Γιατί τρομάζει ο κινεζικός πυρετός
Αν τις εξετάσει κανείς μεμονωμένα, οι πρόσφατες εξελίξεις στην Κίνα δεν δικαιολογούν από μόνες τους το μαζικό sell-off στις παγκόσμιες αγορές μετοχών και τη χρηματοοικονομική αναταραχή που ακολούθησε.
Μια τόσο στενή αξιολόγηση, ωστόσο, αγνοεί τον αθροιστικό αντίκτυπο των μακροπρόθεσμων στρεβλώσεων που έχουν αναπτυχθεί στο χρηματοπιστωτικό σύστημα, τόσο μέσα όσο και έξω από την Κίνα. Μια μεγάλη προσαρμογή είναι απαραίτητη, ούτως ώστε αυτές οι στρεβλώσεις να επιλυθούν με μεθοδικό τρόπο. Αλλιώς, οι δυνάμεις της αγοράς θα μπορούσαν να επιβάλουν μια συμφωνία που θα δημιουργήσει πολύ μεγαλύτερη αναταραχή στο χρηματοπιστωτικό σύστημα και στην παγκόσμια οικονομία.
Η Κίνα βρίσκεται εν μέσω ενός διαρθρωτικού οικονομικού μετασχηματισμού που μετατοπίζει τις κινητήριες δυνάμεις της ανάπτυξης μακριά από τις εξωτερικές αγορές και προς μια μεγαλύτερη εξάρτηση από την εσωτερική ζήτηση. Με αυτό έρχεται μια σχεδόν αναπόφευκτη επιβράδυνση στην ανάπτυξη, επιδεινώνοντας τις ανησυχίες για εστίες πλεονάζουσας πίστωσης στους κόλπους της οικονομίας.
Η πιο αργή ανάπτυξη βάζει ένα ερωτηματικό στις προηγούμενες προσπάθειες της κυβέρνησης να διευρύνει την ιδιοκτησία στην αγορά μετοχών, μέσα στην Κίνα. Θεωρούμενες πως έχουν μια αξία για όλη την κοινωνία -διότι δίνουν σε έναν αυξανόμενο αριθμό Κινέζων πολιτών ένα ακόμη πιο άμεσο μερίδιο στην επιτυχία της μετάβασης σε μια οικονομία αγοράς- αυτές οι προσπάθειες ακούσια πίεσαν πολύ προς τα πάνω τις τιμές των περιουσιακών στοιχείων. Είναι κάτι παρόμοιο με αυτό που συνέβη στις Ηνωμένες Πολιτείες, όταν επεδίωξαν μεγαλύτερη ιδιοκτησία κατοικιών. Οι παράπλευρες συνέπειες στην παγκόσμια οικονομία έχουν ενισχυθεί από τέσσερις παράγοντες.
Πρώτον, σε μια προσπάθεια να αντιμετωπίσει την πιο αργή ανάπτυξη, η κυβέρνηση οδήγησε το νόμισμα χαμηλά στην εγχώρια αγορά. Και αυτό το έκανε με έναν τρόπο που επίσης διάβρωσε τη σταθεροποιητική επιρροή της εξωτερικής αγοράς για το γουάν.
Δεύτερον, η Κίνα έχει φανεί απρόβλεπτη στις άμεσες παρεμβάσεις της στην αγορά, περιλαμβανομένης της ανακοίνωσης την Πέμπτη, πως κάνει μια στροφή 180 μοιρών στη χρήση των παραγόντων που σταματούν τη διαπραγμάτευση στο χρηματιστήριό της.
Τρίτον, ο αντίκτυπος των διεθνών παράπλευρων απωλειών έχει οξυνθεί από την έλλειψη ρευστότητας στην αγορά, που αντανακλά μια περιορισμένη όρεξη των μεσαζόντων ώστε να αναλάβουν αντικυκλικά ρίσκα. Τέλος, κάνοντας τα πράγματα ακόμη πιο αβέβαια, έχει αυξηθεί ο γεωπολιτικός κίνδυνος σε Μέση Ανατολή και Ασία.
Kατόπιν όλων αυτών, οι αντιδράσεις των παγκόσμιων χρηματοπιστωτικών αγορών έχουν ξεπεράσει το επίπεδο που θα δικαιολογούνταν από μια στενή ερμηνεία του τι συμβαίνει στην Κίνα. Εξάλλου, οι αρχές εκεί έχουν πολλά μέτρα διαθέσιμα για την εξομάλυνση της οικονομίας τους. Εξακολουθούν να λειτουργούν ένα ελεγχόμενο σύστημα που μπορεί να αποφύγει μια αναγκαστική απομόχλευση σαν αυτή που συνέβη στη Δύση από το 2008 μέχρι το 2009. Και έχουν άφθονους χρηματοοικονομικούς πόρους για να καλύψουν παραστρατήματα στις πολιτικές.
Αυτή όμως θα ήταν μια πολύ κοντόφθαλμη οπτική. Εδώ και κάποια χρόνια, οι τιμές των στοιχείων ενεργητικού έχουν διαχωριστεί από τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη, καθώς πολλές χώρες σε όλο τον κόσμο έχουν βασιστεί υπερβολικά σε πειραματικές νομισματικές πολιτικές. Και όσο πιο επιτυχημένες ήταν οι κεντρικές τράπεζες στην απώθηση της χρηματοοικονομικής μεταβλητότητας μέσω αντισυμβατικών μέτρων, τόσο πιο μεγάλο είναι το ρίσκο που πήραν οι επενδυτές -σε αντίθεση με τις εταιρείες που αποστρέφονται το ρίσκο όπου παρά τα τεράστια ρευστά διαθέσιμα, η επένδυση σε νέες παραγωγικές δραστηριότητες είναι περιορισμένη.
Με τις κεντρικές τράπεζες να ακολουθούν τώρα αποκλίνοντα μονοπάτια νομισματικής πολιτικής, έχει καταστεί ακόμη πιο επείγον το κλείσιμο του χάσματος μεταξύ των υψηλών τιμών των στοιχείων ενεργητικού και των νωθρών θεμελιωδών οικονομικών μεγεθών. Ο καλύτερος τρόπος να γίνει αυτό είναι μέσω μιας πιο περιεκτικής πολιτικής προσέγγισης που θα απελευθερώνει τις παραγωγικές δυνατότητες της παγκόσμιας οικονομίας, θα αντιμετωπίζει ζητήματα ανεπαρκούς συνολικής ζήτησης, καθώς και τομείς με μακροχρόνια προβλήματα υπερβολικού χρέους.
Αυτό, ωστόσο, απαιτεί τα πολιτικά συστήματα να ανταποκριθούν στις ευθύνες τους για οικονομική διακυβέρνηση. Με την έλλειψη μιας τέτοιας πολιτικής μεταστροφής, η μεταβλητότητα στη χρηματοπιστωτική αγορά θα συνεχίσει να αυξάνεται, προκαλώντας έντονες διακυμάνσεις στις τιμές και μια μεταδοτικότητα που επίσης θα μπορούσε να πλήξει την πραγματική οικονομία.
Γράφει ο Mohamed El-Erian, Financial Times