Ο Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης Επιμελείται και Παρουσιάζει το Σκεπτικό Βράβευσης του Κυριάκου Χαραλαμπίδη για τον Σύνδεσμο Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου.
Ο Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης, Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου, Αντιπρόεδρος Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδς Κύπρου (ΣΠΕΚ), Επιστήμονας, Ακαδημαϊκός, Λογοτέχνης, Πρόεδρος της Επιτροπής Βράβευσης Λογοτέχνη για το Σύνολο του Έργου του και ιδρυτικό μέλος του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου, επιμελήθηκε και παρουσίασε το Σκεπτικό βράβευσης για τον Κυριάκο Χαραλαμπίδη, το οποίο έχει ως εξής:
Α. Παρουσίαση του Έργου και των Διακρίσεων του Κύπριου ποιητή Κυριάκου Χαραλαμπίδη
“Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης, γεννημένος το 1940 στην πολίχνη Άχνα, κοντά στην Αμμόχωστο, άρχισε να γράφει ποίηση από την ηλικία των εννέα χρόνων. Έγραψε τα ακόλουθα έργα:
Την 1η Ποιητική Συλλογή ‘Πρώτη Πηγή’ έγραψε ως φοιτητής το 1961 με τη βοήθεια του Νικηφόρου Βρεττάκου και τη στήριξη συμφοιτητών του, όπως ο Ευαγγελάτος, ο Μπαμπινιώτης, ο Γιατρομανωλάκης, ο Σβολόπουλος. Ο Βρεττάκος έδωσε τον τίτλο στη Συλλογή, έκανε διορθώσεις και έγραψε κριτική στο περιοδικό «Επιθεώρηση Τέχνης». Κριτική έγραψε και ο Φώτης Κόντογλου. Η Συλλογή αυτή ήταν έναυσμα για την ποιητική άνοδο του ποιητή και την ανακάλυψη απ’ αυτόν του κόσμου και της αιτίας του, που έκτοτε τον κέντριζαν ως θέμα.
Τη 2η Ποιητική Συλλογή του με τίτλο, «Η άγνοια του νερού» (1967, εκδόσεις «Ίκαρος») προλόγισε ο ποιητής του μεσοπολέμου Τάκης Παπατσώνης). Ο Χαραλαμπίδης με αυτήν τη συλλογή θέτει τις βάσεις, την έκφραση και την ισορροπία των πραγμάτων. Συνειδητοποιεί ότι η ποίηση θα καταστεί η τελεσίδικη μοίρα του. Ο Παπατσώνης τον παρακινούσε να ζωογονήσει τη μαρασμένη και ασθενούσα νεοελληνική Ποίηση και να βρει σ’ αυτήν το πρέπον δέος, το μεγάλο ηθικό θεμέλιό της με σφριγηλό Ουμανισμό.
Η 3η Ποιητική Συλλογή, «Το αγγείο με τα σχήματα» εκδόθηκε το 1973. Ο καθηγητής Γ.Π. Σαββίδης, σε άρθρο του στην εφημερίδα «Το Βήμα» και η Νόρα Αναγνωστάκη στο «Χρονικό ’73» επαίνεσαν το βιβλίο του. Αρκετά ποιήματα της συλλογής γράφτηκαν στη Γερμανία, όπου ο ποιητής με εξάμηνη υποτροφία είχε μετεκπαιδευτεί στη Ραδιοφωνία του Μονάχου. Στο ποίημα του «Θύελλα και Ορμή» (Sturm und Drang) περιγράφει τη δυναμική έξοδο με δημιουργία, πνοή ενώ κάνει χρήση εκφραστικών μέσων και εικόνων. Πρωτοτυπεί με νέα εκφραστική ευλυγισία και πρωτοφανή πνευματική τόλμη. Καταγράφεται μια εκπληκτική πρωτοτυπία αντίληψης με μια παρθενική λεκτική διατύπωση. Η Συλλογή τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου. Όταν βρισκόταν στις ΗΠΑ το ποίημα του «To Άι Γιωρκούδιν» δημοσιεύθηκε σε μετάφραση στο Harvard Review.
Στο 4ο βιβλίο «Αχαιών Ακτή» (1977, και επανέκδοση από τις Εκδόσεις Άγρα, 2003), αποδίδει τον αντίκτυπο και την ανατροπή της ιστορίας στην ψυχή του ποιητή μετά την Τουρκική εισβολή (1974). Ο ίδιος δηλώνει ότι με αυτήν επέρχεται στην ποίησή του «η πρώτη άνοιξη πατρίδος». Χαρακτηριστικά τονίζει ότι ‘η τέχνη δοκιμάζεται παράλληλα με τη δοκιμασία του λαού και οφείλει να αυτορυθμιστεί μεταποιώντας το προσφερόμενο υλικό σε μια ανώτερη μορφή αντίληψης του κόσμου και της ιστορίας’. Η Συλλογή τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου.
Το 5ο βιβλίο με τίτλο «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα» (εκδ. Ερμής, 1982 – επανέκδ. Άγρα, 1997) που περιέχει 47 ποιήματα διασώζει την αρχέτυπη εικόνα της πόλης στη μνήμη των ανθρώπων. Επίσης διατηρήσει τη δική του μνήμη και εξακτινώσει ακτίνες αγάπης προς την πόλη, ώστε να τη διασώσει από το κακό που την απειλεί, όπως σχολίασε. Γράφει ότι ‘το βιβλίο έχει πολλαπλή ανάπτυξη. Αποτελεί μια προστατευτική ασπίδα πάνω από την κατεχόμενη και συλημένη πόλη. Παράλληλα, οι γεωγραφικές και ιστορικές συνιστάμενες εστιάζονται σε επί μέρους κρίσεις για τα συμβάντα, και σε αλληγορικές μεταφορές, όπου χωρούν ποικίλες έλξεις και απώσεις, για τη σημασία και το εύρος της κυπριακής τραγωδίας, προσδίδοντας σ’ αυτήν διαστάσεις με μονιμότερη ισχύ…κάτι από τους οικουμενικούς νόμους της ζωής και από τις αναλογίες των πραγμάτων… Η κρούστα της ιστορίας υπέκρυπτε την εσωτερική ύλη και τον ρυθμό της όλης σύνθεσης.’ Το έργο του αναφέρεται στην απώλεια της γης, δηλαδή στη γεωγραφική πτυχή της τραγωδίας. Ωστόσο, διευρύνει την πόλη ως σύμβολο και γράφει : ‘Μια πόλη-όραμα, που είναι μέσα στην ψυχή μας και δεν μπορεί να χαθεί, ακόμη και αν κονιορτοποιηθεί […] Στην πραγματικότητα δεν μιλώ για την Αμμόχωστο μόνο· μιλώ για τα πάθια της πατρίδας μέσα από ένα σύμβολο’. Η Συλλογή αυτή τιμήθηκε με Κρατικό Βραβείο Ποίησης. Το μελοποίησε ο Μάριος Τόκας και το εκθείασε ο κορυφαίος κριτικός Γ.Π.Σαββίδης.
