Ποιος ελέγχει τις ελληνικές τράπεζες που παρανομούν;
Εδώ και χρόνια, οι τραπεζίτες σε όλο τον κόσμο, καταστρώνουν σχέδια πίσω από κλειστές πόρτες, κανονίζουν και αποφασίζουν πώς θα πάει η οικονομία και ποτέ δεν τους ελέγχει κανείς. Αντίθετα οι κυβερνήσεις των κρατών, μετατράπηκαν σιγά – σιγά σε δούλοι των τραπεζών και κάνουν ό,τι τους πουν οι τραπεζίτες, αδιαφορώντας για τις επιπτώσεις που θα έχουν οι αποφάσεις τους στις ζωές των συμπατριωτών τους. Αρκεί να τους πετάξουν οι τραπεζίτες κανένα κοκαλάκι να γλείψουν κι αυτοί και να μην έχουν την ίδια μοίρα με όλους τους άλλους ανθρώπους.
Αλλά σιγά – σιγά, κάποιοι διαπιστώνουν ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος έλεγχος. Όμως, πόσο καλά λειτουργεί η τραπεζική εποπτεία στην ευρωζώνη; Οι δραστηριότητες των τραπεζών είναι συχνά αδιαφανείς. Αυτό που γίνεται πάντως εύκολα αντιληπτό είναι ότι οι τραπεζικές κρίσεις οδηγούν την οικονομία σε πανικό. Η ευρωπαϊκή τραπεζική εποπτεία προσπαθεί να τις αποτρέψει. «Θα ήταν καλό η ΕΚΤ να αναλάβει τώρα την εποπτεία των μεγαλύτερων ευρωπαϊκών χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων» είχε πει τον Νοέμβριο του 2014 ο γερμανός υπ. Οικονομικών Β. Σόιμπλε, όταν η ΕΚΤ αποφάσισε να ελέγξει τις μεγαλύτερες συστημικές τράπεζες της ευρωζώνης. Όπως γράφει η Deutsche Welle, η κίνηση αυτή θεωρήθηκε ως ένα θετικό βήμα προκειμένου να αποφευχθούν οι σοβαρές «στραβοτιμονιές» των τραπεζών και να προστατευθούν οι απλοί φορολογούμενοι. Το σύστημα τραπεζικής εποπτείας πρέπει να μεριμνά ούτως ώστε οι τράπεζες να μην αναλαμβάνουν κινδύνους, τους οποίους δεν μπορούν να διαχειριστούν μόνες τους. Την ίδια χρονιά η επικεφαλής του νεοσυσταθέντος τότε Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM) Nτανιέλ Νουί, είχε πει στο πλαίσιο ακρόασης στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο: «Περιμένουμε ότι τα κενά στη χρηματοδότηση θα μπορούν να καλύπτονται από ιδιωτικές πηγές». Ενδιαφέρον έχει μια σύντομη ιστορική αναδρομή. Μέχρι τη δεκαετία του 1920 δεν υπήρχε απολύτως καμία αρχή τραπεζικής εποπτείας στον κόσμο. Οι τράπεζες ευθύνονταν οι ίδιες για τις επιχειρηματικές δραστηριότητες στις οποίες επιδίδονταν με τα χρήματα των πελατών τους. Για το λόγο αυτό διατηρούσαν κατά κανόνα επαρκή κεφάλαια προκειμένου να διασφαλιστούν έναντι πιθανών κινδύνων. Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει μετά το χρηματιστηριακό κραχ του 1929, που οδήγησε σε μια παγκόσμια οικονομική κρίση. Έκτοτε τόσο στις ΗΠΑ όσο και στον ευρωπαϊκό χώρο αναζητήθηκαν τρόποι αποτελεσματικού ελέγχου των χρηματαγορών. Μεταπολεμικά και για πολλές δεκαετίες η κατάσταση διεθνώς έμοιαζε υπό έλεγχο.
