Ανάγκη αλλαγής του νόμου περί δωρεάν νομικής βοήθειας

ΦΩΤΟ: SHUTTERSTOCK

ΦΩΤΟ: SHUTTERSTOCK

Ερμηνεία κατά το δοκούν κάνουν οι δικαστές στο νόμο για τη παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας στους δικαιούχους. Και μάλιστα όχι τώρα, αλλά από το 2011. Αν και ο νόμος ορίζει ότι για να δικαιούται ένας πολίτης δωρεάν νομική βοήθεια, πρέπει το ετήσιο εισόδημά του να μην υπερβαίνει τις 5.470 ευρώ, οι δικαστές ακολουθούν άλλη τακτική. Υπολογίζουν το τεκμαρτό εισόδημα του αιτούντος. Δηλαδή, αν ένας άνεργος ζει σε ένα πολύ παλιό διαμέρισμα εμβαδού 50τμ και έχει ένα ακινητοποιημένο αυτοκίνητο με παραδομένες πινακίδες 1.200 κυβικών, τότε το τεκμαρτό του εισόδημα υπερβαίνει το απαραίτητο ποσό και ανέρχεται στις 7.000 ευρώ, με αποτέλεσμα οι δικαστές να απορρίπτουν την αίτηση για δωρεάν νομική βοήθεια. Και σα να μην έφτανε αυτό, ενημερώνεται ο αιτών ότι πρέπει να προσφύγει νομικά κατά της απόφασης. Δηλαδή, να πληρώσει δικηγόρο για να πάρει δωρεάν νομική βοήθεια, την οποία όμως εξ αρχής δεν μπορεί να πληρώσει. Αλλιώς δεν θα έκανε την αίτηση.

Ο Σύλλογος Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Β.Ελλάδας έχει δεχτεί αρκετές τέτοιες καταγγελίες. Μπήκε μάλιστα στη διαδικασία και ενημέρωσε με επιστολές του βουλευτές όλων των κομμάτων του Ελληνικού Κοινοβουλίου, ενώ έχει προτείνει και την πολύ απλή και λογική λύση. Με αυτό το μείζον θέμα δεν έχει ασχοληθεί κανένας απολύτως, από το 2011. Και περιμένουμε με πολύ μεγάλο – πολιτικό και κοινωνικό – ενδιαφέρον, όπως και οι δικαιούχοι της δωρεάν νομικής βοήθειας, τι ενέργειες των βουλευτών των κομμάτων για την επίλυση αυτού του πολύ σοβαρού προβλήματος, το οποίο ενδιαφέρει χιλιάδες πολίτες που δεν μπορούν να πληρώσουν δικηγόρο. Σε μία περίπτωση, δανειολήπτρια – μέλος του Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Β.Ελλάδας, ζήτησε δωρεάν νομική βοήθεια για να μπει στο νόμο για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά. Και λόγω της λάθους ερμηνείας του νόμου για τη δωρεάν νομική βοήθεια από το δικαστή, κινδυνεύει να μην μπει στο νόμο Κατσέλη και να χάσει το σπίτι.

Η πιο απλή και πολύ λογική λύση σ’ αυτό το μείζον πρόβλημα είναι ότι πολίτης με χαμηλό εισόδημα θα πρέπει να θεωρείται όποιος έχει πραγματικό (και όχι τεκμαρτό !) εισόδημα το οποίο κείται εντός των ορίων των εύλογων δαπανών διαβίωσης, όπως προσδιορίζονται από την ΕΛ.ΣΤΑΤ και το Κυβερνητικό Συμβούλιο Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους και όχι όποιος έχει ετήσιο οικογενειακό εισόδημα που δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Επισημαίνεται ότι η νομοθεσία ορίζει ρητά και κατηγορηματικά το απαραίτητο εισόδημα του δικαιούχου. Αφήνει όμως αδιευκρίνιστο αν αυτό αφορά στο πραγματικό ή στο τεκμαρτό εισόδημα.

Σύμφωνα με το άρθρο 1 του Ν.3226/2004 « 1. Δικαιούχοι νομικής βοήθειας είναι οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Δικαιούχοι είναι, επίσης, οι χαμηλού εισοδήματος πολίτες τρίτου κράτους και ανιθαγενείς, εφόσον έχουν, νομίμως, κατοικία ή συνήθη διαμονή στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

2. Πολίτες χαμηλού εισοδήματος, Δικαιούχοι νομικής βοήθειας, είναι εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας.