Το 6ο βιβλίο του με τίτλο «Θόλος» (εκδ. Ερμής, 1989, – επανέκδ. Άγρα, 1998), έχει ως θεματική την τραγική πτυχή της τύχης των αγνοουμένων. Ενώ στη Συλλογή ‘Η Αμμόχωστος Βασιλεύουσα’ καλύπτεται το γεωγραφικό πλαίσιο της κατεχόμενης πατρίδας, η Συλλογή του ‘Ο Θόλος’ περιέχει 31 τραγικές προσωπογραφίες – δείχνει το ανθρώπινο δράμα με αγνοούμενους που χάθηκαν. Η Συλλογή αναπαριστά τον ανθρώπινο σπαραγμό και τις ψυχολογικές προεκτάσεις στην κοινωνία. Στην έννοια «αγνοούμενος» επιχειρεί να αποσώσει την υπαρξιακή διάστασή της, με όλα τα ιστορικά της συμφραζόμενα (αναφέρεται και σε μια περίπτωση ενός Τουρκοκύπριου αγνοουμένου). Στο συγκινητικό ποίημά του «Στα στέφανα της κόρης του», ο πατέρας της νύφης και αγνοούμενος, βγαίνει από το μνήμα να παραστεί ανυποψίαστος στους γάμους της κόρης του, και μετά επιστρέφει να κλειστεί πάλι κάτω απ’ την ταφόπετρά του. Το ποίημα αυτό παραπέμπει σε ανάλογα τραγικά δημοτικά τραγούδια. Το έργο «Θόλος» λόγω της τραγωδίας και των κυπρίων παθών, ευαισθητοποίησε τον Ελληνισμό, και τιμήθηκε με Βραβείο από την Ακαδημία Αθηνών.
Στο 7ο βιβλίο του με τίτλο «Μεθιστορία» (εκδ. Άγρα,1995, επανεκδ.2000) που τιμήθηκε με το Κρατικό Βραβείο Ποίησης στην Ελλάδα, επιχειρεί να εκφράσει με αριστοτελική χροιά «τα μετά την ιστορία», μια βαθύτερη και ‘φιλοσοφικότερη’ ερμηνεία της Ιστορίας, που εγγίζει τα πράγματα. Το ιστορικό πλαίσιο έχει ποικίλες εκφάνσεις ιστορικών δεδομένων, επίκαιρων όσο και παλαιότερων. Ωστόσο ενέχει μια μυθική μεταποίηση, έτσι ώστε να αποκτούν τα πράγματα υπερβατικό προσωπικό χαρακτήρα. Περιέχει δύο αρχαιόθεμα ποιήματα για την Ελένη και τον Ηρακλή που καθοδηγούν τον αναγνώστη να μη αντικρύζει την ιστορία παρατακτικά. Στοχεύει να εκτοπίσει τις ψευδαισθήσεις μιας πραγματικότητας, η οποία όμως, λόγω ιστορικής δράσης, έχει πια καταστεί πλασματική. Έχει στοιχεία καβαφικά, μείγμα ειρωνείας και ανατροπής, αλλά κυρίως είναι ένας ύμνος για την αλήθεια, προς το ήθος, τη δύναμη των ανθρωπίνων πραγμάτων. Είναι η τραγωδία μετά την τραγωδία, η ιστορία πέρα απ’ την ιστορία. Όπως σχολιάζει σχετικά ο Χαραλαμπίδης ‘Δεν χρειάζεται να είναι κανείς πολύ γραμματικός, για να περιγράψει την τραγικότητα. Με απλούς τρόπους μπορεί να διαγράψει την τραγωδία, να φτιάξει το πλαίσιό της’ . Επεκτείνει τη σκέψη του με το εξής σχόλιο για το ποίημα της Συλλογής ‘Άρδανα, ΙΙ’ «Είναι δίκοπο μαχαίρι η τραγωδία. Αν γίνει σύνθημα του εξώστη, αν μας κατακλύσει το συναίσθημα, πνιγόμαστε από το συναίσθημα… Η τραγωδία δεν θέλει συναίσθημα, θέλει αίσθημα, θέλει αλήθεια της ζωής. Όταν είσαι τραγικός, στέκεις όρθιος και αντικρύζεις τον θεό κατάματα, με αίσθηση του μέτρου πάντοτε και της αρετής».
Το 8ο έργο του «Δοκίμιν» (εκδ. Άγρα, 2000) είναι μία ποιητική σύνθεση. Με την αρχαία λέξη «δοκίμιον» (μεσαιωνικό «δοκίμι», κυπριακό «διτζίμιν») εννοείται η δοκιμασία του πνεύματος αλλά και της αγάπης που πρέπει να κερδίσει ο ποιητής ή ο άνθρωπος, αφού σηκώσει το βαρύ λιθάρι του και καταξιωθεί με τη γενναιότητα που επέδειξε κατά τη δημιουργία του έργου του. Το έργο, για τον ίδιο, οφείλει να είναι αποτέλεσμα έρωτος και κατακτήσεως. Στη Συλλογή αυτή επιχειρεί να διαρθρώσει σπονδυλωτά την ύπαρξη ενός ολόκληρου κόσμου, τις πολλές όψεις της εξωτερικής ιστορίας και της εσωτερικής ανθρωπογεωγραφίας. Ενυπάρχει ανθρώπινη συμπόνια ακόμα και αίσθηση χιούμορ, που τονίζει έτσι ακόμα πιο πολύ την τραγική διάσταση. Με το «Δοκίμιν» ο επιχειρεί ένα είδος ποιητικού δοκιμίου, ως νέου τρόπου επικοινωνίας. Δεν θεωρεί το ‘Δοκίμιν’ κανονικό βιβλίο, αλλά, ως ένα γαλαξιακό συγκρότημα, γιατί ‘σε αυτό θέλησα να χωρέσω τα πάντα’, όπως λέει…‘κι επειδή θέλησα να χωρέσω τα πάντα, γι᾽ αυτό και το βιβλίο δεν προσέχτηκε πολύ’.
Το 9ο βιβλίο του με τίτλο «Αιγιαλούσης επίσκεψις – ένα ποίημα και ένα σχόλιο» (εκδ. Άγρα, 2003), είναι ένα ποίημα ογδόντα στίχων που συνοδεύεται από ένα αυτοσχόλιο είκοσι δύο σελίδων. Με αυτό επιχειρεί να διασώσει τη μοναδικότητα του προσώπου του ανθρώπου που δένεται στενά με τον χώρο της κατεχόμενης γης (της Καρπασίας). Δεν είναι βιβλίο ‘πατριωτισμού’ αλλά ‘εποπτείας της πληγής’, που στη Συλλογή αιμάσσει στην κατεχόμενη κωμόπολη Αιγιαλούσα. Με ‘καθολική θεώρηση και περίσκεψη’ αναζητεί να προσδιορίσει εκ νέου και να διασώσει ‘το πρόσωπο του χώρου όπου εντάσσονται ουσιώδη στοιχεία της ψυχικής ενότητας’. Επιπρόσθετα, είναι μια διασύνδεση της σταθερής μνήμης με τον τόνο της γλώσσας, πανελλήνιας και κυπριακής, καθώς και με την άλωση του τόπου και την ευθύνη (το χρέος) του ποιητή. Προσδιορίζει τη σχέση πολιτικής και ποίησης ως σχέση φυσικής αντιπαράθεσης. Μα εκφράζει με πικρία την απογοήτευση του για επαρχιωτισμό κάποιων Κυπρίων. Το ποίημα «Παλινωδία», ένα ποίημα ποιητικής, στηρίζεται στο ερώτημα: «Πώς μπορείς να επιβιώσεις (και βιολογικά) σ’ ένα χώρο που δεν αντέχει την αλήθεια;». Βασικά εκφράζει βαθιά ιδίαν αντίληψη για το δράμα του Ελληνισμού που συνεχώς μάχεται.
