Δείτε όλες τις αλλαγές που φέρνει στις τιμές ο ενιαίος ΦΠΑ
Μελέτη τριών σεναρίων ενιαίου συντελεστή ΦΠΑ δημοσίευσε η Ελληνική Συνομοσπονδία Εμπορίου και Επιχειρηματικότητας στην προσπάθειά της να διερευνήσει την επίδραση που θα έχει στην πραγματική οικονομία και στο μέσο καταναλωτή η ριζική αναμόρφωση του υφιστάμενου πλαισίου.
Η μελέτη στάλθηκε στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα, τον υπουργό Οικονομικών Γιάνη Βαρουφάκη και τον υπουργό Οικονομίας Γιώργο Σταθάκη, καθώς και σε όλους τους αρμόδιους αναπληρωτές υπουργούς.
Παρατίθενται οι βασικές αλλαγές που θα επέλθουν τόσο στην καθημερινότητα χιλιάδων ελεύθερων επαγγελματιών όσο και στις συνήθειες του καταναλωτικού κοινού. Στους πίνακες που έπονται των συμπερασμάτων, γίνεται ανάλυση της νέας κατάστασης που θα διαμορφωθεί κυρίως στους κλάδους του Εμπορίου, του Τουρισμού, της Εστίασης και των Μεταφορών από τη μετάταξη των συντελεστών ΦΠΑ, με βάση τα τρία επικρατέστερα σενάρια των τελευταίων ημερών, ενώ επισημαίνονται ταυτόχρονα τα οφέλη και οι επιβαρύνσεις που αναμένεται να καρπωθούν ή να υποστούν οι καταναλωτές.
Τα βασικότερα σημεία και συμπεράσματα της μελέτης του ΙΝΕΜΥ:
Τα τρία κυριότερα σενάρια μετάταξης των συντελεστών ΦΠΑ, είναι πρώτο εκείνο του ενιαίου συντελεστή 16% με έναν υπερμειωμένο της τάξεως του 8%, το δεύτερο που προβλέπει ενιαίο συντελεστή 18% με έναν πολύ χαμηλό που ισοδυναμεί με 6,5% και το τρίτο με ενιαίο συντελεστή 20% και έναν χαμηλό 10%. Με σημείο αναφοράς τον κλάδο του εμπορίου, μπορεί στατιστικά τα σενάρια να ισοδυναμούν με μείωση των φορολογικών εσόδων του κράτους, από την άλλη όμως η πτώση των τιμών αναμένεται να τονώσει την ιδιαίτερα χαμηλή καταναλωτική δαπάνη. Η μείωση κρατικών εσόδων ύψους 7,1 δις ευρώ (1ο σενάριο), 2,2 δις ευρώ (2ο σενάριο) και 3,3 δις ευρώ (3ο σενάριο) λόγω μείωσης του ΦΠΑ, εκτιμάται πως θα επιστρέψουν με πολλαπλασιαστικό τρόπο στην αγορά, εξαιτίας του θετικού αντίκτυπου που θα έχει στους καταναλωτές η πτώση του κόστους προμήθειας προϊόντων. Οι θετικές προσδοκίες που θα δημιουργηθούν θα συμβάλλουν στην αύξηση της εισπραξιμότητας του ΦΠΑ και της ροπής κατανάλωσης, προσδίδοντας ώθηση στην πραγματική οικονομία.
Η μείωση των τιμών σε συνδυασμό με την ενδυνάμωση και τον εκσυγχρονισμό της φορολογικής διοίκησης (ηλεκτρονικές διασταυρώσεις των δηλωθέντων στοιχείων, λογισμικά ανίχνευσης και πάταξης της φοροδιαφυγής ιδίως στο ΦΠΑ, η διασύνδεση των ταμειακών με τη ΓΓΠΣ κ.α.) εκτιμάται πως θα συντελέσει ουσιωδώς στην εξασθένιση του κινήτρου της φοροδιαφυγής και στην εμπέδωση της στοιχειώδους φορολογικής συνείδησης που πρέπει να διακρίνει το σύνολο των υπόχρεων φυσικών προσώπων. Η τόνωση των κρατικών φορολογικών εσόδων σε συνδυασμό με την αυξητική τάση της ιδιωτικής κατανάλωσης στην διάρκεια του 2015, μπορεί να απεγκλωβίσει την πραγματική οικονομία από την κατάσταση στην οποία έχει περιέλθει.
