν όπως και όποτε θέλουν τα σπίτια, τις επιχειρήσεις και τις περιουσίες των δανειοληπτών.

Τα γνωστά παπαγαλάκια των τραπεζιτών κάνουν λόγο για καθυστερήσεις, άλλους κινδύνους για τις τράπεζες και ζητήματα που αφήνει δήθεν ανοιχτά το νομοσχέδιο που προτάθηκε προς συζήτηση για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό.

Ας τα πάρουμε όμως από την αρχή. Προς ψήφιση από την Ολομέλεια της Βουλής οδεύει, με αρκετούς μήνες καθυστέρηση σύμφωνα με τον αρχικό προγραμματισμό – όπως φωνάζουν τα διάφορα παπαγαλάκια –  το νομοσχέδιο του υπουργείου Οικονομίας για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης ληξιπρόθεσμων οφειλών των επιχειρήσεων, που κατατέθηκε αργά το βράδυ της Παρασκευής στη διαρκή επιτροπή παραγωγής και εμπορίου της Βουλής.

Τι υποστηρίζουν τα παπαγαλάκια;

Ότι τα περιθώρια δεν υπάρχουν για άλλες καθυστερήσεις. Όσο το θέμα δεν λύνεται τόσο:

* Οι τράπεζες θα δυσκολεύονται να ρυθμίσουν τα μη εξυπηρετούμενα δάνειά τους, εγκλωβίζοντας σε αυτά μια χρήσιμη ρευστότητα.
* Οι τράπεζες θα καθυστερήσουν να παρέχουν πιστώσεις σε υγιείς επιχειρήσεις, άρα θα καθυστερήσουν στο να επιτελέσουν τον αναπτυξιακό τους ρόλο στην οικονομία, σε μια περίοδο που είναι περισσότερο αναγκαίο να το πράξουν από ποτέ άλλοτε.
* Οι υποχρεώσεις στην εφορία και τα ασφαλιστικά ταμεία θα αυξάνονται, γιατί θα εξακολουθούν να μην πληρώνουν τις υποχρεώσεις τους, αυτοί που μετά από μια αναδιάρθρωση των χρεών τους θα μπορούσαν να πληρώσουν.
* Οι νέοι φόροι, λόγω αδυναμίας είσπραξης των παλαιών, θα βαρύνουν τους συνεπείς φορολογούμενους, τους συνταξιούχους και τους μισθωτούς.

Απαιτείται ένας γρήγορος εξωδικαστικός συμβιβασμός που θα αντιμετωπίζει ενιαία τα χρέη των επιχειρήσεων και θα δίνει ουσιαστικά κίνητρα σε εκείνες που είναι βιώσιμες (πχ. που έχουν κέρδη προ φόρων, αποσβέσεων και τόκων) να ενταχθούν στο συμβιβασμό. Προφανώς τα ίδια κίνητρα έχουν και οι πιστωτές (τράπεζες και κράτος) να εντάξουν στο συμβιβασμό όλους εκείνους που μετά από μια αναδιάρθρωση των χρεών τους, μπορούν να γίνουν ξανά συνεπείς στις καταβολές τους.

Μάλιστα η διαδικασία του συμβιβασμού, πρέπει να είναι εξαιρετικά απλή και άμεση για τις μικρές επιχειρήσεις, ώστε ένας μεγάλος αριθμός συμπολιτών μας, μετά από μια αναδιάρθρωση χρεών τους, να συνεχίσει την επιχειρηματική του δραστηριότητα, που τόσο απαραίτητη είναι για την αναθέρμανση της οικονομίας μας.

Όμως αν εξακολουθεί και υπάρχει σε αυτούς που νομοθετούν, μια νοοτροπία κρατισμού, δυστυχώς δεν περιμένεις η πολιτεία να σταθεί κοντά στο επιχειρείν και τις ανάγκες του..