Το 10ο βιβλίο του Χαραλαμπίδη φέρει τον τίτλο «Κυδώνιον μήλον» (εκδ. Άγρα, 2006). Μέσα από εννέα ενότητες διερευνά τη μετεξέλιξη του μύθου σε συνομιλία με στοιχεία ελληνικής διαχρονίας και με νεότερα ξένα στοιχεία. Συναιρεί την εθνική του συνείδηση με την ευρωπαϊκή με σταθερό στήριγμα τη συνείδηση της Ελληνικής γλώσσας, που ενισχύει τις ευρωπαϊκές. Η συλλογή εισάγει και οικουμενικές αξίες.
Στο 11ο βιβλίο του, με τίτλο «Ίμερος» (Μεταίχμιο,2012), εκφράζεται ανοικτά και αποκαλυπτικά. Δεν είναι όπως σε άλλες Συλλογές συμβολικός, αινιγματικός ή σιβυλλικός. αφού η θεματική του αφορά τον Έρωτα. Ο ποιητής είναι επηρεασμένος από το πλατωνικό «Συμπόσιον» και τον διάλογο Διοτίμας και Σωκράτη («Έρως δ’ εστίν έρως περί το καλόν, ώστε αναγκαίον Έρωτα φιλόσοφον είναι») Ως ‘καλόν’ ορίζει την ομορφιά, ο δε ίμερος είναι η έντονη ερωτική λαχτάρα για μια τέτοια ομορφιά που ελλείπει απ’ τη ζωή του ατόμου. Ο «Ίμερος» στοιχειοθετεί ένα ποιητικό δοκίμιο για τον έρωτα, τη Ζωή, τα γύρω της και τα υπεράνω της.
Με τη 12η Συλλογή του «Στη γλώσσα της υφαντικής» (εκδ. Μεταίχμιο, 2013), αναδεικνύει τη σύγχρονη πραγματικότητα, όπως τη βλέπει από διάφορες οπτικές γωνίες, με μάτι ή με πνεύμα. Βλέπει με στοχασμό (και με λίγη ιστορική μνήμη ) την παλλόμενη ζωή, το μυστήριο της ύπαρξης και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Στη 13η Συλλογή του, «Ηλίου και Σελήνης άλως» (εκδ. Ίκαρος, 2017), επιχειρεί να εκφράσει τη σύζευξη του γήινου με το ουράνιο, το γάμο του Ηλίου και της Σελήνης σε ρεαλιστικό και παράλληλα σε συμβολικό επίπεδο. Περιέχει μύθο αλλά μόνο ως περίγραμμα. Σημασία δίδεται στις ίδιες τις λέξεις που αποκτούν συνείδηση του ‘είναι’ τους. Έχει εστίαση στην ανέλιξη από το ερωτικό και μητρικό στοιχείο (από το σώμα, τη φύση, τη ζωή) προς μια ανώτερη και εξανθρωπισμένη υπόσταση, με πνευματικές διαστάσεις. Στη συλλογή του η Αφροδίτη, ως ποιητική persona, παγιώνει παλαιότερα μοτίβα, ανακαινισμένα στο πλαίσιο της ζωής και του θανάτου, καθώς κλυδωνίζεται από ποικίλες καταστάσεις του σώματος και της ψυχής. Επίσης σε άλλα ποιήματα αντιστρέφει τα πιο πάνω και δίνει μια «χριστιανική» απάντηση στα «αφροδίσια». Βεβαίως ο Χαραλαμπίδης τολμά να δηλώσει ότι ‘η Ορθοδοξία περιέχει μεγαλειωδώς τη δυνατότητα της αναίρεσής της’. Τέλος, με τον 3ο κύκλο ποιημάτων της συλλογής επιχειρεί να μεταποιήσει την ιστορία σε μύθο και να επαναγάγει το μυθικό πλέγμα στο μυστήριο της ζωής. Η μυθογνωσία παίρνει συχνά τη μορφή ενός πολύ δύσκολου ποιήματος-αινίγματος. Το αίνιγμα προσκαλεί τον αναγνώστη να το αποκωδικοποιήσει. Στο ποίημα «Κλέεια, Ευδώρη, Κορωνίς, Φαιώ και Φαισύλη» αποκαλύπτει έναν διπλό φιλοσοφικό στοχασμό α) αφενός πικρό, γιατί το ανθρώπινο θηρίο παρεμβαίνει στην τάξη του σύμπαντος, και β) αφετέρου αισιόδοξο, αφού το ‘μυστήριο’ παρότι διαταραγμένο ‘μένει’. Επιλέγει το φως, αν και ακολουθεί η φρικτή παρέμβαση σκότους και θανάτου.
Το συγκεντρωτικό έργο του «Ποιήματα 1961-2017» (Εκδόσεις Ίκαρος) των δεκατριών ποιητικών συλλογών του προβάλλει σε χίλιες σελίδες, την ελληνική και οικουμενική διάσταση της ποίησής του και την αξία της δημιουργικής προσφοράς του σε 60 χρόνια. Η ποίησή του έχει τα διακριτικά στοιχεία που την κάνουν να διαφέρει αισθητά από τις κυρίαρχες τάσεις της κάθε σύγχρονης ελληνικής ποίησης. Οι συλλογές μετά το 1977, δηλαδή η ‘Αχαιών ακτή’ η ‘Αμμόχωστος Βασιλεύουσα’, ο ‘Θόλος’, η ‘Μεθιστορία, το ‘Δοκίμιν’, η ‘Αιγιαλούσης επίσκεψις’, το ‘Κυδώνιον μήλον’, ο ‘Ίμερος’ και ‘Στη γλώσσα της υφαντικής’ έχουν ως κυρίαρχο θέμα τους τις τραγικές συνέπειες της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο, από το 1974 ως σήμερα. Ως σύνολο καταξιώθηκαν από κριτές.
Τέλος με τη 14η συλλογή του ‘Σαλιγκάρι και Φεγγάρι’ (εκδ. Καλειδοσκόπιο, 2018) ο Χαραλαμπίδης εμφανίζεται με ανανεωμένη φωνή και συνομιλεί με τα παιδιά. Είναι κλασική ποίηση σε παραδοσιακό στίχο και ομοιοκαταληξία, ρυθμό, μουσικότητα, εσωτερική αρμονία, που καθιστά τα παιδιά κοινωνούς μιας ποίησης που διευρύνει τα όρια της δημιουργικής φαντασίας τους, της κοινωνικής ευαισθησίας και της αισθητικής τους τέρψης. Τα ποιήματα δημιουργούν ευχάριστο και παιγνιώδες ποιητικό πεδίο και τα εξοικειώνουν με τον ποιητικό λόγο και ρυθμό, με σπάνιες εικόνες και μεταφορές, διευρύνουν τη λογική τους, τα “ψυχαγωγούν” με την αρχαία του όρου σημασία και τους καλλιεργούν την αισθητική (‘Μια φορά κι έναν παππού /είχε μια μικρή αλεπού / που φορούσε και γυαλιά / να θυμίζει τη γιαγιά’). Ο ώριμος ποιητής παίζει με τα παιδιά, όπως ο Ηράκλειτος έπαιζε πεσσούς με τα παιδιά στα σκαλιά του ναού στην Έφεσο. Εκπέμπει μήνυμα επιστροφής του ανθρώπου στην Αγνότητα. Στην ποιητική αυτή συλλογή το παιδί είναι ισότιμος συνομιλητής του ενηλίκου. Ο Χαραλαμπίδης το καλεί να κουβεντιάσει με τα ποιήματά του – καταληπτά ή απροσδιόριστα – συμπληρώνοντας τα κενά της αφήγησής τους. Στην παιδικότροπη ποίηση του Χαραλαμπίδη, υπάρχουν υφολογικά στοιχεία, πολλά από τα οποία είναι κοινά με αυτά της κύριας ποίησής του πχ. χιούμορ, ειρωνεία, λυρισμός κ.ά. Στόχος του είναι η ανάδειξη της συμβολής των ποιημάτων αυτών στην ανανέωση της ποίησης για παιδιά. Τιμήθηκε το 2019 (φέτος) με το Κρατικό Βραβείο Κύπρου στο θέμα ‘Λογοτεχνία για Μικρά παιδιά’.