Παρόλα αυτά, με βάση τους φόβους μας, η ενδεχόμενη κατάργηση του ειδικού καθεστώτος ΦΠΑ στα νησιά θα αποτελέσει ένα βαρύ χτύπημα για τη νησιωτική Ελλάδα και την εθνική οικονομία εν γένει. Πιο συγκεκριμένα, η μετάταξη των υφιστάμενων συντελεστών ΦΠΑ από 5%, 9% και 16% στα επίπεδα του ενιαίου συντελεστή 18% ως 20%, θα επιφέρει μίαάνευ προηγουμένου αύξηση του επιπέδου των τιμών σε σειρά προϊόντων, καθιστώντας τη μόνιμη διαβίωση των νησιωτών στους τόπους καταγωγής τους ασύμφορη. Πρέπει να γίνει κατανοητό πως ο μειωμένος ΦΠΑ δεν θεσπίστηκε ούτε με βάση χαριστικά αλλά ούτε και επιλεκτικά κριτήρια, αλλά αντισταθμίζει τα έξοδα που καταβάλλονται για τη μεταφορά προϊόντων από και προς την ηπειρωτική χώρα, το κοινώς γνωστό ως«θαλάσσιο μεταφορικό ισοδύναμο». Κατά γενική παραδοχή η οικονομική δομή των κοινωνιών αυτών, βρίσκεται σε ανταγωνιστικό μειονέκτημα σε σχέση με άλλες περιοχές της χώρας, εξαιτίας του υψηλού κόστους μεταφοράς, ενώ τα διάσπαρτα νησιά του Αιγαίου είναι απόλυτα εξαρτημένα από τις μεταφορές των προϊόντων σε αυτά.
Ο εμπορικός κόσμος έχοντας βιώσει περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο επαγγελματικό κλάδο τα τελευταία χρόνια τις δυσμενέστατες συνέπειες από τις αλλεπάλληλες αυξήσεις των συντελεστών ΦΠΑ, εν καιρώ μάλιστα κρίσης και οικονομικής δυσπραγίας, τάσσεται αναφανδόν εναντίον οποιοδήποτε εισπρακτικού μέτρου έμμεσης φορολογίας, που πλήττει οριζοντίως και χωρίς καμία διάκριση το σύνολο των πολιτών. Με βάση τα παραπάνω, τόσο η επικείμενη αύξηση του συντελεστή ΦΠΑ όσο και η επιβολή πρόσθετων τελών διαμονής στον κλάδο του Τουρισμού (από 6,5% για τα καταλύματα στο 9%, στο 10% ή ακόμη και στο 18%) σε συνδυασμό με πιθανές ανατιμήσεις που θα προκύψουν στο χώρο της Εστίασης (υπαγωγή στον ενιαίο συντελεστή 18% ή στο 20%), θα οδηγήσουν στηναπεμπόληση πληθώρας ανταγωνιστικών πλεονεκτημάτων και στην ασύμμετρη επιβάρυνση του μέσου καταναλωτή.
Πιο αναλυτικά και με βάση τα στοιχεία που περιλαμβάνονται στους πίνακες που ακολουθούν, η υιοθέτηση συντελεστή ΦΠΑ 9% στον κλάδο του Τουρισμού θα επιφέρει επιβάρυνση στον κλάδο και αύξηση των φορολογικών εσόδων κατά 88,6 εκ. ευρώ, ενώ η μετάταξη του εν λόγω φόρου στο 10% ισοδυναμεί με αύξηση των υφιστάμενων εσόδων κατά 124 εκ. ευρώ. Βεβαίως στο απευκταίο σενάριο που αποφασιστεί ενιαίος συντελεστής ΦΠΑ 18% σε Τουρισμό και Εστίαση τα έσοδα του Κράτους μπορεί να εκτοξεύονται στα 638 εκ. ευρώ και στα περίπου 1,13 δις ευρώ αντίστοιχα, το πλήγμα όμως που θα υποστεί η καταναλωτική δαπάνη και η αγορά θα είναι πολύ σοβαρή. Για το χώρο της Εστίασης όμως υπάρχει ένα ακόμη χειρότερο σενάριο, το οποίο προβλέπει την υπαγωγή των παρεχόμενων υπηρεσιών του κλάδου στον ενιαίο συντελεστή 20%, με τις επιβαρύνσεις των καταναλωτών να ανέρχονται στα 438 εκ. ευρώ και τις καταστροφικές συνέπειες στην καταναλωτική δαπάνη και στην απασχόληση να είναι ανυπολόγιστες.
