ΔΝΤ: Πρόοδος στην Ελλάδα αλλά απαραίτητη νέα ελάφρυνση στο χρέος
Τη «σταθεροποίηση και σταδιακή επανάκαμψη» της ελληνικής οικονομίας καταγράφει η έκθεση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, στο πλαίσιο της 5ης αξιολόγησης του ελληνικού προγράμματος, σημειώνοντας παράλληλα «μια σειρά από προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν».
Η έκθεση του ΔΝΤ, που δόθηκε σήμερα στη δημοσιότητα, υιοθετήθηκε στις 30 Μαΐου από το διοικητικό συμβούλιο του Ταμείου, το οποίο ενέκρινε την εκταμίευση 3,41 δισ. ευρώ προς την Ελλάδα.
Αρχικά, σημειώνεται ότι στις 15 Μαρτίου 2012 το διοικητικό συμβούλιο του ΔΝΤ ενέκρινε ένα τετραετές πρόγραμμα για την Ελλάδα, 28 δισεκατομμυρίων ευρώ, υπογραμμίζοντας τη «σημαντική πρόοδο» που έχει σημειωθεί μέχρι σήμερα για την αποκατάσταση της ισορροπίας στην οικονομία.
Στις αναφορές για τις εξελίξεις καταγράφονται ενδεικτικά ως «καλοί οιωνοί» της προόδου που επιτεύχθηκε:
– Το πλεόνασμα στο εξωτερικό ισοζύγιο της χώρας και το πρωτογενές πλεόνασμα
– Η βελτίωση της ψυχολογίας των επενδυτών
– Η ετοιμότητα της οικονομίας για ανάκαμψη το 2014, μετά από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης.
Στη συνέχεια γίνεται αναφορά σε «μια σειρά από προκλήσεις που πρέπει να ξεπεραστούν, για να επιτευχθεί οριστικά η σταθεροποίηση και να επιστρέψει η Ελλάδα σε μια πορεία βιώσιμης και ισορροπημένης ανάπτυξης», όπως:
– Η ανάγκη για λήψη πρόσθετων μέτρων ύψους 5,7 δισ. ευρώ, προκειμένου να κλείσει το «δημοσιονομικό κενό» της διετίας 2015-2016. Όπως αναφέρεται, οι προκαταρκτικές εκτιμήσεις καταδεικνύουν «κενό» της τάξης του 1% του ΑΕΠ το 2015, σε σχέση με το στόχο για πρωτογενές πλεόνασμα 3% του ΑΕΠ, ενώ «κενό» αναμένεται και το 2016, ακόμη κι εάν ληφθούν μόνιμης φύσης μέτρα.
Αθροιστικά, την τετραετία 2014-2017 το «δημοσιονομικό κενό» ανεβάζεται στα 7,7 δισ. ευρώ.
Πρώτη επιλογή υπογραμμίζεται η επέκταση της έκτακτης εισφοράς έως το 2016.
– Η λήψη μέτρων για το χρέος, το οποίο θα φτάσει στο 127,7% του ΑΕΠ το 2020 και στο 117,2% του ΑΕΠ το 2022, σημειώνοντας τη «δέσμευση» των Ευρωπαίων εταίρων.
– Η διασφάλιση πρωτογενούς πλεονάσματος, με έλεγχο των δαπανών για μισθούς, συντάξεις και επιδόματα στο δημόσιο
– Η συνέχιση απολύσεων στο δημόσιο, με βάση τους στόχους που έχουν τεθεί.
– Η άρση περιορισμών στις ομαδικές απολύσεις
– Η δραστική παρέμβαση στο φοροεισπρακτικό μηχανισμό
– Η εξέταση περικοπών σε υψηλές συντάξεις και όχι μόνο αφού οι δαπάνες συνταξιοδότησης, όπως τονίζεται, παραμένουν σε πολύ υψηλά επίπεδα (17% του ΑΕΠ).
Στην εκτενή και αναλυτική έκθεση του ΔΝΤ, μεταξύ άλλων, διατυπώνεται η άποψη για «κόπωση» των ελληνικών αρχών στην εφαρμογή του προγράμματος προσαρμογής, ενώ προβάλλεται ξανά η «δέσμευση» των Ευρωπαίων για να στηρίξουν την Ελλάδα, για παροχή «πρόσθετης χρηματοδότησης» και για «ελάφρυνση του χρέους».
Το ΔΝΤ σημειώνει ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί με ρυθμό 0,6% του ΑΕΠ φέτος, μετά από έξι χρόνια βαθιάς ύφεσης και με ρυθμό 2,9% του ΑΕΠ το 2015.
Επίσης, τονίζει ότι «η Ελλάδα θα μπορούσε να είναι στην αρχή ενός ενάρετου κύκλου, κάτι που αντανακλά πάνω απ’ όλα την αποφασιστικότητα που επέδειξε η κυβέρνηση, η οποία έβγαλε, προς το παρόν, από το τραπέζι τον κίνδυνο της εξόδου από την ευρωζώνη».
