Υπερψήφιση Γνωμοδότησης Ν. Χουντή για χρηματοδότηση της Παιδείας από τα Ευρωπαϊκά Ταμεία
Υπερψηφίστηκε στην Επιτροπή Παιδείας και Πολιτισμού (CULT) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η γνωμοδότηση του ευρωβουλευτή της ΛΑΕ Νίκου Χουντήσχετικά με την μεγιστοποίηση της συμβολής των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ) στις επενδύσεις για την ανάπτυξη και τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Ο Ν. Χουντής μετά την υπερψήφιση της γνωμοδότησης τόνισε ότι:
«Μέσα στο ασφυκτικό πλαίσιο των πολιτικών λιτότητας και των ακραίων δημοσιονομικών προσαρμογών που έχουν επιβληθεί, η εκπαίδευση και ο πολιτισμός που συμπεριλαμβάνονται ανάμεσα στους πιο ευάλωτους κλάδους, έχουν πληγεί δραματικά.
Οι περικοπές της δημόσιας χρηματοδότησης για την Παιδεία έχουν οδηγήσει στην υπονόμευση και την υποβάθμισή της σε όλες τις βαθμίδες καθώς και σε υψηλή και επίμονη ανεργία ανάμεσα στους νέους, που ξεπερνάει το 40% σε αρκετά κράτη μέλη της ΕΕ.
Χρειάζονται επενδύσεις σε υποδομές που θα δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας, θα προωθούν την αλληλεγγύη, θα εξασφαλίζουν ποιοτικές δημόσιες υπηρεσίες, θα στηρίζουν τον δημόσιο χαρακτήρα της εκπαίδευσης και του πολιτισμού και θα διαφυλάττουν την κοινωνική συνοχή.
Τα Ευρωπαϊκά Διαρθρωτικά και Επενδυτικά Ταμεία (ΕΔΕΤ) μπορούν να παίξουν ουσιαστικό ρόλο σε αυτό, δεδομένου ότι οι προϋπολογισμοί των κρατών μελών συρρικνώνονται και οι εθνικοί χρηματοδοτικοί πόροι για αξιοποίηση των ευρωπαϊκών προγραμμάτων και οι δημόσιες επενδύσεις περιορίζονται σημαντικά.
Για αυτό και η ενδεχόμενη εφαρμογή της αρχής της μακροοικονομικής αιρεσιμότητας πρέπει να αποτραπεί. Η διακοπή της χρηματοδότησης από τα ΕΔΕΤ θα επιδεινώσει την κατάσταση στις χώρες που αντιμετωπίζουν ήδη προβλήματα και μεγάλες περικοπές στους τομείς της εκπαίδευσης και του πολιτισμού.
Τέλος, λόγω της τρέχουσας προσφυγικής κρίσης και τις προκλήσεις που θέτει στα συστήματα εκπαίδευσης των χωρών υποδοχής, θα πρέπει μέσω των Ευρωπαϊκών Διαρθρωτικών και Επενδυτικών Ταμείων (ΕΔΕΤ) αλλά και άλλων ευρωπαϊκών προγραμμάτων, να δοθεί επαρκής χρηματοδότηση στις χώρες αυτές ώστε να μπορέσουν να υποστηρίξουν ουσιαστικά την ομαλή ενσωμάτωση των μεταναστών στα συστήματα εκπαίδευσης, στην αγορά εργασίας και τις τοπικές κοινωνίες».