Ομιλία Δ. Μάρδα στη βουλή για τις εξελίξεις στην ελληνική οικονομία
Στις 27 Ιουνίου 2017, στην Αίθουσα Γερουσίας του Μεγάρου της Βουλής, συνήλθαν σε κοινή συνεδρίαση η Ειδική Διαρκής Επιτροπή Ευρωπαϊκών Υποθέσεων και η Διαρκής Επιτροπή Οικονομικών Υποθέσεων, με την ομάδα εργασίας για την παρακολούθηση του ελληνικού προγράμματος της Επιτροπής Οικονομικών και Νομισματικών Υποθέσεων (ECON) του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, υπό την προεδρία του κ. Μάκη Μπαλαούρα, Προέδρου της Ειδικής Διαρκούς Επιτροπής Οικονομικών Υποθέσεων, με θέμα ημερήσιας διάταξης : οι εξελίξεις στην ελληνική οικονομία και η οικονομική διακυβέρνηση της ευρωζώνης. Στη συνεδρίαση παρέστησαν ο Αναπληρωτής Υπουργός Εξωτερικών, αρμόδιος για τις ευρωπαϊκές υποθέσεις, κ. Γεώργιος Κατρούγκαλος, καθώς και αρμόδιοι υπηρεσιακοί παράγοντες. Στην ομιλία του ο κ. Δ. Μάρδας, βουλευτής ΣΥΡΙΖΑ, Β’ Θεσσαλονίκης σημείωσε τα εξής:
«Κατ’ αρχάς επειδή έχει αρχίσει η συζήτηση για το ποιος ευθύνεται για την καθυστέρηση της συμφωνίας στο Εurogroup για το ελληνικό πρόγραμμα, η άποψή μας είναι -και δεν είναι μόνο δική μας άποψη είναι και οφθαλμοφανές- ότι το μεγαλύτερο μέρος της ευθύνης για την καθυστέρηση ολοκλήρωσης της συμφωνίας το φέρουν οι θεσμοί τη στιγμή που οι διαφωνίες (οι οποίες μόλις και μετά βίας γεφυρώθηκαν) σταμάτησαν να συζητούνται ένα μήνα πριν την ολοκλήρωση της συμφωνίας, γι’ αυτό κιόλας δε φτάσαμε και στο αποτέλεσμα της ρύθμισης του χρέους μέσω των μεσοπρόθεσμων μέτρων.
Από εκεί και πέρα έχουμε ένα σύνολο μέτρων που θεωρούνται θετικά, όπως π.χ. τη ρύθμιση του χρέους που είναι συνάρτηση του Α.Ε.Π. και που αποτελεί πάρα πολύ σημαντική ρύθμιση. Επίσης, το 2% του πρωτογενούς πλεονάσματος δεν πρέπει να το βλέπουμε από μόνο του αλλά ως ένα στοιχείο το οποίο συνδέεται με το ρυθμό ανάπτυξης. Αν ο ρυθμός ανάπτυξης είναι υψηλός το 2% δεν ενοχλεί. Και το τρίτο, το πιο σημαντικό, είναι οι θέσεις περί τόνωσης της ανάπτυξης. Θα δούμε πώς θα εξελιχθεί αυτό, αλλά και εδώ, όμως, καταλαβαίνετε, τόνωση της ανάπτυξης σημαίνει ρευστότητα και στο σημείο αυτό θα ήθελα να επισημάνω μια αντίφαση του όλου συστήματος το οποίο εισήγαγαν οι θεσμοί στη χώρα.
Τι ήθελαν οι θεσμοί με την πολιτική λιτότητας; Ήθελαν μέσω της μείωσης των δημοσίων δαπανών να οδηγήσουν στη μείωση της εσωτερικής ζήτησης, τη μείωση των εισαγωγών ώστε να οδηγηθούμε σε μείωση του διπλού ελλείμματος, του κρατικού προϋπολογισμού και των τρεχουσών συναλλαγών. Αυτό επιδίωκαν. Αυτό, όμως, από μόνο του, προκαλεί μείωση του Α.Ε.Π. Τι άλλο προβλέπει το συγκεκριμένο σύστημα; Επαναλαμβάνω, γίνεται μια κριτική μέσα από το σύστημα. Το συγκεκριμένο σύστημα, το οποίο βασίζεται στη μείωση των δαπανών για να αυξηθεί το Α.Ε.Π., χρειάζεται αύξηση επενδύσεων και εξαγωγών. Για να γίνουν, όμως, αυτά τα δύο, πρέπει να υπάρχει μια επαρκής ρευστότητα στο χώρο των επιχειρήσεων – δεν αναφέρομαι στη ρευστότητα που έχει σχέση με τις ανάγκες του Κράτους – και εδώ το σύστημα δε λειτούργησε όπως έπρεπε να λειτουργήσει.
Οι αποκρατικοποιήσεις και τα κόκκινα δάνεια ομολογουμένως θα εξασφαλίσουν μια ρευστότητα στο μεσοπρόθεσμο διάστημα. Η ελληνική οικονομία και κάθε οικονομία που βιώνει τη συγκεκριμένη λογική, χρειάζεται ρευστότητα στη βραχυχρόνια περίοδο και εδώ το σύστημα έδειξε ότι έχει μια μεγάλη αδυναμία : δεν προκλήθηκε μια ρευστότητα στη βραχυχρόνια περίοδο υπέρ της λειτουργίας των ελληνικών επιχειρήσεων, που όφειλαν να οδηγηθούν σε εξαγωγές πολύ μεγαλύτερες από αυτές τις οποίες έκαναν Η ελληνική οικονομία όφειλε να περπατήσει σε μια διαδικασία επενδυτική, έτσι ώστε να αντισταθμιστούν τα άλλα δύο στοιχεία της ζήτησης, δηλαδή δημόσιες δαπάνες και κατανάλωση, τα οποία αντ’ αυτού γνώρισαν μια πτωτική πορεία.
Και εδώ, βέβαια, πρέπει να ξαναδείτε και να ξανασυζητήσετε το ρόλο της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Σαφώς είναι ένας μηχανισμός, ο οποίος από μόνος του αποφασίζει -είναι αυτόνομος- αλλά η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν είναι Διεθνές Νομισματικό Ταμείο. Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα έχει να μεριμνήσει για δύο πράγματα : για το νόμισμά της και τη ρευστότητα μέσα στην Ευρωζώνη, με τους μηχανισμούς που θα αναπτύξει έτσι ώστε να βελτιώσουν τη ρευστότητα. Το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο από το 1976 και μετά έχει να μεριμνήσει μόνο για τη ρευστότητα. Τα θέματα των σταθερών ισοτιμιών δεν υφίστανται, έτσι ώστε να λειτουργήσει όπως λειτουργούσε έως το 1976.
Ως εκ τούτου, όπως βρέθηκε μηχανισμός στο πλαίσιο της Ευρωζώνης μέσω του EFSF, μέσω του ESM, δημιουργίας 70 δισεκατομμυρίων ομολόγων για τη χώρα, έτσι πρέπει να βρεθεί και ένας μηχανισμός δημιουργίας ρευστότητας στην άκρως βραχυχρόνια περίοδο για τη λειτουργία των επιχειρήσεων, έτσι ώστε εξαγωγές και επενδύσεις να αντισταθμίσουν τις αρνητικές επιπτώσεις της μείωσης των δημοσίων δαπανών και της εσωτερικής κατανάλωσης».