Καταιγίδα διδακτορικών στα ελληνικά ιδρύματα
Ως αντίδοτο μακράς διαρκείας στην κρίση, του οποίου η ευεργετική δράση θα αποτυπωθεί στο εγγύς μέλλον στον επαγγελματικό στίβο, αντιμετωπίζουν ολοένα και περισσότεροι Ελληνες τις μεταπτυχιακές σπουδές.
Οι νέοι πτυχιούχοι ΑΕΙ προσβλέπουν σε ένα μεταπτυχιακό τίτλο –master ή διδακτορικό– καθώς επιδιώκουν να βελτιώσουν τις δεξιότητές τους (και το βιογραφικό τους) για να ανταποκριθούν στις απαιτήσεις της αγοράς εργασίας. Μάλιστα, πολλοί ακολουθούν και διδακτορικές σπουδές, με στόχο και το «χαρτζιλίκι» που τους εξασφαλίζει το πανεπιστήμιο ως διδακτορικούς υποτρόφους. Η Ελλάδα διαθέτει πάνω από 31.000 διδάκτορες, αριθμός διόλου ευκαταφρόνητος για τον πληθυσμό της. Βέβαια, οι σπουδές και η γνώση που παίρνουν οι νέοι αποτελούν πλούτο, προστιθέμενη αξία για τους ίδιους και, ευρύτερα, για την Ελλάδα. Ομως, υπάρχει και η άλλη όψη του νομίσματος. Η…μανία των μεταπτυχιακών σπουδών «εξαπλώθηκε» τα τελευταία χρόνια και στους καθηγητές των ελληνικών πανεπιστημίων, οι οποίοι οργανώνουν νέα προγράμματα με δίδακτρα για να αντισταθμίσουν τις οικονομικές τους απώλειες – σε επίπεδο μισθολογικών απολαβών, αλλά και κρατικής χρηματοδότησης του ιδρύματός τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι πρόσφατα, σύμφωνα με πληροφορίες της «Κ», Σύγκλητος μεγάλου πανεπιστημίου της χώρας σε μία μόνο συνεδρίασή της έδωσε το «πράσινο φως» για τη λειτουργία περίπου είκοσι νέων μεταπτυχιακών προγραμμάτων στο ίδρυμα.
Ειδικότερα, οι μεταπτυχιακές σπουδές χωρίζονται σε δύο κύκλους: στα μεταπτυχιακά προγράμματα (γίνονται σε ομάδες φοιτητών από περισσοτέρους του ενός πανεπιστημιακούς, είναι το πολύ διετούς διάρκειας και είναι ο κύκλος που προσελκύει τη μεγάλη μερίδα φοιτητών) και στο –εξειδικευμένο για κάθε φοιτητή– διδακτορικό. Με βάση τα στοιχεία του υπουργείου Παιδείας, μέσα στην τελευταία πενταετία περίπου 50.000 Ελληνες αποφοίτησαν ή συνεχίζουν να παρακολουθούν μεταπτυχιακά προγράμματα – δηλαδή περίπου 10.000 νέοι κάθε χρόνο. Τη μερίδα του λέοντος έχουν τα μεταπτυχιακά στις Θετικές Επιστήμες και ακολουθούν οι σπουδές πάνω σε οικονομικά αντικείμενα και οι τεχνολογικές επιστήμες.
Οι πρωταθλητές
Τα περισσότερα μεταπτυχιακά προγράμματα οργανώνονται στα ελληνικά πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Χαρακτηριστικά, για το 2014-2015 χρηματοδοτούνται από το υπουργείο Παιδείας συνολικά 230 μεταπτυχιακά στα ελληνικά πανεπιστήμια. Τα περισσότερα –47– οργανώνονται στο Παν. Αθηνών και ακολουθούν το ΑΠΘ με 42, το Παν. Κρήτης με 34, το Πατρών με 29. Παράλληλα, οργανώνονται μεταπτυχιακά με δίδακτρα τόσο από τα δημόσια πανεπιστήμια όσο και από τα ιδιωτικά κολέγια. Μάλιστα, το τελευταίο διάστημα που το υπ. Παιδείας «απελευθέρωσε» τα μεταπτυχιακά προγράμματα δίνοντας τη δυνατότητα/ευελιξία στα ίδια τα ΑΕΙ να αποφασίζουν την ίδρυσή τους, υπάρχει αύξηση των μεταπτυχιακών με δίδακτρα τα οποία φθάνουν έως τις 9.000 ευρώ ετησίως.
