Με μοναδικό φως την αγάπη και τη λαχτάρα, σε ένα δρόμο γεμάτο σκοτάδια και εμπόδια: Η υιοθεσία και η αναδοχή στην Ελλάδα
Τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερα ζευγάρια βιώνουν το πρόβλημα της υπογονιμότητας, σε όλες τις κοινωνίες. Τα αυξανόμενα ποσοστά ζευγαριών, που στρέφονται στην υποβοηθούμενη αναπαραγωγή και στην υιοθεσία προκειμένου να εκπληρώσουν το όνειρο της οικογένειας με την μορφή που απαιτεί η εποχή μας και η κουλτούρα μας, είναι μία σκληρή πραγματικότητα.
Η μάχη για την απόκτηση ενός βιολογικού παιδιού είναι σκληρή και πολλές φορές εξαντλητική. Η υπογονιμότητα είναι ίσως η πιο δύσκολη κατάσταση που έχει να διαχειριστεί το ζευγάρι. Το συναίσθημα της ενοχής, της θλίψης, του θυμού διαδέχονται την απομόνωση, την άρνηση, την απόκρυψη, τη σύγκρουση, την εμμονή και τέλος μια ορατή ή όχι κατάθλιψη που πολλές φορές καταστρέφει ότι υγιές στοιχείο μπορεί να μοιράζεται το ζευγάρι. Η μία ματαίωση διαδέχεται την άλλη – το άκουσμα «Δυστυχώς δε σταθήκατε τυχεροί (ούτε) αυτή τη φορά» διαδέχεται συνήθως το «Λυπάμαι δε θα μπορέσετε να κάνετε δικό σας παιδί». Το ζευγάρι καλείται να επιστρατεύσει όση δύναμη ψυχής του έχει απομείνει και να συνεχίσει να προσπαθεί για το όνειρο. Πολλές φορές δυστυχώς, η οικονομική εξάντληση, η προτεραιότητα της υγείας (της γυναίκας), τα ψυχικά αποθέματα που δεν είναι ανεξάντλητα, εμποδίζουν την πορεία προς το όνειρο, όλα όμως είναι ανθρώπινα και αποδεκτά.
Αφού ξεπεραστεί η φυσική προσπάθεια και σε κάποιες περιπτώσεις και η προσπάθεια της υποβοηθούμενης αναπαραγωγής έρχεται η υπέρβαση της υιοθεσίας όπου το ζευγάρι σε αντίθεση με τον υπόλοιπο κόσμο που μεγαλώνει δικά του παιδιά αποφασίζει να μεγαλώσει το παιδί ενός άλλου. Δεν αρκεί απλά η λαχτάρα (άλλωστε η επιθυμία για παιδί δεν αποτελεί δικαίωμα που μπορεί να απαιτηθεί), χρειάζεται συνειδητοποίηση, ωριμότητα, προετοιμασία για τις αυξημένες ανάγκες του παιδιού που έχει εμπειρία εγκατάλειψης/παραμέλησης/κακοποίησης, ευαισθησία ώστε το υποψήφιο ζευγάρι να ενσαρκώνει τη σωστή επιλογή θετής οικογένειας για την εξασφάλιση του συμφέροντος του παιδιού και την καλή έκβαση της υιοθεσίας.
Το υπογόνιμο ζευγάρι ακόμη και κατά τη διάρκεια της όλης διαδικασίας της υιοθεσίας που ξεκινάει με την αίτησή τους, την κοινωνική έρευνα, την εκπαίδευση, την αναμονή για το ταίριασμα με ένα παιδί, δεν έχει τη δυνατότητα να απολαύσει ότι πρόκειται να συμβεί στη ζωή του καθώς εναλλάσσονται άπειρα συναισθήματα όπως θυμός, θλίψη, κάποιες φορές ζήλια απέναντι σε όποιον τα κατάφερε, έντονο στρες και άγχος σε υψηλά επίπεδα και σε όλα τα στάδια της διαδικασίας. Είναι οξύμωρο και εξαντλητικό να βιώνεις την ελπίδα και την απελπισία ταυτόχρονα.
Συνήθως τα ζευγάρια που χρειάζεται να αντιμετωπίσουν την ατεκνία φτάνουν συνειδητά στην απόφαση της υιοθεσίας, με γνήσια επιθυμία να βιώσουν την γονεϊκότητα. Συνήθως είναι άνθρωποι συνειδητοποιημένοι, απαλλαγμένοι από το άγχος της κληρονομικότητας, έτοιμοι να αντιμετωπίσουν όλες τις προκλήσεις που πιθανόν ναπαρουσιαστούν στην προσαρμογή του παιδιού. Όπως η προσδοκία κάθε γονιού, έτσι και η αρχική προσδοκία των υποψήφιων θετών γονιών είναι το παιδί τους να είναι υγιές. Αυτή η προσδοκία συχνά αντιμετωπίζεται από τους αρμόδιους με έναν τρόπο που φορτώνει το ζευγάρι με ενοχές και για ακόμα μια φορά τίθεται υπό αμφισβήτηση η αγάπη τους για το παιδί που θέλουν στην ζωή τους! Παρακάμπτοντας αυτή τη σκληρότητα και χωρίς καμία ουσιαστική στήριξη, το ζευγάρι αρχίζει και συνειδητοποιεί ότι το παιδί που θα μπορούσε να κάνει δικό του δεν είναι απλά ένα παιδί που ζει σε ένα ίδρυμα, αλλά είναι ένα από τα παιδιά που έχουν υποστεί κακοποίηση/παραμέληση και έτσι συχνά έχει υποστεί κάποια αναπηρία ή είχαν εξ’αρχής κάποια αναπηρία και γι’αυτό εγκαταλείφθηκαν.