Στη συνέχεια, σημειώνονται ανησυχίες για το γεγονός ότι «οι εξαγωγές έχουν αποτύχει να αποτελέσουν ισχυρή κινητήρια δύναμη της ανάπτυξης, σε αντίθεση με άλλες χώρες της ευρωζώνης, κάτι που καταδεικνύει ότι οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις είναι ακόμη πολύ μακριά από την κρίσιμη μάζα που απαιτείται για να επιτευχθεί μια πιο διατηρήσιμη βελτίωση του αισθήματος των επενδυτών».
Όσον αφορά τις αποκρατικοποιήσεις, τονίζεται ότι ο στόχος εσόδων για το 2014 έχει μειωθεί από τα 2,7 δισ. ευρώ στα 1,5 δισ. ευρώ και ότι το μεγαλύτερο μέρος αυτής της μείωσης αναμένεται να ανακτηθεί το διάστημα 2015-2016.
Για τα έσοδα από τις ιδιωτικοποιήσεις έως το 2022 το Ταμείο τα εκτιμά στα 22,4 δισ. ευρώ.
Ακολούθως, υπογραμμίζεται ότι «οι σημερινές προβλέψεις υποδεικνύουν την ύπαρξη δημοσιονομικού ελλείμματος για το 2015, το οποίο οι Αρχές προτίθενται να κλείσουν, σε πρώτο βαθμό, μέσω της επέκτασης μέτρων που εκπνέουν, περιλαμβανομένης της εισφοράς αλληλεγγύης», προσθέτοντας ότι η κυβέρνηση και η Τρόικα θα εξετάσουν μέχρι το τέλος Σεπτεμβρίου εκ νέου το «δημοσιονομικό κενό» του 2015 και τότε θα διαπιστωθεί εάν και κατά πόσον οι δημοσιονομικοί στόχοι επιτυγχάνονται, αλλά και το εάν υπάρχει η δυνατότητα μείωσης των φορολογικών συντελεστών.
Το ΔΝΤ υπογραμμίζει ότι το ελληνικό πρόγραμμα είναι «επαρκώς χρηματοδοτημένο» για τους επόμενους 12 μήνες, δηλαδή μέχρι το Μάιο του 2015.
«Η βιωσιμότητα του χρέους εξακολουθεί να υπόκειται σε αξιοσημείωτους καθοδικούς κινδύνους, ιδίως, σε δημοσιονομικές αστοχίες, καθυστερήσεις στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, στην αργή αύξηση της ανταγωνιστικότητας και στον υψηλότερο από το αναμενόμενο αποπληθωρισμό», σημειώνεται χαρακτηριστικά στην έκθεση.
Στη έκθεση υποστηρίζεται επίσης ότι «η στρατηγική αυτή δεν αφήνει κανένα περιθώριο για οποιαδήποτε αξιοσημείωτη αύξηση σε μισθούς και συντάξεις από τα σημερινά επίπεδα για την περίοδο μέχρι τις εθνικές εκλογές του 2016» και υπογραμμίζεται ότι «ενώ υπάρχουν επιτέλους σημάδια βελτίωσης της φορολογικής διοίκησης, η πρόοδος εξακολουθεί να απογοητεύει και αυτή η πρόκληση εξακολουθεί να αποτελεί ένα κρίσιμο κίνδυνο για το πρόγραμμα».
Για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις, το ΔΝΤ αναφέρει ότι «προχωρούν, αν και με άνισο τρόπο».
Για τις αλλαγές στην αγορά εργασίας θεωρεί ότι «καθυστέρησαν» και ότι «είναι ζωτικής σημασίας στο πλαίσιο της επόμενης αναθεώρησης του προγράμματος να αρθούν οι περιορισμοί σχετικά με τις ομαδικές απολύσεις, κάτι που θα βελτιώσει σημαντικά το επενδυτικό κλίμα».
Αναφορές γίνονται και σε αλλαγές στον κατώτατο μισθό και στο καθεστώς των «μισθολογικών ωριμάνσεων» για τους μακροχρόνια ανέργους, ώστε να έχουν οι επιχειρήσεις κίνητρο για προσλήψεις από ανέργους.
Τέλος, για τον τραπεζικό τομέα το ΔΝΤ υποστηρίζει ότι οι κεφαλαιακές ανάγκες των τραπεζών «θα επανεξεταστούν, στο πλαίσιο της επικείμενης αξιολόγησης» και ότι «στο ενδιάμεσο διάστημα, οι ελληνικές αρχές έχουν δεσμευθεί να εντείνουν τον έλεγχο και τη διατήρηση του αποθεματικού του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας».
Τέλος, «τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια αποτελούν σήμερα μια σοβαρή απειλή για την ικανότητα των ελληνικών τραπεζών να στηρίξουν την ανάκαμψη», όπως υποστηρίζεται, ενώ σημειώνεται ότι για τα αποτελέσματα του «τεστ» της Τράπεζας της Ελλάδας οι ανάγκες κεφαλαίου υπολογίζονται, σύμφωνα με τους συντάκτες της έκθεσης, στα 6,4 δισ. ευρώ και στα 9,4 δισ. ευρώ, με βάση το «χειρότερο σενάριο» και ότι «δεν υπάρχει άμεσος κίνδυνος για τη σταθερότητα του τραπεζικού συστήματος».