Κατασπαράσσονται οι ελληνικές επιχειρήσεις από τις τράπεζες
Οι άκυροι Γενικοί Όροι Σύμβασης (ΓΟΣ) τους οποίους αρνούνται να αναγνωρίσουν οι επιχειρηματίες με κόκκινα δάνεια σταματούν πλέον να αποτελούν εμπόδιο για τις τράπεζες, καθώς αυτό απαιτούν και οι θεσμοί. Αντί οι ίδιοι οι ευρωπαϊκοί θεσμοί, όπως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ), ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αλλά και οι δανειστές της χώρας που είναι οι χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να απαιτήσουν να γίνονται έλεγχοι στις τράπεζες που παρανομούν και δεν τηρούν τις κοινοτικές οδηγίες, ζητούν τα εντελώς αντίθετα. Τη δυνατότητα εκκίνησης διαδικασιών εξυγίανσης μονομερώς από τους πιστωτές σε περίπτωση μη συνεργάσιμου οφειλέτη. Και η αποδοχή αυτού του αιτήματος ανοίγει το δρόμο για εκτεταμένο ξεκαθάρισμα σε επιχειρήσεις που εκμεταλλευόμενες τη νομοθεσία κρατούσαν σε ομηρία το σύνολο των πιστωτών ή κινούσαν διαδικασίες δήθεν εξυγίανσης εξασφαλίζοντας επί μακρόν το ακαταδίωκτο.
Τώρα όμως, οι πιστωτές υπό προϋποθέσεις θα μπορούν αυτόνομα να κινούν διαδικασίες εναντίον εταιριών που δεν συνεργάζονται και μάλιστα θα υπάρχει δυνατότητα λήψης αποφάσεων από τις Γενικές Συνελεύσεις, χωρίς τη συναίνεση των βασικών μετόχων, αν αυτοί αντιδρούν. Μοναδικό «εμπόδιο» στην εκκίνηση τέτοιου είδους διαδικασιών είναι η υποχρέωση, η εταιρία εναντίον της οποίας κινούνται ι πιστωτές, να βρίσκεται σε παύση πληρωμών και ταυτόχρονα να υπάρχει έκθεση πραγματογνώμονα που θα ορίζεται από τους πιστωτές.
Είναι βέβαια γεγονός παύση πληρωμών υπάρχει σε πολλές εταιρίες των οποίων οι μέτοχοι αρνούνται συστηματικά να κινήσουν διαδικασίες εξυγίανσης ή και πτώχευσης των εταιριών τους. Και έτσι, υποστηρίζουν θεσμοί και τραπεζίτες, εγκλωβίζονται σε ένα φαύλο κύκλο τράπεζες, εργαζόμενους και προμηθευτές. Τώρα δίνεται η δυνατότητα ακόμη και ένα 20% των πιστωτών, χωρίς τη μεσολάβηση δικαστηρίου, να μπορεί να κινεί διαδικασίες προστασίας από τους πιστωτές με σφικτές προθεσμίες για το χρόνο υποβολής του σχεδίου εξυγίανσης προς έγκριση στη δικαιοσύνη. Επίσης, διευκολύνεται η τμηματική πώληση του ενεργητικού μιας επιχείρησης που τελεί υπό καθεστώς οικονομικής κατάρρευσης, ενώ ταυτόχρονα διευκολύνονται οι διαδικασίες, ώστε οι πιστωτές να στραφούν και διεκδικήσουν υλικά αγαθά από οφειλέτες οι οποίο έχουν κινηθεί δόλια. Οι πιστωτές μπορούν να αποκτήσουν μια προβληματική επιχείρηση με εισφορά σε είδος όπου μεταφέρεται μέρος ή το σύνολο του ενεργητικού και του παθητικού.
Μιλάμε δηλαδή για την απόλυτη κατασπάραξη των ελληνικών εταιρειών που, ενώ έχουν κηρύξει παύση πληρωμών, αρνούνται να πετάξουν τις εταιρείες τους στα νύχια και στα δόντια των πιστωτών. Και μη γελιόμαστε. Μπορεί να υπάρχουν προμηθευτές και εργαζόμενοι που χάνουν χρήματα. Αλλά υπάρχει κανείς που να πιστεύει ότι οι θεσμοί και οι τράπεζες ενδιαφέρονται έστω και κατ’ ελάχιστο για το αν θα πληρωθούν οι προμηθευτές και το προσωπικό μιας εταιρείας; Υπάρχει κανένα περιστατικό κατά το οποίο κάποια ελληνική τράπεζες ενδιαφέρθηκε για απλήρωτους εργαζόμενους; Το αντίθετο μάλιστα. Οι τράπεζες απαίτησαν και οι προηγούμενες κυβερνήσεις ψήφισαν νόμο, σύμφωνα με τον οποίο οι τράπεζες προηγούνται από τους εργαζόμενους όταν πρόκειται να λάβουν χρήματα από εταιρείες που χρωστάνε και δεν μπορούν να πληρώσουν.
Τώρα έρχεται η «πρώτη φορά Αριστερά» κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και φέρνει νέο πτωχευτικό κώδικα που δίνει το δικαίωμα στις τράπεζες να κατασπαράσσουν τις ελληνικές επιχειρήσεις και εταιρείες, χωρίς καν να ζητήσουν την άδεια των μετόχων τους. Τους βαφτίζουν μη συνεργάσιμους δανειολήπτες, κάνουν πέρα ιδιοκτήτες και μετόχους, και αρπάζουν ό,τι θελήσουν και ό,τι βρουν.
Όμως αυτοί οι επιχειρηματίες με κόκκινα δάνεια, που οι τράπεζες και ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος, Γ.Στουρνάρας, τους βαφτίζουν με μεγάλη ευκολία «μη συνεργάσιμους», δεν άλλοι από αυτούς που δεν αναγνωρίζουν το ύψος της οφειλής τους, γιατί πρόκειται για οφειλές που έχουν αυξηθεί παράνομα από τις τράπεζες με τη μη τήρηση των κοινοτικών οδηγιών. Γι αυτό και ζητούν το αυτονόητο. Να ορίσει το δικαστήριο οικονομολόγο, για να κάνει την εκκαθάριση της οφειλής από τους άκυρους ΓΟΣ και την μη τήρηση των κοινοτικών οδηγιών που έχουν ως αποτέλεσμα να αυξάνεται παράνομα το ποσό της οφειλής τους.