Στην ελιά της Χαλκιδικής «επενδύει» η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας
Στην καλλιέργεια της ελιάς στη Χαλκιδική στρέφει το ενδιαφέρον της η Περιφέρεια Κεντρικής Μακεδονίας δεδομένου ότι η περιοχή αυτή αριθμεί περίπου 22.000 εκμεταλλεύσεις ελαιοκαλλιέργειας, συνολικής έκτασης 360.000 στρεμμάτων ενώ 60.000 άνθρωποι ασχολούνται με την ελιά.
“Συνολικά το 80% του πληθυσμού της Χαλκιδικής ασχολείται με την καλλιέργεια, τη μεταποίηση, την εμπορία και γενικά οτιδήποτε έχει σχέση με την ελιά” επισημαίνει ο αντιπεριφερειάρχης Αγροτικής Οικονομίας της Περιφέρειας, Φάνης Παπάς, με αφορμή τη διάθεση 284.000 ευρώ από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους της Περιφέρειας, για το πρόγραμμα δακοκτονίας του 2017 ώστε να προστατευτεί το κρίσιμο αυτό προϊόν.
Ο κ. Παπάς χαρακτηρίζει την ελιά ως “ναυαρχίδα” των αγροτικών προϊόντων εξαιρετικής ποιότητας του τόπου που δίνουν υπεραξία στην πρωτογενή παραγωγή.
Είναι χαρακτηριστικό ότι σύμφωνα με τα στοιχεία της Περιφέρειας για την ελαιοκαλλιέργεια στην Περιφερειακή Ενότητα Χαλκιδικής, το ένα τρίτο της καλλιεργούμενης έκτασης της Χαλκιδικής αποτελείται από ελιές. Τα 135.000 στρέμματα χρησιμοποιούνται για ελαιοποίηση (παραγωγή ελαιολάδου), με μέση ετήσια παραγωγή 7.000 τόνους και τα 225.000 στρέμματα χρησιμοποιούνται για την παραγωγή επιτραπέζιας (πράσινης) ελιάς, με μέση ετήσια παραγωγή που κυμαίνεται μεταξύ 80.000 και 120.000 τόνους.
Οι τιμές παραγωγού της επιτραπέζιας ελιάς κυμαίνονται συνήθως μεταξύ 1 και 1,2 ευρώ ανά κιλό, όταν το κόστος παραγωγής κυμαίνεται στα 0,80 – 1 ευρώ το κιλό. Στη Χαλκιδική παράγεται περίπου το 55% της συνολικής ποσότητας επιτραπέζιας της Ελλάδας (συμπεριλαμβανομένων όλων των ποικιλιών Καλαμών, Κονσερβοελιά κ.ά.) ενώ περίπου το 90% της παραγωγής επιτραπέζιας ελιάς Χαλκιδικής εξάγεται σε όλο τον Κόσμο (ΕΕ και τρίτες χώρες). Οι επιτραπέζιες ελιές είναι το δεύτερο σημαντικότερο εξαγώγιμο αγροτικό προϊόν με αξία εξαγωγών 577 εκατ. ευρώ για το έτος 2014 ενώ οι επικρατούσες γηγενείς ποικιλίες είναι η “Χονδροελιά Χαλκιδικής”, η “Χαλκιδικής” και η “Στρογγυλολιά (γαλανή πρασινολιά)”.
Επίσης στη Χαλκιδική λειτουργούν περισσότερες από 80 μεταποιητικές μονάδες ελιάς, 40 ελαιοτριβεία και εννέα μονάδες τυποποίησης ελαιολάδου και 20 τουλάχιστον φορτία καθημερινά με επιτραπέζιες ελιές Χαλκιδικής πηγαίνουν προς εξαγωγή.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα δακοκτονίας για το 2017, ο προϊστάμενος Διεύθυνσης Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Χαλκιδικής, Κωνσταντίνος Τερτιβανίδης, γνωστοποιεί ότι περιλαμβάνει ένα δίκτυο παγίδων που τοποθετούνται ανά 1.000 ελαιόδεντρα και το οποίο παρακολουθούν εποχιακοί εργάτες ανά πενθήμερο. Όταν οι συλλήψεις των δάκων ξεπερνούν κάποιες τιμές και η αναλογία θηλυκών/αρσενικών φτάσει σε συγκεκριμένες τιμές, τότε δίνεται εντολή για ψεκασμό, είτε από κλασικά συνεργεία, δηλαδή εποχιακούς εργάτες τους οποίους προσλαμβάνει η υπηρεσία, είτε από εργολάβους, δηλαδή ύστερα από διακήρυξη ανά δημοτικό διαμέρισμα προκύπτει ανάθεση με βάση την χαμηλότερη τιμή ανά προστατευόμενο ελαιόδεντρο.
“Τα κυριότερα ζητήματα που αντιμετωπίζουμε είναι αφενός ότι πολλές καλλιέργειες είναι σε περιοχές με τουριστική ανάπτυξη ή με παραθεριστική κατοικία, αφετέρου βρίσκονται σε περιφραγμένες εκτάσεις, στις οποίες δυσκολεύονται να επέμβουν τα συνεργεία. Επιπλέον στις βιολογικές καλλιέργειες δεν μπορεί να γίνει αποτελεσματική δακοκτονία, με αποτέλεσμα να παραμένει το έντομο και να προσβάλει και γειτονικές καλλιέργειες, μη βιολογικές”, λέει και προσθέτει ότι το πρόγραμμα δακοκτονίας υλοποιείται από τα μέσα Ιουλίου μέχρι το τέλος Οκτωβρίου, όταν έχει τελειώσει και η συγκομιδή της ελιάς.
Σημειώνεται ότι σύμφωνα με στοιχεία της Διεπαγγελματικής Οργάνωσης Επιτραπέζιας Ελιάς (ΔΟΕΠΕΛ) για την εθνική παραγωγή και τις εξαγωγές, η Ελλάδα είναι η δεύτερη εξαγωγική χώρα στον κόσμο στην επιτραπέζια ελιά, με το 8% της παγκόσμιας παραγωγής, διαθέτει περισσότερους από 62.000 ελαιοπαραγωγούς ενώ το 85% του προϊόντος εξάγεται στις διεθνείς αγορές και συνιστά το 9,2% των ελληνικών εξαγωγών αγροτικών προϊόντων. Σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές ελληνικής επιτραπέζιας ελιάς, αυτές έχουν διπλασιαστεί την τελευταία δεκαετία ενώ το μέγεθος της αγοράς, δηλαδή του τζίρου των εξαγωγών, ξεπερνά τα 450 εκ. ευρώ.