Μουσικό Αφιέρωμα του Δήμου Παύλου Μελά στον Αρχάγγελο της Κρήτης Νίκο Ξυλούρη την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017

1ΑFISA-NIKOS-XYLOYRHS_WEB (1)

“Ερχόταν αρχαγγελικός, αγνός, αθώος απ’ τη χώρα του Μύθου, ένιωθες πως περνούσε ένα αεράκι παραδείσιο. Ο Ξυλούρης ερχόταν από τις πανηγύρεις της κρητικής παράδοσης, ως ένας άγγελος – μαντατοφόρος ενός άλλου τρόπου ζωής.

Ο Ξυλούρης πριν από λυράρης, πριν από τραγουδιστής ήταν ένας αυθεντικός άνθρωπος” γράφει ο Κώστας Γεωργουσόπουλος για τον καλλιτέχνη που γεφύρωσε την ελληνική μουσική παράδοση με την ιστορική συγκυρία της εποχής που μεσουράνησε, μιας εποχής που τον ανέδειξε σε σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα μετά τη συνεργασία του με τον Γιάννη Μαρκόπουλο σε διασκευές παραδοσιακών ριζίτικων τραγουδιών της γενέτειράς του, Κρήτης.

΄΄Ο Ξυλούρης είχε το πλεονέκτημα οτιδήποτε και αν τραγουδούσε να το κάνει κτήμα όλων. Δεν ήταν απλώς ένας μεσολαβητής των τραγουδιών, αλλά μύστης μιας τελετουργίας. Είπε βέβαια και σπουδαία τραγούδια. Αυτός ο συνδυασμός είχε ως αποτέλεσμα να παραμείνει αλώβητος στο πέρασμα του χρόνου και να περνά από γενιά σε γενιά΄΄ σημειώνει εύστοχα ο Θανάσης Συλιβός, επιμελητής βιβλίου – αφιερώματος στο μεγάλο καλλιτέχνη.

 

Μουσικό Αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Ξυλούρη

Την Τετάρτη 8 Φεβρουαρίου 2017, τριανταεπτά χρόνια μετά τη μέρα που το ΄΄αηδόνι του Μυλοποτάμου΄΄ πέρασε στην αιωνιότητα, ο Δήμος Παύλου Μελά (Τμήμα Πολιτισμού), παρουσιάζει μουσικό αφιέρωμα στη μνήμη του Νίκου Ξυλούρη.

Χώρος της εκδήλωσης το Θέατρο του Κέντρου Πολιτισμού ΧΡΗΣΤΟΣ ΤΣΑΚΙΡΗΣ στην οδό Λαγκαδά 221, Σταυρούπολη και ώρα έναρξης 20.00.

Συμμετέχουν οι εξαίρετοι καλλιτέχνες – μουσικοί: Βασίλης Πρατσινάκης, Γιάννης Φιλιππουπολίτης, Ηλίας Βελλής και η ΙΔΑΙΑ ΓΗ,  Σύλλογος που έχει ως σκοπό  τη διάσωση της πολιτισμικής κληρονομιάς της Κρήτης, τη διατήρηση και διάδοση των εθίμων και παραδόσεών της και την αναβίωση ηθογραφικών και λαογραφικών στοιχείων του νησιού.

Την  Καλλιτεχνική Επιμέλεια υπογράφει ο Σκηνοθέτης Δημήτρης  Σακατζής και παρουσιαστής θα είναι ο δημοσιογράφος Άκης Σακισλόγλου.

Η είσοδος είναι ελεύθερη και αντί εισιτηρίου οι θεατές μπορούν  να ενισχύσουν το Κοινωνικό Παντοπωλείο του Δήμου Παύλου Μελά.

Χορηγός της εκδήλωσης το Κρητικό Οπωροπαντοπωλείο ΧΡΙΣΤΙΝΑΚΗΣ

(Μεγάλου Αλεξάνδρου 10, Εύοσμος)

Πληροφορίες για την εκδήλωση: 6977 360144

 

 

Η ζωή του Νίκου Ξυλούρη

Ο Νίκος Ξυλούρης ή Ψαρονίκος, γεννήθηκε τον Ιούλιο του 1936, στο ορεινό χωριό Ανώγεια του Ρεθύμνου της Κρήτης από οικογένεια με μουσική παράδοση και πολλούς λυράρηδες.

