ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΓΓ ΤΗΣ ΚΕ ΤΟΥ ΚΚΕ ΔΗΜΗΤΡΗ ΚΟΥΤΣΟΥΜΠΑ ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΩΝ ΠΡΟΤΑΣΕΩΝ ΤΟΥ ΚΚΕ ΓΙΑ ΤΗ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΙΚΗ ΑΝΑΘΕΩΡΗΣΗ
Φίλοι και Φίλες
Συντρόφισσες και Σύντροφοι
Παρουσιάζουμε σήμερα την πρόταση της Κοινοβουλευτικής Ομάδας του ΚΚΕ για τη συνταγματική αναθεώρηση. Την πρότασή μας έχουμε δημοσιοποιήσει και η σχετική διαδικασία έχει ήδη ξεκινήσει στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής.
Παρά το γεγονός ότι η διαδικασία, που επέλεξε κυρίως η κυβέρνηση και η κοινοβουλευτική πλειοψηφία του ΣΥΡΙΖΑ, για να διεξαχθεί η συγκεκριμένη συζήτηση μέσα στη Βουλή, με ασφυκτικά χρονοδιαγράμματα, δεν βοηθά στην ουσιαστική κι όχι επιφανειακή ενημέρωση του λαού για τις θέσεις των κομμάτων…
Εντούτοις εμείς καλούμε κάθε εργαζόμενο, κάθε νέο, κάθε άνθρωπο που νοιάζεται πραγματικά για τα εργατικά, λαϊκά, κοινωνικά δικαιώματα, για τις λαϊκές – δημοκρατικές ελευθερίες, για τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, να μελετήσει καλά την πρόταση του ΚΚΕ. Γιατί η διαστρέβλωση δίνει και παίρνει…
Άλλωστε, πάνω από όλα, οι θέσεις που διατυπώνονται σε αυτήν την πρόταση, πρέπει να γίνουν άξονες πάλης του εργατικού-λαϊκού κινήματος.
Οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, της ΝΔ και άλλων δυνάμεων, κινούνται σε διαμετρικά αντίθετη κατεύθυνση από τη δική μας, κινούνται σε άλλο μήκος κύματος, που δεν υπηρετεί τα λαϊκά συμφέροντα. Συνεπώς, δεν τρέφουμε και αυταπάτες, με βάση τον σημερινό συσχετισμό στη βουλή, ότι αυτές οι ριζοσπαστικές, προοδευτικές προτάσεις μας, που μας πάνε μπροστά, μπορούν να υιοθετηθούν, από όλους αυτούς.
Άλλωστε, οι συζητήσεις, που έχουν ήδη ξεκινήσει στην αρμόδια επιτροπή της βουλής, για τη συνταγματική αναθεώρηση, αποδεικνύουν του λόγου το αληθές.
Δεν είναι τυχαίο ότι οι άλλες πολιτικές δυνάμεις -και κυρίως ο ΣΥΡΙΖΑ- αρνούνται να υιοθετήσουν ακόμη και ορισμένα υπερώριμα αιτήματα, όπως είναι η πλήρης κατάργηση του άρθρου 86 για την ποινική ευθύνη υπουργών, για να υπάρχει πραγματική ισότιμη μεταχείριση των υπουργών με τους απλούς πολίτες, σε ό,τι αφορά την ποινική αντιμετώπιση.
Ή όπως είναι ο πλήρης διαχωρισμός κράτους – εκκλησίας, παρά τις προεκλογικές διακηρύξεις τους. Διαχωρισμός, που δεν είναι παρά ένας αστικός δημοκρατικός εκσυγχρονισμός, που έχει ξεκινήσει εδώ και δύο αιώνες σε κάποιες χώρες και έχει συντελεστεί εδώ και δεκαετίες σε άλλες χώρες.
Και αντί γι’ αυτά αρκούνται σε ορισμένα ημίμετρα, που δεν λύνουν το ουσιαστικό πρόβλημα.
Όπως είπαμε και στη συζήτηση στην ολομέλεια για τη συνταγματική αναθεώρηση, οι πραγματικοί στόχοι και του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ, είναι άλλοι.
Από τη μια μεριά -με τις συγκεκριμένες προτάσεις τους- υπηρετούν τις ίδιες τις ανάγκες του σημερινού σάπιου αστικού πολιτικού συστήματος, προκειμένου αυτό να εξασφαλίσει απρόσκοπτα την κυριαρχία του.
Και από την άλλη τροφοδοτούν -και με αφορμή αυτή τη συζήτηση- τη μεταξύ τους προεκλογική κάλπικη αντιπαράθεση, στήνοντας ψεύτικες διαχωριστικές γραμμές, στην απέλπιδα προσπάθειά τους να κρύψουν τη στρατηγική τους σύμπλευση στα κρίσιμα για τη ζωή του λαού ζητήματα.
Έτσι παίζεται, χρόνια τώρα, το δικομματικό – διπολικό παιχνίδι, με στόχο να εγκλωβίζεται η λαϊκή δυσαρέσκεια ανάμεσα στους δύο πόλους, ενώ το σύστημα έχει τη δυνατότητα, όταν ο ένας χρεοκοπεί, να έχει έτοιμο τον άλλο για να πάρει τη σκυτάλη και να συνεχίσει στον ίδιο αντιλαϊκό δρόμο.
Το Σύνταγμα κατοχυρώνει την εξουσία της κυρίαρχης τάξης, στην προκειμένη περίπτωση το αστικό Σύνταγμα κατοχυρώνει την εξουσία της αστικής τάξης, διασφαλίζει τα δικά της συμφέροντα, τις δικές της συμμαχίες, προωθεί τους στόχους και τις επιδιώξεις της.
Απ΄ αυτή τη σκοπιά, κι όλες οι αναθεωρήσεις του Συντάγματος έχουν γίνει και γίνονται, για να διασφαλιστεί η σταθερότητα της αστικής εξουσίας και για να αποτυπωθούν σε νομική-συνταγματική μορφή, οι νέες ανάγκες του συστήματος, όπως αυτές διαμορφώνονται στην πορεία των εξελίξεων.
Κι αυτό βέβαια δεν μπορεί να το κρύψει η αντιπαράθεση ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και στη ΝΔ για δευτερεύοντα ζητήματα.
Αυτό το στόχο υπηρέτησαν όλες οι αναθεωρήσεις που προχώρησαν πριν οι κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ.
Αυτό το στόχο υπηρετεί και η τωρινή αναθεώρηση, όπως προκύπτει από τις προτάσεις, κυρίως του ΣΥΡΙΖΑ, αλλά και της ΝΔ.
Είναι χαρακτηριστικό προς αυτό ότι οι προηγούμενες αναθεωρήσεις του ελληνικού Συντάγματος, προχώρησαν μια σειρά αλλαγές που αφορούσαν το πεδίο της οικονομίας, την ελευθερία δράσης του κεφαλαίου, που έθετε η ενσωμάτωση της χώρας μας στο λάκκο των λεόντων, στο ευρωενωσιακό πλαίσιο.
