Χωρίς καμία δεοντολογία ο Κώδικας Δεοντολογίας

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

Γκρινιάζουν και διαμαρτύρονται οι τραπεζίτες επειδή ο κόσμος – και κυρίως οι δανειολήπτες – γυρίζουν την πλάτη τους στις δήθεν ρυθμίσεις που τους προτείνουν οι τράπεζες. Οι τραπεζίτες προσπαθούν να δικαιολογηθούν ότι οι αιτίες γι αυτό είναι η γραφειοκρατία, το αυστηρό χρονοδιάγραμμα αλλά και οι «ακριβές» για τις τράπεζες ρυθμίσεις, οι οποίες δυναμιτίζουν την εφαρμογή του Κώδικα. Αποτέλεσμα είναι μόλις 4-4,5 δισ. μη εξυπηρετούμενα έχουν τακτοποιηθεί. Δηλαδή, μόλις το 8% στεγαστικών, καταναλωτικών, χρέη από πιστωτικές κάρτες αλλά και δάνεια μικρών επιχειρήσεων, ρυθμίσθηκαν μέσα από τις εναλλακτικές που προσφέρει ο Κώδικας Δεοντολογίας της Τράπεζας της Ελλάδος..

Οι τραπεζίτες αποδίδουν την αδιαφορία των δανειοληπτών στην βαριά γραφειοκρατία που τον χαρακτηρίζει και στον δεσμευτικό χαρακτήρα του, τόσο για τις ίδιες τις τράπεζες όσο και για τους δανειολήπτες ως προς το αυστηρό χρονοδιάγραμμα, αλλά και τα βήματα που πρέπει να γίνουν στην περίπτωση που ο οφειλέτης εκδηλώσει εκ νέου αδυναμία πληρωμής των μηνιαίων δόσεων. Οι ίδιοι οι τραπεζίτες επισημαίνουν ότι οι δανειολήπτες  προτιμούν να ρυθμίσουν τα χρέη τους με τις ρυθμίσεις που δίνουν τα πιστωτικά ιδρύματα εξαιτίας της μικρότερης γραφειοκρατίας, καθώς το μόνο που χρειάζεται να προσκομίσουν είναι η φορολογική τους δήλωση και μία βεβαίωση από την εργασία τους εφόσον εργάζονται. Αντίθετα, ο Κώδικας απαιτεί να συμπληρώσουν ένα έντυπο αρκετών σελίδων», αναφέρουν.

Άλλοι πάλι υποστηρίζουν ότι οι ρυθμίσεις δανείων μέσω των προβλεπόμενων στον Κώδικα Δεοντολογίας είναι πιο σταθερές και ουσιαστικές, σε αντίθεση με τις βραχυπρόθεσμες ρυθμίσεις που προσέφεραν έως τώρα οι τράπεζες. Και υπογραμμίζουν ότι οι δανειολήπτες πρέπει να λαμβάνουν σοβαρά υπόψη τους τα ειδοποιητήρια που δέχονται από τις τράπεζες με στόχο να ρυθμίσουν το δάνειό τους. Κι αυτό γιατί, στην αντίθετη περίπτωση, αν δηλαδή δεν ανταποκριθούν και στο τρίτο ειδοποιητήριο, τότε η τράπεζα έχει την δυνατότητα να προχωρήσει στην καταγγελία του μη εξυπηρετούμενου δανείου, να κινηθεί νομικά και εν συνεχεία να προχωρήσει σε ρευστοποίηση της εγγύησης του εν λόγω δανείου.

Ο Κώδικας Δεοντολογίας προτείνει βραχυπρόθεσμες και μακροπρόθεσμες λύσεις, όπως και λύσεις οριστικής διευθέτησης. Αυτές όμως οι λύσεις στην πραγματικότητα αποτελούν παγίδες στις οποίες οι τράπεζες θέλουν να ρίξουν τους δανειολήπτες, να τους κάνουν να παραιτηθούν από την εισαγωγή τους στο νόμο Κατσέλη, ώστε μετά να μένουν εντελώς απροστάτευτοι και να είναι πλέον αναγκασμένοι να δέχονται ό,τι τους λένε οι τράπεζες, με τις απαραίτητες πάντα απειλές και τρομοκρατίες. Ό,τι δηλαδή, αν δεν δεχτούν τις λύσεις που τους προτείνουν, θα χαρακτηριστούν μη συνεργάσιμοι δανειολήπτες και θα υποστούν τις συνέπειες, που δεν είναι άλλες από κατάσχεση του ακινήτου τους.

βραχυπρόθεσμοι τύποι ρυθμίσεων θεωρούνται οι τύποι ρύθμισης με διάρκεια μικρότερη των δυο ετών που αφορούν σε περιπτώσεις όπου οι δυσκολίες αποπληρωμής κρίνονται, βάσιμα, προσωρινές. Προβλέπουν:

– την κεφαλαιοποίηση των ληξιπρόθεσμων οφειλών και η αναπροσαρμογή του προγράμματος αποπληρωμής του οφειλόμενου υπολοίπου.

– την συμφωνία αποπληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών με προκαθορισμένο χρονοδιάγραμμα.

