Καμία κουβέντα» δεν δέχεται η Κομισιόν στο θέμα της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής
«Καμία κουβέντα» δεν δέχεται η Κομισιόν στο θέμα της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής (για την οποία έχει, σύμφωνα με δημοσιεύματα, αποστείλει και σχετική επιστολή ο Υπουργός Οικονομικών κος Τσακαλώτος), αφού, όπως δηλώνει, η κυβέρνηση Σαμαρά-Βενιζέλου δεσμεύτηκε το 2014 για την πώλησή της και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ ΑΝΕΛΛ επαναβεβαίωσε το 2015 τη συμφωνία αυτή.
Με αυτό τον τρόπο απαντάει η Κομισιόν στην ερώτηση του ευρωβουλευτή της Λαϊκής Ενότητας, Νίκου Χουντή, ο οποίος ζητούσε την ματαίωση της πώλησης της Εθνικής Ασφαλιστικής, δεδομένου και του γεγονότος ότι η ΕΤΕ πούλησε το σύνολο της Finansbank, αποπλήρωσε τα CoCos ύψους 2,029 εκ ευρώ επιστρέφοντας μέρος των κρατικών ενισχύσεων και επιπλέον τόνιζε στην ερώτησή του ότι και η Διοίκηση της Εθνικής Τράπεζας εκτιμά πως η πώληση της Εθνικής Ασφαλιστικής δεν είναι επιχειρηματικά συμφέρουσα για την Τράπεζα.
Πιο συγκεκριμένα, στην απάντησή της η Αρμόδια Επίτροπος κα Vestager αναφέρει:
«Η ΕΤΕ και η Ελλάδα, δεσμεύτηκαν, μεταξύ άλλων, για την πώληση των ελληνικών ασφαλιστικών δραστηριοτήτων στο πλαίσιο της απόφασης του 2014 για τις κρατικές ενισχύσεις, με την οποία εγκρίθηκε η εν λόγω ενίσχυση κεφαλαίου, δέσμευση που επιβεβαίωσαν όταν η Επιτροπή ενέκρινε πρόσθετες ενισχύσεις τον Δεκέμβριο του 2015».
Και συνεχίζει επισημαίνοντας ότι :
«Το σχέδιο περιλαμβάνει, ειδικότερα, δύο σημαντικά επιτεύγματα: την αποπληρωμή στο Δημόσιο των υπό αίρεση μετατρέψιμων ομολογιών (CoCos), και την πώληση της Finansbank έως το 2016. Ωστόσο, εξακολουθούν να εκκρεμούν ορισμένες δεσμεύσεις για εκποίηση, συμπεριλαμβανομένης της πώλησης των ασφαλιστικών δραστηριοτήτων».
Καταλήγοντας στην απάντησή της, η αρμόδια Επίτροπος τονίζει πως:
«Μολονότι η εφαρμογή του σχεδίου αναδιάρθρωσης προχωρεί κανονικά, η Επιτροπή δεν είναι ενήμερη για νέες εξελίξεις που δεν ήταν γνωστές όταν εξέδωσε την απόφασή της του 2015. Η πώληση της Finansbank και η χρήση των εσόδων για την αποπληρωμή των CoCos είναι δεσμεύσεις που η Ελλάδα ανέλαβε το 2015 και δεν αποτελούν νέα εξέλιξη. Ως εκ τούτου, η Επιτροπή θεωρεί ότι δεν συντρέχει λόγος να επανεξετάσει την ανάλυσή της».