Το έργο της τελευταίας δεκαετίας στην Πανεπιστημιακή Ανασκαφή της ακρόπολης και των τειχών της Βεργίνας
Σύμφωνα με τον Αν. Καθηγητή Παναγιώτη Φάκλαρη «η έρευνα της τελευταίας δεκαετίας συνεχίστηκε τόσο στην ακρόπολη όσο και στον περίβολο της πόλης. Με την εξακρίβωση της πορείας του τείχους στην ανατολική πλευρά, η μέχρι σήμερα αντίληψή μας για την έκτασή της αρχαίας πόλης άλλαξε, καθώς διαπιστώθηκε ότι ήταν μεγαλύτερη απ’ όσο θεωρούσαμε κατά 60 στρέμματα. Από τη μέχρι σήμερα διαπιστωμένη πορεία του τείχους η εκτιμώμενη συνολική έκταση της αρχαίας πόλης υπολογίζεται στα 768 στρέμματα.
Η οχύρωση αυτή ακολουθούσε και αξιοποιούσε αμυντικά το ανάγλυφο του εδάφους.
Μέχρι στιγμής έχουν ερευνηθεί πέντε πύλες αξονικού και εφαπτόμενου στο τείχος τύπου και δεκαοκτώ πύργοι, ημικυκλικής και ορθογώνιας κάτοψης. Οι θέσεις των πυλών δίνουν στοιχεία για την οργάνωση του εσωτερικού της πόλης, δεδομένου ότι από αυτές διέρχονταν δρόμοι που εξυπηρετούσαν τον οικισμό και για τους οποίους δεν είχαν εντοπιστεί μέχρι στιγμής άλλα στοιχεία. Ο μικρός αριθμός πυλίδων που έχουν μέχρι στιγμής επισημανθεί ερμηνεύεται ως ένδειξη για τον μικρό αριθμό των υπερασπιστών για τον οποίο η οχύρωση αυτή είχε σχεδιαστεί. Με δεδομένο ότι οι πυλίδες στις πολιορκίες χρησιμοποιούνται για την έξοδο ομάδων αμυνομένων πολεμιστών, δηλαδή για την ενεργητική άμυνα της πόλης, με τη μεταφορά της δράσης εκτός των τειχών, ο μικρός αριθμός πυλίδων φαίνεται ότι αντανακλά έναν σχεδιασμό παθητικής άμυνας, δηλαδή μια οχύρωση που προοριζόταν να λειτουργήσει αντιμετωπίζοντας τον εχθρό από το εσωτερικό, χωρίς τον αριθμό υπερασπιστών που αναλογεί στην περίμετρό της. Η ολιγανδρία είναι άλλωστε ένα σοβαρό πρόβλημα για τη Μακεδονία της εποχής αυτής.
Το τείχος της Βεργίνας είναι αναμφίβολα ένα σημαντικό οχυρωματικό έργο, του οποίου τα χαρακτηριστικά και τα ανασκαφικά στοιχεία, δείχνουν ότι φέρει την υπογραφή του βασιλιά της Μακεδονίας Κασσάνδρου (315-297 π.Χ.). Εντάσσεται λοιπόν ιστορικά, στην εποχή που ο Κάσσανδρος επενδύει μέρος του αμύθητου βασιλικού θησαυροφυλακίου, που του κληροδότησε η ασιατική εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου, στην οργάνωση του βασιλείου για την κατοχύρωση των εδαφών του έναντι του Δημητρίου Πολιορκητή, που αποτελούσε την σημαντικότερη απειλή για την εξουσία του Κασσάνδρου στο διάστημα 307-302 π.Χ., στο οποίο ακριβώς τοποθετούν τα ευρήματά μας την ανέγερση του συγκεκριμένου τείχους.
Από τα συνολικά 3,3 χιλιόμετρα της περιμέτρου του τείχους αυτού, η Πανεπιστημιακή Ανασκαφή έχει αποκαλύψει περισσότερα από 2,75 χιλιόμετρα με ανασκαφικές τάφρους που ξεπερνούν τα 5,5 χιλιόμετρα. Πρόκειται για ένα εντυπωσιακό μνημείο, μεγάλο τμήμα του οποίου σώζεται σε εξαιρετική κατάσταση διατήρησης και παρουσιάζει πέρα από μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον, άριστες δυνατότητες ανάδειξης και απόδοσης του στο κοινό.
Στην ανασκαφή αυτή εκπαιδεύονται κάθε χρόνο φοιτητές αρχαιολογίας του ΑΠΘ, οι οποίοι δίνουν τον καλύτερο εαυτό τους στο συναρπαστικό αυτό έργο, που παρακολουθεί και αποκαλύπτει το τείχος της Βεργίνας, άλλοτε στα δασωμένα Πιέρια και άλλοτε στο άδεντρο πεδίο, ασκούμενοι παράλληλα στην ανασκαφική πρακτική.
Στη φετινή ερευνητική ομάδα, πολύτιμοι συνεργάτες ήταν οι Δρ αρχιτεκτονικής Θανάσης και Άγγελος Νακάσης, οι τοπογράφοι Γιάννης και Αντώνης Γκάτζιος, η πολ. μηχανικός Σοφία Γκάτζιου ο αρχαιολόγος Αντώνης Γαβριηλίδης και οι φοιτητές Άγγελος Μεφσούτ, Γιάννης Κοφινάς, Αθανασία Σβώλη, Γιάννης Αποστόλου, Ραφαήλ Λαουτάρης, Βασιλική Καράμπαμπα, Χρύσα Χατζηνικολάου».