Η μετάφραση του έργου «Ρωμανός ο Μελωδός – Τρεις ύμνοι» από τον ποιητή (εκδ. Άγρα, 1997), κατορθώνεται με χρήση του προσωπικού του λόγου, έτσι ώστε να θεωρεί τη μετάφρασή του αυτή ως ποιητική-αντιπρότασή του – υποδυόμενος τον Ρωμανό. Όπως ομολόγησε στο περιοδικό ‘Η λέξη’: ‘’Στην αρχή τον υποδύεσαι [τον Ρωμανό], αργότερα ταυτίζεσαι μαζί του. Από την άλλη δοκιμάζεις και την αντοχή της γλώσσας και τούτο, πάλι, σε βοηθά να συντάσσεσαι, να συγκροτείσαι ως άνθρωπος. Με τη μετάφραση θητεύεις στην εγκράτεια και στην άσκηση, στην ταπεινοφροσύνη και στο σεβασμό προς τον καρπό του πνεύματος του άλλου. Τί είναι άλλωστε η γραφή; Ένα δοκίμιο σκέψης· γράφοντας, υποθηκεύεις τον εαυτό σου στον αναγκαίο στοχασμό. Η διαμόρφωση του μέλλοντός μας εξαρτάται από ασκήσεις ακριβείας του μυαλού. Η ποίηση είναι επιστήμη!’’
Ο δοκιμιακός λόγος, εξάλλου, του Κυριάκου Χαραλαμπίδη αγκαλιάζει πρόσωπα με ζέση, φωτίζει και μεγεθύνει θέματα από τον πάτριο χώρο, τον Ελληνισμό, τη μυθολογία και την τραγωδία, ενώ απαντάται και κάποιος διάλογός του με το έργο του Σολωμού. Στη Συλλογή των δοκιμίων του ‘Ολισθηρός Ιστός’ (2009), ξεχωρίζει το δοκίμιο ‘Ποιητική αναγνώριση της μυθικής Ελένης’. Αναμένεται πολύ σύντομα η νεότερη Συλλογή των δοκιμίων του, απ’ τις Εκδόσεις Σοκόλη.
Διακρίσεις και Τιμές
Στην ποιητική διαδρομή του για πάνω από μισό περίπου αιώνα, ο Χαραλαμπίδης τιμήθηκε με πολλές διακρίσεις, συγκεκριμένα τις εξής (με χρονολογική σειρά) :
1974: Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου για το βιβλίο «Το αγγείο με τα σχήματα»
1978: Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου για το βιβλίο «Αχαιών Ακτή»
1983: Κρατικό Βραβείο Ποίησης Κύπρου για το βιβλίο «Αμμόχωστος Βασιλεύουσα»
1989: Ακαδημία Αθηνών – Βραβείο Μερόπης Οικονόμου για το βιβλίο «Θόλος»
1996: Κρατικό Βραβείο Ποίησης Ελλάδας για το βιβλίο «Μεθιστορία»
1997: Βραβείο Ελληνικής Εταιρείας Μεταφραστών Λογοτεχνίας για το βιβλίο «Ρωμανός ο Μελωδός: Τρεις Ύμνοι»
1998: Διεθνές Έπαθλο Καβάφη από το Ίδρυμα Κ.Π.Καβάφης (εδρεύει στην Αίγυπτο)
2003: Ακαδημία Αθηνών – Βραβείο Κώστα και Ελένης Ουράνη για το σύνολο του ποιητικού του έργου
2006: Βραβείο Πολιτιστικής Προσφοράς Τεύκρου Ανθία – Θοδόση Πιερίδη
2007: Αριστείο Γραμμάτων, Τεχνών και Επιστημών της Κυπριακής Δημοκρατίας
2013: Επίτιμος διδάκτορας του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών
2017: Τιμητικό Βραβείο από το Πανεπιστήμιο του Παλέρμο (Έδρα Νεοελληνικής Γλώσσας και Λογοτεχνίας) που απονέμεται «σε μια εξέχουσα προσωπικότητα των Ελληνικών Γραμμάτων για το σύνολο του έργου της»
2019: Βραβείο ‘Γιώργος Φιλίππου Πιερίδης’ από την Ένωση Λογοτεχνών Κύπρου
Ας σημειωθεί ότι ο ποιητής τιμήθηκε με δύο εξέχουσες θέσεις:
Από το 2013 είναι Αντεπιστέλλον Μέλος της Ακαδημίας Αθηνών στον κλάδο Λογοτεχνίας (Ποίησης) στην Τάξη των Γραμμάτων και Καλών Τεχνών και Από το 2019 είναι Μέλος (Ιδρυτικό) της Κυπριακής Ακαδημίας Επιστημών, Γραμμάτων και Τεχνών.
Ανάλυση του έργου του Κυριάκου Χαραλαμπίδη, ως βάση για το Σκεπτικό Βράβευσης
Η σταδιακή καταξίωση της ποίησης του Χαραλαμπίδη στην Κύπρο και στην Ελλάδα τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες, αντιστρέφει την επιφυλακτική στάση των Ελλήνων να αποδεχθούν ένα Κύπριο λογοτέχνη. Κατόρθωσε ο ποιητής να γίνει αποδεκτός από την ελλαδική λογοτεχνική και κριτική κοινότητα, χάρη στο ταλέντο του και στη νέα πνοή που εμφύσησε στο λογοτεχνικό χώρο. Η νεότερη εθνική τραγωδία, η κυπριακή, λειτούργησε από τον Χαραλαμπίδη εδώ και δεκαετίες ως η ιστορική μήτρα για την αναβίωση του τύπου του εθνικού ποιητή, κάτι εγκαταλελειμμένο στην Ελλάδα, από τον καιρό του Σολωμού και του Κάλβου. Η ποίηση του Χαραλαμπίδη συνέχεται από τη στέρεα λόγια συγκρότηση του δημιουργού της. Με βάση πηγές, έχει περιδιαβάσει, όλη την ιστορία της Κύπρου και της Ελλάδας και στην ποίησή του υπάρχει έντονη διαλογική σχέση με την ελληνική λογοτεχνία και την παράδοση μέσα από βυζαντινά, αρχαιοελληνικά και νεότερα κείμενα, το δημοτικό τραγούδι, τη νεότερη ποίηση.
Παρά τη βαριά ανάσα των ποιημάτων του, λόγω του πόνου για την προσφιλή πατρίδα του που ενσταλάζουν εντός τους, δεν απουσιάζει το ερωτικό στοιχείο αφού είναι διάχυτο στη 11η συλλογή του ‘Ίμερος’ αν και απαντάται και σε παλαιότερη ποίησή του, όχι όμως το ίδιο έντονη. Έρως βασικά είναι και ο ποιητικός δρόμος επιστροφής στη γενέθλια γη, στη μητρική γλώσσα με σπάνια μεταφορικότητα, με λαμπερές εικόνες και καταδύσεις στη γλωσσική μνήμη, και αναδύσεις στο φως της δημιουργίας, με θέμα τον έρωτα κατά την αρχαιοελληνική ιδέα του.