– Μειωμένη δόση μεγαλύτερη των οφειλόμενων τόκων.

– Καταβολή μόνο τόκων: Κατά τη διάρκεια καθορισμένης βραχυπρόθεσμης περιόδου καταβάλλονται μόνο τόκοι.

– Μειωμένη δόση μικρότερη των οφειλόμενων τόκων.

– Περίοδος χάριτος: Αναστολή πληρωμών για προκαθορισμένη περίοδο. Οι τόκοι κεφαλαιοποιούνται ή διευθετούνται.

Στις μακροπρόθεσμες ρυθμίσεις κατατάσσονται αυτές με διάρκεια μεγαλύτερη των δύο ετών, με στόχο τη μείωση της τοκοχρεωλυτικής δόσης ή/και της δανειακής επιβάρυνσης, λαμβάνοντας υπόψη συντηρητικές παραδοχές για την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη μέχρι τη λήξη του προγράμματος αποπληρωμής.

Προβλέπει:

(1) Μείωση Επιτοκίου

(2) Παράταση Διάρκειας

(3) Διαχωρισμός Οφειλής (“Split Balance”): Διαχωρισμός της οφειλής του δανειολήπτη σε δύο τμήματα. Το τμήμα του δανείου, το οποίο ο δανειολήπτης εκτιμάται ότι μπορεί να αποπληρώνει, με βάση την υφιστάμενη και την εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής του, και το υπόλοιπο τμήμα του δανείου, το οποίο τακτοποιείται μεταγενέστερα, με ρευστοποίηση περιουσίας ή άλλου είδους διευθέτηση, η οποία συμφωνείται εξ αρχής από τα δυο μέρη.

(4) Μερική Διαγραφή Οφειλής

Ως λύση οριστικής διευθέτησης ορίζεται οποιαδήποτε μεταβολή του είδους της συμβατικής σχέσης μεταξύ και δανειολήπτη ή ο τερματισμός αυτής, με στόχο την οριστική τακτοποίηση της απαίτησης του ιδρύματος έναντι του δανειολήπτη. Η λύση αυτή μπορεί να συνδυάζεται με παράδοση (εθελοντική) της εμπράγματης εξασφάλισης (ακινήτου) στην τράπεζα προς μείωση του συνόλου της απαίτησης ή ακόμα και με οικειοθελή ρευστοποίηση των εξασφαλίσεων προς τακτοποίηση της απαίτησης.

Κάθε μια από αυτές τις λύσεις έχουν τα δικά τους «ψιλά γράμματα» που, σύμφωνα με τις καταγγελίες που έχουν φτάσει στο Σύλλογο Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος, καμία τράπεζες δεν τα αποκαλύπτει στους δανειολήπτες. Κι αν κάποιος δανειολήπτης ζητήσει μια διευκρίνιση, η απάντηση είναι τέτοια που σκοπό έχει να το μπερδέψει ακόμη περισσότερο.

Γι αυτό οι τραπεζίτες, παρά τα όσα λένε για να δικαιολογήσουν την αδιαφορία των δανειοληπτών στα απειλητικά ραβασάκια που τους στέλνουν οι τράπεζες, ψάχνουν να βρουν άλλες αιτίες για να δικαιολογήσουν την μη λειτουργία του Κώδικα Δεοντολογίας όπωςη γραφειοκρατία, το αυστηρό χρονοδιάγραμμα και οι «ακριβές» ρυθμίσεις για τις τράπεζες.

Η πραγματικότητα όμως – και την γνωρίζουν πολύ καλά οι τραπεζίτες – είναι ότι ο κώδικας Δεοντολογίας δεν «πουλάει»  γιατί οι τράπεζες ΔΕΝ τον εφαρμόζουν. Κι αυτό ο πρόεδρος της ΤτΕ, Γιάννης Στουρνάρας, το γνωρίζει πάρα πολύ καλά. Αλλά δεν κάνει απολύτως τίποτα γι αυτό, παρά αφήνει τους τραπεζίτες να παρανομούν. Γι’ αυτό και ο Σύλλογος Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Β. Ελλάδος στις 1.11.2016 με αναφορά του, κατήγγειλε αυτές τις παρανομίες στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή στο τμήμα DG Justice and Consumers. Και παραθέτουμε το συγκεκριμένο απόσπασμα της καταγγελίας για να μάθουν όλοι οι Έλληνες φορολογούμενοι και όλοι οι δανειολήπτες για τις παρανομίες των τραπεζών και να μην φοβούνται τις απειλές τους. Γιατί είναι παράνομοι και το ξέρουν.

Απόσπασμα τις αναφοράς

Ενδεικτικό της παντελούς έλλειψης συμμόρφωσης των ελληνικών τραπεζών και των εποπτικών αυτών αρχών, ήτοι εν τέλει του ελληνικού Κράτους, στις εθνικές και κοινοτικές διατάξεις σχετικά με την προστασία του καταναλωτή, είναι η παντελής αδιαφορία του ελληνικού τραπεζικού συστήματος για τον θεσπιζόμενο εν τέλει από το ίδιο το τραπεζικό σύστημα Κώδικα Δεοντολογίας Τραπεζών, οποίος προβλέφθηκε νομοθετικά με το Ν. 4224/2013 και εκδόθηκε από την Τράπεζα της Ελλάδος δυνάμει της υπ. αριθ. 27/2014 απόφασης της τελευταίας, όπως τροποποιήθηκε μεταγενέστερα με την υπ. αριθ. 148/2015 απόφαση της Τράπεζας της Ελλάδος.

