Η μεγάλη μπίζνα που λέγεται κόκκινα δάνεια
Συμφέρει τελικά να τελειώσει η ιστορία «κόκκινα δάνεια» ή όχι; Οι τράπεζες προσπαθούν με χίλιους-δυο τρόπους να μειώσουν τα κόκκινα δάνεια κατά 40% μέχρι το 2019, όπως απαίτησαν οι ευρωπαϊκές εποπτικές αρχές, όπως είναι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Αλλά κάποιοι δεν θέλουν να τελειώσει η ιστορία «κόκκινα δάνεια». Γιατί, το να έχεις έναν λαό διαρκώς χρεωμένο, και να διαχειρίζεσαι τα δάνειά του, ιδίως αν του πασάρεις κι άλλα δάνεια για να μπορέσει να ξεχρεώσει τα προηγούμενα, σημαίνει μία συνεχή εξάρτηση αυτού του λαού από τον δανειστή. Και η διαχείριση των κόκκινων δανείων, εξελίσσεται έτσι σε ένα ισχυρό όπλο στα χέρια του δανειστή. Αλλά υπάρχει και κάτι ακόμα. Όπως διαβάζουμε, τα κόκκινα επιχειρηματικά δάνεια και οι αναδιαρθρώσεις των χρεωμένων επιχειρήσεων είναι η μεγαλύτερη οικονομική «μπίζνα» των επόμενων ετών στην Ελλάδα. Αν η δουλειά στηθεί με πολιτικούς όρους και τα κλειδιά κρίσιμων αποφάσεων περάσουν στα χέρια μηχανισμών, τους οποίους θα μπορεί να ελέγξει η (εκάστοτε) κυβέρνηση, θα έχουμε φτιάξει την τέλεια συνταγή για να δημιουργήσουμε την επόμενη γενιά διαπλεκόμενων συμφερόντων στη χώρα.
Φανταστείτε την αντίστροφη διαδικασία από αυτή που συνηθίζονταν τα προηγούμενα χρόνια. Από τις τράπεζες που έδιναν σωρηδόν δάνεια σε αφερέγγυες επιχειρήσεις, να περάσουμε σε υπουργούς ή πολιτικά στελέχη που θα έχουν την πολιτική δύναμη και τον «τρόπο» να τα διαγράφουν, εξυπηρετώντας συγκεκριμένα επιχειρηματικά συμφέροντα. Το θέμα δεν έχει ακόμη κλείσει. Όχι τυχαία αυτή την περίοδο έχει ξεσπάσει σκληρή κόντρα μεταξύ τραπεζιτών, Τράπεζας της Ελλάδας και κυβέρνησης για την περιβόητη διάταξη που θα παρέχει αυξημένη προστασία από ποινικές διώξεις στα στελέχη των τραπεζών και του Δημοσίου για τις αναδιαρθρώσεις και τις διαγραφές δανείων. Τέτοια προστασία παρέχεται κατά κάποιο τρόπο ήδη με νόμο του 2014 ο οποίος προβλέπει ότι εφόσον τηρούνται οι κανονισμοί της Τράπεζας της Ελλάδας, τότε δεν υπάρχει ζήτημα απιστίας των στελεχών.
Το θέμα είναι, όμως, ποιος θα «πιστοποιεί» ότι πράγματι τηρήθηκαν ή όχι οι κανόνες. Θα είναι λ.χ η Τράπεζα της Ελλάδας για λογαριασμό των τραπεζών και ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης για το Δημόσιο, θα είναι ο Εισαγγελέας ή κάποιος άλλος μηχανισμός; Στην πρώτη και τη δεύτερη περίπτωση, Αρχές που είναι ανεξάρτητες από το πολιτικό σύστημα θα ενίσχυαν αποφασιστικά τις αρμοδιότητές τους. Στη δεύτερη, θα ήταν το «κράτος» και οι ελεγχόμενοι μηχανισμοί του, που θα είχαν το πάνω χέρι.
