Capital Controls: Οι ένοχοι και η επώδυνη διέξοδος
Πολύς λόγος γίνεται τελευταία – και διενεργείται και εισαγγελική έρευνα – για τα capital controls και την επίδραση τους στην ελληνική οικονομία. Για πολλούς είναι ακατανόητο το γιατί επιβλήθηκαν και πώς θα αρθούν. Παρά το γεγονός οτι το ζήτημα ειναι σύνθετο, είναι ταυτοχρόνως και λογικά εξηγήσιμο.
ΓΙΑΤΙ ΕΠΙΒΛΗΘΗΚΑΝ
“Στην Ευρώπη υπάρχει καθεστώς ελεύθερης διακίνησης κεφαλαίων. Κάθε Έλληνας έχει δικαίωμα να μετακινεί τα χρήματα του ελεύθερα από χώρα σε χώρα χωρίς κανένα περιορισμό, το ίδιο φυσικά και όλοι οι άλλοι Ευρωπαίοι.
Η μετακίνηση χρημάτων γίνεται για οποιαδήποτε αιτία, αλλά συνήθως για να βρεθούν καλύτερες αποδόσεις, για να επενδυθούν τα χρήματα στο εξωτερικό ή για να προστατευθούν αν υπάρχει ανασφάλεια ή κίνδυνος σε μια χώρα. Από την αποκάλυψη της άθλιας κατάστασης της ελληνικής οικονομίας, δηλαδή από το 2009 και μετά, πολλοί Έλληνες και κατά πάσα πιθανότητα πάρα πολλοί ξένοι, μετακίνησαν τα χρήματα τους σε άλλες χώρες προκειμένου να τα προστατεύσουν από δυο κυρίως κινδύνους:
Πρώτον από τον κίνδυνο πτώχευσης της χώρας και δεύτερον από τον κίνδυνο πτώχευσης του τραπεζικού συστήματος.
Παράλληλα η λογική όλων ανεξαιρέτως των ελληνικών κυβερνήσεων που έλεγε οτι αντί να μειωθούν οι δαπάνες του δημοσίου πρέπει να αυξηθούν οι φόροι, προκάλεσε έναν επιπλέον κίνδυνο, της βαριάς φορολόγησης των καταθέσεων. Κίνδυνο που δεν υλοποιήθηκε μεν, αλλά που υπήρχε, αφού τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ μίλαγε συνέχεια περί φορολόγησης των “πλουσίων” χωρίς κανείς να μπορεί να φανταστεί ποιούς εννοούν πλούσιους οι ακραίοι του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και διάφοροι άλλοι βουλευτές από άλλα κόμματα, θεωρούσαν οτι η φορολόγηση των καταθέσεων μπορεί να τους απήλασσε από το αποτρόπαιο καθήκον να μειώσουν τις δημόσιες δαπάνες.
Το κούρεμα των ελληνικών ομολόγων με το PSI, η κατάρρευση των ελληνικών τραπεζών και των τιμών των μετοχών τους, ενέτειναν τους φόβους για τους καταθέτες.
Οι καταθέσεις στις τράπεζες κατέστησαν “επικίνδυνη τοποθέτηση” και για έναν άλλο λόγο που ισχύει ακόμη εντός και εκτός ελληνικών συνόρων: Η Ευρωπαική Ένωση αποφάσισε οτι εγγυάται μόνο 100.000 Ευρώ ανά καταθέτη και ανά τράπεζα αντί του συνόλου του ποσού που ήταν μέχρι τότε εγγυημένο από το Ευρωσύστημα. Η επιλογή δε του συστήματος bail in που έχει προκριθεί από την Ευρωπαική Ένωση ώς η ενδεδειγμένη για τη σωτηρία των τραπεζών που πτωχεύουν και η οποία εφαρμόστηκε στην Κύπρο, έστειλε κύματα πανικού σε όλους τους καταθέτες.