Στα πέντε του χρόνια, όταν οι Γερμανοί έκαψαν το χωριό του, ξεριζώθηκε από τον τόπο του μαζί με τους υπόλοιπους κατοίκους, οι οποίοι μεταφέρθηκαν σε χωριό της επαρχίας Μυλοποτάμου όπου παρέμειναν μέχρι και την απελευθέρωση της Κρήτης. Αδέλφια του, οι επίσης γνωστοί μουσικοί της κρητικής μουσικής Αντώνης Ξυλούρης (Ψαραντώνης) και Γιάννης Ξυλούρης (Ψαρογιάννης) .

Καλλίφωνος από πολύ μικρός, γίνεται επίκεντρο σχολιασμού σε γλέντια, πανηγύρια αλλά και από τα εκκλησιαστικά τροπάρια στα οποία είχε αδυναμία.

Ο δάσκαλος του δημοτικού άκουσε τον Νίκο να τραγουδάει παιδικά τραγούδια.

και όταν πήγε στο σχολείο ο πατέρας του, τον ρωτά: “κύριε Τραμουντάνη, ο γιος μου έχει κλήση στη μουσική τι να κάνω;” Και ο δάσκαλος του απαντάει: “να του πάρεις μια λύρα να παίζει”. Σε λίγο καιρό όλοι μιλούσαν για το Νίκο. Στις γυμναστικές επιδείξεις, οι Ανωγιανοί έλεγαν: “πάμε στις γυμναστικές επιδείξεις να ακούσουμε το Ξυλουράκι που τραγουδάει”. Και έτσι, μικρό κοπέλι που ήταν έμαθε και λύρα. Πήγαινε στην εκκλησία και έψελνε και όλοι τον θαύμαζαν. Μεγαλώνοντας ο Νίκος αυτοδίδακτος άρχισε να μαθαίνει νότες και να γράφει τραγούδια, μαντινάδες και να τις τραγουδάει.

Στα 17 του αποφάσισε να μετακομίσει στο Ηράκλειο και έπιασε δουλειά στο νυχτερινό κέντρο “Κάστρο”. Τα πράγματα όμως δεν ήταν όπως τα περίμενε γιατί βρέθηκε αντιμέτωπος με τη “μόδα” της Ευρωπαϊκής μουσικής, κάτι τελείως ξένο για αυτόν καθώς επίσης και τους μεγάλους λυράρηδες που δεν τον έβλεπαν με καλό μάτι.

Τα οικονομικά του δεν πήγαιναν καλά, οι καλοί φίλοι όμως που είχε αποκτήσει στο Ηράκλειο τον βοηθούν οργανώνοντας γλέντια. Έτσι ο Νίκος σιγά -σιγά άρχισε να γίνεται γνωστός στο ευρύ κοινό και να κερδίζει όλο και πιο πολλά χρήματα, αν και δεν δούλευε μόνο για τα χρήματα και όπου δεν είχαν να τον πληρώσουν καθόταν με το παραπάνω λέγοντας : “Αυτοί έχουν περισσότερη ανάγκη για να γλεντήσουν”.. Τα έσοδα του μόλις και μετά βίας έφταναν να τον συντηρήσουν και πέρασε δύσκολες εποχές.

Το Μαϊο του 1958, ο Νίκος Ξυλούρης παντρεύεται την Μελαμπιανάκη Ουρανία και το Σεπτέμβρη του ίδιου έτους αποφασίζουν να εγκατασταθούν μαζί στο Ηράκλειο.

Ο Νίκος συνεχίζει την ανοδική του πορεία και τον Νοέμβριο του 1958 βγάζει τον πρώτο του δίσκο με την εταιρία “Οντεόν” που έχει τίτλο “Μια μαυροφόρα που περνά”. Η αμοιβή του ; 150 δραχμές !! Ο δίσκος είχε επιτυχία και έτσι η εταιρία του τον βοηθάει να κάνει κι άλλους δίσκους, βγάζοντας τον από τις δύσκολες μέρες.

Το 1960 γεννήθηκε ο γιος του Γιώργος και το 1966 η κόρη του Ρηνιώ.