Σε περίπτωση ενδοοικογενειακής διαφοράς ή διένεξης, δεν λαμβάνεται υπόψη το εισόδημα εκείνου με τον οποίο υπάρχει η διαφορά ή διένεξη».

Περαιτέρω, στην αιτιολογική έκθεση του Ν.3226/2004 αναφέρεται ότι «Με το άρθρο 20 παρ. 1 του Συντάγματος κατοχυρώνεται το δικαίωμα κάθε προσώπου σε δικαστική ακρόαση και προστασία των δικαιωμάτων και των έννομων συμφερόντων του.

Παράλληλα, κατά το άρθρο 25 παρ.1 του Συντάγματος η αρχή του κοινωνικού κράτους τελεί υπό την εγγύηση του κράτους και όλα τα κρατικά όργανα οφείλουν να διασφαλίζουν των ανεμπόδιστη και αποτελεσματική άσκηση των δικαιωμάτων του ανθρώπου. Η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματος δικαστικής ακρόασης και προστασίας εξακολουθεί να εξαρτάται από τους οικονομικούς πόρους του ενδιαφερόμενου προσώπου.

Η εξάρτηση, όμως της πρόσβασης  στη δικαιοσύνη από την οικονομική κατάσταση, μπορεί να οδηγήσει σε πλημμελή άσκηση ή και αδυναμία ασκήσεως του συνταγματικού δικαιώματος, προς βλάβη των δικαιωμάτων των αδύναμων προσώπων. Για το λόγο αυτό επιτάσσεται η οργάνωση θεσμού παροχής νομικής αρωγής προς τους πολίτες χαμηλού εισοδήματος με μέριμνα της πολιτείας. Με το σχέδιο νόμου οργανώνεται πλήρες σύστημα νομικής βοήθειας προς τους πολίτες χαμηλού εισοδήματος για την πραγμάτωση των προαναφερθέντων συνταγματικών επιταγών και την εκπλήρωση των διεθνών υποχρεώσεών μας. Βασική επιδίωξη είναι η δημιουργία ενός διευρυμένου, αλλά και βιώσιμου πλαισίου νομικής αρωγής για οικονομικά ασθενή μέλη του κοινωνικού συστήματος.

Με τη δεύτερη παράγραφο ορίζεται ότι ως χαμηλού εισοδήματος θεωρούνται εκείνοι των οποίων το ετήσιο οικογενειακό εισόδημα δεν υπερβαίνει τα δύο τρίτα των κατώτατων ετήσιων ατομικών αποδοχών, που προβλέπει η Εθνική Γενική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας. Αυτός ο περιορισμός είναι αναγκαίος, ιδίως κατά την πρώτη περίοδο εφαρμογής του Νόμου, ώστε να διασφαλιστεί ότι η βοήθεια της πολιτείας θα παρέχεται σε εκείνους που την έχουν ανάγκη».

Από τα παραπάνω συνάγεται με σαφήνεια ότι ως εισόδημα νοούνται τα ποσά που αποκομίζει ο δικαιούχος από την εργασία του ή άλλες πηγές και τα οποία του εξασφαλίζουν την απαιτούμενη ρευστότητα προκειμένου να αντιμετωπίσει τα εν γένει δικαστικά έξοδα και αμοιβές δικηγόρων προκειμένου να τύχει νομικής προστασίας.

Το τεκμαρτό εισόδημα το οποίο είναι πλασματικό και το οποίο προκύπτει από την κυριότητα της κατοικίας στην οποία διαμένει αυτός και η οικογένεια του, δεν μπορεί να ληφθεί υπόψιν ως εισόδημα συμπεριλαμβανόμενο ή συνυπολογιζόμενο στο αναφερόμενο στο άρθρο 1 ανώτατο όριο εισοδήματος, λαμβανομένου υπ’ όψιν και του γεγονότος ότι από την κύρια κατοικία του, δεν μπορεί να αποκομίσει κανένα περιουσιακό όφελος, εκμεταλλευόμενος αυτήν.

