Ανάγκη ανάληψης πρωτοβουλίας για την ενίσχυση της αντεγκληματικής πολιτικής ύστερα από τα πρόσφατα πολλαπλά φαινόμενα βιαίων εγκλημάτων σε κατοικίες και την άρση του άδικου χαρακτήρα των πράξεων αντίδρασης των θυμάτων

Με κομμένη την ανάσα τις τελευταίες μέρες παρακολουθούμε την ένταση των φαινομένων εγκληματικότητας με χαρακτηριστικά ιδιαίτερης σκληρότητας στην ευρύτερη περιοχή της Αθήνας, και απορούμε με την αυστηρότητα της πολιτείας σε βάρος των θυμάτων, όταν εκδηλώνουν την αντίδρασή τους.

Στη Γλυφάδα, υπερήλιξ που αντέδρασε στις σε βάρος του βιαιοπραγίες, χρησιμοποιώντας όπλο τραυμάτισε στο χέρι τον έναν από τους δύο ληστές που παραβίασαν την κατοικία του, συνελήφθη και κατηγορείται για σοβαρότατες κακουργηματικές και πλημεληματικές πράξεις.

Στην Κηφισιά, ληστές με καλυμμένα πρόσωπα εισήλθαν σε κατοικία, και όταν ο ένοικος αντέδρασε για να προστατεύσει τον εαυτό του και την οικογένειά του, τον πυροβόλησαν πισώπλατα και νοσηλεύεται σε κρίσιμη κατάσταση. Οι ληστές δεν έχουν συλληφθεί.

Τα μηνύματα που εκπέμπονται στους πολίτες από τα δύο αυτά παραδείγματα είναι εξόχως αρνητικά, γιατί στη μεν πρώτη περίπτωση, το θύμα καθίσταται θύτης ενώπιον των διωκτικών αρχών, στη δε δεύτερη αποδεικνύεται απροστάτευτη η ελληνική οικογένεια.

Η ελλειμματική αντεγκληματική πολιτική και οι αβελτηρίες του Υπουργείου Προστασίας του Πολίτη, που ανασύρει παρωχημένες οδηγίες προς το κοινό, όπως όταν δέχεται εισβολή στο σπίτι του «να κάνει ότι κοιμάται», δημιουργούν έντονο κλίμα φόβου και ανασφάλειας για την αποτελεσματικότητα του κράτους.

Επίσης αρνητικά συνέτεινε στην αύξηση της βαριάς εγκληματικότητας ο νόμος που εισηγήθηκε η παρούσα Κυβέρνηση για την αποσυμφόρηση των καταστημάτων κράτησης, όπου με την μαζική απόλυση των καταδικασμένων και για κακουργηματικές πράξεις, προσέδωσε ιδιότυπο αίσθημα ασυλίας στους εγκληματίες, οι οποίοι, μετά την απόλυσή τους, κατά συντριπτική πλειοψηφία υποτροπιάζουν, τελούντες τα ίδια εγκλήματα για τα οποία είχαν καταδικαστεί στο παρελθόν.

Κατόπιν αυτών, ερωτάται ο κ. Υπουργός Δικαιοσύνης, Διαφάνεις και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων αν προτίθεται να αναλάβει πρωτοβουλία προς την κατεύθυνση ενίσχυσης της αντεγκληματικής πολιτικής και ιδιαίτερα:

της αυστηροποίησης των ποινών για εγκλήματα που τελούνται με την εισβολή σε κατοικίες και επαγγελματικούς χώρους και την απαγόρευση της υφ’ όρον απόλυσης των καταδικασθέντων, βάσει ευεργετημάτων που απορρέουν είτε από διατάξεις του ποινικού κώδικα, είτε από άλλους ειδικούς ποινικούς ή δικονομικούς νόμους, ακόμη και προσωρινής ισχύος, όπως ο «νόμος Παρασκευόπουλου», ώστε να εκτίεται πραγματικά το σύνολο της επιβληθείσης ποινής και εξυπηρετείται και ο σκοπός της πρόληψης.
να μην έχουν τον χαρακτήρα άδικης πράξης, πράξεις που τελούνται προς απόκρουση εγκλημάτων τρίτων εντός κατοικιών ή επαγγελματικών χώρων, ώστε το θύμα να μη μετατρέπεται σε θύτη, και οι επίδοξοι δράστες να αποτρέπονται από την τέλεση των εγκλημάτων.

Ο Ερωτών Βουλευτής

Γεώργιος-Δημήτριος Καρράς