Επίσης ότι, η εφαρμογή του νόμου και κατ’ επέκταση οι πρώτες αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων, προκειμένου να “ξεμπλοκάρει” το σύστημα και η οικονομία, δεν αναμένονται άμεσα. Αντιθέτως με βάση τα βήματα που πρέπει να ακολουθηθούν, δηλαδή από πότε τίθεται σε ισχύ ο νόμος, ο μέσος χρόνος που απαιτείται για να κλείσει η διαπραγμάτευση με τους πιστωτές, μέχρι τον χρόνο που απαιτείται για να επικυρωθεί η συμφωνία από το δικαστήριο, απαιτούνται τουλάχιστον 8 μήνες με τις πρώτες αναδιαρθρώσεις επιχειρήσεων να παίρνουν σάρκα και οστά αρχές του 2018 στην καλύτερη περίπτωση στα τέλη του 2017.

Κατ’ αρχήν, λένε τα παπαγαλάκια, η έναρξη ισχύος του νόμου έχει οριστεί τρεις μήνες μετά τη δημοσίευσή του στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως ενώ υπάρχει πρόνοια πριν την έναρξη ισχύς του να έχει δημιουργηθεί η ηλεκτρονική πλατφόρμα στην οποία θα “πέσουν” οι αιτήσεις των ενδιαφερόμενων επιχειρήσεων. Βέβαια επειδή ο νομοθέτης εκτιμά ότι η συγκεκριμένη πλατφόρμα ενδέχεται να μην είναι έτοιμη μέσα σε ένα τρίμηνο μετά την ψήφιση του νόμου (δηλαδή να μην είναι στον “αέρα” τον Ιούλιο), για τον λόγο αυτό υπάρχει πρόβλεψη οι αιτήσεις να υποβάλλονται σε έντυπη και ψηφιακή μορφή στις Διευθύνσεις Ανάπτυξης των Περιφερειακών Ενοτήτων, ενώ τα συνοδευτικά της αίτησης έγγραφα και δικαιολογητικά να υποβάλλονται στις ως άνω υπηρεσίες σε ψηφιακή μορφή, δηλαδή αποθηκευμένα CD ROM ή USB – stick. Μετά την υποβολή της αίτησης ξεκινά η διαδικασία διαπραγματεύσεων με τους πιστωτές για να εξασφαλισθεί λύση ρύθμισης και με τον χρόνο να προσδιορίζεται μεταξύ 46 ημερών έως 86 ημερών. Το τρίτο και τελευταίο στάδιο της διαδικασίας είναι η επικύρωση της συμφωνίας από το δικαστήριο όπου απαιτείται ένα πεντάμηνο προκειμένου να επικυρώσει τη συμφωνία. Συγκεκριμένα τάσσεται προθεσμία δύο μηνών από την κατάθεση  της αίτησης επικύρωσης της συμφωνίας για τον προσδιορισμό της συζήτησης και 3 μήνες από την ημερομηνία της συζήτησης για τη δημοσίευση της απόφασης από το Δικαστήριο.

Στον νόμο, ο οποίος θα παραμείνει σε ισχύ έως το τέλος του 2018, μπορεί να υπαχθεί κάθε φυσικό πρόσωπο με πτωχευτική ικανότητα και κάθε νομικό πρόσωπο το οποίο αποκτά εισόδημα εφόσον κατά την 31η Δεκεμβρίου του 2016 είχε οφειλή από δάνειο ή πίστωση σε καθυστέρηση τουλάχιστον 90 ημερών ή οφειλή που ρυθμίστηκε μετά την 1η Ιουλίου 2016 προς χρηματοδοτικό φορέα ή είχε ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τη Φορολογική Διοίκηση ή προς Φορέα Κοινωνικής Ασφάλισης ή προς άλλο νομικό πρόσωπο δημοσίου δικαίου, και οι συνολικές προς ρύθμιση οφειλές του ξεπερνούν το ποσό των 20.000 ευρώ. Το νομοσχέδιο προβλέπει την έκδοση κοινής υπουργικής απόφασης για τη ρύθμιση των οφειλών από 20.000-50.000 ευρώ μέσω απλοποιημένης διαδικασίας. Βέβαια για να μπορέσουν να υπαχθούν οι επιχειρήσεις με ληξιπρόθεσμες οφειλές στη ρύθμιση, θα πρέπει μέσω της μελέτης που θα εκπονηθεί να κρίνονται βιώσιμες.

