ΔΝΤ: Δεν συμμετέχει οσο η Ελλάδα χρωστά τις δόσεις
Οι σοβαρές επιπτώσεις της τραπεζικής αργίας στην Ελλάδας υποχρέωσαν το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ) να αναθεωρήσει την έκθεση βιωσιμότητας χρέους που είχε εκδοθεί μόλις στις 26 Ιουνίου. Ετσι, όπως ανέφερε ανώτερος αξιωματούχος παρουσιάζοντας την αναθεωρημένη έκθεση, απαιτείται επιπλέον ποσό 25 δις. ευρώ για το πακέτο διάσωσης κι αυτό οφείλεται κυρίως στις αυξημένες ανάγκες κεφαλαιοποίησης των τραπεζών.
Ο αξιωματούχος δεν ήθελε να παράσχει στοιχεία αναφορικά με την επίδραση της τραπεζικής αργίας και της παράλυσης της οικονομικής δραστηριότητας στις προβλέψεις για το ΑΕΠ της Ελλάδας, γιατί όπως ανάφερε, δεν υπάρχουν αξιωματούχοι του ΔΝΤ στην Ελλάδα με δυνατότητα να εξετάσουν τα διάφορα οικονομικά μεγέθη.
Ο αξιωματούχος ξεκαθάρισε ότι το ΔΝΤ πέραν τεχνικής βοήθειας δεν θα συμμετάσχει σε κανένα πρόγραμμα, εκτός κι αν λυθεί το ζήτημα της ληξιπρόθεσμης οφειλής από την Ελλάδα, αλλά κι και να ξεκαθαριστεί ότι το πρόγραμμα θα ανταποκρίνεται στα κριτήρια της βιωσιμότητας χρέους που θέτει το «Ταμείο».
Στο ερώτημα προς τι η συμμετοχή του ΔΝΤ στις διαβουλεύσεις των Βρυξελλών, ο αξιωματούχος είπε πως η συμφωνία της Κυριακής αφορούσε στην έναρξη των διαπραγματεύσεων για ένα συγκεκριμένο και φιλόδοξο πρόγραμμα και πως το ΔΝΤ χρειάζεται να έχει κάτι πολύ πιο εξειδικευμένο.
Η αναθεωρημένη έκθεση βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους που δόθηκε χθες βράδυ στη δημοσιότητα από το ΔΝΤ, ανεβάζει τις ανάγκες χρηματοδότησης μέχρι το τέλος του 2018 στα 85 δισεκατομμύρια ευρώ, ενώ το ελληνικό χρέος θα εκτιναχτεί στο 200% του ΑΕΠ στα επόμενα δύο χρόνια (από το 177% τώρα), εξ αιτίας των σημαντικών ελλείψεων στην εφαρμογή του προγράμματος κατά τη διάρκεια του περασμένου έτους η οποία οδήγησε σε μια σημαντική αύξηση των χρηματοδοτικών αναγκών, κατά περισσότερο από τα 60 δισεκατομμύρια ευρώ που εκτιμήσαμε μόλις πριν από λίγες εβδομάδες».
Το 2022 το ποσοστό του χρέους θα πέσει στο 174% του ΑΕΠ, από το 142% που προβλεπόταν πριν το κλείσιμο των τραπεζών.
Ο αξιωματούχος του ΔΝΤ που παρουσίασε την έκθεση είπε ότι όλες οι άλλες εκτιμήσεις και εισηγήσεις που έκανε το ΔΝΤ στην ολοκληρωμένη έκθεση ισχύουν.
Σε σχέση με την αναδιάρθρωση του χρέους, γράφει ότι -ενόψει του γεγονότος ότι το μεγαλύτερο μέρος του χρέους το οφείλει η Ελλάδα σε επίσημους ευρωπαίους πιστωτές με ευνοϊκούς όρους εκτός αγοράς, θα μπορούσε να αλλάξει το πλαίσιο που συμφωνήθηκε τον Νοέμβριο του 2012 σε ένα πλαίσιο που θα εστιάζεται στις ακαθάριστες χρηματοδοτικές ανάγκες.