Οι επιχειρήσεις που είχαν λογαριασμούς στο εξωτερικό μετέφεραν εκεί τα διαθέσιμα τους, το ίδιο και αρκετοί πολίτες που είχαν λογαριασμούς στο εξωτερικό. Όσοι δεν είχαν, προσπάθησαν να ανοίξουν, οι δε Κυπριακές τράπεζες παρότρυναν με διαφημίσεις τους Έλληνες καταθέτες να ανοίξουν λογαριασμό στην Κύπρο και να μεταφέρουν εκεί τα λεφτά τους. Πολλοί το έκαναν και έχασαν αργότερα τα χρήματα τους, με το bail in που έγινε στην Κύπρο. Όσοι δεν κατάφερναν να βγάλουν τα λεφτά τους από τη χώρα, τα έβγαζαν από τις τράπεζες και τα έκρυβαν σε σεντούκια, στρώμματα, κήπους. Και όσοι δεν είχαν αρκετά για να κρύψουν, αγόραζαν κονσέρβες, γάλατα, μακαρόνια και όσπρια.
Συνολικά περίπου 120 δισ Ευρώ έφυγαν από τη χώρα και από το τραπεζικό σύστημα νομίμως μέσω της ελεύθερης κίνησης κεφαλαίων και μέσω της ανάληψης μετρητών.
Ποιος φταίει;
Ο πολύ κακός χειρισμός της κρίσης από το πολιτικό σύστημα, οι επαναστατικές κορώνες, οι εθνικιστικές κραυγές, η υπερφορολόγηση, το κλείσιμο εκατοντάδων χιλιάδων επιχειρήσεων, ο εκμηδενισμός των περιουσιών των συντηρτικότερων επενδυτών που έγινε με το κούρεμα των ομολόγων και τον μηδενισμό της αξίας των τραπεζικών μετοχών.
H αδυναμία εκπόνησης οποιουδήποτε ελληνικού σχεδίου για την αντιμετώπιση της κρίσης και κυρίως η πεποίθηση όλων οτι οι ελληνικές κυβερνήσεις όχι μόνο δεν είναι σε θέση να προστατεύσουν τις αποταμιεύσεις από την κρίση αλλά αντίθετα, αναζητούν “ενόχους” και οτι παράλληλα αναζητούν τρόπους να αρπάξουν τα χρήματα όλων από όπου μπορούν για να καλύψουν τις δαπάνες του δημοσίου, δημιούργησαν ένα κλίμα πανικού και συντήρησαν τις εκροές κεφαλαίων.
Η “διαπραγμάτευση” του ΣΥΡΙΖΑ αποτέλειωσε το κλίμα στην οικονομία, κορύφωσε την αγωνία όλων και τελικά επέφερε την επιβολή των capital controls η οποία ώς τότε είχε αποφευχθεί. Την επιβολή των capital controls εισηγήθηκε στο Υπουργικό Συμβούλιο το οποίο και την αποφάσισε, στη συνέχεια ο τότε υπουργός Οικονομικών Γιάννης Βαρουφάκης. Θα μπορουσε να την έχει αποφύγει; Ίσως, αν δεν είχε κάνει την διαπραγμάτευση που έκανε επί έξι μήνες και η οποία οδήγησε στην κορύφωση της ανασφάλειας. Ίσως και όχι. Η αλήθεια είναι πάντως ότι τα χρήματα που έφυγαν από το τραπεζικό σύστημα, όσο διαρκούσε η διαπραγμάτευση του Βαρουφάκη και κυρίως τις ημέρες του δημοψηφίσματος, ήταν το 40% του συνολικού ποσού που έφυγε, δηλαδή περισσότερα από 45 δις Ευρώ από τα 120 που έφυγαν συνολικά. Όπως είναι γεγονός οτι, πρίν εκλεγεί ο ΣΥΡΙΖΑ είχαν αρχίσει να μπαίνουν λεφτά στη χώρα και σύμφωνα με τον Στουρνάρα, είχαν επιστρέψει 17 δις Ευρώ.
Το αν ήταν αναγκαία η επιβολή των capital controls μπορεί ο καθένας να το κρίνει όπως νομίζει και ίσως οι αρμόδιες αρχές να το κρίνουν επισήμως κάποια στιγμή. Το ζήτημα είναι οτι δεν θα έπρεπε να έχουμε φθάσει εκεί, όπως δεν θα έπρεπε να έχουμε φθάσει στα απανωτά μνημόνια και αυτά όλα είναι ευθύνη των Ελλήνων πολιτικών. Ευθύνες πρόσφατες και ευθύνες δεκαετιών. Από τη στιγμή που η χώρα έφτασε εκεί που έφτασε, η επιβολή των capital controls έμοιαζε αναπόφευκτη.