Επίσης ότι δήθεν το νομοσχέδιο απειλεί να δημιουργήσει μία νέα «γενιά» λιμναζόντων οφειλών και να θέσει σε κίνδυνο την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Όπως χαρακτηριστικά σημειώνουν στελέχη της αγοράς, «για μία ακόμη φορά οι αρμόδιες αρχές ενεργούν με τεράστια καθυστέρηση και εφαρμόζουν ένα σύστημα με σοβαρές αδυναμίες που τελικά μπορεί να έχει τα αντίθετα αποτελέσματα». Θολώνει, παράλληλα, περισσότερο το τοπίο σε ότι αφορά το διαχωρισμό μεταξύ των επιχειρήσεων που μπορούν πραγματικά να επιβιώσουν και θέλουν μία ανάσα ρευστότητας και εκείνων που απλώς κερδίζουν χρόνο, εκμεταλλευόμενοι τις διατάξεις του νόμου. Κάτι αντίστοιχο, δηλαδή με τις «παρενέργειες» του νόμου Κατσέλη, στις διατάξεις του οποίου… κρύφτηκαν για αρκετά χρόνια πολλοί «στρατηγικοί κακοπληρωτές». Σε μία συγκυρία που οι τράπεζες προσπαθούν να συνέλθουν από τις ζημιές της τελευταίας εξαετίας και να επιτύχουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων για να μη βρεθούν αντιμέτωπες με δυσάρεστες εξελίξεις στα stress tests του 2018, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός μπορεί να εξελιχθεί από σημαντικό εργαλείο σε σοβαρό εμπόδιο. Οι ίδιες οι διοικήσεις των τραπεζών έχουν δηλώσει ότι αν καταφέρουν να μειώσουν τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα (NPEs) στα 98,2 δισ. ευρώ στο τέλος του 2017, από 104,8 δισ. ευρώ στο τέλος του 2016, τότε τα stress tests της ΕΚΤ θα είναι «non event» και δεν θα χρειαστούν μία τέταρτη ανακεφαλαιοποίηση. Όμως, για να πετύχουν τη μείωση των «κόκκινων» δανείων κατά περίπου 7,5-9 δισ. ευρώ, δεδομένης και της αύξησης που καταγράφηκε στο α’ τρίμηνο του έτους, θα πρέπει να έχουν στη διάθεσή τους όλα τα απαραίτητα εργαλεία. Ένα από τα σημαντικότερα είναι ο εξωδικαστικός συμβιβασμός. Παράγοντες της αγοράς και τραπεζικά στελέχη που έχουν σημαντική εμπειρία στη διαχείριση επιχειρηματικών δανείων εκτιμούν, ότι το νομοσχέδιο ενώ έχει θετικές πτυχές που θα μπορούσαν να λειτουργήσουν προς όφελος της αγοράς, χαρακτηρίζεται από σοβαρά μειονεκτήματα. Το βασικότερο «ντεσού» του «εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης επιχειρηματικών οφειλών» που αναμένεται να ψηφιστεί τις επόμενες εβδομάδες, έχει να κάνει με το γεγονός ότι για να δεσμεύει η συμφωνία το σύνολο των πιστωτών θα πρέπει να επικυρωθεί από το αρμόδιο δικαστήριο. Πρακτικά, το 60% των πιστωτών θα μπορεί να καταλήγει σε συμφωνία για τον τρόπο ρύθμισης των οφειλών μίας επιχείρησης, όμως για να δεσμεύει η συμφωνία αυτή το σύνολο των πιστωτών θα πρέπει να την επικυρώσει το δικαστήριο.