Αντίστοιχα, ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο η ισχύς του δικαίου της ΕΕ, όχι μόνο έναντι των κοινών νόμων, αλλά και έναντι του ίδιου του Συντάγματος.
Με βάση τα παραπάνω υλοποιήθηκαν και εξακολουθούν να υλοποιούνται:
– Η αστική πολιτική μέσω των μνημονίων,
– Η ασφυκτική επιτροπεία,
– Το σύνολο των μέτρων υπέρ του κεφαλαίου,
Όλα όσα δηλαδή, εκπορεύονται από την ΕΕ και ισχύουν για όλα τα κράτη-μέλη της.
Γι’ αυτό το λόγο και πολλά από τα μέτρα της εποχής των μνημονίων, που έρχονταν έστω σε μια τυπική αντίθεση με το Σύνταγμα, νομιμοποιούνταν τελικά, μέσω της επίκλησης των ευρωενωσιακών κανόνων, που έχουν αυξημένη ισχύ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, παρά το γεγονός ότι ασκούσε κριτική παλιότερα σε αυτές τις αλλαγές, παρά το γεγονός ότι και σήμερα μιλάει υποκριτικά για τα λεγόμενα υπερεθνικά κέντρα που επιβάλλουν στους λαούς τις διάφορες αντιλαϊκές πολιτικές, εντούτοις με την πρότασή του, δεν θίγει στο ελάχιστο, καμιά από απ΄ αυτές τις αντιδραστικές αλλαγές, που κατοχυρώνουν την ισχύ αυτών των λεγόμενων υπερεθνικών κέντρων.
…Αν και, εδώ που τα λέμε, ο όρος “υπερεθνικά κέντρα” δεν είναι και ο πλέον δόκιμος.
Εμείς για την ακρίβεια, μιλάμε για διακρατικές συμμαχίες, στις οποίες κάθε αστικό κράτος συμμετέχει συνειδητά, ανάλογα με τη δύναμή του, παραχωρεί μέρος της κυριαρχίας του, έτσι ώστε να αντλήσει οφέλη, για λογαριασμό της εγχώριας άρχουσας τάξης κι όχι φυσικά για το λαό.
Κι αυτά τα οφέλη αφορούν και στην υλοποίηση αντεργατικών – αντιλαϊκών μέτρων, αλλά και σε ό,τι αφορά τη συμμετοχή του ελληνικού κεφαλαίου σε μια πιο διευρυμένη αγορά.
Αυτό έγινε και με τη συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ και την ΟΝΕ.
Ο ΣΥΡΙΖΑ, όχι μόνο νομιμοποιεί αυτές τις αλλαγές που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, αλλά έχει γίνει και ο καλύτερος προπαγανδιστής της εμβάθυνσης της ΕΕ.
Δεν είναι τυχαίο, ότι αναγνωρίζεται ως ο καλύτερος μαθητής από τα επιτελεία των Βρυξελλών.
Ικανός μάλιστα να κάνει και «ιδιαίτερα μαθήματα» σε άλλους λαούς για το ότι η επιλογή της ρήξης με αυτές τις λυκοσυμμαχίες, δεν πρέπει καν να περνάει από το μυαλό τους!
Όλα τα υπόλοιπα, για την εμβάθυνση της δημοκρατίας και της λαϊκής κυριαρχίας, που επιστρατεύει η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ για να σερβίρει την πρότασή της, είναι απλώς το περιτύλιγμα, που όμως δεν μπορεί να κρύψει το αντιδραστικό περιεχόμενο συνολικά του Συντάγματος.
Φίλες και Φίλοι
Συντρόφισσες και Σύντροφοι
Ο πρώτος βασικός στόχος της συνταγματικής αναθεώρησης, είναι η εξασφάλιση της κυβερνητικής πολιτικής σταθερότητας, δηλαδή όπως το λέει ο λαός, για να μην τρίξει και σπάσει η καρέκλα της εξουσίας τους.
Ή -όπως άλλοι πιο κομψά λένε- για να διατηρηθεί η “πολιτική συνέχεια”, προκειμένου να μη διαταράσσεται η συνέχεια της εφαρμογής της αντιλαϊκής πολιτικής από την εκάστοτε συγκυρία.
Για παράδειγμα, εκτιμούν ότι η εκλογή του Προέδρου της Δημοκρατίας ή ακόμη και η πίεση που μπορεί να ασκήσει ο λαϊκός παράγοντας σε μια δεδομένη στιγμή, είναι παράγοντες που μπορούν να ανακόψουν το αντιλαϊκό “έργο” τους.
Γι’ αυτό και η πρόταση της κυβέρνησης για την προεδρική εκλογή, όπως λένε, κινείται στην κατεύθυνση να μην …διαταράσσεται η κυβερνητική σταθερότητα!
Λες κι ο λαός τους ψηφίζει, τους εκλέγει για να έχει σταθερότητα στη μείωση του εισοδήματός του, σταθερότητα στην φοροληστεία του, σταθερότητα να σπέρνουν βάσεις θανάτου!
Μάλιστα, η συγκεκριμένη κυβερνητική πρόταση για την αλλαγή του Συντάγματος, συνοδεύεται ουσιαστικά και με μια ακόμα δήλωση μετάνοιας του κ. Τσίπρα για τη στάση που είχε κρατήσει το κόμμα του ως αξιωματική αντιπολίτευση το 2014, κατά τη διάρκεια της προεδρικής εκλογής.
Δεν μας εξέπληξε καθόλου.
Αυτά επιδιώκουν με την πρότασή τους για την εκλογή του ΠτΔ και τη λεγόμενη εποικοδομητική ψήφο δυσπιστίας.
Πρακτικά, μπορεί να οδηγήσει στο εξής αποτέλεσμα: Κυβερνήσεις που έχουν χάσει την πλειοψηφία της βουλής να παραμένουν στη θέση τους, παρά και ενάντια, αν θέλετε, και τη θέληση του λαού.
Στο ίδιο, όμως αποτέλεσμα, από άλλο δρόμο, οδηγεί και η πρόταση της ΝΔ για σταθερούς κι αδιάκοπους τετραετείς κοινοβουλευτικούς – κυβερνητικούς κύκλους…
Βλέπετε λοιπόν, πως σε ένα κρίσιμης σημασίας ζήτημα και παρά τις επιμέρους διαφοροποιήσεις, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ όσο και η ΝΔ, ταυτίζονται στο βασικό στόχο.
Επιδιώκουν μονιμότερες, σταθερές αντιλαϊκές, αστικές κυβερνήσεις συνεργασίας, ακόμη και μειοψηφίας.
Όχι μόνο για να μοιράζεται σε περισσότερα από ένα αστικά κόμματα η ευθύνη της αντιλαϊκής πολιτικής, αλλά και για να μπορεί αυτή να υλοποιείται απρόσκοπτα, χωρίς εμπόδια, κενά και παρεμβολές.
Από αυτήν την άποψη, είναι κρίσιμο ζήτημα για το λαό, όχι μόνο να μη φοβηθεί, να μη συναινέσει, αλλά και να αντιπαλέψει αυτό το στόχο της περιβόητης κυβερνητικής πολιτικής σταθερότητας.
