«Οι θέσεις της ΕΣΕΕ στη διαβούλευση για την αύξηση του κατώτατου μισθού».
Την Παρασκευή 16 Νοεμβρίου πραγματοποιήθηκε συνάντηση των εκπροσώπων της επιτροπής διαβούλευσης για την αύξηση του κατώτατου μισθού με τους εκπροσώπους των κοινωνικών εταίρων. Η συνάντηση είχε στόχο την ανάλυση και συζήτηση επί των υπομνημάτων των επιστημονικών ινστιτούτων των κοινωνικών εταίρων σε σχέση με την επικείμενη αύξηση του κατώτατου μισθού εντός του 2019.
Στη συνάντηση συμμετείχαν εκπρόσωποι: ΕΣΕΕ, ΓΣΕΒΕΕ, ΣΕΒ, ΣΕΤΕ, ΣΒΒΕ όπως επίσης και του Υπουργείου Εργασίας ενώ η ΓΣΕΕ δεν εκπροσωπήθηκε. Ο συντονιστής της επιτροπής διαβούλευσης, κος Άγγελος Ζησιμόπουλος, πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου του Ο.ΜΕ.Δ. ενημέρωσε για την εξέλιξη της διαδικασίας διαβούλευσης και ευχαρίστησε τους εταίρους για τα υπομνήματα που κατέθεσαν στην επιτροπής. Οι εκπρόσωποι των εταίρων διατύπωσαν τα κυριότερα ευρήματα των υπομνημάτων τους και ακολούθησε διαλογική συζήτηση.
Οι εκπρόσωποι της ΕΣΕΕ ανέδειξαν τα κυριότερα ευρήματα του υπομνήματος του ΙΝΕΜΥ- ΕΣΕΕ. Επεσήμαναν την αναγκαιότητα για σταδιακή και λελογισμένη αύξηση του κατώτατου μισθού, με ορίζοντα τα 751 ευρώ σε βάθος τετραετίας (2018-2022), περιγράφοντας το ‘πορτογαλικό’ μοντέλο ως ενδεδειγμένο παράδειγμα. Παράλληλα, τόνισαν τη σημασία της κατάργησης του υποκατώτατου μισθού για τους νέους εργαζόμενους ενώ υπογράμμισαν την αναγκαιότητα της μείωσης του μη-μισθολογικού κόστους για την αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων. Σε τεχνικό επίπεδο, αφού σημειώθηκε η αναγκαιότητα της αξιοποίησης των στοιχείων της ΕΡΓΑΝΗ για το 2018, επισημάνθηκε το ιδεολογικό υπόβαθρο της σύγκρουσης των δυο σχολών οικονομικής σκέψης πάνω στο ζήτημα του κατώτατου μισθού (Κεϋνσιανή και νεοκλασική σχολή). Τονίστηκε η σημασία της διαφοροποίησης της παραγωγικότητας των εργαζόμενων που για μια οικονομία αφορά στο σύνολο της απασχόλησης σε αντίθεση με το μερίδιο εκείνων που λαμβάνουν τον κατώτατο μισθό, δηλαδή το 8,1% της συνολικής απασχόλησης. Άλλωστε, στις περισσότερες σοβαρές προσεγγίσεις, η παραγωγικότητα εργασίας συνδέεται με τον μέσο και όχι τον κατώτατο μισθό.
Στο πλαίσιο αυτό και με την ευκαιρία προσεγγίσεων του κατώτατου μισθού σε σχέση με τον μέσο, οπτική που ωστόσο στοχεύει στην ανάδειξη των εσωτερικών μισθολογικών ανισοτήτων, προκύπτει ότι η Ελλάδα δεν ανήκει στην λέσχη των πλουσίων όπως η Πορτογαλία ή η Γαλλία όπου ο λόγος αυξάνεται σε περισσότερο από 60%. Οι περισσότερες χώρες έχουν ένα ελάχιστο μισθό μεταξύ 45% και 60% του μέσου μισθού κατηγορία στην οποία ανήκει και η Ελλάδα.
Οι εκπρόσωποι της ΕΣΕΕ υπογράμμισαν τη σημασία της αύξησης του κατώτατου μισθού για την τόνωση της ενεργούς ζήτησης ενώ σημείωσαν πως η θετική σχέση μεταξύ κατώτατου μισθού και ανεργίας δεν τεκμηριώνεται καθολικά καθώς είναι μια σχέση που διακυμαίνεται ιστορικά. Τέλος, επισημάνθηκε η σημασία του δημογραφικού ζητήματος για την προσδιορισμό της παραγωγικότητας και αναδείχθηκε η αναγκαιότητα να ληφθεί υπόψη ως σημαντική παράμετρος για την επικείμενη αύξηση στον κατώτατο μισθό.
Ο πρόεδρος της ΕΣΕΕ κ. Βασίλης Κορκίδης δήλωσε: «Εμείς δεν αντιμετωπίσαμε ποτέ μέχρι σήμερα φοβικά το ζήτημα της αύξησης του κατώτατου μισθού, ο οποίος υπολείπεται κατά 28% για να φτάσει στο προ κρίσης επίπεδο των 751 ευρώ. Ας μην ξεχνάμε ότι ο κατώτατος μισθός αφορά μόνο το 8% των μισθωτών κάτι που πρέπει να συνεκτιμηθεί όταν αυτός συνδέεται με την παραγωγικότητα της εργασίας. Αναφορικά με τη σχέση μισθολογικού και μη μισθολογικού κόστους είμαστε θετικοί σε μια μεταβολή υπέρ του καθαρού μισθού. Θεωρώ επίσης ότι η κατανάλωση θα παραμείνει αναιμική όσο τα εισοδήματα είναι χαμηλά και η ζήτηση περιορισμένη. Τέλος, θα πρέπει να γίνει σαφές πως η Ελλάδα, χώρα μέλος της Ε.Ε., δεν μπορεί να ανταγωνισθεί χώρες φθηνού εργατικού κόστους όχι μόνο γιατίσε αυτές δεν τηρείται η εργατική νομοθεσία αλλά και εξαιτίας του υφιστάμενου πραγματικού κόστους ζωής. Επιπλέον, χρειάζεται ένα μήνυμα πως ξεκινά επιτέλους η σταδιακή αποκατάσταση της κανονικότητας στη χώρα, σε μισθολογικούς όρους, ώστε να επιβραδυνθεί και να αντιστραφεί η εκροή ανθρώπινου κεφαλαίου (“braindrain”).
».