Η δυσχερής θέση στην οποία θα επέλθουν τα ασθενέστερα οικονομικώς νοικοκυριά επιτείνεται, μεταξύ άλλων από την αναρρίχηση του συντελεστή ΦΠΑ για την πλειονότητα της κατηγορίας των τροφίμων από το 13% στο 18% ή ακόμα και 20%. Ο δείκτης της συγκεκριμένης ομάδας προϊόντων (διατροφή και μη αλκοολούχα ποτά) σε αντίθεση με τις έντονα αποπληθωριστικές πιέσεις που σημειώνονται στην ελληνική οικονομία τα δύο τελευταία έτη συνεχίζει την ανοδική του πορεία το τρέχον έτος, ελέω κυρίως της ανελαστικότητας που εμφανίζει η συγκεκριμένη δαπάνη. Σύμφωνα με τα στοιχεία του σχετικού πίνακα του 2ου σεναρίου, τα φορολογικά έσοδα του ΦΠΑ στον κλάδο του Εμπορίου θα αυξηθούν κατά 1,7 δις στη συγκεκριμένη περίπτωση. Ας ελπίσουμε πως τα σενάρια θέσπισης ενός χαμηλού συντελεστή ΦΠΑ στα επίπεδα του 10%, στον οποίο θα εμπίπτουν μεταξύ άλλων και ο υποκλάδος των τροφίμων, εν τέλει θα ευοδωθούν και θα προσδώσουν την αναγκαία τόνωση στην αγορά και την οικονομική ελάφρυνση περίπου 1 δις ευρώ στους τελικούς καταναλωτές σύμφωνα με το 3ο σενάριο.
Η θέσπιση ενιαίου συντελεστή ΦΠΑ στα επίπεδα του 18% ή του 20% αναμένεται πως θα επηρεάσει και τις τιμές των οδικών και ακτοπλοϊκών μεταφορών. Μπορεί βεβαίως το κόστος μεταφοράς των εμπορευμάτων να συρρικνωθεί, η αύξηση όμως του ΦΠΑ από το 13% στο 18% ή στο 20% στα εισιτήρια είναι σχεδόν σίγουρο πως θα επιβαρύνει το επιβατικό κοινό (επιβάρυνση καταναλωτών κατά 140 εκ. ευρώ και 292 εκ. ευρώ αντίστοιχα με βάση τα στοιχεία που παρατίθενται στους πίνακες που ακολουθούν), προκαλώντας μείωση της ζήτησης, εξανεμίζοντας με αυτόν τον τρόπο οποιαδήποτε επιπρόσθετα κρατικά φορολογικά έσοδα.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ Βασίλης Κορκίδης δήλωσε σχετικά ότι «…ως γνωστόν, τις τελευταίες ημέρες γίνεται λόγος για εφαρμογή ΦΠΑ δύο συντελεστών, ενός χαμηλού για τα τρόφιμα, τα φάρμακα και τα βιβλία και ενός ενιαίου για όλα τα υπόλοιπα προϊόντα και υπηρεσίες. Σύμφωνα με τα πιθανά σενάρια εξετάζεται ένας ενιαίος συντελεστής από 18% έως 20% και ένας χαμηλός συντελεστής 8%-10%. Αναφορικά με παλαιότερες σκέψεις αλλαγών στο καθεστώς ΦΠΑ και όπως είχε υπολογιστεί από το 2014, η επίπτωση εφαρμογής ενός ενιαίου συντελεστή ΦΠΑ 18% και αντίστοιχου χαμηλού στο 9% θα οδηγούσε σε αύξηση του τιμαρίθμου μεταξύ 2,4% έως 2,6% και περίπου 4,5% στη διατροφή. Ωστόσο, όπως γνωρίζουμε σε κάθε μεταβολή φόρων η αγορά, λόγω “ακινησίας”, συνήθως απορροφά οριακές αυξήσεις.
Τα τρία διαφορετικά σενάρια μας δίνουν μία πρώτη προσέγγιση, αλλά με σχετική απόκλιση σε βασικούς κλάδους κατανάλωσης, εφόσον δεν γνωρίζουμε αναλυτικά τις αλλαγές στις κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών. Θα πρέπει λοιπόν να περιμένουμε τη τελική διαμόρφωση της πρότασης, ώστε να μετρήσουμε ακριβώς και να τοποθετηθούμε συγκεκριμένα.
Στο πλαίσιο αυτό, δεν είμαστε αρνητικοί σε ένα ενιαίο συντελεστή ΦΠΑ χαμηλότερο του σημερινού 23%, που θα συνοδεύεται βεβαίως με ένα πολύ χαμηλό συντελεστή. Ωστόσο, μας απασχολεί ιδιαίτερα τι θα επιφέρει ο ενιαίος συντελεστής στο ειδικό καθεστώς ΦΠΑ της νησιωτικής Ελλάδας καθώς και στα είδη πρώτης ανάγκης. Το ΙΝΕΜΥ της ΕΣΕΕ θα επικαιροποιεί συνεχώς και πολύ προσεκτικά τη σχετική μελέτη, για όλους τους κλάδους του εμπορίου, της διατροφής και των υπηρεσιών, καθώς και των χερσαίων και θαλάσσιων μεταφορών…”