Όσο το κεφάλαιο χρειάζεται σταθερότητα στην εφαρμογή της αντιλαϊκής πολιτικής για την κερδοφορία και την ανταγωνιστικότητά του, η εργατική τάξη, ο λαός, πρέπει με την πάλη τους, να επιδιώκουν το αντίθετο. Για να καθυστερούν, να βάζουν εμπόδια στο δρόμο αυτό, να φτιάχνουν δηλαδή τα ρυάκια που θα οδηγούν στο ποτάμι που θα μας βγάλει στη θάλασσα των ριζικών αλλαγών.
Ο δεύτερος στόχος, τον οποίο έχει ομολογήσει και ο κ. Τσίπρας, είναι η αναπαλαίωση αυτού του σάπιου, διεφθαρμένου, αστικού πολιτικού συστήματος, απέναντι στο οποίο υπάρχει έντονη λαϊκή δυσαρέσκεια.
Επιδιώκουν να αναστηλώσουν ένα σύστημα, το οποίο έχει καταπέσει στα μάτια του λαού, όχι μόνο γιατί κάθε τρεις και λίγο, βγάζουν στην επιφάνεια νέα σκάνδαλα, ξεθάβουν τα παλιά, αλλά και γιατί, πάνω από όλα, αυτό το πολιτικό σύστημα, ευθύνεται για τα απανωτά μνημόνια, το αντεργατικό αντιλαϊκό οικοδόμημα, το οποίο γιγαντώθηκε στα χρόνια της κρίσης.
Χρεώνεται την ασυνέπεια λόγων και έργων. Ιδιαίτερα, στο τελευταίο αυτό ζήτημα, ο ΣΥΡΙΖΑ κατέχει τα πρωτεία.
Και επειδή αυτοί οι στόχοι προφανώς δεν είναι προοδευτικοί -ίσα ίσα είναι καραμπινάτοι αντιδραστικοί- γι’ αυτό ακριβώς ο ΣΥΡΙΖΑ συμπίπτει σε αυτούς τους στόχους και με τον έτερο πόλο, τη ΝΔ.
Φυσικά, δεν είναι η πρώτη φορά, που αντιδραστικοί στόχοι, περιβάλλονται με πομπώδη συνθήματα και μεγαλόστομες διακηρύξεις, όπως: «τομή στη δημοκρατία», «εμβάθυνση της δημοκρατίας», «προστασία των κοινωνικών δικαιωμάτων», εμφανίζονται ως «πρόοδος» και «ρήξη» με το παλιό συντηρητικό και φθαρμένο πολιτικό σύστημα…!
Και γύρω απ’ αυτά τα ψευδεπίγραφα συνθήματα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ επιχειρεί να στήσει τον διπολικό καβγά της με τη ΝΔ.
Άλλωστε και σήμερα, υπάρχουν στο ισχύον Σύνταγμα, διακηρύξεις για αναγνώριση δικαιωμάτων, όπως για το δικαίωμα στην εργασία, για το δικαίωμα στη στέγη, για το δικαίωμα στην απεργία, για το δικαίωμα του συναθροίζεσθαι κλπ.
Όμως αυτές οι αναφορές, καθόλου δεν απέτρεψαν όλα αυτά τα χρόνια, η ανεργία να εκτοξευτεί στα ύψη, ο λαός να πληρώνει επιπλέον φόρο, νοίκι δηλαδή για το ίδιο του το σπίτι.
Δεν απέτρεψαν ούτε τις κατασχέσεις και τους πλειστηριασμούς, που για τις λαϊκές κατοικίες έχουν πάρει τη μορφή χιονοστιβάδας.
Δεν σταμάτησαν τη βιομηχανία έκδοσης δικαστικών αποφάσεων, που χαρακτηρίζουν τις απεργίες παράνομες και καταχρηστικές.
Γιατί η αναγνώριση αυτών των δικαιωμάτων είναι τυπική, καταντά ένα «άδειο πουκάμισο», αφού την ίδια στιγμή υπάρχει ένα σύνολο από ρήτρες, εξαιρέσεις, εκτελεστικούς νόμους που τα καταστρατηγούν στην πράξη, για να προστατεύσουν τον υπέρτατο νόμο, που είναι το καπιταλιστικό κέρδος, την ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, τις εκμεταλλευτικές σχέσεις, σε τελική ανάλυση τη δικτατορία του κεφαλαίου.
Η αναφορά στα διάφορα αστικά συντάγματα -και στο ελληνικό βεβαίως- για την ισότητα των πολιτών, είναι ψεύτικη.
Γιατί είναι μόνο τυπική, αφού εξισώνει τον κάτοχο του κεφαλαίου με τον κάτοχο της εργατικής δύναμης, εξισώνει τον εκμεταλλευτή με τον εκμεταλλευόμενο.
Δεν είναι πραγματικά ίσος ο εργάτης, ο άνεργος, ο φτωχός αγρότης και αυτοαπασχολούμενος, με αυτόν που έχει στα χέρια του τον πλούτο, που έχει στην ιδιοκτησία του μεγάλες επιχειρήσεις, με τις οποίες μπορεί να προσλαμβάνει και να απολύει. Που έχει στα χέρια του Μέσα Ενημέρωσης και άλλους μηχανισμούς, άρα όχι μόνο επηρεάζει, αλλά και χειραγωγεί τη λαϊκή συνείδηση.
Θα μπορούσαμε απλά και μόνο να πούμε, ότι είναι πρόκληση να μιλάει ο ΣΥΡΙΖΑ για δημοκρατία, λαϊκή κυριαρχία, τη στιγμή που η κυβέρνησή του, επιτίθεται στα εργατικά, λαϊκά, δημοκρατικά δικαιώματα κι ελευθερίες, τη στιγμή που στους χώρους δουλειάς, οργιάζει η τρομοκρατία και ο αυταρχισμός, η συμμετοχή σε μια απεργία πολλές φορές ισοδυναμεί με απόλυση.
Και η πρόκληση απέναντι στους εργαζόμενους, γίνεται ακόμα μεγαλύτερη, αν σκεφτεί κανείς ότι, αυτή η κυβέρνηση, δίπλα στην εργοδοτική αυθαιρεσία, έβαλε με το νόμο της επιπλέον εμπόδια στο δικαίωμα της απεργίας.
Ωστόσο, ακόμη και αυτές οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ, που αποτελούν τη δήθεν αντινεοφιλελεύθερη ατζέντα, δεν είναι ούτε τόσο αθώες ούτε τόσο αντινεοφιλελεύθερες όσο φαίνονται.
Για παράδειγμα, στην πρότασή του για την κοινωνική ασφάλιση, εισάγεται ο όρος της ανταποδοτικότητας, που αποτέλεσε τον πολιορκητικό κριό για όλους τους αντιασφαλιστικούς νόμους και για τη διάλυση του όποιου κοινωνικού χαρακτήρα είχε απομείνει στην ασφάλιση.