Από την άλλη, πολλοί Ελληνες έχουν παρακολουθήσει μεταπτυχιακά προγράμματα σε πανεπιστήμια του εξωτερικού, προσβλέποντας και στην προοπτική να βρουν εργασία στην ίδια χώρα. Ενδεικτικά, οι τρεις στους τέσσερις Ελληνες επιστήμονες που μετανάστευσαν στο εξωτερικό για εξεύρεση δουλειάς έχουν μεταπτυχιακό τίτλο είτε από ΑΕΙ της Ελλάδας είτε του εξωτερικού. Από το 2009 μεταπτυχιακό τίτλο από ξένο πανεπιστήμιο πήραν περίπου 15.000 Ελληνες.
«Μετά το πρώτο πτυχίο, σε κάποιες σπουδές χρειάζεται ένας προσανατολισμός σε κάποιο επαγγελματικό πεδίο», ανέφερε, μιλώντας στην «Κ», ο Ανδρέας Νικολόπουλος, διευθυντής του μεταπτυχιακού στις διαπραγματεύσεις (DIN) του Οικονομικού Παν. Αθηνών. Κυρίως μεταπτυχιακή εξειδίκευση απαιτείται σε σπουδές χαμηλής ζήτησης στην αγορά εργασίας, όπως π.χ. οι ανθρωπιστικές και κοινωνικές επιστήμες.
Σύμφωνα με τον ίδιο, η ποιότητα ενός μεταπτυχιακού προγράμματος εξαρτάται από το πρόγραμμα των μαθημάτων, τους διδάσκοντες και την απορροφητικότητα των αποφοίτων του. «Η σωρηδόν ίδρυση μεταπτυχιακών συχνά δεν απαντά σε ακαδημαϊκές ανάγκες, αλλά γίνεται είτε για να υπάρξουν έσοδα από τα δίδακτρα είτε για να χρησιμοποιηθούν στους ποικίλους συσχετισμούς ισχύος στα ΑΕΙ. Γίνονται συνήθως στο άρπα-κόλλα», πρόσθεσε στην «Κ» η αναπληρώτρια καθηγήτρια του Παν. Αθηνών Βάσω Κιντή.
Στο επόμενο κύκλο μεταπτυχιακών σπουδών, η εκπόνηση ενός διδακτορικού διαρκεί τουλάχιστον τρία χρόνια. Με βάση τα στοιχεία που διέθεσε στην «Κ» το Εθνικό Κέντρο Τεκμηρίωσης του Εθνικού Ιδρύματος Ερευνών, από το 1985 έχουν εκπονηθεί σε ελληνικά ή ξένα πανεπιστήμια 31.017 διδακτορικές διατριβές. Οι περισσότερες έχουν γίνει σε αντικείμενα των Επιστημών Υγείας (11.868), στις Φυσικές Επιστήμες (5.726) και στους τομείς της Μηχανικής και Τεχνολογίας (4.636). Βέβαια, η μεγάλη έκρηξη έγινε την τελευταία 15ετία, μέσα στην οποία έχουν εκπονηθεί οι δύο στις τρεις διδακτορικές διατριβές. Συγκεκριμένα, από το 2000 έως και το 2013 δόθηκαν 20.957 διδακτορικά (το 67,5% των συνολικά 31.017 διδακτορικών), ενώ την πενταετία 2009-2013 δόθηκαν 9.014 διδακτορικά (το 29%).
Εθνικός πλούτος
«Τα διδακτορικά αποτελούν τον πλούτο της χώρας. Είναι χαρακτηριστικό ότι πολλοί πανεπιστημιακοί, ερευνητές, αλλά και στελέχη επιχειρήσεων επισκέπτονται τον διαδικτυακό μας τόπο didaktorika.gr και αναζητούν διδακτορικές διατριβές σε αντικείμενα που τους ενδιαφέρουν», ανέφερε στην «Κ» η Εύη Σαχίνη, διευθύντρια του Εθνικού Κέντρου Τεκμηρίωσης. Διδακτορικά επιλέγουν να εκπονήσουν όσοι πτυχιούχοι στοχεύουν σε ακαδημαϊκή καριέρα, ενώ μπορούν να εργασθούν και σε ερευνητικά κέντρα ή τμήματα έρευνας εταιρειών στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Βέβαια, κατά τη διάρκεια του διδακτορικού, οι υποψήφιοι διδάκτορες μπορούν να προσβλέπουν σε μία μικρή αμοιβή μέσω υποτροφίας που έχουν κερδίσει ή από το πανεπιστήμιό τους κάνοντας βοηθητικό εκπαιδευτικό έργο.
Πηγή: Εφημερίδα Καθημερινή