Economist: Η ικανότητα του Τσίπρα κρίνει την επίτευξη συμφωνίας

Η κομβική ερώτηση είναι το αν ο κ.Τσίπρας μπορεί να πείσει το κόμμα του ότι η Ελλάδα πρέπει να προσεγγίσει περαιτέρω τις θέσεις των δανειστών, υποστηρίζει ο Economist σε άρθρο-ανάλυση της επόμενης ημέρας μετά την μη καταβολή της δόσης στο ΔΝΤ. «Υπό μία έννοια, αυτή ήταν εξαρχής η ερώτηση», τονίζεται χαρακτηριστικά

 

Σε μία απότομη αλλαγή πλεύσης, η Ελλάδα δεν πληρώνει στην ώρα της τα 300 εκατ. ευρώ της δόσης προς στο ΔΝΤ, γράφει ο Economist, αλλά παρά ταύτα αυτό δεν συνιστά χρεοκοπία.

 

Η κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία της ακροαριστερής κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ επέλεγε μία σπάνια πρακτική με την οποάι όλες οι πληρωμές ενός μήνα μπορούν να συγκεντρωθούν σε μία καταβολή στο τέλος του. Το σχέδιο είναι να συγκεντρωθούν οι οφειλές της 5ης Ιουνίου και άλλες τρεις ως τις 19 ιουνίου σε μία συνολική καταβολή 1,6 δισ. ευρώ ως το τέλος του μήνα.

 

Το ΔΝΤ έβγαλε βιαστικά μία ανακοίνωση την Πέμπτη με την οποία έλεγε ότι έχει επισήμως διακόψει αυτή την πρακτική από τα τέλη της δεκαετίας του 1970. Μπορεί να είναι έτσι, αλλά είναι σε κάθε περίπτωση εξαιρετικά σπάνιο. Μόνο μία χώρα, η Ζάμπια, επέλεξε κάτι τέτοιο στα μέσα της δεκαετίας του 1980. Επιπρόσθετα, η Κριστίν Λαγκάρντ είχε δηλώσει λίγες μόνο ώρες νωρίτερα ότι ήταν πεπεισμένη ότι την Παρασκευή τα 300 εκατ. ευρώ θα πληρωθούν κανονικά. Το χρονικό αυτό ορόσημο είχε επιβεβαιωθεί από τον Αλέξη Τσίπρα που το βράδυ της Τετάρτης δήλωνε ότι μία συμφωνία με τους πιστωτές είναι ορατή, μετά τη συνάντηση με τους Γιούνκερ και Ντάισελμπλουμ στις Βρυξέλλες.

 

Σημαίνουν αυτά ότι οι ελπίδες για μία συμφωνία ξεθωριάζουν; Οχι απαραίτητα, κατά τον Economist. Οι πιέσεις που ασκούνται στις δύο πλευρές για μία συμφωνία παραμένουν έντονες. Οι Ελληνες δεν θέλουν να εγκαταλείψουν το ευρώ και μία έξοδος θα τραυμάτιζε τα υπόλοιπα μέλη της Ευρωζώνης, που θα αποκαλυπτόταν ως τίποτε παραπάνω από ένα από τα πολλά συστήματα προσωρινά σταθερών ισοτιμιών συναλλάγματος, αντί για ένα μόνιμο νόμισμα για όλα τα μέλη της.

 

Οι διαρροές των προτάσεων των δύο πλευρών δείχνουν ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει πολλές παραχωρήσεις στο κρίσιμο ζήτημα των πρωτογενών πλεονασμάτων. Οι δανειστές θέλουν πλεονάσματα 1% το 2015%, 2% το 2016, 3% το 2017 και 3,5% το 2018. Οι Ελληνες οραματίζονται πλεονάσματα της τάξης του 0,6%, 1,5%, 2,5% και 3,5%. Ειδικά για το 2015 και 2016 είναι πολύ χαμηλότερα από το πρόγραμμα που συμφώνησε η προηγούμενη κυβέρνηση. Αντικατοπτρίζουν ωστόσο τα σοβαρά πλήγματα στην ελληνική οικονομία πριν και μετά τις εκλογές του Ιανουαρίου. Σε κάθε περίπτωση, ο μακροπρόθεσμος στόχος του 3,5% δεν είναι πολύ χαμηλότερος από το 4,2% της προηγούμενης συμφωνίας του Αντώνη Σαμαρά.

 

Αν και οι δύο προτάσεις δεν συγκρίνονται εύκολα, η ελληνική κυβέρνηση φαίνεται να υποχωρεί και στις αναγκαίες ιδιωτικοποιήσεις, που αρχικά είχε παγώσει. Ηδη πιέζει για την πώληση του μεριδίου του Δημοσίου στο λιμάνι του Πειραιά, ενώ περιλαμβάνει στις προτάσεις της την ιδιωτικοποίηση των περιφερειακών αεροδρομίων, κατά πολλούς κριτήριο για τις προθέσεις της. Μετά τη συνάντηση στις Βρυξέλλες ο κ.Τσίπρας απέκλεισε αλλαγές στο ΦΠΑ που θα έβαζαν στο υψηλό κλιμάκιο του 23% την ενέργεια. Ωστόσο σε άλλα σημεία δεν απέχουν πολύ: η Ελλάδα θέλει ΦΠΑ 6% στα φάρμακα ενώ οι δανειστές 11%.

 

Ο κ.Τσίπρας επιμένει από καιρό ότι οι περικοπές των συντάξεων είναι «κόκκινη γραμμή» που δεν θα περάσει. Οι προτάσεις του ωστόσο περιλαμβάνουν πάταξη της πρόωρης συνταξιοδότησης, που είναι επίσης προτεραιότητα για τους δανειστές. Το μεγαλύτερο εμπόδιο είναι τα εργασιακά: Η κυβέρνηση θέλει να ακυρώσει τις μεγάλες μεταρρυθμίσεις του 2012 που μείωσαν το βασικό μισθό κατά 22% και κατά 32% για άτομα ηλικίας κάτω των 25. Η κίνηση αυτή μείωσε δραστικά το κόστος εργασίας και τόνωσε σημαντικά την ανταγωνιστικότητα της Ελλάδας, γι’ αυτό και οι δανειστές βλέπουν με αποτροπιασμό το συγκεκριμένο κυβερνητικό σχέδιο.

 

Η κομβική ερώτηση είναι το αν ο κ.Τσίπρας μπορεί να πείσει το κόμμα του ότι η Ελλάδα πρέπει να προσεγγίσει περαιτέρω τις θέσεις των δανειστών. Υπό μία έννοια, αυτή ήταν εξαρχής η ερώτηση, σημειώνει ο Economist. Η απόφαση της αναβολής της καταβολής των 300 εκατ. ευρώ στο ΔΝΤ θα πρέπει να ειδωθεί υπό αυτό το πρίσμα. Εάν ο κ.Τσίπρας πρόκειται να κυριαρχήσει στην αναζήτηση μίας πραγματιστικής προσέγγισης, θα πρέπει να δείξει ότι δεν άγεται από τους δανειστές της Ελλάδας. Ετσι, η προσωρινή καθυστέρηση ίσως αποδειχθεί χρήσιμη, αν και το γεγονός ότι ήταν αναγκαία μία τόσο επικίνδυνη τακτική δείχνει και πόσο δύσκολη είναι η αποστολή του.