Επίσης, είναι χαρακτηριστική, τόσο στις προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ όσο και στις προτάσεις της ΝΔ, η πρόθεση να συνταγματοποιηθεί η λογική της ακραίας φτώχειας κι ενός ελάχιστου επιπέδου διαβίωσης, που πρέπει να διασφαλίζει το κράτος, και από κει και πέρα ο “σώζων εαυτό σωθήτω”.
Ή η πρόταση για να είναι μόνο τα δίκτυα διανομής του νερού και της ηλεκτρικής ενέργειας υπό δημόσιο έλεγχο, όχι για να ανακοπεί η πορεία ιδιωτικοποίησης κι απελευθέρωσης, που προχωράει με γοργούς ρυθμούς, αλλά για να αποτελέσει ο δημόσιος τομέας τον τροχονόμο αυτής της διαδικασίας.
Στην ουσία, με αυτές τις προτάσεις, προωθείται η συνταγματοποίηση των μνημονίων.
Μάλιστα, με αφορμή την αναθεώρηση του Συντάγματος, γίναμε πάλι μάρτυρες μιας κοκορομαχίας από τα παλιά. ΣΥΡΙΖΑ και ΝΔ νομίζουν ότι έχουν βρει ένα επωφελές πεδίο αποπροσανατολισμού, για τα περί ιδιωτικών πανεπιστημίων και αναθεώρησης ή μη του άρθρου 16 του Συντάγματος, παίζοντας ξεδιάντροπα με τη νοημοσύνη δεκάδων χιλιάδων φοιτητών και των οικογενειών τους.
Πολύ περισσότερο, που η στάση της ΝΔ και οι θέσεις που προβάλλει στη σχετική συζήτηση, αποτελούν βούτυρο στο ψωμί του ΣΥΡΙΖΑ για να συνεχίσει την προσπάθεια στησίματος ενός κάλπικου δίπολου για τον εγκλωβισμό δυνάμεων, στη βάση των εναλλακτικών μοντέλων αντιλαϊκής διαχείρισης, που προβάλουν και οι δύο.
Η προσπάθεια του ΣΥΡΙΖΑ να ιδεολογικοποιήσει μάλιστα την δήθεν υπεράσπιση του «δημόσιου» χαρακτήρα της Ανώτατης Εκπαίδευσης ξεφεύγει κι από τα όρια του εξοργιστικού!
Μήπως δεν είναι ο ίδιος ο κ. Τσίπρας, ο οποίος από το βήμα της βουλής δήλωσε ευθαρσώς, ότι συμμερίζεται τη ΝΔ στο στόχο για στενότερη σύνδεση των πανεπιστημίων με την καπιταλιστική αγορά και τις επιχειρήσεις, προβάλλοντας μια διαχωριστική γραμμή από τη ΝΔ, η οποία ξεπερνά και αυτά τα όρια της αστειότητας;
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ κατάφερε φέτος να πετύχει κατακόρυφη αύξηση στον αριθμό των επί πληρωμή μεταπτυχιακών προγραμμάτων. Βλέπετε στη λογική του ΣΥΡΙΖΑ το να πληρώνεις δίδακτρα σε ιδιωτικά πανεπιστήμια, είναι διαφορετικό από το να πληρώνεις σε κρατικά, όπως επιβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ στη πλειοψηφία των μεταπτυχιακών φοιτητών, ακολουθώντας σταθερά το δρόμο που είχαν χαράξει πριν από αυτόν η ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ.
Επιπλέον, η ενίσχυση της επιχειρηματικής λειτουργίας των πανεπιστημίων, στο όνομα της διοικητικής και οικονομικής αυτοτέλειας, υπό την υψηλή εποπτεία του υπουργείου, προωθείται μέσα από όλες τις νομοθετικές παρεμβάσεις του ΣΥΡΙΖΑ για την Ανώτατη Εκπαίδευση.
Ο ΣΥΡΙΖΑ συνεχίζει αυτό που έκαναν ΝΔ και ΠΑΣΟΚ. Τα ιδρύματα να λειτουργούν όπως όλες οι ιδιωτικές επιχειρήσεις.
Είναι χαρακτηριστική, άλλωστε, η πρόβλεψη του νόμου για την Έρευνα που ψήφισε η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ το 2016, περί της δυνατότητας των ΑΕΙ να πουλάνε την περιουσία τους με την ίδια ευκολία που θα έκανε ένα ΝΠΙΔ, μορφή δηλαδή που θα έχει ένα ιδιωτικό Πανεπιστήμιο.
Ίδιες είναι οι αναφορές στον ίδιο νόμο και οι θέσεις Τσίπρα- Μητσοτάκη, σχετικά με τις νέες υποδομές που θα εγκρίνονται «με όρους βιωσιμότητας των κοινωνικοοικονομικών οφελών». Κι όποιος κατάλαβε – κατάλαβε…
Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα, βέβαια, είτε είναι κρατικά είτε ιδιωτικά, λειτουργούν εκμεταλλευόμενα τη δουλειά χιλιάδων εργαζομένων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι επί ΣΥΡΙΖΑ, ο αριθμός όσων έχουν συνάψει σύμβαση με τους ειδικούς λογαριασμούς κονδυλίων έρευνας των ΑΕΙ, έχει φτάσει τους 23.583 εργαζόμενους με συμβάσεις με τους ίδιους απεχθείς όρους που θα υπέγραφαν με αντίστοιχες καπιταλιστικές επιχειρήσεις του ιδιωτικού τομέα. Με αποσάρθρωση των όποιων εργασιακών δικαιωμάτων, με ενίσχυση των ελαστικών μορφών απασχόλησης, δηλαδή με ίδιους όρους κι αν εργάζονταν σε ένα ιδιωτικό πανεπιστήμιο.
Κι αυτά είναι μόνο ορισμένα από ότι προλαβαίνουμε σύντομα να πούμε. Έχουμε κι άλλα ράμματα για τη γούνα τους.
Είναι λοιπόν ή δεν είναι κοροϊδία και στάχτη στα μάτια του λαού η κοκορομαχία τους;
Φίλες και Φίλοι
Συντρόφισσες και Σύντροφοι
Το Κομμουνιστικό Κόμμα Ελλάδας, όπως είπαμε και στη συζήτηση που προηγήθηκε στη Βουλή, με βάση τις θέσεις του, συμμετέχει στη διαδικασία της συνταγματικής αναθεώρησης.
Άλλωστε από το σύνταγμα του 1975 και στις αναθεωρήσεις που ακολούθησαν, συγκεντρώναμε πάντα την προσοχή μας, είτε στην κατάργηση, είτε στην θετική τροποποίηση άρθρων που αφορούσαν π.χ. τις συνδικαλιστικές ελευθερίες, την κατάργηση αντιδημοκρατικών άρθρων κλπ.
Είτε θέταμε ζητήματα που δεν πρόβλεπε η κυβερνητική πρόταση, όπως π.χ. την διεκδίκηση της απλής αναλογικής, κλπ.
Αυτό θα κάνουμε και τώρα. Καταθέτουμε προτάσεις και εξαντλούμε κάθε περιθώριο για να προστατευθούν και να διευρυνθούν τα λαϊκά, δημοκρατικά δικαιώματα, οι συνδικαλιστικές ελευθερίες, τα κυριαρχικά δικαιώματα της χώρας, χωρίς αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει πραγματικά “προοδευτικό” και “δημοκρατικό” Σύνταγμα, στο πλαίσιο της σημερινής εξουσίας του κεφαλαίου.