Κατορθώνει να ενσωματώσει στο σώμα της ποίησής του φράσεις και λέξεις από το ποιητικό παρελθόν, η δε σύντηξη αυτή, του γενικά σύγχρονου και του εκφραστικά παλιού, λειτουργεί θαυμάσια, με εμβόλιμες κυπριακές και ελληνικές λέξεις από δημοτικά άσματα. Γράφει με βαθιά γνώση της ελληνικής λογοτεχνικής παράδοσης, την οποία αφομοιώνει και αξιοποιεί ενώ διατηρεί και την ιστορική συνείδηση και μια εγρήγορση για τις πρωταρχικές αξίες, με ευαισθησία και πρωτότυπο ποιητικό λόγο. Δεν μπορεί να αμφισβητηθεί ότι η ποίηση του Χαραλαμπίδη είναι μια σύγχρονη εθνική ποίηση του σήμερα, με αισθητικό κύρος – παρόλο που αυτό το είδος δεν είναι στις μέρες μας ενεργό αλλά έχει γίνει πια απόμακρο και ιδεολογικά ύποπτο από κάποιους.
Μελετητές του έργου του, όπως οι Πανεπιστημιακοί Καθηγητές Θοδόσης Πυλαρινός και Ευριπίδης Γαραντούδης, επισημαίνουν τη διακειμενική σχέση του ποιητή με κείμενα του Σολωμού. Διαπιστώνουν ένα ανάλογο πυκνό λυρισμό, αξιοποίηση της λαϊκής γλωσσικής παράδοσης και ιδίως του δημοτικού τραγουδιού. Παράλληλα ο ποιητής εδώ αναζητεί ένα ηθικό τρόπο ζωής. Προκρίνει, όπως παλιά έπραξε και ο Σικελιανός, μια εθνική ποίηση με ελληνοκεντρισμό που να διαστέλλεται σε κοσμικό μοντέλο. Ορθά επισημαίνει ο Γαραντούδης ότι ο τύπος εθνικού ποιητή που ανέπτυξε ο Χαραλαμπίδης αντλεί την καταγωγή του από την ποίηση του Σεφέρη και το βασικό γνώρισμα αυτής της σχέσης το διαπίστωσε ο Καθηγητής Δημήτρης Μαρωνίτης.
Ο Κυριάκος Χαραλαμπίδης για την Κύπρο, όπως και ο Γιώργος Σεφέρης για την Ιωνία και την Ελλάδα, διενεργεί ποιητική μελέτη της γενέθλιας πάτριας γης και του ιστορικού χρόνου της, αλλά και του παρόντος, με στόχο να φτάσει στη ουμανιστική διάσταση της ποίησής του, πέρα από έθνος και ιδεολογία· ουμανιστική με την έννοια ότι αποβλέπει στην άρση ή στην καταγγελία των μηχανισμών της ιστορίας που επιβάλλουν την αδικία και ασκούν βία εις βάρος των αδυνάτων, ευνοώντας τους αδικοπραγούντες ισχυρούς ή τύραννους. Είναι γι’ αυτό που η ποίησή τους εντρυφεί συνεχώς και αναζητεί την ελληνική ταυτότητα ως μέτρο της αυτοσυνειδησίας του.
Ο Χαραλαμπίδης, με ένα δικό του εκλεπτυσμένο τρόπο, ιστορεί όπως ο Καβάφης και μυθολογεί όπως ο Σεφέρης. Έχει κάποτε ειρωνική στάση έναντι της Ιστορίας, ενώ κάποτε έχει τον ‘καημό της Ρωμιοσύνης’ και φέρνει στη μνήμη μας την απαίσια μοίρα και τις κατάφωρες αδικίες σε βάρος του ελληνισμού, κυρίως του μαχόμενου κυπριακού ελληνισμού. Η μνήμη – στη γραμματειακή, μυθολογική και ιστορική διάστασή της – είναι ο κύριος άξονας του έργου του. Αλλά είναι μια μνήμη που οδηγεί και εκβάλλει στο σήμερα, την οποία ο ποιητής αποτιμά ευθέως ή με ποιητικούς υπαινιγμούς. Εξάλλου ο αρχαιοελληνικός μύθος είναι οδηγός στην ποίησή του, όπως τον παρουσιάζει η Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Αιγαίου και Μέλος της Επιτροπής Βράβευσης του ΣΠΕΚ Λουίζα Χριστοδουλίδου στο σύγγραμμά της: «Όψεις του αρχαιοελληνικού μύθου στην ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη», Εκδόσεις Επιφανίου, Αθήνα 2019.
Γενικά, η ποιητική ‘επιστράτευση’ γεγονότων, χαρακτήρων και κειμένων της ενιαίας ελληνικής ιστορίας χαρακτηρίζει την ποίηση όσο και τα δοκίμια του Χαραλαμπίδη. Σε κάποιες συλλογές του στέκει πολύ κοντά στην παράδοση, όπως ο Παλαμάς και ο Καβάφης, και δίνει άνετο χώρο στα κείμενά του για το Βυζάντιο, και πριν και μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης, σε συνδυασμό με την ιστορική πορεία της Κύπρου.
Σε ότι αφορά την εναλλαγή γλωσσικού κώδικα στο ποιητικό έργο του Χαραλαμπίδη, η Καθηγήτρια Dora E. Solti του Πανεπιστημίου Eötvös Loránd της Ουγγαρίας παρατηρεί τρεις κύριες περιπτώσεις εναλλαγών: α) εναλλαγή ανάμεσα σε γλώσσες: ξενόγλωσσες λέξεις, εκφράσεις (αγγλικές, γερμανικές, γαλλικές) μέσα στο ελληνικό κείμενο, β) εναλλαγή ανάμεσα στην Κοινή Νεοελληνική και την κυπριακή διάλεκτο, και γ) εναλλαγή ανάμεσα στην αρχαία και τη νεοελληνική γλώσσα. Επίσης τονίζει και τη σχέση της εναλλαγής γλωσσικού κώδικα με τη διακειμενικότητα. Η ποιητική φωνή του Χαραλαμπίδη στην ουσία αρθρώνεται με πρότυπο την καθημερινή ομιλία, αλλά και με πρότυπο την παράδοση μιας λυρικής ποίησης, πυκνής και ελλειπτικής.