Αρκετοί στην κυβέρνηση είδαν την νομοθετική ρύθμιση της «προστασίας» ως ένα μέσο να ενισχυθεί η επιρροή τους στις αποφάσεις που θα λαμβάνονται για τις αναδιαρθρώσεις των δανείων προς τις επιχειρήσεις. Προσπάθησαν να πείσουν για την ανάγκη να δημιουργηθούν ενδιάμεσες «επιτροπές» από ανθρώπους που θα ελέγχουν και θα πιστοποιούν ότι τα τραπεζικά στελέχη ή οι δημόσιοι υπάλληλοι στις εφορίες και τα ασφαλιστικά ταμεία, κάνουν σωστά τη δουλειά τους ώστε να μην καταλήξουν κατηγορούμενοι στα δικαστήρια. Δηλαδή ότι τηρούν ή όχι τους κανονισμούς που προβλέπονται από την Τράπεζα της Ελλάδας, τις εσωτερικές διαδικασίες που έχει κάθε τράπεζες, τη νομοθεσία στο Δημόσιο κ.α.
Μια τέτοια ρύθμιση που ουσιαστικά θα προβλέπει ότι τη δουλειά που έχει την τεχνογνωσία να κάνει η Τράπεζα της Ελλάδας ή ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης, θα την κάνουν «τρίτοι», πιθανώς «επιμελώς» τοποθετημένοι από την εκάστοτε κυβέρνηση, θα μπορούσε να οδηγήσει σε ατραπούς που κανείς δεν θέλει να σκεφτεί. Μια σοβαρή διάσταση είναι ότι θα μπορούσε λ.χ να κρατά σε διαρκή ομηρία στελέχη και υπαλλήλους τραπεζών ώστε να λαμβάνουν συγκεκριμένες αποφάσεις για συγκεκριμένες επιχειρήσεις και ιδιοκτήτες εταιρειών, υπό το φόβο της παραπομπής και των ατέρμονων νομικών επιπλοκών.
Την περασμένη εβδομάδα κατά τις διαπραγματεύσεις που έγιναν με τους δανειστές, το υπουργείο Δικαιοσύνης που έχει αναλάβει να νομοθετήσει την προστασίας των τραπεζικών στελεχών από άσκοπες ποινικές διώξεις, δεν κατάφερε να βρει μια συμφωνία ούτε την τρόικα, ούτε τους εκπροσώπους της Τράπεζας της Ελλάδας για τη διατύπωση και το περιεχόμενο της ρύθμισης. Η διάταξη ξαναγύρισε πίσω και έκτοτε αγνοείται. Το γεγονός ότι βρίσκεται επί μήνες σε εκκρεμότητα και δεν παρουσιάζεται, έχει προκαλέσει σοβαρά ερωτηματικά για τις προθέσεις της κυβέρνησης, πολύ δε περισσότερο όταν η κατάθεση ρύθμισης δεν συγκαταλέγεται στα «προαπαιτούμενα» του μνημονίου.
Προσοχή, δεν μιλάμε για «ποινική ασυλία» και «ακαταδίωκτο» έναντι των τραπεζιτών όπως πολλοί ισχυρίζονται, αλλά για μια ρύθμιση που σε απλά λόγια θα προβλέπει ότι εφόσον η τράπεζα, ο τραπεζίτης ή στέλεχος της, έχει πάρει την απόφαση αναδιάρθρωσης με βάση τους εσωτερικούς κανονισμούς και τους κανόνες της ΤτΕ, τότε δεν μπορεί να διωχθεί εφόσον τηρεί τις διαδικασίες. Ο Εισαγγελέας θα στέλνει τη μήνυση στις αρμόδιες Αρχές και εκείνες θα κάνουν τον έλεγχο για να διαπιστώσουν αν ευσταθεί.
Όπως έχει προταθεί, για να μπορέσει ο Εισαγγελέας να του ασκήσει δίωξη ακόμη κι αν έχει καταγγελία στα χέρια του, θα πρέπει είτε η Τράπεζα της Ελλάδας ή ο Επιθεωρητής Δημόσιας Διοίκησης να έχουν διαπιστώσει μετά από έλεγχο ότι έχουν παραβιαστεί οι κανονισμοί από τους υπαλλήλους, είτε η Δικαιοσύνη να διαθέτει στοιχεία για ύπαρξη δόλου, απιστίας, χρηματισμού, πρόκλησης ζημιάς στο Δημόσιο ή στην τράπεζα κ.α
Σήμερα ο Εισαγγελέας έχει τη δυνατότητα να ασκήσει διώξεις στα στελέχη τραπεζών, ακόμη και αν δεν υπάρχουν στοιχεία σε βάρος τους, παρά μόνο καταγγελίες. Τραπεζικοί υπάλληλοι και στελέχη χρειάζεται να περιμένουν μήνες ή χρόνια μέχρι το δικαστήριο να βρει τα στοιχεία εκείνα που πιστοποιούν ότι δεν έχουν ευθύνη.
