Οι μεσίτες εκπέμπουν σήμα κινδύνου για τα «κόκκινα» δάνεια
Σειρά δράσεων προκειμένου να μην πουληθούν τα κόκκινα δάνεια στα κοράκια των αγορών, προτείνει ο Ομοσπονδία Μεσιτών Αστικών Συμβάσεων Ελλάδος (ΟΜΑΣΕ). Σε ανακοίνωσή τους οι μεσίτες κρούουν τον κώδωνα του κινδύνου ότι αν δεν προωθηθούν συγκεκριμένα μέτρα θα αυξηθούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια από 40% που είναι σήμερα σε 65%.
Η ΟΜΑΣΕ προτείνει ότι ακόμη κι αν η κυβέρνηση κάνει λάθος και πουλήσει τα δάνεια στα funds να δίνεται στους ίδιους τους δανειολήπτες η δυνατότητα εξαγοράς με τίμημα 10% μεγαλύτερο από το τίμημα που θα προσφέρουν τα funds.Ειδικότερα, η ΟΜΑΣΕ προτείνει τα εξής:
- Άμεση επανεκτίμηση όλων των ενυπόθηκων μη εξυπηρετούμενων δανείων, από ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές ή Μεσίτες Αστικών Συμβάσεων πενταετούς τουλάχιστον εμπειρίας (όχι από υπαλλήλους εκτιμητές των τραπεζών ούτε υπαλλήλους εκτιμητές των θυγατρικών τους εταιριών, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων) και εκ νέου διατύπωση των όρων και του υπολειπόμενου κεφαλαίου των δανείων, καθώς και του καθορισμού των δόσεων, σύμφωνα με την τρέχουσα εμπορική αξία τους, ώστε να γίνουν βιώσιμα. Με τον τρόπο αυτό υπολογίζουμε ότι θα γίνει βιώσιμο το 50% – 60% των μη εξυπηρετούμενων δανείων.
- Για το υπόλοιπο 40% – 50 % των περιπτώσεων των μη εξυπηρετούμενων δανείων, να δοθεί η εναλλακτική δυνατότητα στους οφειλέτες που δεν μπορούν να καταβάλουν οποιοδήποτε ποσό, να παραδώσουν οικειοθελώς τα ακίνητα σε εύλογο χρόνο, (δίχως την χρονοβόρα, ψυχοφθόρα και κοστοβόρα διαδικασία του πλειστηριασμού) στην κατάσταση που αυτά βρίσκονται και λειτουργούν σήμερα και όχι κατεστραμμένα, με την προϋπόθεση της διαγραφής του συνόλου του υπολειπόμενου δανεισμού που είχε δοθεί για το συγκεκριμένο ακίνητο, ώστε οι τράπεζες να περιοριστούν στην άμεση εκμετάλλευση του ενυπόθηκου ακινήτου του μη εξυπηρετούμενου δανείου και να μην στραφούν εναντίον άλλων περιουσιακών στοιχείων όσων δανειοληπτών βρίσκονται σε πραγματική αδυναμία πληρωμής του δανείου τους. Για να αποφευχθούν καταχρήσεις, καθώς και για να υπάρξει συντονισμός με την διαδικασία ανακεφαλαιοποίησης των τραπεζών και τους νομικούς περιορισμούς κάτω από τους οποίους αυτές λειτουργούν, η διαδικασία αυτή μπορεί να λαμβάνει υπόψη παραμέτρους όπως η αξία του δανείου που έχει ήδη αποπληρωθεί, οι προβλέψεις που έχει ήδη σχηματίσει η τράπεζα, η αξία του ακινήτου και η οικονομική κατάσταση του δανειολήπτη. Με τη πρόταση αυτή, εκτιμάται πως ένα μεγάλο μέρος του προβλήματος, που ενδεχομένως θα ανέλθει και στο 25% των κόκκινων δανείων, θα διευθετηθεί εξωδικαστικά δίδοντας την δυνατότητα στους δανειολήπτες, να επανεκκινήσουν τυχόν επιχειρηματικές τους δραστηριότητες, δίχως να παραμένουν υπό την δαμόκλειο σπάθη της κατάσχεσης ολόκληρης της περιουσίας τους. Σύμφωνα με την ΟΜΑΣΕ, όσοι δανειολήπτες επιλέξουν αυτήν τη λύση, θα έχουν το κίνητρο να παραδώσουν άμεσα τα ακίνητά τους, κερδίζοντας από την μείωση του δανεισμού τους, που θα ισούται με το ύψος της τρέχουσας εμπορικής αξίας του ενυπόθηκου ακινήτου, ενώ ταυτόχρονα δεν θα κινδυνεύσουν άλλα περιουσιακά τους στοιχεία, πιθανόν μικρότερης αξίας και λιγότερο σημαντικά για τις τράπεζες, αλλά σημαντικά για τους ίδιους.
- Άμεση επανεκτίμηση από ανεξάρτητους πιστοποιημένους εκτιμητές ή Μεσίτες Αστικών Συμβάσεων τουλάχιστον πενταετούς εμπειρίας, όλων των ενυπόθηκων ακινήτων, ώστε να δοθεί η επιλογή στους δανειολήπτες, που ακόμα καταφέρνουν να πληρώνουν τα δάνειά τους (παρότι κατά κανόνα οι αξίες των ακινήτων τους και τα εισοδήματά τους έχουν μειωθεί κατά πολύ) να καταβάλουν δόσεις που αντιστοιχούν στην τρέχουσα εμπορική αξία των ακινήτων τους και όχι στην αξία εκτίμησης της περιόδου που δανειοδοτήθηκαν. Το υπόλοιπο του δανείου, μπορεί να καταβληθεί μελλοντικά με την επιμήκυνση της χρηματοδοτικής σύμβασης και με τη χρήση ειδικών ρητρών, που θα προσαρμόζουν τη δόση και τους όρους του δανείου, σε δυνητικές θετικές εξελίξεις στα εισοδήματα των δανειοληπτών ή στην αύξηση της αξίας των ακινήτων τα επόμενα χρόνια.
Όπως εκτιμά η ΟΜΑΣΕ, αν η πρόταση αυτή δεν υλοποιηθεί άμεσα, σε δύο χρόνια από σήμερα, τα μη εξυπηρετούμενα (κόκκινα) δάνεια, θα ανέλθουν από το 40% που είναι σήμερα στο 65% του συνόλου των δανειοδοτήσεων.