Με βάση τα παραπάνω, προτείνουμε μια σειρά αλλαγές σε 8 επιμέρους άξονες, για τους οποίους παρουσιάζουμε τα βασικότερα σημεία:
Ο ΠΡΩΤΟΣ ΑΞΟΝΑΣ των προτάσεών μας αναφέρεται σε ένα από τα πιο κεντρικά ζητήματα, που θα μπορούσαν να αποτυπωθούν με τον τίτλο «άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων» της χώρας μας, για τα οποία ούτε ο ΣΥΡΙΖΑ, ούτε η ΝΔ, ούτε φυσικά και τα άλλα αστικά κόμματα, μιλούν, δεν θέλουν καν να τα θίξουν.
Αναφερόμαστε κατά κύριο λόγο για τα άρθρα 27 και 28 του Συντάγματος, που επιτρέπουν περιορισμούς στην άσκηση κυριαρχικών δικαιωμάτων, την εκχώρησή τους σε ξένα κέντρα, αλλά και τη δυνατότητα διέλευσης και παραμονής ξένων στρατευμάτων και βάσεων στην Ελλάδα.
Είναι οι διατάξεις που εμπλέκουν την χώρα μας σε επικίνδυνους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς και μάλιστα σε μια περίοδο που οι αντιθέσεις αυτές βαθαίνουν ακόμη περισσότερο, σύνορα επαναχαράσσονται, που το διεθνές δίκαιο γίνεται ακόμη πιο αντιδραστικό, εξαιτίας του αρνητικού συσχετισμού δύναμης, με συνέπεια την αύξηση των πολέμων και των επεμβάσεων και με την πιθανότητα για πιο γενικευμένους πολέμους στην περιοχή.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι οι αμερικάνικες και ΝΑΤΟϊκές βάσεις στην χώρα μας εκσυγχρονίζονται και επεκτείνονται, ότι νέες βάσεις είναι στα σκαριά σε Αλεξανδρούπολη, Λάρισα, Στεφανοβίκειο και αλλού.
Επομένως, πρέπει να αλλάξουν αυτές οι διατάξεις, που διευκολύνουν την υλοποίηση των σχεδιασμών της άρχουσας τάξης της χώρας μας, για την συμμετοχή της στο διεθνές ιμπεριαλιστικό σύστημα, μέσα και από την ένταξη στο ΝΑΤΟ, την ΕΕ κλπ και στους επικίνδυνους σχεδιασμούς.
Δεν πρέπει να ξεχνάμε, επίσης, ότι στο παρελθόν η συμμετοχή της χώρας μας, σε αυτούς τους σχεδιασμούς, υλοποιήθηκε κατά παράβαση και του ίδιου του Συντάγματος, όπως την περίοδο του πολέμου στη Γιουγκοσλαβία, με τη διέλευση των ΝΑΤΟϊκών στρατευμάτων από τη χώρα μας, για να μακελεύουν τον γειτονικό και φίλο λαό.
Ζητάμε συγκεκριμένα, να καταργηθεί η παράγραφος 1 του άρθρου 27, που επιτρέπει την μεταβολή στα όρια του ελληνικού κράτους, καθώς και η παράγραφος 2, που επιτρέπει τη διέλευση ξένων στρατευμάτων από αυτό.
Ζητάμε επίσης, στο άρθρο 27, να προστεθεί παράγραφος που να μην επιτρέπει την απόκτηση και την παραμονή πυρηνικών και χημικών όπλων στην χώρα μας, κάτι το οποίο ήδη συζητά η κυβέρνηση σε ό,τι αφορά τη βάση του Άραξου, κάτι το οποίο φαίνεται ήδη να το έχει δρομολογήσει.
Δεν είναι τυχαίο που, τόσο ο ΣΥΡΙΖΑ, που διεκδικεί τον ρόλο σημαιοφόρου του ΝΑΤΟ στην περιοχή, όσο και τα άλλα αστικά κόμματα, δεν θέλουν καν να θίξουν αυτές τις διατάξεις, γιατί είναι στον πυρήνα της πολιτικής τους.
Στην πρότασή μας ζητάμε κατάργηση συνολικά του άρθρου 28, που επιτρέπει την εκχώρηση κυριαρχικών δικαιωμάτων σε ξένα κέντρα, περιορισμούς στην άσκηση της εθνικής κυριαρχίας, καθώς και της ερμηνευτικής δήλωσης που κατοχυρώνει την συμμετοχή της χώρας μας στην ΕΕ, όπως επίσης και της ερμηνευτικής δήλωσης του άρθρου 80, που ρυθμίζει και μάλιστα συνταγματικά τη συμμετοχή της Ελλάδας στη ζώνη του Ευρώ.
Είναι αυτές οι δύο διατάξεις που κατοχυρώνουν την υπεροχή του δικαίου της ΕΕ, έναντι του ελληνικού δικαίου.
ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΒΑΣΙΚΟΣ ΑΞΟΝΑΣ της πρότασής μας είναι αυτός που αφορά τη διεύρυνση των κοινωνικών, συνδικαλιστικών και πολιτικών δικαιωμάτων.
Είναι γνωστό ότι στο ισχύον Σύνταγμα, όπως και γενικότερα στα αστικά Συντάγματα, η αναγνώριση κάθε τέτοιου δικαιώματος συνοδεύεται και από έναν αστερίσκο που καταγράφεται με την έκφραση «όπως ο νόμος ορίζει».
Έτσι, λοιπόν, επιβάλλεται να φύγουν εντελώς, οι όποιοι περιορισμοί υπάρχουν στο δικαίωμα της απεργίας.
Να υπάρξει παραπέρα διεύρυνση του δικαιώματος της απεργίας, με την κατοχύρωση και της απεργίας πολιτικής αλληλεγγύης κλπ και την απαγόρευση της ανταπεργίας, του γνωστού lock-out.
Να υπάρξει απαγόρευση της επιστράτευσης απεργών.
Επέκταση του απεργιακού δικαιώματος στα Σώματα Ασφαλείας και στους δικαστικούς και παύση της, με οποιονδήποτε τρόπο, απαγόρευσης της συνδικαλιστικής δράσης των υπαλλήλων του στενότερου και ευρύτερου δημόσιου τομέα.
Ιδιαίτερα, θα θέλαμε να σταθούμε στα λεγόμενα κοινωνικά δικαιώματα και να υπογραμμίσουμε τα εξής:
Δεν αρκεί η αφηρημένη διατύπωση αυτών των δικαιωμάτων στην μόρφωση, την υγεία, την κοινωνική ασφάλιση, αν δεν συνοδεύονται και από συγκεκριμένα μέτρα για την υλοποίησή τους.
Δεν παραβλέπουμε καθόλου το γεγονός ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την υλοποίησή τους, είναι το κράτος να έχει στα χέρια του και τα απαραίτητα εργαλεία, για να το πούμε απλά, τα κλειδιά της οικονομίας.
