Νομιμοποίηση άσκησης δεύτερης εργασίας: Θέμα ταμπού ή μήπως ώριμο φρούτο;
ΘΕΜΑ: «Νομιμοποίηση άσκησης δεύτερης εργασίας: Θέμα ταμπού ή μήπως ώριμο φρούτο;».
Αξιότιμε κ. Υπουργέ,
Με την παρ. 1θ του άρθρου 62 του π.δ. 210/1992 «Κωδικοποίηση διατάξεων προεδρικών διαταγμάτων του Κανονισμού Εσωτερικής Υπηρεσίας Πυροσβεστικού Σώματος» (Α΄ 99), όπως ισχύει, προβλέπεται ότι: «1.Πειθαρχικά παραπτώματα, ανεξάρτητα από το αξιόποινο ή όχι αυτών, είναι τα παρακάτω ενδεικτικά αναφερόμενα: … θ. Η άσκηση άλλου επαγγέλματος και η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας ή τέχνης». Η ανωτέρω ρητή απαγόρευση κάμπτεται μόνο στις προβλεπόμενες από την παρ. 4 του άρθρου 63 του ν.δ. 1400/1973 (Α΄ 114) περιπτώσεις, ήτοι για τους υγειονομικούς Αξιωματικούς, τους υπηρετούντες στην Μουσική Μπάντα υπαλλήλους και τους διδάσκοντες σε δημόσιες ή ιδιωτικές σχολές ή εκπαιδευτικά ιδρύματα, κατόπιν άδειας του Α.Π.Σ.
Την ίδια ώρα στο άρθρο 5 του π.δ. 538/1989 «Υποχρεώσεις και δικαιώματα του αστυνομικού προσωπικού του Υπουργείου Δημόσιας Τάξης» (Α΄ 224), όπως ισχύει, ορίζεται ότι: «Απαγορεύεται στους αστυνομικούς η άσκηση άλλου επαγγέλματος και η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας ή τέχνης. Κατ’ εξαίρεση, μετά από άδεια του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ο αστυνομικός μπορεί να ασκεί ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον αυτά συμβιβάζονται με τα καθήκοντα της θέσης του, δεν παραβλάπτουν την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας του και δεν δίδουν αφορμή για δυσμενή σχόλια σε βάρος του ιδίου ή της Ελληνικής Αστυνομίας. Απαγορεύεται ο αστυνομικός να μετέχει σε οποιαδήποτε εμπορική εταιρία προσωπική, περιορισμένης ευθύνης ή κοινοπραξία ή να είναι διευθύνων ή εντεταλμένος σύμβουλος ανωνύμου εταιρίας ή διαχειριστής οποιασδήποτε εμπορικής εταιρίας. Μετά από άδεια του Αρχηγού της Ελληνικής Αστυνομίας, ο αστυνομικός μπορεί να μετέχει στη διοίκηση ανωνύμου εταιρίας ή γεωργικού συνεταιρισμού».
Περαιτέρω, επισημαίνεται ότι στο άρθρο 31 του ν. 3528/2007 «Κύρωση του Κώδικα Κατάστασης Δημοσίων Πολιτικών Διοικητικών Υπαλλήλων και Υπαλλήλων ΝΠΔΔ» (Α΄ 26) προβλέπεται όσον αφορά στους πολιτικούς δημόσιους υπαλλήλους ότι μετά από άδεια μπορούν να ασκούν ιδιωτικό έργο ή εργασία με αμοιβή, εφόσον συμβιβάζεται με τα καθήκοντα της θέσης τους και δεν παρεμποδίζει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας τους. Η εν λόγω άδεια χορηγείται για συγκεκριμένο έργο ή εργασία μετά από σύμφωνη αιτιολογημένη γνώμη του υπηρεσιακού συμβουλίου και μπορεί να ανακαλείται με τον ίδιο τρόπο. Επιπρόσθετα, καίτοι επίσης δεν επιτρέπεται σε υπάλληλο η κατ’ επάγγελμα άσκηση εμπορίας, αυτός επιτρέπεται να αποκτά αυτοκίνητο δημοσίας χρήσεως ή να εκμεταλλεύεται αυτό με εκμίσθωση, εφόσον απέκτησε τούτο είτε με γονική παροχή είτε λόγω κληρονομικής διαδοχής είτε λόγω δωρεάς εν ζωή από συγγενή εξ αίματος ή εξ αγχιστείας έως β΄ βαθμού ή από σύζυγο.
Από την επισκόπηση των παραπάνω διατάξεων προκύπτει η προφανής δυσμενής διάκριση σε βάρος των πυροσβεστών έναντι των αστυνομικών και των πολιτικών δημόσιων υπαλλήλων, που αν και βιώνουν τις αδυσώπητες συνέπειες των μνημονιακών μισθολογικών μειώσεων και των όψιμων ετσιθελικών μετακινήσεων προς στελέχωση πυροσβεστικών υπηρεσιών των, ιδιωτικών πλέον συμφερόντων, περιφερειακών αεροδρομίων και αυτοκινητοδρόμων της χώρας, στερούνται συνολικά, ωστόσο, του δικαιώματός νόμιμης άσκησης έτερης εργασίας για λόγους επιβίωσης αυτών και των οικογενειών τους, σε χρόνο που προφανώς δε θα παραβλάπτει την ομαλή εκτέλεση της υπηρεσίας και σε αντικείμενα που δε θα προσβάλουν την τιμή του λειτουργήματος που επιτελούν. Προς αποφυγή εύκολων λαϊκίστικων παρερμηνειών, γνώμη της Ένωσής μας είναι ότι ο πυροσβεστικός υπάλληλος δεν είναι δυνατό να υποχρεούται εκ της οικονομικής εξαθλίωσης που βιώνει να ασκεί 2 ή και 3 δουλειές, ωστόσο η σκληρή και ρεαλιστική αντιμετώπιση βιοποριστικών ζητημάτων απαιτεί τη θεσμοθετημένη ρύθμιση της εν λόγω δυνατότητας και όχι την άσκησή της εν κρύπτω, όπως συμβαίνει σήμερα. Ειρήσθω εν παρόδω, φημολογείται, μάλιστα, ότι πρόσφατα διατυπώθηκε σε μετακινούμενους πυροσβεστικούς υπαλλήλους η υιοθέτηση της συγκεκριμένης «επιλογής».
Κατόπιν τούτων, αναμένουμε όπως προβείτε στην άμεση νομοθετική αποκατάσταση της εν λόγω αδικίας υπέρ των πυροσβεστικών υπαλλήλων.