Η ελλαδική λογοτεχνία στον αντίποδα, ομιλεί ελάχιστα για το κυπριακό δράμα. Ο Χαραλαμπίδης, διατηρεί μέχρι σήμερα τον καημό της χαμένης πατρίδας και μια βαθιά ριζωμένη ελληνική συνείδηση της Κύπρου. Γι’ αυτό υπηρετεί σταθερά και με συνέπεια μια ποιητική αντίληψη την οποία η ελλαδική μεταπολιτευτική ποίηση εγκατέλειψε στο μακρινό, λαμπρό παρελθόν της, ενώ κάποιοι κριτικοί Κύπρου και Ελλάδας κρίνουν ότι το θέμα αυτό εξαντλήθηκε. Ωστόσο, δεν απαντάται από άλλους ποιητές το ερώτημα αν η στάση αποσιώπησής τους, της τραγωδίας, υποκρύπτει αίσθημα ενοχής των Ελλαδιτών λογοτεχνών έναντι του κυπριακού ελληνισμού για τα τραγικά συμβάντα του 1974. Αρκετά ποιήματα του Χαραλαμπίδη τόλμησαν και απέδωσαν ευθύνες για την κυπριακή τραγωδία, και επιπλέον υπαινίχθηκαν σε ποιους αποδίδονται οι βαριές ευθύνες. Έγραψε στίχο, με βαθιά πίκρα και καταγγελτική οργή για όσους ‘η Κύπρος, όπου εγένετο το ανόσιον έγκλημα πρέπει να μην υπήρξε ποτέ’. Όμως, συνέχισε να τα διαλαλεί μα και να μιλά για την Ελλάδα ως φάρο του ‘Ένιωσα να υπάρχω στην Ελλάδα και είναι αλήθεια ότι στην Ελλάδα υπάρχω πιο πολύ απ’ ό,τι στην Κύπρο γενικώς’. Αλλά η ποίησή του δεν ατονεί από το βάρος της ‘λογιοσύνης’ της. Αποτυπώνει τα ίχνη της ελληνικής γλωσσικής διαχρονίας σε λέξεις ποιητικά ζωντανές. Κάποια ποιήματα του είναι αινιγματικά ή ερμητικά όμως προκαλούν και συγκλονισμό ή αμηχανία αφού δίνουν κλειδιά στον αναγνώστη, να προσδιορίσει την κατάληξη. Κι ο ίδιος λέει : ‘Αφήνω πάντα τον εαυτό μου διαθέσιμο στο ποίημα. Το ποίημα έρχεται πάντοτε σε μένα.
Η Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο του Αιγαίου Λουίζα Χριστοδουλίδου σε ένα πρόσφατο Συνέδριο στην Κύπρο για την Ποίηση του Κυριάκου Χαραλαμπίδη κατέδειξε την πρόσληψη και αναπαραγωγή του τυπικού των δημοτικών τραγουδιών και του λαϊκού πολιτισμού στο έργο του Χαραλαμπίδη που έχει τις αναγωγές της στη διαρκή προσήλωσή του στην παράδοση, τη συντήρηση και τη συνέχειά της. Όπως έγραψε η Δρ Χριστοδουλίδου: ‘Ο ποιητής μετουσιώνει σε ποίηση τον ρυθμό του κόσμου της Κύπρου, μέσα από τη λαϊκή θυμοσοφία, τα γνωμικά, τις προλήψεις, τις λαϊκές δοξασίες, ενώ αποθησαυρίζει στοιχεία και εικόνες της παράδοσης’. Τα αφομοίωσε και τα επεξεργάστηκε μέσα από ένα διάλογο γόνιμο. Μεταγγίζει αριστοτεχνικά την αίσθηση του δόκιμου ποιητή μέσα σε καλούπια του δημοτικού τραγουδιού, το οποίο όμως εκσυγχρονίζει και εκεί φαίνεται η ποιητική μαστοριά του. Ως εκ τούτου, τονίζει η Καθηγήτρια, δεν πρόκειται για φολκλορική μίμηση μα για ανανέωση, αφού τα μοτίβα, οι φόρμες και οι τεχνικές της δημοτικής παράδοσης αξιοποιούνται με έναν ιδιαίτερο τρόπο και μεταποιούνται, ώστε να επιτευχθεί η δημιουργική ανάπλασή τους. ‘Δεν περιορίζεται σε ένα απλό, γραμματολογικού ή λαογραφικού τύπου, ενδιαφέρον. Η εντρύφηση του ποιητή στο δημοτικό τραγούδι εντάσσεται και σ’ ένα ευρύτερο πλαίσιο θεωρητικού όσο και αισθητικού προσανατολισμού’. Η ταύτιση με τη γη και τα πάθη της, η διαδικασία της γέννησης, του έρωτα, της φθοράς, του θανάτου και της αναγέννησης, καθώς και το διπολικό αντιθετικό ζεύγος: ατομικό/ συλλογικό ασυνείδητο διατρέχουν το ποιητικό του έργο. ‘Ο ποιητής αναδεικνύει τη δημοτική παράδοση και τις σύγχρονες επιβιώσεις της ως έναν σημαντικό παράγοντα της ενότητας του ελληνικού λαού και προβάλλει τη μείζονα συνείδησή της, όπως το έδειξαν ο Σολωμός και ο Σικελιανός.’
Οι ποιητικές μορφές της Μεθιστορίας, ανέρχονται από τον γήινο κόσμο στη Βασιλεία των Ουρανών. Είναι ιστορικές μορφές Κυπρίων μαρτύρων, των οποίων το παρελθόν αναμυθοποιεί ο Χαραλαμπίδης, και τους δικαιώνει και τους εμφανίζει στον αναγνώστη με τρόπο μυστικό και μυστηριακό, σαν σε όραμα. Ένα σολωμικό θαύμα διενεργείται ποιητικά, καθώς οι ήρωες αυτοί, σαν άλλοι μαχητές του Μεσολογγίου, κινούνται σε έναν κόσμο μεταμορφωμένο και μυθικό, σ’ έναν κόσμο ονείρου και μαρτυρίου. Το φυσικό φως που εκπέμπουν, αλλοτριώνεται σε «φως που πατεί χαρούμενο τον Άδη και τον χάρο» και ακυρώνει τον ιστορικό θάνατό τους. Την οντολογική σημαντικότητα του θανάτου αναιρεί, μεθιστορικά, κατ’ αντιστοιχία προς τα σολωμικά διακείμενα: το παρουσιάζει ως φως αγγελικό, «φως αθάνατο», ως το «ξανθό ποτάμι της αστραπής», ως «ανθοστόλιστο διαμάντι», ως ένα «φως αυθόρμητο» που βγάζει σαν «λάδανου ευωδιά», ως λουλούδι-αστραπή που «λαμπάζει», ως «αυγή της μυστικής ημέρας». Μέσα από σολωμικά διακείμενα, υπάρχει αναλογία ηρωικών μορφών του ποιητή με τις ιδανικές μορφές του Σολωμού, στους «Ελεύθερους Πολιορκημένους», όπου οι ήρωες καταλήγουν στην αποπνευμάτωση το δε «φως», ως φορέας του αγαθού.
Είναι ενδιαφέρον να σημειωθεί ότι αναφορικά με την παρουσία της Ελένης στα νεότερα έργα του, μεταπλάθει αρχαίες ελληνικές πηγές του μύθου και υπερβαίνει τις επιδράσεις από σχετικές πηγές και μεταγενέστερες λογοτεχνικές τάσεις. Όπως αναφέρει ο Καθηγητής Ανδρέας Βοσκός ‘ο ποιητής δίνει έμφαση στην επίδραση έργων της αρχαίας κυπριακής γραμματείας και στη συμβολική χρήση του ονόματος της Ελένης και των παρεμφερών μυθολογικών και λογοτεχνικών μοτίβων’ ακόμα και σε έργα που δεν αναφέρονται πρωτίστως σε αυτήν, με παράδειγμα το ‘Αφροδίτη-Ελένη’.
Ο Χαραλαμπίδης γενικά επηρεάζεται από εξωγενείς δυνάμεις. Εντούτοις, στη διάρκεια της λογοτεχνικής σύνθεσής του ασκεί μια καθοριστική δύναμη. Ο ποιητής προσδιορίζει τον καλλιτέχνη-δημιουργό με ένα δικό του τρόπο και μετέχει στο ρέον κοινωνικό γίγνεσθαι και στις ιστορικοκοινωνικές συνθήκες της Κύπρου – το ίδιο κάνουν και άλλοι σημαντικοί λογοτέχνες άλλων χωρών ή σχολών. Ο χαρακτηρισμός του ποιητή ως «σκεύους εκλογής» είναι ευρύς και φτάνει στα όρια του ποιητή προφήτη, του ποιητή νομοθέτη. Ο όρος «ποιητής» γίνεται μεταφυσικός σε θέματα πνευματικά και όχι μόνο.
