Πράξη προδοσίας από τους Έλληνες τραπεζίτες
Δεν έχει απομείνει πλέον κανένα ίχνος ντροπής στους Έλληνες τραπεζίτες στον αγώνα τους να αρπάξουν τις περιουσίες των δανειοληπτών με κόκκινα δάνεια, με απώτερο στόχο να καλύψουν τις δικές τους ευθύνες για τις μαύρες τρύπες που δημιούργησαν στα ταμεία των τραπεζών τους από τα θαλασσοδάνεια που μοίραζαν δεξιά κι αριστερά, χωρίς να παίρνουν καμία απολύτως εγγύηση αποπληρωμής αυτών των δανείων. Τους ενοχλεί πάρα πολύ, όπως διαδίδουν και τα στρατολογημένα παπαγαλάκια τους, ότι ο νόμος για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό αφήνει το περιθώριο στους δανειολήπτες να σύρουν τις τράπεζες μέχρι τα δικαστήρια και την τελική απόφαση να την έχει δικαστής. Τους ενοχλεί πολύ ότι ο νόμος δεν δίνει τη δυνατότητα στις τράπεζες να αποφασίζουν και να διατάσσουν, για το ποιον οι ίδιες θα χαρακτηρίζουν στρατηγικό κακοπληρωτή και ποιον όχι. Και έτσι, να αποφασίζουν και να διατάσσουν ποιες επιχειρήσεις θα αρπάζουν. Κι επειδή φαίνεται ότι δεν τους περνάει το αποφασίζομεν και διατάσσομεν, ζήτησαν – άκουσον άκουσον!!! – τη βοήθεια των δανειστών της χώρας για να πιέσουν την κυβέρνηση να αλλάξει το νόμο για τον εξωδικαστικό συμβιβασμό σύμφωνα με τα συμφέροντά τους! Δεν μας έχει πει μέχρι σήμερα κανένας γιατί το νομοσχέδιο θα έχει λήξει 31/12/2018. Τι κρύβουν από τον ελληνικό λαό που για άλλη μια φορά καλείται να προστατέψει τα τέσσερα μαγαζάκια που θέλουν να ονομάζονται ελληνικές τράπεζες;
Όπως διαβάζουμε, σύμφωνα με τους τραπεζίτες, έτσι όπως είναι δομημένο το σχέδιο νόμου για την εξωδικαστική ρύθμιση επιχειρηματικών οφειλών όχι μόνο δεν θα έχει κανένα αποτέλεσμα για την αγορά αλλά και θα φορτώσει τόσο τις τράπεζες όσο και το δικαστικό σύστημα με αναρίθμητες υποθέσεις που θα προκαλέσουν περαιτέρω προβλήματα και θα οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο, θέτοντας σε κίνδυνο την κεφαλαιακή επάρκεια των τραπεζών. Αυτή είναι με λίγα λόγια η ουσία της παρέμβασης των τραπεζών, μέσω υπομνήματος που κατέθεσε η Ελληνική Ένωση Τραπεζών στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής. Όπως αναφέρεται στο υπόμνημα, «κάθε νομοθετική πρωτοβουλία θα πρέπει να περιλαμβάνει απλές και σαφείς διαδικασίες, οι οποίες όχι μόνο θα εμποδίσουν την περαιτέρω δημιουργία «κόκκινων δανείων», αλλά και θα συμβάλλουν αποφασιστικά και μάλιστα για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα, στη σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Η φράση «για το αμέσως επόμενο χρονικό διάστημα» έχει ιδιαίτερη σημασία. Και αυτό γιατί οι τράπεζες καλούνται να βγουν αλώβητες από τα stress tests του 2018, όταν θα κριθεί η κεφαλαιακή του επάρκεια. Για να τα καταφέρουν θα πρέπει να πιάσουν τους στόχους μείωσης των «κόκκινων» δανείων για το 2017, οι οποίοι αποτελούν μέρος του ευρύτερου πλάνου μείωσης των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων κατά 40 δισ. ευρώ έως το τέλος του 2019. Και κάτι τέτοιο, μετά από τις καθυστερήσεις που οφείλονται στους ίδιους τους τραπεζίτες, δεν φαίνεται εφικτό. Γι αυτό και θέλουν να πάρουν όλες τις αποφάσεις στα χέρια τους. Για να βγάζουν γρήγορα – γρήγορα τους δανειολήπτες σαν στρατηγικούς κακοπληρωτές, και να τελειώνουν με τα κόκκινα δάνεια, για να παρουσιάσουν το 2019 όσο το δυνατόν περισσότερα δάνεια ρυθμισμένα