Συνεπώς, το εισοδηματικό κριτήριο του άρθρου 1 του Ν.3226/2004, χρήζει περαιτέρω διευκρίνησης, ή και τροποποίησης, καθόσον η ερμηνεία, σύμφωνα με την οποία, ως εισόδημα νοείται και το τεκμαρτό εισόδημα από την κύρια κατοικία του δικαιούχου νομικής βοήθειας, αντιβαίνει στο σκοπό του Νόμου, καθώς και στις επιταγές του Συντάγματος και των Ευρωπαϊκών Συμβάσεων για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου.

Η αοριστία σχετικά με το είδος και τη φύση του εισοδήματος, έχει οδηγήσει στην έκδοση πληθώρας απορριπτικών δικαστικών αποφάσεων, εις βάρος των δικαιωμάτων των πολιτών που έχουν πραγματική ανάγκη της δωρεάν δικαστικής προστασίας.

Εξάλλου και τελολογικά ερμηνευόμενη η εν λόγω διάταξη άγει στο συμπέρασμα ότι ο νομοθέτης αναφερόμενος σε πολίτες χαμηλού <<εισοδήματος>> ξεκάθαρα εννοεί το πραγματικό εισόδημα που διαθέτει ο αιτούμενος νομική βοήθεια πολίτης και όχι το τεκμαρτό και δη όταν το εισόδημα τεκμαίρεται από το γεγονός και μόνο ότι αυτός (ο πολίτης) διαθέτει ιδιόκτητη κατοικία.  Εάν διαστείλουμε σ’ αυτό τον βαθμό την έννοια του εισοδήματος, τότε θα οδηγηθούμε στο άτοπο ο πολίτης με τεκμαρτό εισόδημα άνω του εισοδήματος που προβλέπει ο νόμος να βρίσκεται σε δυσμενέστερη σχέση με τον άεργο και άνεργο γόνο ευκατάστατου πατρός που δικαιούται νομικής βοήθειας επειδή δεν διαθέτει κινητή η ακίνητη περιουσία.

Ο Σύλλογός Δανειοληπτών προτείνει την τροποποίηση το ύψους του εισοδήματος για τον χαρακτηρισμό ενός πολίτου ως έχων χαμηλό εισόδημα με βάση τα κριτήρια και τις αντικειμενικές και επιστημονικές μελέτες και συμπεράσματα της ΕΛ.ΣΤΑΤ και του Κυβερνητικού Συμβουλίου Διαχείρισης Ιδιωτικού Χρέους που δημοσιεύτηκε την 10-4-2014.

Εκεί προσδιορίζεται με οικονομικά, στατιστικά και επιστημονικά κριτήρια το κόστος της εύλογων δαπανών διαβίωσης των φυσικών προσώπων στην Ελλάδα.

Οι ως άνω στατιστικές των ανωτέρω φορέων είναι το πλέον αντικειμενικό σημείο αναφοράς για το κόστος διαβίωσης στην Ελλάδα σήμερα και θα πρέπει να ληφθούν υπόψη ως κατευθυντήριες γραμμές για τον προσδιορισμό του εισοδηματικού κριτήριου για την παροχή δωρεάν νομικής βοήθειας.

Αυτό σημαίνει ότι όποιο εισόδημα ανέρχεται μέχρι του εκάστοτε προσδιορισμένου ποσού για τις εύλογες δαπάνες διαβίωσης από τους ως άνω φορείς, πρέπει να θεωρείται χαμηλό υπό την έννοια του νόμου και να παράσχετε στους πολίτες αυτούς δωρεάν νομική βοήθεια.

Και τούτο διότι όταν το ίδιο το κράτος θέτει ένα όριο για τις δαπάνες διαβίωσης των πολιτών, στις οποίες ΔΕΝ συμπεριλαμβάνει έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια, δεν μπορεί να προσδιορίζει έπειτα το όριο για την παροχή νομικής βοήθειας σε χαμηλότερο επίπεδο από το επίπεδο των εύλογων δαπανών διαβίωσης.

Άλλως θα έπρεπε να αυξήσει το επίπεδο και τα όρια των εύλογων δαπανών διαβίωσης ώστε να συμπεριλαμβάνονται σε αυτά και ένα ποσό που θα αντιπροσωπεύει τα έξοδα για υπηρεσίες δικηγόρων και παραστάσεις στα δικαστήρια.