Από τη στιγμή, λοιπόν, που οι περιπτώσεις κατά τις οποίες θα υπάρχει ομόφωνη απόφαση των πιστωτών εκτιμάται πως θα είναι πάρα πολύ λίγες, ο μηχανισμός κινδυνεύει αφενός να επιβαρύνει σημαντικά το δικαστικό σύστημα και αφετέρου να συμβάλλει στη δημιουργία ενός νέου κύματος υποθέσεων που θα μπλοκάρουν, αποτελώντας τροχοπέδη στη διαχείριση των «κόκκινων» δανείων. Διότι αν κανείς πιστεύει ότι οι αποφάσεις θα λαμβάνονται από τα δικαστήρια εντός λίγων μηνών μάλλον δεν έχει σχέση με την πραγματικότητα. Έτσι, ο εξωδικαστικός συμβιβασμός μπορεί να… μείνει στα χαρτιά και αντιθέτως να αποδειχθεί ένας δυσλειτουργικός μηχανισμός που θα ωφελήσει λίγους και θα πλήξει τις τράπεζες. Πόσω μάλλον, όταν οι τράπεζες έχουν εκπέμψει διαδοχικά σήματα κινδύνου για τα «κόκκινα» δάνεια και για την ανάγκη νομοθέτησης των εργαλείων εκείνων που θα διευκολύνουν τη «θεραπεία» των βιώσιμων επιχειρήσεων και τον «θάνατο» των εταιρειών-ζόμπι, οι οποίες… ζουν εις βάρος της πραγματικής οικονομίας.
Ακόμη και αν ψηφιστεί… αύριο, ο νόμος δεν θα είναι λειτουργικός μέχρι να τεθεί σε πλήρη ισχύ η ηλεκτρονική πλατφόρμα διαχείρισης των αιτήσεων. Αυτό σημαίνει ότι θα χρειαστεί τουλάχιστον ένα τρίμηνο για να προχωρήσουν οι πρώτες υποθέσεις, καθώς χωρίς την πλατφόρμα οι τράπεζες θα έχουν σοβαρό πρόβλημα.
Το πόσο σημαντική είναι η σωστή λειτουργία ενός «πραγματικού» εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης οφειλών αποδεικνύεται από το γεγονός ότι μέχρι στιγμής υπάρχει απόκλιση στους στόχους για τη μείωση των «κόκκινων» δανείων μικρομεσαίων επιχειρήσεων.
Αποκλίσεις στους στόχους παρατηρούνται και στην εφαρμογή από κοινού λύσεων ρύθμισης σε κοινούς πελάτες μικρομεσαίων και μεγάλων επιχειρήσεων. Βάσει του τριετούς πλάνου που έχει συμφωνηθεί με τον SSM, τα δάνεια μικρομεσαίων επιχειρήσεων με κοινές λύσεις ρύθμισης φθάνουν στο υψηλότερο επίπεδο στο τέλος του 2017, αυξημένα σε ποσοστό 45% σε σχέση με τα επίπεδα του Ιουνίου του 2016. Πιο φιλόδοξος είναι ο στόχος που έχει τεθεί από τις τράπεζες για τις μεγάλες επιχειρήσεις, για τις οποίες οι κοινές λύσεις ρύθμισης διπλασιάζονται το 2017.
Άρα το 2017, τόσο λόγω των stress tests του 2018, όσο και εξαιτίας των ποσοτικών στοιχείων του τριετούς πλάνου μείωσης των «κόκκινων» δανείων είναι ένα πολύ σημαντικό έτος για τις τράπεζες. Και χωρίς ένα λειτουργικό, αποτελεσματικό, ευέλικτο και γρήγορο μηχανισμό διευθέτησης οφειλών, όλα κινδυνεύουν να τιναχτούν στον αέρα.
Το συγκεκριμένο νομοθέτημα, γράφει κάποιος άλλος από τους πολλούς δήθεν ειδικούς επιστρατεύτηκαν, κινδυνεύει πριν καν τεθεί σε εφαρμογή να αποτελέσει «σακάκι αδειανό» ή ακόμα περισσότερο να δημιουργήσει περισσότερα προβλήματα, από αυτά τα οποία καλείται να επιλύσει. Πριν από ακριβώς έξι μήνες μετά από την συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Οικονομικής Πολιτικής ο τότε υπουργός Οικονομίας Γιώργος Σταθάκης είχε διαβεβαιώσει ότι στο πλαίσιο του νόμου που έρχεται ξεκινάει η δημιουργία της ηλεκτρονικής