Άρα μιλάμε για μια εξουσία που θα κάνει κοινωνική ιδιοκτησία τα συγκεντρωμένα μέσα παραγωγής, ώστε να έχει τη δυνατότητα να ικανοποιήσει τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες.
Αλλά και σε κάθε περίπτωση, εμείς λέμε, ότι δεν μπορεί η Παιδεία, η Υγεία, η Πρόνοια, η Κοινωνική Ασφάλιση να είναι εμπόρευμα.
Προβάλλουμε την ανάγκη κατάργησης της δραστηριότητας στους τομείς αυτούς των επιχειρηματικών ομίλων.
Οι υπηρεσίες αυτές να παρέχονται εντελώς δωρεάν από το κράτος.
Η κοινωνική ασφάλιση να είναι αποκλειστικά υποχρέωση του κράτους.
Πλήρης κατοχύρωση, χωρίς περιορισμούς των ελεύθερων συλλογικών συμβάσεων στον δημόσιο και ιδιωτικό τομέα.
Θα θέλαμε να σταθούμε ιδιαίτερα σε αυτό, γιατί, όπως γνωρίζετε, ενώ η κυβέρνηση διατυμπανίζει την επαναφορά δήθεν των συλλογικών συμβάσεων, από την άλλη, με τροπολογία που ψήφισε, ενεργοποίησε το νόμο Βρούτση, που καθορίζει τον κατώτερο μισθό με υπουργική απόφαση, αποκλείοντας τις συλλογικές συμβάσεις.
Έτσι εξηγείται και το γιατί η κυβέρνηση αρνείται την πρόταση νόμου των 513 σωματείων.
Διεκδικούμε την πλήρη κατοχύρωση του δικαιώματος του συναθροίζεσθαι, με ταυτόχρονη κατάργηση των όποιων περιορισμών στις δημόσιες συναθροίσεις, όπως οι ισχύοντες περιορισμοί στο Σύνταγμα, στις περιπτώσεις που θεωρείται (και αυτό με βάση την πολυετή πλέον πείρα γίνεται με αυθαίρετο τρόπο από το αστικό κράτος και τις υπηρεσίες του) ότι δήθεν «επίκειται κίνδυνος για τη δημόσια ασφάλεια» ή ότι δήθεν «απειλείται σοβαρή διατάραξη της κοινωνικοοικονομικής ζωής»!
Επίσης, προτείνουμε μια σειρά αλλαγές, που αφορούν τις δημοκρατικές – λαϊκές ελευθερίες, όπως για παράδειγμα, την κατοχύρωση του δικαιώματος της νομικής συμπαράστασης σε όλες τις διαδικασίες ενώπιον όλων των δικαστικών και άλλων αρχών. Γιατί αυτή η νομική συμπαράσταση, αποκλείεται σε μια σειρά περιπτώσεις (όπως στην περίπτωση των διαδικασιών του λεγόμενου “τρομονόμου”).
Ταυτόχρονα, διεκδικούμε τη διεύρυνση της προστασίας των προσωπικών δεδομένων, που είναι στο έλεος της δράσης διαφόρων κατασταλτικών και άλλων μηχανισμών, υπηρεσιών και επιχειρηματικών ομίλων και που διαμορφώνουν, με τη στήριξη των ΗΠΑ, της ΕΕ και των κυβερνήσεών τους, νέους και πιο εξελιγμένους μηχανισμούς φακελώματος και παρακολούθησης.
ΣΥΝΑΦΗΣ ΜΕ ΤΑ ΘΕΜΑΤΑ ΑΥΤΑ ΕΙΝΑΙ ΚΑΙ Ο ΑΞΟΝΑΣ της πρότασής μας που αφορά την προστασία του δημόσιου πλούτου και την κατάργηση των προνομίων που απολαμβάνει εδώ και δεκαετίες το ξένο και το εφοπλιστικό κεφάλαιο.
Προνόμια που είναι συνταγματικά κατοχυρωμένα, προνόμια που οδηγούν στη νόμιμη και θεσμοθετημένη φοροαπαλλαγή.
Προνόμια τα οποία, τόσο η κυβέρνηση όσο και τα άλλα αστικά κόμματα, τα διαφυλάττουν ως κόρη οφθαλμού για να μην θιγούν.
Αναφερόμαστε στο άρθρο 107 του Συντάγματος.
Θέτουμε, επίσης, ζήτημα τροποποίησης του άρθρου 18 του Συντάγματος, ώστε ο ορυκτός πλούτος της χώρας μας, οι υδρογονάνθρακες, τα κοινωνικά αγαθά, όπως το νερό, η ηλεκτρική ενέργεια, το φυσικό αέριο κ.ά, να είναι ιδιοκτησία του κράτους και δεν παραχωρούνται για εκμετάλλευση σε τρίτους.
Το ίδιο προστατεύονται και δεν παραχωρούνται σε τρίτους οι δημόσιες εκτάσεις σε ορεινούς όγκους, οι αιγιαλοί, τα σπήλαια, λίμνες λιμνοθάλασσες, οι αρχαιολογικοί χώροι κ.ά.
Ιδιαίτερα, όσον αφορά τους αρχαιολογικούς χώρους και συνολικά την πολιτιστική κληρονομιά της πατρίδας μας, το ζήτημα αυτό αποκτά εξαιρετική επικαιρότητα, αν αναλογιστεί κανείς την μεταβίβαση αρκετών τέτοιων χώρων, στο λεγόμενο Υπερταμείο για αξιοποίηση.
Κι όταν ακούμε για αξιοποίηση, ξέρουμε ότι αυτό αφορά την παραχώρησή του στο κεφάλαιο για εκμετάλλευση.
ΤΟ 2ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΜΑΣ αναφέρεται στα ζητήματα λειτουργίας της βουλής και των πολιτειακών οργάνων.
Στο κεφάλαιο αυτό ξεχωρίζει το άρθρο 48 του Συντάγματος που αναφέρεται στην “κατάσταση πολιορκίας”, που επίσης είναι ένα από τα κεντρικά ζητήματα του Συντάγματος.
Όπως είναι γνωστό, με το άρθρο αυτό, δίνεται η δυνατότητα αναστολής άρθρων του Συντάγματος που ορίζουν ατομικά και συλλογικά δικαιώματα και πολιτικές ελευθερίες, ενώ προβλέπεται και η συγκρότηση ειδικών δικαστηρίων και όλα αυτά στο όνομα της αντιμετώπισης εξωτερικών κινδύνων ή απειλής της εθνικής ασφάλειας.
Λέμε ότι κανένας λόγος δεν υπάρχει να αναστέλλονται οι πολιτικές ελευθερίες, τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα και για αυτό ζητάμε την ουσιαστική κατάργηση του άρθρου 48.
Γιατί θα πρέπει να απαγορεύονται οι απεργίες, το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, του τύπου κλπ; Ποιος φοβάται τον λαό;
Ποιος έχει συμφέρον να θέλει τον λαό φιμωμένο, μοιραίο και άβουλο;
Γιατί για αυτά τα δικαιώματα μιλάμε. Όλα αυτά είναι απαράδεκτο να υπάρχουν έστω και σαν απειλή.