Ο Ν. 4224/2013 είχε εκδοθεί και προς συμμόρφωση της Ελλάδας με τον Κανονισμό (ΕΕ) αριθ. 575/2013 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 26ης Ιουνίου 2013, σχετικά με τις απαιτήσεις προληπτικής εποπτείας για πιστωτικά ιδρύματα και επιχειρήσεις επενδύσεων και την τροποποίηση του κανονισμού (ΕΕ) αριθ. 648/2012, ΕΕ L 176 (27.6.2013) 1., και ορίζει την έκδοση του Κώδικα Δεοντολογίας, καταγράφει δε, την αποστολή του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους, η οποία είναι:

– η διαμόρφωση πολιτικών σχετικά με την οργάνωση ενός ολοκληρωμένου μηχανισμού αποτελεσματικής διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων ιδιωτικών δανείων, που δεν έχουν μεταφερθεί σε οριστική καθυστέρηση,

– οι προτάσεις τροποποιήσεων του υφιστάμενου νομικού πλαισίου σε θέματα ουσίας και διαδικασίας για την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας στην επίλυση θεμάτων ιδιωτικού χρέους, συμπεριλαμβανομένης της επιτάχυνσης των διαδικασιών αναφορικά με τις καθυστερούμενες αποπληρωμές,

– η κατάρτιση δράσεων ευαισθητοποίησης για την άμεση και αποτελεσματική ενημέρωση και υποστήριξη των πολιτών και των ενδιαφερόμενων μερών σχετικά με τη λήψη αποφάσεων και

– η δημιουργία ενός δικτύου παροχής συμβουλευτικών υπηρεσιών για θέματα διαχείρισης οφειλών.

Με τον Κώδικα Δεοντολογίας, υποτίθεται ότι θεσπίζονται οι πρακτικές, που έχουν ως στόχο την ενίσχυση του κλίματος εμπιστοσύνης, την αμοιβαία δέσμευση και την ανταλλαγή μεταξύ δανειολήπτη και ιδρύματος της αναγκαίας πληροφόρησης, προκειμένου κάθε πλευρά να είναι σε θέση να σταθμίσει τα οφέλη ή τις συνέπειες εναλλακτικών λύσεων εξυπηρέτησης (λύσεις ρύθμισης) ή οριστικού διακανονισμού (λύσεις οριστικής διευθέτησης) των δανείων, σε καθυστέρηση των οποίων η σύμβαση δεν έχει καταγγελθεί με τελικό σκοπό, την επιλογή της καταλληλότερης, κατά περίπτωση, λύσης.

Η Πράξη Εκτελεστικής Επιτροπής της Τράπεζας της Ελλάδος 42/2014 (εφεξής ΠΕΕ), καθορίζει το ειδικό πλαίσιο υποχρεώσεων για τη διαχείριση από τα πιστωτικά ιδρύματα των σε καθυστέρηση και των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων τους. Στην ΠΕΕ, δίνονται κατευθυντήριες γραμμές για το σχεδιασμό και αξιολόγηση βιώσιμων τύπων ρύθμισης, σύμφωνα με τις οποίες πρέπει να λαμβάνουν υπόψη την τρέχουσα και την, επί τη βάσει συντηρητικών και αξιόπιστων παραδοχών, εκτιμώμενη μελλοντική ικανότητα αποπληρωμής κάθε δανειολήπτη, φυσικού ή νομικού προσώπου.

Σύμφωνα με τα ανωτέρω, οι δανειολήπτες θα πρέπει να ακολουθούν τα περιγραφόμενα στις εκεί ενότητες, με στόχο την εύρεση βιώσιμης λύσης.

Σε κάθε περίπτωση, θα πρέπει να ανταποκρίνονται εντός των χρονικών ορίων, που τίθενται, ώστε να παραμένουν χαρακτηρισμένοι ως συνεργάσιμοι δανειολήπτες. Η αξιολόγηση των σχετικών αιτημάτων, στο πλαίσιο του Κώδικα Δεοντολογίας, λαμβάνει υπόψη και τις Εύλογες Δαπάνες Διαβίωσης (εφεξής ΕΔΔ).

Ωστόσο, μετά από ένα έτος εφαρμογής του Κώδικα Δεοντολογίας, ήδη αναγκαζόμαστε να αχθούμε στο συμπέρασμα ότι, σε καμία περίπτωση οι τράπεζες δεν διαπραγματεύονται καλόπιστα, δεν προτείνουν βιώσιμες λύσεις και δεν ανταποκρίνονται στις υποχρεώσεις τους να σεβαστούν πρωτίστως την οικονομική δυνατότητα αποπληρωμής του δανειολήπτη σε σχέση με τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης του.)