πλατφόρμας για την υποδοχή των αιτήσεων. Από τότε μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει προφανώς τίποτα. Γι’ αυτό και το νομοσχέδιο που βρίσκεται στη Βουλή, κάνει πράξη τους χειρότερους φόβους όσων έβλεπαν πίσω από τις καθυστερήσεις στην προώθηση του νομοσχεδίου μια νέα προσπάθεια προστασίας των οφειλετών και ειδικά των πιο οργανωμένων, των στρατηγικών κακοπληρωτών. Είναι χαρακτηριστικό ότι στον 21ο αιώνα μια ούτως ή άλλως πολύπλοκη διαδικασία, με δεκάδες έγγραφα, τίθεται σε εφαρμογή όχι με ηλεκτρονικά μέσα, αλλά με έγχαρτη μορφή. Το σύστημα υποδοχής των αιτήσεων σε χαρτί, από μια άγνωστη προς το παρόν υπηρεσία των περιφερειών, με το επιχείρημα ότι κατά την έναρξη ισχύος του νόμου δεν θα είναι έτοιμη η ηλεκτρονική πλατφόρμα, προδιαγράφει την αποτυχία του νόμου από την πρώτη μέρα ισχύος του. Όταν θα αρχίσει να λειτουργεί το ηλεκτρονικό σύστημα θα βρίσκονται ήδη στο στάδιο επεξεργασίας οι παλιές αιτήσεις. Θα έχει κατ’ αποτέλεσμα παρασχεθεί ένα ακόμη δίχτυ προστασίας στους στρατηγικούς κακοπληρωτές. Η «προστασία» στους στρατηγικούς κακοπληρωτές συνεχίζεται στο εν λόγω κείμενο και με την διαδικασία επικύρωσης της, η οποία αντί να δίνει την δυνατότητα απλά σε έναν πρόεδρο Δικαστηρίου να εγκρίνει το αποτέλεσμα του συμβιβασμού, στέλνει την υπόθεση στα Πρωτοδικεία (ούτε καν στα πολυάριθμα Ειρηνοδικεία που προέβλεπε ο νόμο Κατσέλη).
Υπενθυμίζεται ότι τα πρωτοδικεία εκδικάζουν το πολύ 3.000 υποθέσεις του νόμου Κατσέλη ετησίως, όταν οι εν δυνάμει εντασσόμενες επιχειρήσεις του νόμου Παπαδημητρίου τις 400.000.
Ούτε λόγος βέβαια, για την εμμονή της κυβέρνησης να εντάξει στον μηχανισμό και τις ευνοϊκές διατάξεις του νόμου και τις μικρές οφειλές ποσού μεταξύ 20.000 και 50.000 ευρώ, οι οποίες ενώ οικονομικά αντιστοιχούν σε ένα εξαιρετικά χαμηλό ποσοστό, θα αποτελούν, κατ’ εκτίμηση τραπεζικών στελεχών, περίπου το 1/4 των αιτήσεων, που θα υποβληθούν και θα προκαλέσουν σημαντικές καθυστερήσεις στη λειτουργία του συστήματος.
Από το νομοθέτημα, δεν θα μπορούσαν να λείψουν τα «παραθυράκια». Μια ρύθμιση με δεκάδες δόσεις (έως 120) που θα παρέχονται κατά το δοκούν από δημόσιες υπηρεσίες σε όσους δεν μπορούν να ενταχθούν στον νόμο! Με το άρθρο 15 παράγραφος 21, δημιουργείται ένας νόμος μέσα στον νόμο. Μια παράλληλη διαδικασία που θα τρέχει για όσες εταιρείες δεν έχουν πτωχευτική ικανότητα, αλλά το Δημόσιο και οι Φορείς Κοινωνικής Ασφάλισης θα μπορούν να τους προτείνουν λύσεις ρύθμισης οφειλών ανάλογες με αυτές που ισχύουν για τους κανονικά εντασσόμενους. Πρόκειται, με λίγα λόγια για ένα πρωτοφανές εργαλείο ανάπτυξης «πελατειακού» κράτους, καθώς θα αρκεί απλά η κρίση (όχι τα αντικειμενικά κριτήρια) και μόνο αυτή ενός κρατικού λειτουργού για να απολαύσει κάποιος τις ευνοϊκές διατάξεις…