Να εξετάζεται μόνον η περίπτωση της δυνατότητας επίταξης των αναγκαίων υποδομών (λιμάνια, αεροδρόμια, βιομηχανίες τροφίμων, φαρμάκου και άλλα), τα οποία ανήκουν σε εγχώρια ή ξένα ιδιωτικά οικονομικά συμφέροντα, σε περίπτωση επίθεσης ξένης χώρας ή συνασπισμού χωρών κατά των κυριαρχικών δικαιωμάτων και της εδαφικής ακεραιότητας της Ελλάδας.
Φίλες και φίλοι
Δεν χρειάζεται να αναφερθώ αναλυτικά στα ζητήματα λειτουργίας της Βουλής, για τα ζητήματα νομοθετικής πρωτοβουλίας από τον λαό κλπ.
Και εδώ έχουμε αναλυτικές προτάσεις.
Αλλά ξέρετε, εδώ περισσεύει η υποκρισία τόσο από την σημερινή όσο και από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.
Τι απέγιναν όλες αυτές οι προβλέψεις -και του ισχύοντος Συντάγματος- που απαγόρευαν τις άσχετες κι εκπρόθεσμες τροπολογίες, τους περιορισμούς στις Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου και τα κατεπείγοντα νομοσχέδια;
Όλα αυτά τα έκαναν στην άκρη και τα παραβίασαν ωμά, συνεχίζουν να τα παραβιάζουν, με πρόσχημα τις ειδικές συνθήκες, την αντιμετώπιση της κρίσης, στην πραγματικότητα για τη θεσμοθέτηση των μνημονίων και των αντιλαϊκών μέτρων!
Και έτσι παρά τις απαγορεύσεις και του σημερινού Συντάγματος, έγιναν ο κανόνας και από τις κυβερνήσεις της ΝΔ και του ΠΑΣΟΚ και από την κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.
Πήξαμε από «fast track» διαδικασίες!
Το ίδιο ισχύει και για την νομοθετική πρωτοβουλία από τον λαό.
Την πρόταση νόμου των 513 σωματείων, που παραδόθηκε σε όλα τα κόμματα και που μόνον το ΚΚΕ κατέθεσε στην Βουλή, τρία χρόνια τώρα, την κρατάνε κλειδωμένη στα συρτάρια τους και δεν την βάζουν για συζήτηση στην Βουλή, παραβιάζοντας ακόμη και το ισχύον Σύνταγμα.
ΤΟ 3ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΜΑΣ αφορά τον πλήρη διαχωρισμό Κράτους – Εκκλησίας, που είναι ένα υπερώριμο αίτημα, προτείνοντας να καταργηθούν ή να τροποποιηθούν όλα τα αντίστοιχα άρθρα του Συντάγματος.
Είτε αυτά που αφορούν την επικρατούσα θρησκεία είτε άλλα, όπως το άρθρο 16 παρ. 2, που κατοχυρώνει τον κατηχητικό χαρακτήρα του μαθήματος των θρησκευτικών, η οποία καμία σχέση δεν έχει με την ίδια την εξέλιξη της θρησκείας, την ιστορία των θρησκειών, ώστε να μπορεί να αποκτά ο μαθητής γνώση και κρίση, να μπορεί δηλαδή να αντιλαμβάνεται καλύτερα την πραγματικότητα.
Ακόμη μια φορά υπογραμμίζουμε, ότι αυτός ο διαχωρισμός κράτους- εκκλησίας σε τίποτα δεν εμποδίζει τους ανθρώπους που πιστεύουν να ασκήσουν τα θρησκευτικά τους καθήκοντα.
Στα πλαίσια αυτά προβλέπουμε την κατάργηση του θρησκευτικού τύπου του όρκου, την υποχρεωτικότητα του πολιτικού γάμου και της ονοματοδοσίας, όσον αφορά την αναγνώρισή τους από την πολιτεία, κάτι που επίσης δεν εμποδίζει κανέναν να κάνει και θρησκευτική τελετή.
Ο πολιτικός και οικονομικός – επιχειρηματικός εναγκαλισμός κράτους – εκκλησίας είναι ξεπερασμένος, άνευ αντικειμένου σήμερα.
Κι εδώ δεν μπορούμε να μην αναφερθούμε σε τοποθετήσεις βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ, στην επιτροπή συνταγματικής αναθεώρησης, που προκειμένου να κρύψουν τις δικές του υποχωρήσεις στο ζήτημα αυτό, τις διάφορες συναλλαγές τους, έφτασαν στο σημείο, αυτό το υπερώριμο αίτημα, που και οι ίδιοι πρότειναν παλιότερα, να το χαρακτηρίζουν δήθεν μαξιμαλισμό!
ΣΤΟ 5ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ το ΚΚΕ υποστηρίζει την ενιαία σχέση εργασίας στο Δημόσιο και την κατάργηση της συνταγματικής απαγόρευσης για την μονιμοποίηση των συμβασιούχων.
Αν η κυβέρνηση ήθελε να δώσει λύση στο πρόβλημα της ομηρίας των συμβασιούχων, θα μπορούσε να ζητήσει την αναθεώρηση αυτού του άρθρου.
Όμως ούτε αυτό το θέμα θέλει να το λύσει.
ΤΟ 6ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΜΑΣ αναφέρεται στα ζητήματα της Δικαιοσύνης και στον τρόπο επιλογής της ηγεσίας των Ανωτάτων Δικαστηρίων.
Η πρόταση του Κόμματός μας, χωρίς να καλλιεργεί ψευδαισθήσεις για τη δυνατότητα ύπαρξης πραγματικά ανεξάρτητης Δικαιοσύνης από τα ισχυρά οικονομικά και πολιτικά συμφέροντα, μέσα σε αυτό το σαθρό και διεφθαρμένο εκμεταλλευτικό σύστημα, περιλαμβάνει κάποια υπερώριμα πιστεύουμε -με βάση και τη μέχρι τώρα πολύχρονη εμπειρία- αιτήματα.
Όπως είναι η εκλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης από ένα ευρύτερο εκλεκτορικό σώμα, αντί του μέχρι τώρα διορισμού της από την κυβέρνηση.
Την ανάδειξη με κλήρωση των μελών του Ανώτατου Δικαστικού Συμβουλίου και του Ανώτατου Πειθαρχικού Συμβουλίου, όπως και την κατάργηση της προβλεπόμενης από το Σύνταγμα παρέμβασης του αρμόδιου Υπουργού Δικαιοσύνης στις προαγωγές κλπ. των δικαστικών λειτουργών καθώς και στην πειθαρχική δίωξή τους.
Προτείνουμε επίσης, την κατάργηση του αναχρονιστικού θεσμού της Στρατιωτικής Δικαιοσύνης και την εκδίκαση των στρατιωτικών αδικημάτων των στρατιωτικών από τα κοινά Ποινικά Δικαστήρια.