στον SSM και στην Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Προς αυτή την κατεύθυνση, οι ελληνικές τράπεζες έχουν προβεί σε μία σειρά επαφών με στόχο να ενημερώσουν για το μείζον αυτό ζήτημα. Όπως σημειώνεται στο σχετικό υπόμνημα, η ΕΕΤ έχει επικοινωνήσει αρμοδίως και έχει διατυπώσει τις παρατηρήσεις της σε όλους τους αρμόδιους παράγοντες και φορείς. Από τον πρωθυπουργό (στις 28/2/2017) και τους αρμόδιους υπουργούς, μέχρι τους Θεσμούς και την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Παρ’ όλα αυτά, υποστηρίζουν οι τραπεζίτες, το σχέδιο νόμου που κατατέθηκε στη Βουλή συνεχίζει να περιλαμβάνει ρυθμίσεις που παρεμποδίζουν την ομαλή διαχείριση των επιχειρηματικών οφειλών και ενθαρρύνει φαινόμενα στρατηγικών κακοπληρωτών, σύμφωνα με όσα υποστηρίζουν οι τράπεζες. Η Ελληνική Ένωση Τραπεζών δηλώνει σύμφωνη με την κοινή ρύθμιση σε εξωδικαστική διαδικασία των επιχειρηματικών οφειλών, έναντι του Δημοσίου, των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης και των τραπεζών και ευελπιστεί ότι οι λοιποί ιδιώτες δανειστές, που επίσης έχουν τη δυνατότητα συμμετοχής στη διαδικασία του εξωδικαστικού συμβιβασμού, δεν θα είναι εικονικοί πιστωτές. Παράλληλα, διατυπώνει συγκεκριμένες παρατηρήσεις-επιφυλάξεις, όπως ανέφερε και ο πρόεδρος της Ένωσης, Νικόλαος Καραμούζης. Τα βασικά σημεία των παρατηρήσεων είναι τα ακόλουθα:
Πεδίο εφαρμογής του νόμου
Σύμφωνα με τις τράπεζες, ο νόμος θα πρέπει να εφαρμόζεται αποκλειστικά και μόνο σε εμπορικές/επιχειρηματικές οφειλές και να μην διευρύνει το πεδίο εφαρμογής του ιδίως σε περιπτώσεις ατομικών επιχειρήσεων. Διότι, όπως υποστηρίζουν, αν υιοθετηθεί αυτό, τότε κάθε φυσικό πρόσωπο – έμπορος θα μπορεί να εντάξει στη διαδικασία του νόμου και κάθε άλλη προσωπική του οφειλή, όπως π.χ. το στεγαστικό του δάνειο. Θα κινδυνεύει, με αυτόν τον τρόπο, ο νόμος να οδηγεί στο άτοπο – όπως το χαρακτηρίζουν – αποτέλεσμα, οι έμποροι να κηρύσσονται σε πτώχευση για τις ατομικές καταναλωτικές τους οφειλές. Στο πλαίσιο αυτό, η ΕΕΤ έχει προτείνει τη διαγραφή της φράσης «αποτελούν οφειλές από άλλη αιτία», ώστε ο νόμος να καλύπτει αποκλειστικά και μόνο οφειλές προερχόμενες από την επιχειρηματική δραστηριότητα του οφειλέτη.
Ελάχιστο όριο συνολικών οφειλών
Η ΕΕΤ είχε αρχικά προτείνει ως ελάχιστο συνολικό ύψος οφειλών έναντι όλων των πιστωτών το ποσό των 150.000 ευρώ. Κατά το στάδιο των συζητήσεων, η ΕΕΤ υποχώρησε και έθεσε το όριο σε 50.000 ευρώ. Στο σχέδιο νόμου το ελάχιστο όριο οφειλών καθορίζεται στα 20.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να επιβαρύνεται η διαδικασία με σημαντικό αριθμό επιπλέον αιτήσεων. Με τη διεύρυνση αυτή, συνεχίζουν οι τράπεζες, ο νόμος θα χάσει τον προσανατολισμό του και θα αχρηστευθεί στην πράξη.
Το ηλεκτρονικό σύστημα, οι συντονιστές, οι υπάλληλοι του Δημοσίου και των Οργανισμών Κοινωνικής Ασφάλισης, όπως ασφαλώς και οι τράπεζες θα πρέπει, ανάλογα με τη σειρά προτεραιότητας υποβολής της αιτήσεως, να ασχολούνται με ασήμαντες πλην χρονοβόρες υποθέσεις, με αποτέλεσμα οι σημαντικοί οφειλέτες να έχουν την άνεση να διαφεύγουν, αλλά και να απέχουν από κάθε πρωτοβουλία ρύθμισης των οφειλών τους. Αυτό σημαίνει ότι μέχρι τότε μόνο οφειλέτες με σημαντικά χαμηλές οφειλές θα εκδηλώσουν ενδιαφέρον συμμετοχής και το όφελος θα είναι ασήμαντο.
