Και οι χιμπατζήδες μαθαίνουν ξένες γλώσσες
Αν ένας Έλληνας ταξιδέψει στην Αγγλία και θελήσει ένα μήλο, θα πρέπει να πει τη λέξη στα αγγλικά (apple). Λοιπόν, όσο κι αν φαίνεται απίστευτο, για πρώτη φορά οι επιστήμονες ανακάλυψαν ότι το ίδιο πράγμα κάνουν και οι χιμπατζήδες: με τον τρόπο τους μαθαίνουν «ξένες γλώσσες». Άρα οι άνθρωποι χάνουν μάλλον και σε αυτό το σημείο την μοναδικότητά τους.
Όταν βρετανοί επιστήμονες μετέφεραν σε ένα ζωολογικό κήπο του Εδιμβούργου μια ομάδα εννέα ενηλίκων χιμπατζήδων, που είχαν μεγαλώσει στην Ολλανδία, διαπίστωσαν ότι οι «μετανάστες», μετά από τρία χρόνια στο νέο τόπο διαμονής τους, είχαν πλέον μάθει να λένε (δηλαδή να γρυλίζουν) τη «λέξη» μήλο με την «προφορά» που είχαν ήδη οι έξι σκωτσέζοι χιμπατζήδες που ζούσαν εκεί.
Η ανακάλυψη αμφισβητεί την κυρίαρχη θεωρία ότι οι «λέξεις» (δηλαδή οι συγκεκριμένοι βρυχηθμοί) των χιμπατζήδων για τα αντικείμενα είναι πάντα ίδιοι και αμετάβλητοι. Όπως οι άνθρωποι μπορούν να μάθουν ξένες λέξεις για το ίδιο αντικείμενο (π.χ. ένα μήλο), έτσι και οι χιμπατζήδες έχουν την προσαρμοστικότητα να ελέγχουν τους ήχους που βγάζουν για συγκεκριμένα αντικείμενα, ανάλογα με το περιβάλλον όπου βρίσκονται, ώστε να μπορούν έτσι να επικοινωνήσουν καλύτερα με τους ομοίους τους.
Όπως είπαν οι ερευνητές, με επικεφαλής την ψυχολόγο Κέιτι Σλόκομπ του Πανεπιστημίου της Υόρκης, που έκαναν τη σχετική δημοσίευση στο διεθνούς κύρους περιοδικό βιολογίας “Current Biology”, σύμφωνα με το BBC, το “Science” και το “New Scientist”, οι χιμπατζήδες φαίνεται να μαθαίνουν ξένες «λέξεις» για να μπορούν να πιάνουν φιλίες με τους «αλλοδαπούς» νέους γείτονές τους.
Οι ερευνητές δεν αποκλείουν ότι οι χιμπατζήδες μπορούν να μαθαίνουν νέες «λέξεις» ακόμη και όταν είναι ελεύθεροι στη φύση – κάτι που ακόμη δεν έχει αποδειχτεί. Επίσης, θεωρούν πλέον πιθανό ότι η ικανότητα των ανθρώπων να μαθαίνουν ξένες γλώσσες, έχει τελικά τη ρίζα της σε έναν κοινό με τους χιμπατζήδες πρόγονο που ζούσε πριν από περίπου έξι εκατομμύρια χρόνια.
Άλλοι πάντως επιστήμονες, όπως ο Μπράντον Γουίλερ του Πανεπιστημίου Κεντ, εμφανίζονται πιο επιφυλακτικοί για τέτοια συμπεράσματα.