ΤΟ 7ο ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΤΗΣ ΠΡΟΤΑΣΗΣ ΜΑΣ αναφέρεται στην ανάγκη αλλαγής του άρθρου που αναφέρεται στην ποινική ευθύνη Υπουργών.
Το ΚΚΕ υποστηρίζει την ανάγκη ριζικής αλλαγής του άρθρου 86 του Συντάγματος, ώστε να αρθούν όλα -μα όλα- τα εμπόδια και να διώκονται οι Υπουργοί, όπως όλοι οι πολίτες.
Να ισχύσει η κοινή παραγραφή, αλλά αυτό μόνον δεν φτάνει.
Θα πρέπει η δίωξή τους να μην εξαρτάται από την θέληση της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας.
Έτσι όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, η κυβερνητική πλειοψηφία αποφασίζει εάν θα κινηθεί ή όχι η έναρξη της διαδικασίας. Αν δεν το θέλει η κυβέρνηση, δίωξη δεν ασκείται.
Αυτό το εμπόδιο οι προτάσεις του ΣΥΡΙΖΑ και της ΝΔ το αφήνουν άθικτο.
Εμείς λέμε να καταργηθεί εντελώς το άρθρο 86 και σε κάθε περίπτωση η δίωξη να μην εξαρτάται από την θέληση της εκάστοτε κυβερνητικής πλειοψηφίας. Να κινείται και αν ακόμη το ζητά ένας περιορισμένος αριθμός βουλευτών πχ 100. Και εκεί να σταματά η εμπλοκή της βουλής.
ΤΕΛΟΣ, ΑΛΛΑ ΚΑΘΟΛΟΥ ΤΕΛΕΥΤΑΙΟ ΣΕ ΣΗΜΑΣΙΑ είναι το ζήτημα της Τοπικής Διοίκησης.
Σε μια εποχή, που όλο και περισσότερο ενισχύεται ο ρόλος της Τοπικής Διοίκησης ως μηχανισμός του Κράτους για το πέρασμα των αντιλαϊκών πολιτικών, σταθερή μας θέση είναι η συνταγματική κατοχύρωση της υποχρέωσης του κράτους να εξασφαλίζει τους αναγκαίους οικονομικούς πόρους στους ΟΤΑ, με χρηματοδότηση από τον κρατικό προϋπολογισμό,
Αντί της κατάστασης που υπάρχει σήμερα και αποδέχονται όλες οι άλλες πολιτικές δυνάμεις και οι εκπρόσωποί τους στην τοπική διοίκηση, σύμφωνα με την οποία η μεταφορά αρμοδιοτήτων συνοδεύεται από οικονομικό στραγγαλισμό.
Μετατρέποντας την τοπική διοίκηση σε έναν ακόμη φορομπηχτικό μηχανισμό, σε έναν μοχλό για την ενίσχυση της ανταποδοτικότητας και της εμπορευματοποίησης των κοινωνικών υπηρεσιών.
Κάτι το οποίο το ζούμε καθημερινά και θα πρέπει για το λαό να αποτελεί κριτήριο κι ενόψει των τοπικών εκλογών.
Φίλες και φίλοι
Όπως ξέρετε, η διαδικασία αναθεώρησης του Συντάγματος, διεξάγεται σε δύο φάσεις, σε δύο κοινοβουλευτικές περιόδους.
Η σημερινή βουλή αποφασίζει τις αναθεωρητέες διατάξεις. Η επόμενη καταλήγει στην οριστική αναθεώρηση και την τελική διατύπωση των διατάξεων.
Η πλειοψηφία που πρέπει να επιτευχθεί για να γίνει αυτό είναι:
Είτε στη σημερινή βουλή να πάρει 151 ψήφους βουλευτών και στην επόμενη 180. Είτε το αντίστροφο: 180 τώρα και 151 στην επόμενη βουλευτική περίοδο.
Το ΚΚΕ, όπως έκανε και σε προηγούμενες αναθεωρήσεις, πέρα από τα συγκεκριμένα άρθρα, θεωρεί ότι δεν πρέπει σε αυτή τη φάση να συγκεντρωθεί ο αριθμός 180, κάτι το οποίο θα λύσει τα χέρια στην όποια επόμενη κυβέρνηση και κυβερνητική πλειοψηφία να αποφασίσει τις τελικές συνταγματικές αλλαγές κατά το δοκούν.
Δεν έχουμε καμιά εμπιστοσύνη σε αστικές κυβερνήσεις που αναδεικνύονται μόνο για υπηρετήσουν ως πολιτικό προσωπικό τα συμφέροντα του μεγάλου κεφαλαίου, των ομίλων, της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, όπως ήταν οι μέχρι σήμερα κυβερνήσεις ή κυβερνήσεις με κορμό τη ΝΔ ή το ΣΥΡΙΖΑ, που προαλείφονται να κάτσουν πάλι στο σβέρκο του λαού. Καμιά εμπιστοσύνη για το τι τελικά θα αποφασίσουν να υλοποιήσουν στην επόμενη Βουλή και σε σχέση με το Σύνταγμα.
Ολοκληρώνουμε αυτή την παρουσίαση, τονίζοντας και πάλι, ότι αυτές τις προτάσεις το ΚΚΕ τις καταθέτει στην εργατική τάξη και στο λαό, με στόχο κυρίως να γίνουν αντικείμενο διεκδίκησης του εργατικού και λαϊκού κινήματος.
Μέσα από αυτήν την πάλη, οι εργαζόμενοι, οι φτωχοί αγρότες και αυτοαπασχολούμενοι της πόλης, οι νέοι και οι γυναίκες των εργατικών και λαϊκών στρωμάτων, πιστεύουμε ότι μπορούν να συνειδητοποιούν ότι η υπεράσπιση και διεύρυνση αυτών των δικαιωμάτων, η απόλαυσή τους στην πραγματική ζωή, απαιτούν βαθύτερες, ριζικές αλλαγές στην οικονομία και την εξουσία.
Πραγματικά κυρίαρχος μπορεί να γίνει ο λαός, όταν θα έχει στην ιδιοκτησία του τον πλούτο που παράγει.
Σε αυτό το πλαίσιο, μιας νέας κοινωνικής οργάνωσης, μπορούν να υπάρχουν νέοι λαογέννητοι θεσμοί διακυβέρνησης και εξουσίας, ένας ανώτερος τύπος δημοκρατίας.
Αυτός θα εδράζεται στους τόπους δουλειάς, δηλαδή στην παραγωγική μονάδα, στην κοινωνική υπηρεσία, θα οργανώνεται σε τοπικό, περιφερειακό και πανελλαδικό επίπεδο, σε μια πρωτόγνωρη μορφή άμεσης συμμετοχής, ελέγχου, αιρετότητας, λογοδοσίας και ανάκλησης των εκλεγμένων αντιπροσώπων του λαού, αξιοποιώντας και τα σύγχρονα τεχνολογικά επιτεύγματα.
Ο λαός έχει το δικαίωμα να παλεύει με όλες τις μορφές σε μια τέτοια κατεύθυνση και επίσης έχει το δικαίωμα και τη δύναμη να διαμορφώσει τις προϋποθέσεις για την αλλαγή του σημερινού Συντάγματος.