«Αυτό θα μπορούσε να στηρίξει το συμπέρασμα της αποφυγής κουρέματος, αν αντί αυτού υπήρχε σημαντική περαιτέρω επέκταση των ωριμάνσεων του συνόλου του αποθέματος του ευρωπαϊκού χρέους (GLF, EFSF), με τη μορφή διπλασιασμού της περιόδου και των περιόδων αποπληρωμής, με παρόμοιους ευνοϊκούς όρους στη νέα χρηματοδότηση».
Όπως αναφέρει η έκθεση, αλλά κι εξήγησε ο αξιωματούχος του ΔΝΤ, τα ευνοϊκά αυτά επιτόκια δεν μπορούν να εξασφαλιστούν ποτέ στην αγορά για μία υπερχρεωμένη χώρα όπως η Ελλάδα. Σταδιακά ωστόσο η χώρα θα μπορεί να απευθύνεται και στις αγορές για να καλύπτει ανάγκες της,
Καθώς η χώρα για τις επόμενες δεκαετίες θα πρέπει να έχει πρωτογενή πλεονάσματα της τάξης του 3,5% ετησίως, το ΔΝΤ αναφέρει ότι λίγες χώρες το κατόρθωσαν, αντιστεκόμενες σε εσωτερικές πολιτικές πιέσεις. Μάλιστα σημειώνει το γεγονός της αντιστροφής σημαντικών μεταρρυθμίσεων στο δημόσιο τομέα και το συνταξιοδοτικό.
«Η κυβέρνηση και οι Ευρωπαίοι εταίροι πρέπει να αντιμετωπίσουν αυτές τις ανησυχίες τους επόμενους μήνες», γράφει.
Στο θέμα της οικονομικής ανάπτυξης, γράφει ότι «η Ελλάδα εξακολουθεί να θεωρείται ότι θα πάει από το χαμηλότερο προς ένα από τα υψηλότερα ποσοστά αύξησης της παραγωγικότητας και της συμμετοχής του εργατικού δυναμικού στη ζώνη του ευρώ, για τα οποία θα απαιτηθούν πολύ φιλόδοξες και ακλόνητες μεταρρυθμίσεις».
Καθώς σημαντικές μεταρρυθμίσεις ανεστάλησαν, η έκθεση τονίζει την ανάγκη να βρεθούν αξιόπιστες εναλλακτικές επιλογές στο πλαίσιο των επικείμενων συζητήσεων του προγράμματος.
Για το τραπεζικό σύστημα γράφει ότι θα μπορούσαν να χρειαστούν στο μέλλον περαιτέρω ενέσεις κεφαλαίου, καθώς απουσιάζει μια ριζική λύση στα ζητήματα διακυβέρνησης όπου βρίσκεται η ρίζα των προβλημάτων του ελληνικού τραπεζικού συστήματος. Και σ’ αυτό το στάδιο δεν υπάρχουν συγκεκριμένα σχέδια στον τομέα αυτόν.
Υπογραμμίζει ότι η δραματική επιδείνωση στη βιωσιμότητα του χρέους «καταδεικνύει την ανάγκη για ελάφρυνση του χρέους σε μια κλίμακα που θα πρέπει να πάει πολύ πιο πέρα από ό, τι έχει ήδη προβλεφθεί μέχρι σήμερα, και ό, τι έχει προταθεί από τον ESM. Υπάρχουν διάφορες επιλογές. Εάν η Ευρώπη προτιμά να παράσχει εκ νέου την ελάφρυνση του χρέους μέσω της επέκτασης των ωριμάνσεων, θα πρέπει να είναι μια πολύ δραματική επέκταση με περιόδους χάριτος, ας πούμε, 30 χρόνια για το σύνολο του αποθέματος του ευρωπαϊκού χρέους, συμπεριλαμβανομένης νέας νέων βοήθειας».
Άλλες επιλογές που παραθέτει περιλαμβάνουν ρητές ετήσιες μεταφορές προς τον ελληνικό προϋπολογισμό ή βαθειά εκ των προτέρων κουρέματα.
«Η προτίμηση μεταξύ των διαφόρων επιλογών επαφίεται στην Ελλάδα και τους Ευρωπαίους εταίρους της να αποφασίσουν», καταλήγει.