FT. Ο Τσίπρας θυμίζει τον Ανδρέα Παπανδρέου
Ομοιότητες στη ρητορική και τη στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ με εκείνη του Ανδρέα Παπανδρέου επισημαίνει σε άρθρο της η εφημερδία Φαινάνσιαλ Τάιμς, σχετικά με τους χειρισμού του Αλέξη Τσίπρα για τις γερμανικές αποζημιώσεις.
«Για τους μεγαλύτερους σε ηλικία Έλληνες η σκληρή ρητορική που εξαπέλυσε ο Αλέξης Τσίπρας και τα μέλη της αριστερής κυβέρνησής του κατά της Γερμανίας και είχε έναν οικείο τόνο. Ο νέος πρωθυπουργός μόλις ξεκινούσε το δημοτικό όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου -ένας δεινός ρήτορας και με σπουδές στις ΗΠΑ οικονομολόγος- ανέβηκε στην εξουσία το 1981, ως πρόεδρος του ΠΑΣΟΚ», αναφέρει στην εισαγωγή της η αρθρογράφος Κέριν Χόουπ.
«Ο Παπανδρέου αξιοποίησε στο έπακρο το ισχυρό αντιδυτικό αίσθημα των Ελλήνων, είχε υποσχεθεί να βγάλει τη χώρα από το ΝΑΤΟ, η οποία είχε θεωρηθεί υπεύθυνη από πολλούς για τη μη αποτροπή της τουρκικής εισβολής στην Κύπρο το 1974», προσθέτει.
Και συνεχίζει: «Είχε διακηρύξει προς την Ουάσινγκτον ότι θα έκλεινε τις τέσσερις αμερικανικές βάσεις στην Ελλάδα- μία απειλή που θα ικανοποιούσε και την πιο βαθειά ριζωμένη αγανάκτηση για τις αμερικανικές «πλάτες» στο χουντικό καθεστώς του από το 1967 – 1974. Οι ξένοι διπλωμάτες ανησυχούσαν ότι η Ελλάδα θα έκοβε τους δεσμούς της με τη βορειοατλαντική συμμαχία και θα εντασσόταν στην ομάδα των ανένταχτων που κρατούσαν αποστάσεις και από την Ουάσινγκτον και από τη Μόσχα».
«Ερχόμενοι στον κ.Τσίπρα, το κόμμα του ΣΥΡΙΖΑ και τη ρητορική του, μοιάζει εκλπληκτικά όμοια, ακόμοι κι αν οι στόχοι είναι διαφορετικοί και τα ζητήματα περισσότερο οικονομικά παρά πολιτικά. Η Γερμανία έχει αντικαταστήσει τις ΗΠΑ ως ο όλεθρος των πληγέντων από τη λιτότητα Ελλήνων, ενώ οι παρατηρητές της Τρόικα (ΕΕ – ΔΝΤ- ΕΚΤ) αντί του ΝΑΤΟ θεωρούνται υπεύθυνοι για τα δεινά της χώρας. Ένας λόγος που ο Τσίπρας έχει ενστερνιστεί στη στρατηγική του Παπανδρέου είναι ότι τα βασκά στελέχη του «παλιού» ΠΑΣΟΚ προσχώρησαν στον ΣΥΡΙΖΑ, αφότου το κόμμα έχασε τη δημοφιλία του εξαιτίας της εμπλοκής του στις σκληρές οικονομικές μεταρρυθμίσες. Ορισμένα επιφανή στελέχη του «παλιού» ΠΑΣΟΚ κατέχουν τώρα θέσεις κλειδιά στη νέα κυβέρνηση», υπογραμμίζει η αρθρογράφος.
Στη συνέχεια αναφέρει ότι ένας δέυτερος λόγος είναι ότι αυτή η ρητορική αποδείχθηκε αποτελεσματική στις εσωτερικές διαφωνίες. Όπως και ο προκάτοχός του, ο κ.Τσίπρας βρέθηκε αντιμέτωπος με μία σκληροπυρηνική αριστερή πτέρυγα, η οποία στην περίπτωση του ΣΥΡΙΖΑ έχει αντιταχθεί σθεναρά σε έναν συμβιβασμό με τους διεθνείς δανειστές της χώρας. «Οι ανακοινώσεις του πρωθυπουργού αυτήν την εβδομάδα για τη διεκδίκηση από τη Γερμανία πολεμικών αποζημιώσεων, ύψους 160 δισ. ευρώ -κάτι που απορρίπτει το Βερολίνο- είναι ένα ακόμη παράδειγμα», τονίζει.
«Για την ικανότητά του να κάμπτει εμπόδια στις δυτικές πρωτεύουσες, η στρατηγική του Παπανδρέου απέφερε καρπούς, αμβλύνοντας τις εντάσεις με την Ουάσινγκτον και τις Βρυξέλλες. Ενώ ορισμένοι στο ΠΑΣΟΚ αναλώνονταν σε απειλές ότι θα εθνικοποιήσουν τα αμερικανικά περιουσιακά στοιχεία, οι συνομιλίες αναφορικά με τις στρατιωτικές βάσεις κατέληξαν στη συμφωνία να μην κλείσουν. Σιωπηρά, η Ελλάδα ξεκίνησε και πάλι να συμμετέχει στις ασκήσεις του ΝΑΤΟ» σημειώνει η αρθρογράφος των Financial Times.
«Υπάρχουν σημάδια ότι ο κ.Τσίπρας θα ήθελε να κάνει παρόμοιους ελιγμούς. Η αντίδρασή του ενάντια στα “εγκλήματα και τις καταστροφές από τις δυνάμεις του Τρίτου Ράιχ” ήρθαν την ώρα που η Ελλάδα ξεκίνησε τις διαπραγματεύσεις με τους “θεσμούς” για την εφαρμογή του υφισταμένου προγράμματος διάσωσης. Εάν οι διαπραγματεύσεις έχουν θετική έκβαση, μία δόση ύψους 7,2 δισ. ευρώ θα εκταμιευθεί και η Αθήνα θα μπορεί να ξεκινήσει τις συνομιλίες για ένα τρίτο πακέτο όπως προτείνει η Γερμαία, εξασφαλίζοντας την παραμονή της στην ευρωζώνη», υπογραμμίζει.
«Όμως ο κ. Τσίπρας έχει να αντιμετωπίσει θέματα εσωκομματικής αντιπολίτευσης τα οποία ο Παπανδρέου είχε αντιμετωπίσει όσο ήταν ακόμη στην αντιπολίτευση. Ο Παπανδρέου κρατούσε το κόμμα του υπό αυστηρό έλεγχο, λαμβάνοντας τις αποφάσεις με ένα συμβούλιο έμπιστων συνεργατών. Ο νέος πρωθυπουργός χρειάστηκε να υπερασπιστεί την στροφή 180 μοιρών της κυβέρνησής του σε μια μαραθώνια συνεδρίαση της ΚΟ που διήρκησε 11 ώρες και στην οποία περίπου 30 βουλευτές φέρεται ότι εκδήλωσαν τη διαφωνία τους», τονίζει η Χόουπ.