Οι επιπτώσεις
Με την επιβολή των capital controls απαγορεύτηκε η μετακίνηση χρημάτων από την Ελλάδα στο εξωτερικό και η ανάληψη μετρητών πάνω από 420 Ευρώ εβδομαδιαίως προκειμένου να σταματήσει το χρήμα να φεύγει από τη χώρα αλλά και από το τραπεζικό σύστημα.
Οι επιπτώσεις ήταν σημαντικές για την οικονομία και κυρίως για πάρα πολλές επιχειρήσεις, που είτε εισήγαγαν προιόντα από το εξωτερικό, είτε εισήγαγαν πρώτες ύλες για να φτιάξουν τελικά ελληνικά προιόντα. Φανταστείτε οτι ακόμη και τα Μπισκότα Παπαδοπούλου, ένα παραδοσιακό σχεδόν, κατεξοχήν ελληνικό προιόν, αντιμετώπισαν δυσκολίες στην παραγωγή τους.
Η Τράπεζα της Ελλάδος φρόντισε σταδιακά να διαμορφώσει κανάλια για να μπορούν να συνεχιστούν κάποιες βασικές εμπορικές συναλλαγές για τις επιχειρήσεις. Παράλληλα όμως υπήρχαν και άλλα προβλήματα, όπως πχ οτι καμία ελληνική επιχείρηση δεν μπορούσε να πληρώσει τους υπαλλήλους που είχε στο εξωτερικό, πχ ξένους ανταποκριτές των εφημερίδων και των τηλεοράσεων, ή υπαλλήλους επιχειρήσεων και αντιπροσώπους στο εξωτερικό κλπ.
Σταδιακά όλα αυτά ρυθμίστηκαν ή ρυθμίζονται, και οι εμπορικές συναλλαγές έχουν σε κάποιο βαθμό αποκατασταθεί. Όμως η ζημιά που έγινε και στη φήμη της χώρας και στην οικονομία είναι μεγάλη, διότι πχ οι ξένοι δεν πουλούσαν κανένα προιόν σε Έλληνα εισαγωγέα χωρίς την προκαταβολή μετρητών και σήμερα δεν μπορεί κανείς να αγοράσει ούτε φθηνά προιόντα από το εξωτερικό μέσω ίντερνετ, με εξαίρεση ορισμένους προμηθευτές και ορισμένα μικρά ποσά. Θα περίμενε κανείς οτι ο περιορισμός των εισαγωγών λόγω δυσκολιών που προκαλούν τα capital controls ίσως οδηγούσε σε αύξηση της παραγωγής εγχώριων υποκατάστατων και αύξησης των εξαγωγών. Ενώ οι εισαγωγές περιορίστηκαν σε κάποιο βαθμό από τα capital controls αλλά κυρίως από την έλλειψη χρήματος, ούτε η παραγωγή αυξήθηκε ούτε οι εξαγωγές. Αντίθετα η παραγωγή δυσκολεύτηκε ελλείψη εισαγωγών πρώτων υλών. Από την άλλη μεριά ο περιορισμός των cash controls, δηλαδή ο περιορισμός στις αναλήψεις μετρητών, ενδεχομένως να βοήθησε στη μείωση της φοροδιαφυγής, αλλά καθώς οι μισθοί έχουν μειωθεί σε πολύ χαμηλά επίπεδα, τα 1680 Ευρώ που επιτρέπεται να σηκώνουμε σε μετρητά είναι περισσότερα από τον μισθό και έτσι το σύνολο των μισθών μπορεί να ξοδεύεται σε μετρητά και μάλιστα σε μαύρα μετρητά.