Η οδηγία που έχει δώσει το αρμόδιο Υπουργείο στους φορείς εποπτείας της υιοθεσίας/αναδοχής δεν αναγνωρίζει επαρκώς το δικαίωμα των υποψήφιων θετών/ανάδοχων γονιών στην ενημέρωσή τους για τα θέματα υγείας/αναπηρίας που αντιμετωπίζει το παιδί που τους προτείνεται για υιοθεσία. Δεν δίνεται η δυνατότητα στους υποψήφιους θετούς/ανάδοχους γονείς να ενημερωθούν από τους ίδιους τους επαγγελματίες που γνωρίζουν το παιδί και που έχουν κάνει γι’αυτό μια διάγνωση και που έχουν την ειδικότητα να εξηγήσουν (και όχι απλά να αναφέρουν) τα προβλήματα που αντιμετωπίζει το παιδί και το θεραπευτικό πλάνο που θα πρέπει να ακολουθηθεί. Έτσι συχνά οι υποψήφιοι θετοί/ανάδοχοι γονείς χρειάζεται να βασιστούν στις πληροφορίες που τους μεταφέρονται από τους εμπλεκόμενους κοινωνικούς λειτουργούς οι οποίοι ωστόσο δεν έχουν την απαιτούμενη εξειδίκευση να μιλήσουν για όλα τα πιθανά προβλήματα υγείας/αναπηρίας γενικά αλλά και εξατομικευμένα για το κάθε παιδί. Αυτό γεμίζει φόβο τους υποψήφιους θετούς/ανάδοχους γονείς και τους κάνει ακόμα πιο επιφυλακτικούς στο να ανοίξουν την αγκαλιά τους σε ένα παιδί με αναπηρία. Έτσι περιορίζονται όμως ακόμα περισσότερο οι ευκαιρίες για τα παιδιά που έχουν κάποιο πρόβλημα υγείας/αναπηρίας να βρουν μια οικογένεια που θα το είχαν και περισσότερο ανάγκη.
Οι υποψήφιοι θετοί γονείς χρειάζεται να υπομένουν και την ψυχική δοκιμασία της αναμονής. Μέχρι τώρα κανένας αρμόδιος φορέας ή ακόμα συχνά και οι κοινωνικοί λειτουργοί ή οι υπεύθυνοι στα ιδρύματα δεν βλέπουν και έτσι δεν είναι υποστηρικτικοί σ’ αυτό το τραύμα που συχνά γίνεται χρόνιο και έτσι, προφανώς λόγω έλλειψης ενημέρωσης και κατάλληλης/σχετικής εκπαίδευσης, ενδυναμώνουν το ήδη υπάρχων τραύμα το οποίο στην πραγματικότητα χρειάζεται φροντίδα και σεβασμό για να απαλυνθεί. Η υιοθεσία είναι ένα πρόγραμμα παιδικής προστασίας και ως τέτοιο πρέπει όλες οι διαδικασίες της να είναι παιδοκεντρικές. Αυτό όμως δεν σημαίνει ότι το σύστημα πρέπει να αγνοεί και να αντιμετωπίζει με σκληρότητα τους υποψήφιους θετούς γονείς, αλλά αντίθετα θα πρέπει να τους τιμά και να τους στηρίζει ανάλογα.
Άλλωστε είναι προς το συμφέρον του ίδιου του παιδιού οι γονείς που θα το μεγαλώσουν να μην είναι εξουθενωμένοι και αποδυναμωμένοι από ένα σύστημα που τους φέρθηκε άκαρδα. Είναι προς το συμφέρον του ίδιου του παιδιού το ότι οι υποψήφιοι θετοί γονείς το περιμένουν, το λαχταρούν. Γιατί αυτό σημαίνει ότι έχουν οργανώσει ολόκληρη τη ζωή τους για να έρθει ένα παιδί, άλλωστε αυτή η ετοιμότητα τους διερευνάται και από τους κοινωνικούς λειτουργούς. Όμως αυτή η αναμονή όσο γίνεται χρόνια ,γίνεται και ένα μαρτύριο. Ειδικά άμα περιμένεις στο σκοτάδι! Δυστυχώς αυτή ήταν η πραγματικότητα εδώ και δεκαετίες έτσι όπως την ζούσαν τόσοι και τόσοι άνθρωποι που ξεκίνησαν την διαδρομή της υιοθεσίας. Αυτή είναι και η πραγματικότητα που συνεχίζουμε να ζούμε εμείς παρόλο που υποτίθεται από το 2018 και μετά έχουμε έναν σύγχρονο νόμο και οργάνωση των προγραμμάτων υιοθεσίας/αναδοχής και παρόλο που το Υπουργείο συνεχώς διαφημίζει ότι η διαδικασία της υιοθεσίας ολοκληρώνεται το πολύ σε έναν χρόνο! Κάτι που φυσικά κανένας μέχρι τώρα δεν έχει βιώσει και βεβαίως είναι δηλώσεις που υποβάλουν σε ακόμα μεγαλύτερη δοκιμασία τους υποψήφιους θετούς γονείς και τους οικείους τους, αφού νιώθουν και εξαπατημένοι.