Να καταργηθεί η διαδικασία δικαστικής επικύρωσης και να δοθεί δικαίωμα τριτανακοπής στους θιγούμενους τρίτους
Για αδιέξοδο κάνουν λόγο οι τραπεζίτες, λόγω της υπερφόρτωσης των δικαστηρίων. Σε αυτό το πλαίσιο, επισημαίνουν ότι σήμερα οι εκκρεμείς αιτήσεις του νόμου Κατσέλη ανέρχονται τουλάχιστον σε 155.000 και υπάρχουν περιπτώσεις στις οποίες η δικάσιμος έχει προσδιοριστεί για το 2032. Η ΕΕΤ θεωρεί ότι το πρακτικό του εξωδικαστικού συμβιβασμού θα πρέπει απλά και μόνο να κατατίθεται προς επικύρωση στο Δικαστήριο, καθώς η μέσω του Πολυμελούς Πρωτοδικείου επικύρωση των συμβάσεων αναδιάρθρωσης οφειλών, η οποία προτείνεται στο σχέδιο νόμου, επιβαρύνει χρονικά τη διαδικασία σε μεγάλο βαθμό.
Με τον πλέον αισιόδοξο υπολογισμό η διαδικασία θα διαρκεί περίπου 18 μήνες. Η ΕΕΤ προτείνει:
1) για την προστασία του οφειλέτη να είναι υποχρεωτική η προσυπογραφή της αιτήσεώς του για συμμετοχή στον εξωδικαστικό μηχανισμό από δικηγόρο.
2) Το πρακτικό αναδιάρθρωσης να κατατίθεται στη Γραμματεία του Μονομελούς Πρωτοδικείου.
3) Κάθε τρίτος πιστωτής που θεωρεί ότι θίγεται από τη συμφωνία, να έχει το δικαίωμα ασκήσεως τριτανακοπής εντός προθεσμίας 30 ημερών από την κατάθεση του πρακτικού.
Υποβολή της αίτησης αποκλειστικά και μόνο με ηλεκτρονικά μέσα
Υλοποίηση των απαιτούμενων ηλεκτρονικών υποδομών Λαμβάνοντας υπόψη τον μεγάλο όγκο των αιτήσεων που αναμένεται να υποβληθούν με την έναρξη ισχύος του νόμου, καθίσταται σαφές ότι η υποβολή αυτών σε έγχαρτη μορφή, ή σε ηλεκτρονική πλην μη επεξεργάσιμη, μορφή (PDF), θα οδηγήσει σε υπερφόρτωση του συστήματος λόγω αδυναμίας ηλεκτρονικής επεξεργασίας των αιτήσεων και των στοιχείων που θα τις συνοδεύουν, καθιστώντας τη σχετική νομοθετική πρωτοβουλία αναποτελεσματική. Η ΕΕΤ θεωρεί ότι η εν λόγω διάταξη αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα εμπόδια και θα καταστήσει το νόμο ανενεργό.
Μη αναστολή της ισχύος της σύμβασης αναδιάρθρωσης, όσο διαρκεί η διαδικασία επικύρωσης από το Δικαστήριο
Οι τράπεζες είναι αντίθετες με τη διαδικασία της δικαστικής επικύρωσης, ωστόσο, αν αυτή διατηρηθεί, τότε θα πρέπει ρητά να προβλεφθεί ότι η υποβολή της αιτήσεως επικύρωσης δεν αναστέλλει την εκτέλεση της συμφωνίας αναδιάρθρωσης.
Σύμφωνα με τις τράπεζες ο νόμος θα πρέπει να προβλέπει, ότι από την κατάθεση της αιτήσεως, μέχρι και την έκδοση αποφάσεως δεν θα αναστέλλεται κάθε διαδικασία είσπραξης της απαιτήσεως από τον οφειλέτη, και μάλιστα ακόμη και το προπαρασκευαστικό στάδιο του κώδικα δεοντολογίας. Επίσης, θα πρέπει να απαλειφθεί το άρθρο που προβλέπει ότι μόνη η κατάθεση της αιτήσεως θα αναστέλλει τη διαδικασία του Κώδικα Δεοντολογίας.
Εάν ανασταλεί η εφαρμογή του κώδικα, τότε ο οφειλέτης θα μπορεί με την απλή υποβολή της αιτήσεως να καταλύει όχι μόνο κάθε δικαστική αλλά και κάθε εξώδικη διαδικασία. Το ορθό είναι να αναστέλλεται η εφαρμογή του κώδικα δεοντολογίας μόνο μετά την αξιολόγηση της αιτήσεως (δηλαδή αφού διαπιστωθεί η πληρότητά της) και εισέλθουμε στο στάδιο ψηφοφορίας των δανειστών.