Ρύθμιση χρέους και εμπιστοσύνη
Πώς θα ξεφύγουμε λοιπόν τώρα από αυτή την κατάσταση;
Για να ξεφύγουμε πρέπει να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη τόσο των ξένων όσο και των Ελλήνων στη χώρα. Η ολοκήρωση των μεταρρυθμίσεων που έχει αναλάβει ο ΣΥΡΙΖΑ μέχρι το τέλος του έτους είναι το πρώτο βήμα. Η προοπτική των θετικών αξιολογήσεων τελεί πάντοτε υπό αυ΄τη την αίρεση.
Παράλληλα πρέπει να υπάρξει έστω και σε επίπεδο δηλώσεων μια διαβεβαίωση οτι το ελληνικό χρέος θα γίνει βιώσιμο. Αυτό σημαίνει οτι θα επιμηκυνθεί η διάρκεια αποπληρωμής του και οτι τα επιτόκια του θα μετατραπούν από κυμαινόμενα σε σταθερά. Η επιμήκυνση σε συνδυασμό με τη μετατροπή των επιτοκίων σε σταθερά εξασφαλίζει τη βιωσιμότητα του χρέους, διότι προσδιορίζει συγκεκριμένο ποσό δόσης για πάντα, ανεξαρτήτως συνθηκών των αγορών. Αν για παράδειγμα γίνει μια επιμήκυνση για πενήντα (χάριν παραδείγματος) χρόνια, η δόση μικραίνει, αλλά αν ανέβουν τα κυμαινόμενα επιτόκια τότε μπορεί να ξανανέβει και η δόση.
Όμως η μετατροπή των επιτοκίων σε σταθερά, σημαίνει οτι το ποσόν της δόσης σταθεροποιείται ανεξαρτήτως διακύμανσης των επιτοκίων συνεπώς ακόμη και αν ανέβουν τα επιτόκια στις αγορές, εμείς θα πληρώνουμε την ίδια δόση. Το να ξέρεις ποιά ακριβώς είναι η δόση για δεκαετίες, είναι σαν να μετατρέπεις ένα χρέος σε βιώσιμο. Προσδιορίζεις μια δόση που την αντέχει η οικονομία και μένεις εκεί.
Ανεξαρτήτως του τι λένε λοιπόν οι πολιτικοί μας για το χρέος, αυτό που είναι εφικτό, λογικό και σχετικά εύκολο να γίνει, είναι αυτός ο συνδυασμός, δηλαδή επιμήκυνση της διάρκειας και μετατροπή των επιτοκίων σε σταθερά, για να προσδιορισθεί μια δόση που την αντέχει η οικονομία.
Γιατί όμως να το κάνουν αυτό οι ξένοι δανειστές;
Διότι το χρειάζονται όσο εμείς, ίσως και περισσότερο. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο δεν επιτρέπεται εκ του καταστατικού του να δανείζει μια χώρα με μη βιώσιμο χρέος. Η Λαγκάρντ και τα στελέχη του θα κατηγορηθούν προσωπικά και θα έχουν νομικές επιπτώσεις αν το κάνουν. Το θέλει όμως και ο Ντράγκι ο οποίος δήλωσε πρόσφατα οτι, για να συμμετάσχει η Ελλάδα στην ποσοστική χαλάρωση, δηλαδή για να μπορεί να αγοράζει ελληνικά ομόλογα η ΕΚΤ θα πρέπει πρώτα το χρέος να γίνει βιώσιμο, αλλιώς δεν μπορεί να αγοράσει. Διευκρίνησε όμως οτι θα κρίνει η ίδια η ΕΚΤ, με δικά της κριτήρια αν το χρεός είναι βιώσιμο (άρα δεν θα αρκεστεί στην άποψη του ΔΝΤ ή άλλων οργανισμών). Ο Ντράγκι θέλει να γίνει βιώσιμο το ελληνικό χρέος και μπορεί να πιέσει τους Ευρωπαίους να το κάνουν.
Το ερώτημα είναι γιατί δεν το κάνουν οι Ευρωπαίοι μέχρι σήμερα.