Τη χρονιά της γέννησης τη κόρης του κέρδισε και το πρώτο βραβείο σε ένα φεστιβάλ μουσικής στο Σαν-Ρέμο παίζοντας με τη λύρα του ένα συρτάκι. Την επόμενη χρονιά άνοιξε στο Ηράκλειο το μουσικό κέντρο “Ερωτόκριτος” και πλέον δεν ανησυχεί για την επιβίωση του.

Το 1969 έρχεται  για πρώτη φορά στην Αθήνα για εμφανίσεις στο κέντρο «Κονάκι», και τον Σεπτέμβριο γίνεται η μόνιμη εγκατάστασή μας στην πρωτεύουσα. Έχει ήδη φύγει από τα κρητικά μαγαζιά ο Νίκος, και τραγουδά σε μπουάτ της Πλάκας.

Μετά από ένα χειμώνα επιτυχίας, το καλοκαίρι του ‘70 κατεβαίνει στο Ηράκλειο να εργαστεί. Εκείνο το καλοκαίρι γνωρίζεται με τον Τάκη Λαμπρόπουλο, τότε διευθυντή της “Κολούμπια”, ο οποίος και του ζητά να συνεργαστούν. Αυτή η συνάντηση αποτέλεσε την αφετηρία για την καριέρα του Νίκου. Το έργο του με τίτλο τα “Ριζίτικα”, που τόσο καιρό προσπαθούσε να εκδώσει, γίνεται δίσκος και φιγουράρει στις βιτρίνες των αθηναϊκών καταστημάτων.

Η ανάδειξη του Ξυλούρη οφείλεται στο τραγούδι του «Ανυφαντού» και το πρόσωπο που τον ανακάλυψε και τον ανέδειξε ήταν ο διευθυντής της δισκογραφικής εταιρείας «Κολούμπια» Τάκης Λαμπρόπουλος, ο οποίος τον ηχογράφησε σε ένα γαμήλιο γλέντι στα Ανώγεια και έστειλε την κασέτα στον συνθέτη Σταύρο Ξαρχάκο ο οποίος ήταν τότε στο Παρίσι, προκειμένου να ακούσει τη φωνή του Ανωγειανού Λυράρη. Οι εφημερίδες της εποχής έγραψαν ότι ο Λαμπρόπουλος πήγε στην Κρήτη όπου ανακάλυψε μια σπουδαία και σημαντική φωνή. Από εκεί πληροφορήθηκε ο Γιάννης Μαρκόπουλος για το Νίκο Ξυλούρη και του πρότεινε τα τραγούδια του «Χρονικού».

Τα χρόνια της δικτατορίας

Το 1971 ξεκίνησε κοινές εμφανίσεις με το Γιάννη Μαρκόπουλο στη μπουάτ “Λήδρα” και η φωνή του έγινε σύμβολο της αντίστασης.

Το καλοκαίρι του 1973 τραγούδησε στο θεατρικό έργο “Το μεγάλο μας τσίρκο” με πρωταγωνιστές τον Κώστα Καζάκο και τη Τζένη Καρέζη στο θέατρο “Αθήναιον”.

Τα μεταπολιτευτικά χρόνια τραγουδά κάποια ακόμα τραγούδια του Χρήστου Λεοντή, του Σταύρου Ξαρχάκου, του Δημήτρη Χριστοδούλου, του Λίνου Κόκοτου και του Ηλία Ανδριόπουλου. Τραγουδά όμως πάντα και παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης και κάποια λαϊκά του Στέλιου Βαμβακάρη.

Τα τραγούδια του τα μάθαινε στο πόδι. Δεν είχε χρόνο για πρόβες. Τα μάθαινε, ακούγοντας την κασέτα στο σπίτι, στο αυτοκίνητο. Τραγουδούσε μαζί και το μάθαινε. Μάλιστα, ο Ξαρχάκος, τον ήθελε πάντα στα τραγούδια του αυθεντικό, γι’ αυτό και τον καλούσε στο στούντιο για ηχογράφηση, συνήθως, χωρίς πρόβα. Έτσι έγινε και με το τραγούδι «Ήταν μια φορά». Το ηχογράφησε ο Νίκος χωρίς να το ξέρει. Χωρίς καμία πρόβα.

Αυθεντικός εκφραστής μιας πονεμένης γενιάς, ο Νίκος Ξυλούρης συνεργάστηκε με

μεγάλους μουσουργούς και η συμμετοχή του στη θεατρική παράσταση Το Μεγάλο Μας Τσίρκο του Ιάκωβου Καμπανέλλη πλάι στη Τζένη Καρέζη και τον Κώστα Καζάκο θεωρείται πολιτιστική, πολιτικοποιημένη κληρονομιά για τη μεταπολίτευση.