Τέλος, οι τράπεζες εκτιμούν ότι η ρύθμιση του άρθρου 13 περί αυτοδίκαιης αναστολής των πράξεων αναγκαστικής εκτέλεσης αποτελεί την κατεξοχήν ρύθμιση που είναι ευεπίφορη σε καταχρήσεις από κακόπιστους οφειλέτες. Ζητούν η απόφαση άρσης της αναστολής να λαμβάνεται από την πλειοψηφία του 60% των απαιτήσεων των πιστωτών, κατ’ αναλογία με τα ισχύοντα για την επίτευξη του εξωδικαστικού συμβιβασμού.
Με λίγα λόγια, οι Έλληνες τραπεζίτες τα θέλουν όλα δικά τους. Και να αποφασίζουν ποιος είναι στρατηγικός κακοπληρωτής και να διατάσσουν αν θα μπορέσει να κρατήσει την επιχείρησή του, ή θα του την αρπάξουν για να την πουλήσουν, κι έτσι να φανούν σαν τα καλά παιδιά που κάνουν αυτά που τους λένε ο SSM και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα.
Ήδη ξεκίνησαν τον αδυσώπητο αγώνα τους κατά των χιλιάδων Ελλήνων δανειοληπτών, στέλνοντας εξώδικα σε 50.000 «κόκκινους» δανειολήπτες! Κάνουν λόγο για δήθεν «σαφάρι» για τον εντοπισμό των στρατηγικών κακοπληρωτών. Αλλά είναι δυνατόν οι στρατηγικοί κακοπληρωτές να είναι τόσοι πολλοί; Ήδη λοιπόν οι τράπεζες έχουν στείλει 50.000 εξώδικα, με τα οποία ζητούν το σύνολο της οφειλής, ιδίως από δανειολήπτες που δεν έχουν πληρώσει δόσεις για διάστημα μεγαλύτερο των 720 ημερών. Οι εξώδικες καταγγελίες είναι πάνω-κάτω ίδιες, απευθύνονται στον δανειολήπτη και μεταξύ άλλων αναφέρουν: «Επειδή παρά τις επανειλημμένες οχλήσεις μας δεν έχετε προβεί στην εξόφληση της ως άνω καθυστερημένης οφειλής, όπως υποχρεούστε από τη μεταξύ μας σύμβαση, σας δηλώνουμε ότι ρητά καταγγέλλουμε τη σύμβαση και σας καλούμε να εξοφλήσετε εντός τριών ημερών από την κοινοποίηση της παρούσας το ποσό των…» και αναφέρεται το σύνολο της οφειλής.
Βέβαια ακόμη και με αυτά τα εξώδικα αφήνουν ένα «παράθυρο» ώστε ακόμη και στο και πέντε ο δανειολήπτης να προχωρήσει σε κάποιου είδους ρύθμιση καθώς σημειώνεται: «Για οποιαδήποτε διευκρίνιση σχετικά με την οφειλή σας ή και τον τρόπο εξόφλησης αυτής καλέστε στον τάδε αριθμό εργάσιμες μέρες και ώρες». Ταυτόχρονα οι τράπεζες απευθύνονται σε όλους τους δανειολήπτες με «κόκκινες» οφειλές καλώντας τους να ρυθμίσουν τα δάνειά τους. Προσφέρουν δε λύσεις περισσότερο ελαστικές απ’ ότι στο πρόσφατο παρελθόν αφού το ζητούμενο πλέον είναι να γυρίσουν στην «πράσινη» περιοχή όσο τον δυνατόν μεγαλύτερο αριθμό από τα καθυστερούμενα δάνεια και μέσα στις προθεσμίες που έχουν συμφωνήσει με το SSM. Δηλαδή να περιορίσουν κατά 40,2 δισ. ευρώ τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα μέχρι το τέλος του 2019, ώστε να διαμορφωθούν στα 66,7 δισ. ευρώ.
Με λίγα λόγια, ξεκίνησαν τον εκβιασμό των 50.000 Ελλήνων δανειοληπτών, τώρα που ο SSM τους έβαλε το μαχαίρι στο λαιμό. Γιατί όμως δεν πρότειναν ελαστικές ρυθμίσεις εδώ και τόσα χρόνια, από το 2009, ώστε να μπορούν οι δανειολήπτες να εξυπηρετούν τα δάνειά τους σύμφωνα με την πραγματική οικονομική τους κατάσταση; Αυτή είναι ακόμη μία παράλειψη των ίδιων των τραπεζών, που είχε ως αποτέλεσμα την αύξηση του αριθμού των κόκκινων δανείων. Και τώρα οι τραπεζίτες, θέλουν να τιμωρήσουν τους δανειολήπτες για τις παραλείψεις που οφείλονται στις διοικήσεις των τραπεζών.