Την απάντηση την έχει δώσει ευθέως ο Σόιμπλε ο οποίος είπε οτι αν ρυθμίσουμε τώρα το χρέος των Ελλήνων, το μόνο που θα κάνουν είναι οτι θα γίνουν πιο απρόθυμοι στην εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τη χώρα και τις ελληνικές κυβερνήσεις, προφανώς παραμένει. Και αφού το λέει ο Σόιμπλε, η Μέρκελ λογικό είναι να τον ακούει. Ιδίως επειδή έχει μπροστά της εκλογές και δεν θέλει να ανοίξει ένα ακόμη μέτωπο εις βάρος της στην εκλογική μάχη, αφού οι πολιτικοί της αντίπαλοι θα πούν οτι χαρίζει λεφτά στους Έλληνες λεφτά που πληρώνει ο Γερμανός φορολογούμενος (ψέμματα δηλαδή).
Ο Ολάντ είναι ασήμαντο μέγεθος στην Ευρώπη – αλλά και στη Γαλλία πλέον, οι άλλοι είναι ουραγοί των αποφάσεων, ο Ομπάμα αποχωρεί και απλώς περνάει από εδώ να χαιρετήσει στην εσχατιά της επικράτειας του, αφήνοντας στον Τραμπ τις αποφάσεις.
Η ελληνική κυβέρνηση πιέζει να λυθεί το ζήτημα μέσα στο 2016 για εσωτερική κατανάλωση. Θέλει για κάποιο λόγο ο Τσίπρας – ίσως επειδή σκέπτεται εκλογές μέσα στο 2017 ή επειδή βλέπει οτι δεν μπορεί να τις αποφύγει, να πετύχει εκείνος την ρύθμιση του χρέους από τους Ευρωπαίους και να μη την αφήσει για την επόμενη ελληνική κυβέρνηση. Λογική σκέψη από τη μεριά του Τσίπρα, αλλά ίσως να μη τα καταφέρει.
Φυσικά όσο νωρίτερα γίνει τόσο ταχύτερα θα δούμε τα οφέλη.
Και ενώ ο Τσίπρας καίγεται για να εισπράξει έστω και συμβολικά μια επιτυχία από τη ρύθμιση του χρέους, οι άλλοι ηγέτες δεν βιάζονται. Αν η ρύθμιση έλθει νωρίτερα, θα έλθει επειδή το ΔΝΤ και ο Ντράγκι τη χρειάζονται, όχι για να κάνουν χάρη στον Τσίπρα οι ξένοι ηγέτες.
Θα μου πείτε, πώς συνδέεται το χρέος με τα capital controls στα οποία αναφέρεται αυτό το κομμάτι;
Συνδέεται διότι προκειμένου να αρθούν τα capital controls πρέπει πρώτα να έχει αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη στην Ελλάδα και στην οικονομία της. Και προκειμένου να αποκατασταθεί η εμπιστοσύνη πρέπει το χρέος να θεωρείται βιώσιμο και ο Ντράγκι να αγοράζει ελληνικά ομόλογα πρώτος και καλύτερος, δίνοντας το σήμα στις αγορές να αγοράσουν και αυτές. Και για να θεωρηθεί βιώσιμο το χρέος, πρέπει πρώτα να έχουμε πάρει θετική αξιολόγηση και για να πάρουμε θετική αξιολόγηση πρέπει πρώτα να έχουμε ολοκληρώσει τις μεταρρυθμίσεις.
Και αν καταφέρουμε να φθάσουμε στο σημείο να αρθούν τα capital controls, τότε και μόνο τότε θα είναι ορατή η προοπτική μιας θεαματικής ανάπτυξης της οικονομίας διότι τότε θα γίνουν και οι επενδύσεις, τότε θα αρχίσουν και οι χρηματοδοτήσεις. Έτσι συνδέονται όλα αυτά μαζί.
Το κακό είναι ότι όλα αυτά συνδέονται και με το ρόλο των πολιτικών μας, οι οποίοι επί επτά χρόνια τώρα κινούνται με αποκλειστικό γνώμονα την μικροπολιτική και το κομματικό τους όφελος και προκειμένου να πετύχουν αυτούς τους στόχους, δεν διστάζουν να διαλύουν την οικονομία με δηλώσεις και πολιτικές, ούτε να τορπιλίζουν το κλίμα και την κοινωνική συνοχή σε κάθε ευκαιρία.
Η χώρα δυστυχώς, εξαρτάται από τους πολιτικούς μας και αυτοί μυαλό δε βάζουν. Με τίποτα.