Συνάμα, ωστόσο, υπάρχουν και αρκετοί ξένοι ποιητές με το έργο των οποίων ο Χαραλαμπίδης έχει μια μικρότερη ή μεγαλύτερη εκλεκτική συγγένεια. Ο Καθηγητής Ευριπίδης Γαραντούδης βρίσκει για παράδειγμα ότι ποιήματα του Χαραλαμπίδη σχετίζονται με το έργο του Δάντη, κυρίως την περίφημη Commedia [Θεία Κωμωδία]. Εντοπίζει δοκιμιακά πρότυπα ή πηγές δοκίμια, του Τάκη Κ. Παπατσώνη και του T.S. Eliot που διαμόρφωσαν την αντίληψη του Χαραλαμπίδη για το δαντικό έργο. Επιπλέον, υπάρχουν επίσης ποιήματα του Χαραλαμπίδη όπου υπάρχουν κατά κύριο λόγο κρυπτικά, στοιχεία διαλόγου με τη Θεία Κωμωδία του Δάντη.
Ένα άλλο ενδιαφέρον θέμα είναι ότι υπάρχουν δύο personae που απασχολούν έντονα την ποίηση του Χαραλαμπίδη και αυτά τα πρόσωπα είναι η ωραία Ελένη και ο Χριστός.
Για τον Χριστό εστιάζει κυρίως στο βιβλικό διακείμενο, με επιλεκτικές αναφορές στο πρόσωπο του Χριστού, στο οποίο αφιερώνονται περισσότερα ποιήματα από όποια άλλη μορφή της δημιουργίας του. Ο τρόπος με τον οποίο το πρόσωπο του Χριστού μετασχηματίζεται αισθητικά από τον ποιητή, είναι συχνά ανατρεπτικός ή και προκλητικός. Παρόλα αυτά δεν του αποστερεί τη θεολογική και ιερή υπόστασή του. Αναδεικνύει έναν Χριστό οικουμενικό, που εκφράζει το βαθύτερο αρχετυπικό σχήμα του ποιητικού λόγου του ποιητή και γενικά τη μεθιστορική προσέγγισή του.
Όσο για την Ελένη, ο Καθηγητής Γιώργος Γιωργή βρίσκει ‘εντυπωσιακό το πόσο η Ελένη απασχόλησε ποιητικά τον Χαραλαμπίδη. Ο ποιητής έδωσε πολυδιάστατη και ολοκληρωμένη παρουσία της Ελένης στη νεοελληνική ποίηση με αφηγήσεις, δοξασίες και παραλλαγές από τα Κύπρια Έπη, από τον Ευριπίδη ως τον Γκαίτε, τον Παλαμά, τον Σεφέρη, τον Σινόπουλο και τον Ρίτσο. Η Ελένη του Χαραλαμπίδη είναι συνισταμένη όλων των αρχαίων και νεότερων λογοτεχνικών εκδοχών της Ελένης’ – ερωτική και πανέμορφη, θεά ή πόρνη, αθώα ή ένοχη, ιδιοτελής και πανούργα, άπιστη ή πιστή, μα πάντα θεϊκή. Ο ποιητής έγραψε πάνω από δέκα αρχαιόμυθα ποιήματα όπως η «Παλινωδία», «Στο Παλάτι του Πρωτέα», «Στη γλώσσα της υφαντικής», «Μετά θάνατον έρως», «Ελένη», «Έλανδρος», «Στον αργαλειό», «Αχιλλεύς», «Μενέλαος», «Αυτοείδωλο», «Η παρθένος Ελένη», ενώ σε άλλα έχει έμμεση αναφορά. Πλέκει τη γενεαλογία της Ελένης, αναφέρει παιδιά που απέκτησε με τον Μενέλαο, τον Θησέα, τον Πάρη και τον Αχιλλέα, και ενυφαίνει τον νέο μύθο της δικής του ποιητικής δημιουργίας. Επιπλέον, οι λέξεις του περνούν μέσα απ’ όλη τη διαδρομή της ελληνικής λαλιάς. Θεωρεί πολλαπλή τη λειτουργία του έρωτα· ως μοτίβο διαπερνά την ποίησή του. Ο έρως. Έρως ζωής. Έρως ορθοδοξίας. Έρως πατρίδος. Παντού έρως.
Στο ποιητικό έργο του υπάρχει βαθιά συνέχεια και αενάως μεταμορφωτική δύναμη, στο οποίο έργο αποδεικνύεται η διαρκής παρουσία και επαναφορά του λυρικού αιτήματος, όπως αυτό ορίζεται στους αληθινούς ποιητές μας, όπως ο Σολωμός. Μια εμβριθής λεξιλογική ανάλυση των ποιημάτων του θα αναδείκνυε και εξέχοντα λεξικά στοιχεία με βάση τη συχνότητα π.χ. συχνότητα εμφάνισης της λέξης ‘φως’. Θα ήταν χρήσιμη μια ερμηνευτική στατιστική ανάλυση ν’ αναδειχθούν ευρείες σημασιολογικές προεκτάσεις του ποιητικού έργου. Η σύγχρονη μέθοδος μελέτης του ύφους και παραμέτρων του έχει ευρείες προεκτάσεις για την ερμηνεία και διαμορφώνει νέο πεδίο όπου συναντώνται η γλωσσολογία με τη λογοτεχνική θεωρία και κριτική.
Τέλος, κατά τον Μιχαήλ Πασχάλη, Καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Κρήτης, ο ποιητής Χαραλαμπίδης, είναι κατ’ εξοχήν «αριστοτελικός» στη μέθοδο γιατί κινείται ανάμεσα στα «καθ᾽ ἕκαστον» της ιστορίας και στα «καθόλου» της ποίησης, από επιθυμία να εκφράσει ποιητικά την ιστορία ή τη διαλεκτική σχέση της με τον μη-ιστορικό χρόνο και επιπλέον έχει καταστήσει τον «μύθο» ουσιώδες στοιχείο της ποίησής του.
ΣΚΕΠΤΙΚΟ ΒΡΑΒΕΥΣΗΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΧΑΡΑΛΑΜΠΙΔΗ
Με Απόφαση της Επιτροπής Βράβευσης του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου – ΣΠΕΚ και έγκριση της Απόφασης από το Διοικητικό Συμβούλιο του ΣΠΕΚ, το ‘Βραβείο Λογοτέχνη για το Σύνολο του Έργου του’ για το έτος 2019 απονέμεται στον ποιητή Κυριάκο Χαραλαμπίδη, ο οποίος αποτελεί μια κορυφαία μορφή των Γραμμάτων της Κύπρου και του Ελληνισμού ευρύτερα, σε Ελλάδα και Διασπορά.
