Πιο αισιόδοξοι οι καταναλωτές με τη νέα κυβέρνηση, αλλά ακόμη διστακτικοί

Σημαντική αύξηση σημείωσε ο δείκτης καταναλωτικής εμπιστοσύνης στην Ελλάδα κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015. Σύμφωνα με την έρευνα Consumer Confidence της Nielsen ο δείκτης στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 12 μονάδες, φτάνοντας τις 65, ο οποίος είναι και ο υψηλότερος που έχει σημειωθεί από το 2009. Την ίδια ώρα, ο μέσος όρος παγκοσμίως είναι πολύ υψηλότερος, στις 97 μονάδες.

 

Σύμφωνα με την Nielsen, «η σημαντική αύξηση του δείκτη αισιοδοξίας το πρώτο τρίμηνο του 2015 παρατηρήθηκε κυρίως έπειτα από την εκλογή της νέας κυβέρνησης στα τέλη Ιανουαρίου. Γενικότερα, τέτοιου είδους γεγονότα ενισχύουν την αισιοδοξία των καταναλωτών, καθώς και την γενικότερη ελπίδα τους για το μέλλον».

 

Παράλληλα επισημαίνεται ότι «ενώ 9 στους 10 Έλληνες εξακολουθούν να πιστεύουν ότι η χώρα βρίσκεται σε ύφεση, μειώθηκε σημαντικά (-20 ποσοστιαίες μονάδες, στο 54%) το ποσοστό εκείνων που πιστεύουν ότι η χώρα θα παραμείνει σε ύφεση και τον επόμενο χρόνο, γεγονός που υποδεικνύει τις μεγάλες προσδοκίες, που είχαν οι καταναλωτές όσον αφορά στην διαπραγματευτική πολιτική, που θα ακολουθούσε η νέα κυβέρνηση έναντι των δανειστών».

 

Όσον αφορά στις βασικές ανησυχίες των Ελλήνων καταναλωτών, σύμφωνα με την έρευνα, η εργασιακή ασφάλεια παραμένει στην κορυφή σε ποσοστό 45%, αυξημένο κατά 4 ποσοστιαίες μονάδες σε σχέση με το αμέσως προηγούμενο τρίμηνο, διπλάσιο από το ποσοστό, που σημειώνεται στο σύνολο της Ευρώπης. Η γενικότερη πορεία της ελληνικής οικονομίας παραμένει η δεύτερη μεγαλύτερη ανησυχία, η οποία σημείωσε και μια σημαντική αύξηση κατά 18 μονάδες, αντικατοπτρίζοντας το γενικότερο κλίμα της εποχής.

 

Στην ερώτηση σχετικά με το πού διαθέτουν το εισόδημα που τους περισσεύει, οι Έλληνες καταναλωτές δήλωσαν ότι το χρησιμοποιούν για την αποπληρωμή δανείων και γενικότερων χρεών σε ποσοστό 34%. Ταυτόχρονα, αυξήθηκε κατά 9 μονάδες το ποσοστό (30%) εκείνων που δηλώνουν ότι αποταμιεύουν κάποια χρήματα, ενώ μειώθηκε στο 28% το ποσοστό εκείνων που δήλωσαν πως δεν τους περισσεύουν καθόλου χρήματα (έναντι 35% το 4ο τρίμηνο του 2014).

 

Οι κύριες ενέργειες περικοπής των εξόδων εντοπίζονται, σύμφωνα με την έρευνα, στην αγορά φθηνότερων προϊόντων μπακαλικής (τρόφιμα, είδη προσωπικής περιποίησης, είδη καθαρισμού σπιτιού) στην μείωση των δαπανών για διασκέδαση εκτός σπιτιού, για ρουχισμό, για παραγγελία έτοιμων γευμάτων στο σπίτι, αλλά και για διακοπές. Από τα παραπάνω, η μείωση των παραγγελιών έτοιμων γευμάτων στο σπίτι και η αγορά φθηνότερων ταχυκίνητων καταναλωτικών αγαθών φαίνεται ότι θα αποτελέσουν μόνιμη συνήθεια για μια μεγάλη μερίδα καταναλωτών, δηλαδή ακόμα και όταν οι οικονομικές συνθήκες βελτιωθούν.

 

Πολύ πίσω από τον μέσο όρο παγκοσμίως

Σύμφωνα με την έρευνα Consumer Confidence της Nielsen, ο δείκτης αισιοδοξίας των καταναλωτών σε παγκόσμιο επίπεδο σημείωσε, στις αρχές του 2015, μικρή άνοδο κατά 1 μονάδα και πλέον ανέρχεται στις 97 μονάδες.

 

Ειδικότερα, στις περιφέρειες της Αφρικής/Μέσης Ανατολής (96), Ασίας/ Ωκεανίας (107) και Ευρώπης (77) ο δείκτης αυξήθηκε κατά 1 μονάδα, ενώ στην Βόρεια Αμερική παρέμεινε σταθερός (106). Στην Λατινική Αμερική ο δείκτης μειώθηκε κατά 2 μονάδες, φτάνοντας στο επίπεδο των 86 μονάδων, το οποίο είναι και το χαμηλότερο που έχει σημειωθεί από το 2011.

 

Ειδικότερα στην Ευρώπη, παρ’ όλο που συνεχίζει να αποτελεί την πιο απαισιόδοξη περιφέρεια του πλανήτη, αρκετές χώρες παρουσίασαν υψηλά επίπεδα στους δείκτες τους, όπως το Ηνωμένο Βασίλειο (97) και η Πορτογαλία (59), οι οποίες είχαν να σημειώσουν παρόμοιους δείκτες από το 2006, ενώ η Ελλάδα (65) και η Ιταλία (57) παρουσίασαν την μεγαλύτερη αύξηση σε παγκόσμιο επίπεδο κατά 12 μονάδες, φτάνοντας στα υψηλότερά τους επίπεδα από το 2009 και 2011 αντίστοιχα.

 

Αυτό που επίσης έχει ενδιαφέρον, σύμφωνα με την Nielsen, είναι ότι σε ευρωπαϊκό επίπεδο διαφαίνονται κάποια σημάδια ανάκαμψης, καθώς ο δείκτης που αφορά στην εργασιακή προοπτική αυξήθηκε στις 15 από τις 32 αγορές, ενώ ο δείκτης που σχετίζεται με την πρόθεση των καταναλωτών να ξοδέψουν χρήματα αυξήθηκε στις 19 αγορές, ωστόσο παραμένει σχετικά χαμηλός σε σχέση με τις άλλες περιφέρειες.