Γ. Καρράς: Αντισυνταγματική και τιμωρητική η διάταξη της Κυβέρνησης που προβλέπει αναδρομικούς τόκους στους μικρούς δανειολήπτες

Συζήτηση για την αντισυνταγματικότητα άδικης διάταξης του νομοσχεδίου για το Συμπληρωματικό Μνημόνιο στην συνεδρίαση της Ολομέλειας της Βουλής, άνοιξε ο Βουλευτής Β’ Αθηνών Γεώργιος-Δημήτριος Καρράς.

Με τον νόμο Κατσέλη για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά, ο οφειλέτης που υποβάλλει αίτηση υπαγωγής στις ευνοϊκές ρυθμίσεις του νόμου Κατσέλη δεν επιβαρυνόταν με επιπλέον τόκους μέχρι να εκδικαστεί η αίτησή του. Με την διάταξη που φέρνει η Κυβέρνηση, επιβάλλει τιμωρητικά στους δανειολήπτες τον επανυπολογισμό των τόκων αναδρομικά, επιβαρύνοντας απρόοπτα και υπέρμετρα την οικονομική και προσωπική κατάστασή τους.

Ο Γ. Καρράς υποστήριξε ότι η διάταξη αυτή παραβιάζει όχι μόνο την αρχή του κράτους δικαίου και της ασφάλειας δικαίου, αλλά και την αξία του ανθρώπου και την οικονομική ελευθερία του. Επιπλέον, δίνει ασυλία στους πιστωτές να συνεχίσουν να αποκομίζουν τεράστια οφέλη εις βάρος των υπερχρεωμένων οικογενειών.

Κατά την πάγια πρακτική της, η Κυβέρνηση δεν θέλησε να προστατεύσει τα συμφέροντα των μικροοφειλετών, αλλά παρέμεινε υποστηρικτής των πιστωτών σε ένα άδικο και σκληρό μέτρο.

Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο της Ένστασης συνταγματικότητας του κ. Καρρά.

Παρακολουθήστε την τοποθέτησή του στον σύνδεσμο:

 

ΓΕΩΡΓΙΟΣ-ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ ΚΑΡΡΑΣ

ΒΟΥΛΕΥΤΗΣ Β’ ΑΘΗΝΩΝ

Αθήνα , 13 Ιουνίου 2018

Προς τον Κον Πρόεδρο της Βουλής

Προβολή αντιρρήσεων, σύμφωνα με το άρθρο 100 ΚτΒ, για τη συνταγματικότητα του άρθρου 60 παρ. 5 του Σχεδίου Νόμου του Υπουργείου Οικονομικών με τίτλο: «Διατάξεις για την ολοκλήρωση της Συμφωνίας Δημοσιονομικών Στόχων και Διαρθρωτικών Μεταρρυθμίσεων – Μεσοπρόθεσμο Πλαίσιο Δημοσιονομικής Στρατηγικής 2019 – 2022».

Σύμφωνα με το άρθρο 6 παρ 3 του ν.3869/2010, που αφορά τα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα: «Οι απαιτήσεις των ιδιωτών πιστωτών που είναι εξασφαλισμένες με ειδικό προνόμιο ή εμπράγματο δικαίωμα συνεχίζουν να εκτοκίζονται μέχρι την έκδοση οριστικής απόφασης επί της αιτήσεως με επιτόκιο ενήμερης οφειλής. Οι λοιπές απαιτήσεις παύουν με την κοινοποίηση της αίτησης να παράγουν νόμιμους ή συμβατικούς τόκους. Οι οφειλές αυτές θεωρούνται ληξιπρόθεσμες και υπολογίζονται με την τρέχουσα κατά το χρόνο κοινοποίησης της αίτησης αξία τους». Με τη νομοθετική αυτή ρύθμιση εκδηλώνεται η πρόνοια του νομοθέτη προς τον οφειλέτη, να μην επιβαρύνεται η οικονομική του κατάσταση με επιπλέον τόκους κατά το στάδιο της επιδικίας. Εξ αιτίας της αδιακρίτου διατυπώσεώς της, ακόμα και αν απορριφθεί οριστικά ή τελεσίδικα η αίτηση υπαγωγής στον νόμο, δεν προβλέπεται να καταλογίζονται αναδρομικά επιπλέον τόκοι, όπως η διαφορά με τον υψηλότερο τόκο υπερημερίας, στην περίπτωση της ενήμερης οφειλής ή τόκοι υπερημερίας στις περιπτώσεις της παύσης της τοκογονίας.