Ένα εύλογο ερώτημα είναι τι θα μπορούσε να συμβεί αν αύριο ξεκινήσουν μαζικές ρυθμίσεις ή διαγραφές δανείων χωρίς να υπάρχει επαρκής νομική κάλυψη. Η απάντηση δεν είναι δύσκολη. Το μισό τραπεζικό σύστημα θα βρεθεί υπό διωγμό και θα μπορεί να το κρατά οποιοσδήποτε από το χέρι.
Μιλάμε για περισσότερα από 60 δισ. ευρώ επιχειρηματικών δανείων μόνο προς τις τράπεζες και άλλα τόσα ληξιπρόθεσμων χρεών προς το Δημόσιο που το ξεκαθάρισμά τους νομοτελειακά κάποιους θα ωφελήσει και κάποιους θα αφανίσει από τον επιχειρηματικό χάρτη των 420.000 «κόκκινων» εταιρειών.
Το να τρέξει γρήγορα η διαδικασία ξεκαθαρίσματος είναι η μία πλευρά του νομίσματος που αφορά κυρίως τις τράπεζες. Όμως είναι ακόμη πιο σημαντικό αυτό το να γίνει με καθαρούς όρους και χωρίς σκιές αν θέλουμε να ελπίζουμε ότι δεν θα ξεπηδήσουν τέρατα από τις στάχτες της χρεοκοπίας.
Τα κόκκινα δάνεια είναι η μεγαλύτερη οικονομική μπίζνα από την 3η ανακεφαλαιοποίηση των τραπεζών, που καλούσε και καλεί ο διοικητής της ΤτΕ τα Funds να τα διαχειριστούν τάζοντας γη και ύδωρ σε αυτά. Η αναδιάρθρωση των χρεωμένων επιχειρήσεων δεν πρέπει να στηθεί ούτε με πολιτικούς όρους, αλλά ούτε και με τους όρους των τραπεζιτών. Ή για να λέμε τα πράγματα με το όνομά τους, με τους όρους της ΤτΕ. Απλούστατα γιατί δεν μπορεί κανείς να έχει εμπιστοσύνη σε κανέναν από τους δύο. Κι αυτό γιατί, μέχρι και σήμερα, η πρακτική των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων είναι η απροκάλυπτη παραβίαση, είτε ευθέως, είτε δια της παράλειψης της εφαρμογής των εθνικών και ευρωπαϊκών νομοθετημάτων. Η παραβατικότητα και παρανομία των ελληνικών τραπεζών εις βάρος των δανειοληπτών συνεχίζεται ακλόνητα, χωρίς καμία παρέμβαση των ελληνικών αρχών, αλλά και με απόλυτη ανοχή των υποτιθέμενων ελεγκτικών μηχανισμών, όπως η Τράπεζας της Ελλάδος και η Γενική Γραμματεία Καταναλωτή. Η πρότασή μας, ως Σύλλογος Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος, την οποία καταθέσαμε και επίσημα στην Βουλή, ήταν, σε περίπτωση διαφωνίας οφειλέτη και πιστωτών, να υπάρχει μια αδέσμευτη αρχή που θα αποφαίνεται επί της διαφωνίας που έχει ανακύψει μεταξύ δανειολήπτη – τράπεζας. Μια τέτοια ανεξάρτητη και αδέσμευτη αρχή θα μπορούσε να λειτουργήσει, όχι μόνο για τον έλεγχο της νομιμότητας των απαιτήσεων των πιστωτών, αλλά και για τον γενικότερο έλεγχο σε περίπτωση μη επίτευξης εξωδικαστικού συμβιβασμού. Μια επιτροπή που θα αποφαίνεται τελικά επί των διαφωνιών που προέκυψαν κατά την διαδικασία διαπραγμάτευσης που προβλέπει ο υπό ψήφιση νόμος. Σε κάθε περίπτωση, σύμφωνα και με τα όσα ανακοίνωσε πρόσφατα και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, θα πρέπει ο νόμος, για να λειτουργήσει σωστά και προς όφελος της ελληνικής οικονομίας, να παρέχει εγγυήσεις προστασίας στον δανειολήπτη.