Είναι ο πιο εμβληματικός εν ζωή Κύπριος ποιητής, και ένας από τους πιο διαπρεπείς λογοτέχνες των τελευταίων δεκαετιών, με βεληνεκές που ξεπερνά τα όρια της Κύπρου και της Ελλάδας, δεδομένου ότι έργα του έχουν μεταφραστεί σε πολλές γλώσσες και έχουν ενταχθεί σε αρκετές ξένες Ανθολογίες. Το ουσιώδες είναι πως στην ποίησή του διακρίνεται μια έγκυρη εκσυγχρονισμένη εκδοχή με διακριτικά γνωρίσματα, όπως η σχέση της ποίησης με τη λογοτεχνική παράδοση, το γλωσσικό ήθος της, η προβολή καίριων ηθικών αιτημάτων, η στερέωση της ελληνικής ταυτότητας και αυτοσυνείδησης. Λειτουργεί με τόλμη και ήθος ως ποιητής του αρχέτυπου και του σύγχρονου, στον κυπριακό και ευρύτερο ελληνικό χώρο. Ως Κύπριος ποιητής, με εθνικές ευαισθησίες, εξακολουθεί να λειτουργεί με βάσεις τις τρεις λέξεις: ‘Πατρίδα’ και ‘Πανελλήνιο’ ‘Συνείδηση’ και με όραμα του τη ‘γενική πατρίδα των ανθρώπων’, όπως και η Ιδέα του Σολωμού και η ρήση του Σωκράτης ‘Είμαι Πολίτης του κόσμου’. Ιδίως με τις τελευταίες συλλογές του ο Χαραλαμπίδης φτάνει στη βαθιά ουμανιστική και υπερεθνική διάσταση της ποίησής του. Ζητεί ένα οικουμενικό μήνυμα για την προάσπιση των δικαιωμάτων του αδύνατου, για την ελληνική ταυτότητα και για τη «γενική πατρίδα των ανθρώπων».
Ο Χαραλαμπίδης επιχειρεί με ζήλο να γράψει εθνική ποίηση, με βαθιά γνώση και αφομοιωμένη αξιοποίηση της ελληνικής λόγιας παράδοσης, με ενεργή ιστορική συνείδηση και ηθική εγρήγορση, με σπάνια γλωσσική ευαισθησία και με πρωτότυπο ποιητικό ρήμα, μη επηρεαζόμενος από σύγχρονούς του που δεν το επιχείρησαν. Θέτει με το παράδειγμά του το καίριο ερώτημα: ‘Μπορεί να υπάρξει μια εκσυγχρονισμένη εκδοχή του τύπου του εθνικού ποιητή σήμερα, σε μια εποχή και σε έναν τόπο όπου αυτό το μοντέλο έχει καταστεί ήδη ποιητικά ανενεργό ή και ιδεολογικά επιλήψιμο;’ Η Κύπρος είναι η αφορμή, η πέτρα, η έγνοια της πατρίδας· αλλά πατρίδα δεν είναι μόνο η Κύπρος μα και η γλώσσα, ο Ελληνισμός, ο κόσμος. Η ποίηση του μοιάζει με πέτρα ριγμένη σε λίμνη όπου κάνει ομόκεντρους κύκλους μέχρι να καλύψει όλο το εύρος της.
Η ποίηση του φιλοδοξεί ν’ αναχθεί σε μια ασπίδα για την επιβίωση λαών με ιστορία. Εκλεκτός της τέχνης του, δόθηκε στη έλξη της Τέχνης και την υπηρέτησε με ταλέντο, πίστη, αφοσίωση μα και με ατομική ευθύνη, ήθος και επίγνωση, στον ιερό σκοπό του. Η υψηλή αισθητική αξία της ποίησης του Χαραλαμπίδη τον αναδεικνύει ως έναν από τους πιο σημαντικούς Έλληνες ποιητές των τελευταίων 50 χρόνων. Εκτιμώντας τη μέγιστη προσφορά του στα Γράμματα, ο Σύνδεσμος Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου του απονέμει το ‘Βραβείο Λογοτέχνη για το Σύνολο του Έργου του’.“
Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης | Πρόεδρος της Επιτροπής ‘Βραβείο Λογοτέχνη για το Σύνολο του Έργου του’.
Βιογραφικό Σημείωμα Δρ Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδη
Δρ. Ιωσήφ Σ. Ιωσηφίδης: Γεννήθηκε στη Λάρνακα. Μαθηματικός (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1971), Οικονομολόγος (ΑΣΟΕΕ, 1975). Αριστοβάθμιος Διδάκτωρ Στατιστικής Οικονομικών (Πανεπιστήμιο Αθηνών, 1978). Στον Όμιλο Λαϊκής Τράπεζας (1978-2001) διεύθυνε Τμήματα Ερευνών, Προγραμματισμού, Ευρωπαϊκών Θεμάτων, το Πολιτιστικό και Εκπαιδευτικό Κέντρο της, ενώ για σειρά ετών υπηρέτησε ως Βοηθός Γενικού Διευθυντή. Δίδαξε σε Πανεπιστήμια Κύπρου σε επίπεδο MBA (1990-2008). Υπηρέτησε ως Μέλος στο Δικαστήριο της Αναθεωρητικής Αρχής Προσφορών Κύπρου. Εξέδωσε επιστημονικά συγγράμματα (Ομοσπονδία, Ενέργεια, Στρατηγική Πολιτιστικής Διπλωματίας), 8 ποιητικές συλλογές, Ανθολογία Ποίησης Τουρκοκυπρίων, τρία θεατρικά έργα, διηγήματα, Δοκίμια, Κριτική Θεάτρου. Ετοιμάζει 9η Ποιητική Συλλογή, έργο για τον Ζήνωνα Κιτιέα, 9 Ανθολογίες Ποίησης Νομπελιστών (Γαλλίας, Ιταλίας, Ρωσίας, Πολωνίας, Αγγλόφωνων, Ισπανόφωνων, Χιλής, Σουηδίας, Ινδίας). Επί σειρά ετών υπήρξε Μέλος του ΔΣ της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου. Εκπροσώπησε την Κύπρο στην ΕΕ ως λογοτέχνης (Γαλλία, Γερμανία). Το 2014 η Διεθνής Ακαδημία ARTS-SCIENCE-LETTRES του απένειμε το Επίχρυσο Μετάλλιο για τη συμβολή του σε Ποίηση/Λογοτεχνία και Επιστήμη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ποιήματα του μεταφράστηκαν σε 25 γλώσσες, δημοσιεύθηκαν σε Ανθολογίες, ορισμένα μελοποιήθηκαν. Είναι Πρόεδρος της Ένωσης Λογοτεχνών Κύπρου και Αντιπρόεδρος του ΣΠΕΚ «Σύνδεσμος Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου».
Την Παρασκευή 13 Δεκεμβρίου 2019, πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη, στην αίθουσα εκδηλώσεων της Φιλοπτώχου Αδελφότητος Ανδρών Θεσσαλονίκης, ο πρώτος ετήσιος θεσμός του Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου (ΣΠΕΚ) “Βράβευση Λογοτέχνη διά το Σύνολο του Έργου του, 2019”, όπου βραβεύτηκαν ισότιμα και ξεχωριστά οι λογοτέχνες, Μαρία Κέντρου Αγαθοπούλου και Κυριάκος Χαραλαμπίδης. Η απονομή των βραβείων που φιλοτέχνησε ο διεθνούς φήμης Κύπριος γλύπτης Χρίστος Αβραάμ έγινε από τον Πρόξενο της Κυπριακής Δημοκρατίας στη Θεσσαλονίκη κ. Σπύρο Μιλτιάδη. Τη λαμπρή τελετή επισφράγισε με τραγούδια αγαπημένα από Ελλάδα και Κύπρο η εκλεκτή μαέστρος – μουσικός κα Άλκηστις Τόγια με τη Χορωδία ΤΕΕ Μηχανικών.
* γράφει η Σίσσυ Σιγιουλτζή-Ρουκά,
Πρόεδρος Συνδέσμου Πολιτισμού Ελλάδας Κύπρου
φιλόλογος – συγγραφέας – παραγωγός προγραμμάτων πολιτισμού