Αυτά λένε οι τραπεζίτες και βάζουν τα παπαγαλάκια τους να τα διαδίδουν από τα διάφορα έντυπά τους. Αλλά ας δούμε ποια είναι η πραγματικότητα. Το προτεινόμενο νομοσχέδιο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό εξετάστηκε ήδη από τους νομικούς και οικονομολόγους του Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος. Κι αυτό που διαπιστώθηκε είναι ότι στην ουσία το νομοσχέδιο νομιμοποιεί τις παρανομίες των τραπεζών. Δεν θέτει όρια στις τράπεζες. Δεν εξετάζει, ανάλογα με τη βιωσιμότητα της εταιρείας, τι μπορεί να πληρώσει. Κατά τα άλλα, είναι ακριβώς το ίδιο με το νόμο 4224/2013. Νομιμοποιεί τις παρανομίες τραπεζών, και το μόνο διαφορετικό που κάνει είναι απλά και μόνο ότι ορίζει αμοιβές διαμεσολαβητών και ότι καθορίζει το ποιος θα είναι ο Ειδικός Γραμματέας Διαχείρισης Ιδιωτικού χρέους. Ουσιαστικά δεν κάνει τίποτε άλλο. Δεν ορίζει τους όρους του παιχνιδιού μεταξύ τραπεζών και δανειοληπτών. Τα δικαιολογητικά που ζητάει είναι του παρελθόντος. Μέχρι το 2015. Ζητάει οικονομικά στοιχεία της εταιρείας που έχει χρέη. Για να κάνεις αίτηση και να υπαχθείς στη ρύθμιση, πρέπει να έχεις μία κερδοφόρα χρόνια στα 3 τελευταία χρόνια. Δεν ζητάει μπίζνες πλαν των εταιρειών για να δει τη βιωσιμότητά της στο μέλλον,  ώστε να καθοριστεί το τι θα μπορεί να δώσει ο επιχειρηματίας και τι όχι. Δεν θέτει επίσης όρια στο ποιοι μπορούν να υπαχθούν στο νόμο. Για παράδειγμα, στο άρθρο 1 του προτεινόμενου νομοσχεδίου, στην έννοια του συνοφειλέτη συμπεριλαμβάνεται ο εγγυητής. Δηλαδή, ο εγγυητής γίνεται συνοφειλέτης. Αλλά, βάσει δικαστικών αποφάσεων, έχει κριθεί παράνομη η παραίτηση του εγγυητή από τη διείσδυση. Κι έρχεται το νομοσχέδιο και καταργεί δικαστικές αποφάσεις. Το νομοσχέδιο δεν ζητάει να γίνει εκκαθάριση της οφειλής από παράνομους τόκους η από το νόμο 128/75 που οι τράπεζες δεν αποδίδουν στοπ κράτος το 0,60 στα καταναλωτικά και το 0,12 ευρώ στα στεγαστικά από τις δόσεις των δανείων. Το βάζουν στο επιτόκιο, παράνομα και παράνομα δεν το αποδίδουν στο κράτος. Δεν βάζει φρένο στον υπολογισμό του έτους σε 360 ημέρες αντί 365 που βάζου οι τράπεζες, που γεννάει παράνομο τόκο βάσει του της απόφασης 430/2005 της ολομέλειας Αρείου Πάγου. Στους τόκους υπερημερίας και στα πανοτόκια βάζει την εισφορά του ν. 128/75.