Μέχρι τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση του 2007 και 2008 μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers. Τότε φάνηκε στην πράξη ότι τα βήματα που είχαν γίνει μέχρι τότε δεν ήταν επαρκή. Πολλές τράπεζες ανά τον κόσμο έπεσαν έξω στους υπολογισμούς τους και σώθηκαν εν τέλει από τα χρήματα των απλών φορολογούμενων. Σε παγκόσμιο επίπεδο όλη αυτή η περιπέτεια στοίχισε δισεκατομμύρια. Παράλληλα αυτό που έγινε κατανοητό στον απλό κόσμο είναι ότι οι τράπεζες κρατούν για τις ίδιες τα κέρδη, ενώ «κοινωνικοποιούν» τις απώλειες. Με λίγα λόγια οι φορολογούμενοι έπρεπε –και πρέπει ακόμη ως ένα βαθμό- να αναλαμβάνουν την ευθύνη για τις αποτυχίες των τραπεζών. Υπό αυτό το πρίσμα, η ΕΚΤ έκρινε ότι έπρεπε να υιοθετηθεί ένας τρόπος αξιόπιστου υπολογισμού των ορίων αντοχής των μεγάλων τραπεζών σε περίπτωση κρίσης. Στην ουσία αυτό που κάνει η ΕΚΤ στο πεδίο αυτό είναι να αποτιμά τη δυνατότητα των χρηματοπιστωτικών ιδρυμάτων να είναι σε θέση να διαχειριστούν αυτόνομα τους κινδύνους που αναλαμβάνουν. Για το λόγο αυτό η ΕΚΤ επιτηρεί κυρίως τράπεζες που έχουν την έδρα τους σε κάποια χώρα-μέλος της ευρωζώνης. Προχωρά σε ελέγχους των λογιστικών τους βιβλίων και διεξάγει τα λεγόμενα τεστ αντοχής (stress test) ανά τακτά χρονικά διαστήματα. Το επόμενο stress test είναι προγραμματισμένο για το 2018. Σε αυτά τα τεστ, τα οποία βρίσκονται ειδικότερα υπό την εποπτεία του Ενιαίου Εποπτικού Μηχανισμού (SSM), μπορούν να υπαχθούν και τράπεζες άλλων ευρωπαϊκών χωρών εκτός ευρωζώνης, εφόσον το επιθυμούν. Αξίζει να σημειωθεί ότι ο SSM τελεί σε συνεργασία με τους ελεγκτές της ΕΚΤ αλλά και τις αρμόδιες αρχές των επιμέρους χωρών. Μέχρι στιγμής στους τακτικούς αυτούς ελέγχους υπόκεινται 120 τράπεζες, 21 εξ αυτών γερμανικές. Ωστόσο η θεσμοθέτηση αυτού του ενιαίου μηχανισμού τραπεζικής εποπτείας συνάντησε έντονη κριτική, ιδίως κατά την πρώτη περίοδο της λειτουργίας του. Η κριτική αυτή εκκινούσε κυρίως από τη Γερμανία, η οποία εξαρχής έβλεπε την ΕΚΤ αποκλειστικά σαν «φύλακα του κοινού νομίσματος» με μόνη αποστολή τη διατήρηση της νομισματικής σταθερότητας εντός ευρωζώνης. Σφοδρή κριτική στον SSM έχει ασκήσει στο παρελθόν μάλιστα ο Γενς Βάιντμαν, πρόεδρος της Bundesbank και μέλος του Διευθυντηρίου της ΕΚΤ. Για τον Βάιντμαν η ΕΚΤ δεν μπορεί ταυτόχρονα να επιτελεί διπλό ρόλο: από τη μία αυτόν του επόπτη της λειτουργίας των τραπεζών και από την άλλη αυτόν τον εγγυητή της σταθερότητας του ευρώ. Σε κάθε περίπτωση σήμερα είναι ημέρα απολογισμού τόσο για τον SSM και την επικεφαλής του Ντανιέλ Νουί όσο και για την ΕΚΤ, δεδομένου ότι ο νέος ακόμη αυτός μηχανισμός τελεί υπό τη σκέπη της. Όταν ανέλαβε τα ηνία του SSM η Νουί είχε εκφράσει την αισιοδοξία της ότι στο μέλλον οι τράπεζες θα είναι σε θέση να μπορούν να καλύπτουν τις ίδιες ανάγκες τους με μέτρα που θα λαμβάνουν εκ των έσω, αλλά και από τις διεθνείς χρηματαγορές. Εξαρχής στόχος ήταν η προστασία των φορολογούμενων. Το ζητούμενο είναι να παραμείνει ο ίδιος στόχος και στο μέλλον. Αλλά το ερώτημα παραμένει. Ασκεί έλεγχο η ΕΚΤ στις ευρωπαϊκές τράπεζες; Ασκεί έλεγχο στις ελληνικές τράπεζες; Γνωρίζει η ΕΚΤ τις παρανομίες των ελληνικών τραπεζών; Κι αν τις γνωρίζει, τι κάνει γι αυτό;