Με την παράγραφο 5 του προτεινόμενου άρθρου 60 του Σχεδίου Νόμου, προβλέπονται τα εξής: «Στο τέλος της παρ. 3 του άρθρου 6 του ν.3869/2010 προστίθεται εδάφιο ως εξής: ‘’Η παύση ή ο περιορισμός της τοκογονίας κατά τα πρώτα δύο εδάφια θεωρείται ότι ουδέποτε επήλθαν αν η αίτηση απορριφθεί τελεσίδικα’’.» Κατά δε την Αιτιολογική Έκθεση του νομοσχεδίου, η διάταξη προτείνεται, καθώς κατά την ίδια άποψη της Αιτιολογικής Έκθεσης «δεν επιτρέπεται να ωφελείται ο οφειλέτης μόνο και μόνο από το γεγονός ότι άσκησε μια αίτηση απορριπτέα, είτε επειδή δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις προστασίας του βάσει του νόμου 3869/2010, είτε επειδή η αίτησή του βαρύνεται με τυπικές πλημμέλειες που την καθιστούν απαράδεκτη».

Από την προτεινόμενη ρύθμιση, σε συνδυασμό με την αιτιολογική έκθεση, διαπιστώνεται ότι, αν ψηφιστεί, εν τέλει θα λειτουργήσει τιμωρητικά, γιατί η αναδρομική τοκογονία και οι εντεύθεν δυσμενείς συνέπειες, δεν εξαρτώνται συνήθως από κάποια υπαίτια συμπεριφορά του αιτούντα, αλλά συχνά από ανυπαίτιους λόγους, όπως κήρυξη απαραδέκτου εξαιτίας είτε τυπικής παράλειψης του νομικού παραστάτη του, είτε αδυναμίας συγκέντρωσης των πολλών δικαιολογητικών, για την οποία δεν ευθύνεται ο ενδιαφερόμενος.

Κατά συνέπεια των παραπάνω, η άρση της πρόνοιας του νομοθέτη προς τον οφειλέτη, που θα λειτουργήσει μόνο επ’ ωφελεία των πιστωτών και ανατρέπει, και μάλιστα αναδρομικά, μία ήδη άξια σεβασμού και προστασίας διαμορφωμένη νομική και πραγματική κατάσταση, που στηρίζεται σε ρητή διάταξη νόμου, παραβιάζει τις παρακάτω συνταγματικού επιπέδου αρχές.

Συγκεκριμένα, η αρχή της ασφαλείας δικαίου, η οποία απορρέει από την αρχή του κράτους δικαίου, και ιδίως από τις διατάξεις των άρθρων 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος, καθώς και του άρθρου 2 παρ. 1 ν. 4048/2012 για τις διαδικασίες και μέσα της καλής νομοθέτησης, επιβάλλει, στα πλαίσια μάλιστα και της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, τη σαφήνεια και την προβλέψιμη εφαρμογή των εκάστοτε θεσπιζομένων ρυθμίσεων, με ιδιαίτερη αυστηρότητα, όταν πρόκειται για διατάξεις που μπορούν να έχουν σοβαρές οικονομικές επιπτώσεις στους ενδιαφερομένους, μεταξύ των οποίων πρέπει να περιληφθούν και οι οποιεσδήποτε οικονομικής φύσης συνέπειες για τυχόν παραβίαση των σχετικών διατάξεων.

Συνεπώς, η προτεινόμενη διάταξη του άρθρου 60 παρ. 5 του σχεδίου νόμου, που προσθέτει εδάφιο στην παράγραφο 3 του άρθρου 6 του νόμου 3869/2010 και αίρει αναδρομικά ευνοϊκή ρύθμιση και σε βάθος αρκετών ετών, γνωστής άλλωστε της καθυστέρησης της εκδίκασης των αιτήσεων από τα ειρηνοδικεία, επιβάλλοντας νέα και απρόβλεπτα οικονομικά βάρη από τόκους υπερημερίας, ευθέως παραβιάζει τα άρθρα 2 παρ. 1, 5 παρ. 1 και 25 παρ. 1 εδ. α’ του Συντάγματος.

Επομένως, προβάλλω αντιρρήσεις συνταγματικότητας κατά τα ανωτέρω και ζητώ το άνοιγμα συζήτησης κατά το άρθρο 100 του ΚτΒ.