Με το νόμο 4538/2018 έγινε για πρώτη φορά στη χώρα μας εφικτή η ακριβής καταγραφή των παιδιών που ζουν στα ιδρύματα και που μέχρι τώρα ήταν αόρατα για το κράτος και τους φορείς παιδικής προστασίας. Μαζί με αυτό θεσπίστηκε η υποχρέωση των ιδρυμάτων να καταρτούν ένα ατομικό σχέδιο οικογενειακής αποκατάστασης (ΑΣΟΑ) για το κάθε παιδί έτσι ώστε να επιδιώκεται ενεργά η αποϊδρυματοποίηση τους.
Έγινε εφικτή και η δημιουργία μητρώων υποψήφιων θετών/ανάδοχων γονέων και έτσι μπορούμε να έχουμε μια εικόνα των ενδιαφερόμενων που έχουν κάνει αίτηση υιοθεσίας ή/και αναδοχής και που περιμένουν περίπου από το 2015 έως και σήμερα. Μαζί με αυτούς καθημερινά προστίθενται κι άλλοι υποψήφιοι θετοί /ανάδοχοι γονείς με το δικό του όνειρο ο καθένας και προσδοκίες οι οποίες όμως διαμορφώνονται σε μια μη ρεαλιστική βάση, γιατί πολύ απλά καμία κοινωνική λειτουργός δεν έχει επίσημα στοιχεία στα χέρια της για να περιγράψει τα διαθέσιμα παιδιά που είναι προς υιοθεσία ή αναδοχή, τα γενικά χαρακτηριστικά τους και αντίστοιχα το αριθμό των υποψηφίων θετών/ανάδοχων γονέων που είναι ήδη στο μητρώο και περιμένουν. Αναπόφευκτα λοιπόν η έλλειψη αυτή διαφάνειας θα παγιώσει μια κατάσταση όπου τα παιδιά που είναι για υιοθεσία θα παραμένουν στα ιδρύματα παρά το γεγονός ότι υπάρχει ήδη ένας υπερδιπλάσιος αριθμός υποψηφίων θετών γονέων. Και αυτό θα συμβαίνει γιατί το κράτος και όσοι έχουν ευθύνη για την υλοποίηση του προγράμματος υιοθεσίας δεν θα έχουν φροντίσει οι υποψήφιοι θετοί γονείς να έχουν την δυνατότητα να παίρνουν ενημερωμένες αποφάσεις.
Κατανοούμε απόλυτα ότι τα στατιστικά στοιχεία των μητρώων έχουν δυναμικό χαρακτήρα και αλλάζουν. Όμως το να είχαν οι υποψήφιοι θετοί/ανάδοχοι γονείς την δυνατότητα πρόσβασης ανά τακτά χρονικά διαστήματα στα αριθμητικά στοιχεία των μητρώων θα τους επέτρεπε και να αποκτήσουν κάποιον έλεγχο στον οικογενειακό τους προγραμματισμό , να (επαν)εξετάσουν και άλλες δυνατότητες και σενάρια ζωής που ίσως είχαν αρχικά απορρίψει, ακόμα και τη δυνατότητα να αρχίσουν να σκέφτονται το πώς θα ήταν η ζωή τους στο μέλλον χωρίς το παιδί που μέχρι τώρα λαχταρούσαν. Αυτό το δικαίωμα θα έπρεπε να προστατεύεται από το ίδιο κράτος και όχι να παραβιάζεται με τον τρόπο που γίνεται τώρα αφού δεν μας έχει εξηγηθεί από το αρμόδιο υπουργείο γιατί κρατάει κρυφά αυτά τα αριθμητικά στοιχεία και τι ακριβώς εξυπηρετεί αυτό.
Με την ελπίδα οι ανάγκες των παιδιών που ζουν στις 82 δομές παιδικής προστασίας να γίνουν πραγματικά ορατές και ο νόμος να προσαρμοστεί ώστε να υπηρετεί με κάθε τρόπο τον σκοπό της πλήρους αποϊδρυματοποίησης των παιδιών, ευχόμαστε σε όλους τους υποψήφιους θετούς και ανάδοχους γονείς υγεία, κουράγιο και να θυμούνται ότι υπάρχουν κάποιοι που αναγνωρίζουν την σκληρή τους πορεία.
Την ευθύνη του άρθρου την παίρνουμε συλλογικά ως ομάδα
«Δεσμοί Καρδιάς»- Υποψήφιοι Θετοί και Ανάδοχοι Γονείς Ν.Εύβοιας