Το πέρασμα τού Νίκου Ξυλούρη από την ιστορική κεντρική σκηνή τού έντεχνου τραγουδιού υπήρξε εντυπωσιακό και άφησε τα σημάδια του ανεξίτηλα, με την αναφορά αυτού του είδους στην παράδοση και την αξιοποίηση της από συνθέτες όπως ο Γιάννης Μαρκόπουλος, ο Σταύρος Ξαρχάκος, ο Χριστόδουλος Χάλαρης, ο Χρήστος Λεοντής κ.α., οι οποίοι εμπνεύστηκαν από τη φωνή του. Το σημαντικότερο στοιχείο, όμως, που έφερε ο Ξυλούρης ήταν η ανανεωτική πνοή και σημαντική διαφοροποίηση του εκφραστικού φορτίου και τρόπου του «έντεχνου» τραγουδιστή από τα μέχρι τότε φωνητικά πρότυπα, που, κυρίως, προέρχονταν από το αστικό λαϊκό τραγούδι, και τα οποία, ναι μεν, είχαν δώσει τα μέγιστα, από την άλλη, είχαν, όμως, υπερκαταναναλωθεί και, μέχρι ενός σημείου, κουραστεί.

΄΄Εφυγε΄΄ στις 8 Φεβρουαρίου του 1980, σε ηλικία 44 ετών και αφού έδωσε μεγάλη μάχη με τον καρκίνο.

(Πηγές: Δημήτρης Μανιάτης, Ελένη Κεφαλληνού, Αρίστος Αναγνώστου, Λουκάς Καρνής)

 

Λίγα λόγια για το Βασίλη Πρατσινάκη

Γεννημένος στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει και εργάζεται, ο Βασίλης, ένας από τους πέντε γιους της οικογένειας Πρατσινάκη, μεγαλώνει σε ένα περιβάλλον όπου η μουσική και το τραγούδι αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι της καθημερινότητάς του, αφήνοντας ανεξίτηλο ίχνος στην πορεία της ζωής του: ο Κρητικός πατέρας του -από το Σκοινιά του Πάνω Μεραμπέλλου- που είχε πάθος με τη μουσική, ήθελε τα παιδιά του να μάθουν κάποιο όργανο. Αυτός τους έμαθε τα ριζίτικα και το ισοκράτημα στους ψαλμούς, ενώ η υπέροχη φωνή της Μακεδονίτισσας μάνας του έλκει την καταγωγή της από το Βελβεντό Κοζάνης, χωριό «τραγουδισταράδων», όπως ο ίδιος αναφέρει.

Σημαντικός σταθμός στο καλλιτεχνικό του ξεκίνημα, αμέσως μετά τις σπουδές του στα οικονομικά και τη στρατιωτική του θητεία, αποτελεί η γνωριμία του με το Γιώργο Καζαντζή το 1988,

Στην πολύχρονη πορεία του έχει συνεργαστεί με σπουδαίους Έλληνες δημιουργούς, έχει εμφανιστεί στις περισσότερες μουσικές σκηνές της πόλης και έχει τραγουδήσει σε δεκάδες συναυλίες στη βόρεια Ελλάδα και όχι μόνο, ενώ έχει συμμετάσχει σε δίσκους καταξιωμένων αλλά και νεότερων δημιουργών.

Το 2003 κυκλοφορεί το ΔΗΜΟΣΙΑ ΜΟΥΣΙΚΗ ΣΥΝΥΠΑΡΞΗ: ΠΡΑΤΣΙΝΑΚΗ 5. Πρόκειται για ζωντανή ηχογράφηση που έγινε τον Μάη του 2003 στη ΒΑΡΔΙΑ της Θεσσαλονίκης, όπου οι πέντε αδελφοί Πρατσινάκη καταγράφουν την εμπειρία που έζησαν επί σκηνής να ενώσουν δημόσια τις φωνές τους, επιλέγοντας παραδοσιακά τραγούδια της Κρήτης και της Μακεδονίας, καθώς και τραγούδια των Ζούδιαρη, Σπάθα, Μαρκόπουλου, Ξαρχάκου, κ.ά.