Ρωσία: Το δικαίωμα των πολιτών να διαδηλώνουν απειλείται με πλήρη εξαφάνιση, προειδοποιεί η Διεθνής Αμνηστία
Το δικαίωμα του συνέρχεσθαι, δηλαδή το δικαίωμα των πολιτών να διαδηλώνουν στη Ρωσία, κινδυνεύει με πλήρη εξαφάνιση λόγω της νέας νομοθεσίας και της αδιαλλαξίας των ρωσικών αρχών απέναντι στους αντιπάλους τους, προειδοποιεί η Διεθνής Αμνηστία σε νέα έκθεσή της που δόθηκε στη δημοσιότητα στη Μόσχα.
«Με την ολοένα εντεινόμενη καταστολή τους τελευταίους μήνες σε βάρος όσων επικρίνουν στην κυβέρνηση ή εκφράζουν διαφωνούσες απόψεις, το δικαίωμα [των πολιτών] να διαδηλώνουν κινδυνεύει να εξαφανιστεί στη Ρωσία» υπογραμμίζει η Διεθνής Αμνηστία στην έκθεση, η οποία αναλύει τις νομοθετικές και πολιτικές αλλαγές στη Ρωσία από τη στιγμή που ξεκίνησε η τρίτη θητεία του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, το 2012.
«Η αδιαλλαξία που επέδειξαν οι αρχές απέναντι στο κύμα διαδηλώσεων που έγιναν στη Μόσχα τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο του 2014 έδειξε πόσο δύσκολο και επικίνδυνο έχει καταστεί το να οργανώνει κανείς διαδηλώσεις και να συμμετέχει σε αυτές. Το δικαίωμα της ελευθερίας του συνέρχεσθαι περιορίζεται εδώ και πολύ καιρό στη Ρωσία, όμως σήμερα εγείρεται ο κίνδυνος να εξαφανιστεί ολοκληρωτικά» τονίζει ο Ντένις Κριβότσεεφ, αναπληρωτής διευθυντής του προγράμματος της Διεθνούς Αμνηστίας για την Ευρώπη και την κεντρική Ασία.
Η νέα έκθεση καταγγέλλει την αυθαίρετη απαγόρευση διαδηλώσεων, την βίαιη διάλυση τους και τις αυθαίρετες συλλήψεις διαδηλωτών, όπως και την ανικανότητα των δικαστηρίων να επιβάλουν τον σεβασμό στο δικαίωμα και στην ελευθερία του συνέρχεσθαι.
Σύμφωνα με την έκθεση της Διεθνούς Αμνηστίας, τον Μάρτιο τουλάχιστον οι επτά στις δέκα συγκεντρώσεις πολιτών διαλύονταν από τις αρχές της Μόσχας, οι οποίες συνέλαβαν πάνω από 1.000 ειρηνικούς διαδηλωτές στη ρωσική πρωτεύουσα. Σε εκατοντάδες εξ αυτών επιβλήθηκαν βαριά πρόστιμα και σε πάνω από δέκα επιβλήθηκαν ποινές φυλάκισης, σύμφωνα με την Αμνηστία, η οποία έκανε λόγο για άδικες δικαστικές διαδικασίες.
Επιπλέον, η οργάνωση προάσπισης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων κατήγγειλε το καθεστώς σχεδόν ολοκληρωτικής ατιμωρησίας των στελεχών των υπηρεσιών επιβολής του νόμου σε περιπτώσεις χρήσης δυσανάλογης βίας με καταχρηστικό τρόπο σε βάρος διαδηλωτών.