Μάρδας: Δημοσιογραφία, η κακοήθεια είναι τέχνη

 

dimitris-mardas2

«Γνωστός γνωστού μου είπε ότι ο υπουργός…. έκανε μια θλιβερή παρουσίαση στην Αγγλία… που έμοιαζε έκθεση δημοτικού…». Αυτούς τους χαρακτηρισμούς πρόβαλε στα Παραπολιτικά των ΝΕΩΝ, προ καιρού ο επώνυμος συντάκτης τους.

Εδώ αξίζει αρχικά να σημειωθεί το εξής:Ηπαρουσίασηεύλογα ακούστηκε πρώτα στα αγγλικά.Κατόπιν μεταφράστηκε στα ελληνικά στο μυαλό του πρώτου γνωστού,ακολούθως μεταφέρθηκε από στόμα σε στόμα στο δεύτερο γνωστό και από εκεί στον συντάκτη.Από το παραπάνω «σπασμένο τηλέφωνο» εύκολα κατανοεί ο οποιοσδήποτε το μέγεθος της αξιοπιστίας της πληροφορίας!.

Ακόμη κι αν ο «γνωστός του γνωστού» αποτελεί σχήμα λόγου, ανεπιβεβαίωτες πληροφορίες που θίγουν πρόσωπα, δε βγαίνουν έτσι απλά στο αέρα και μάλιστα επωνύμως. Τέλος η άποψη του ενός μόνο πληροφοριοδότη, σε ένα σύνολο πολλών ατόμων που δεν αντιδρούν σε μια παρουσίαση με δυσμενή σχόλια, δύσκολα θεωρείται ωςη κυρίαρχη!

Από την άλλη, το γεγονός ότι παρουσιάζεται η  όποια είδηση σε στήλες Παραπολιτικών, αυτό δε σημαίνει ότι δικαιολογούνται οι ανακρίβειες τα ψεύδη ή οι ανοησίες. Αυτό, ισχύει ακόμη περισσότερο στις περιπτώσεις όπου ο συντάκτης των εν λόγω σχολίων υπογράφει τα όσα ανακοινώνει.

Τέλος, η όποια δημοσιογραφική κριτική οφείλει να εμπεριέχει κάποια στοιχεία και επιχειρήματα υπέρ της θέσης της. Στην αντίθετη περίπτωση παίζει το ρόλο του κακοήθους κουτσομπολιού παρά της είδησης.

Στο πλαίσιο μιας όμοιας δημοσιογραφικής δεοντολογίας δακτυλοδεικτούμενοι συντάκτες συνηθίζουν να σχολιάζουν υπουργούς, βουλευτές κ.ά. για τα όσα υποστηρίζουν, μετά λοιπόν το πέρας της όποιας συνέντευξης και απόντος του ενδιαφερομένου. Με τον τρόπο αυτό, δεν παρέχεται η δυνατότητα του αντίλογου σε ό,τισχόλια προβάλλουν οι συντάκτες βασιζόμενοι συνήθως σε ηλεκτρονικά μηνύματα που παίρνουν. Οι αξιοπρεπείς δημοσιογράφοι διαβάζουν τα εν λόγω μηνύματα κατά την παρουσία του πολιτικού προσώπου, τόσο σε τηλεοπτικές εκπομπές όσο και σε ραδιοφωνικές.

Δεν ξέρουμε ποια σχολή εκπροσωπούνκάποιοι συντάκτες που αποδέχονται απροβλημάτισταανεπιβεβαίωτες πληροφοριών από τρίτους. Επίσης, δεν κατανοούμε τη μέθοδο που ασπάζονται άλλοι δημοσιογράφοι, οι οποίοι αυθαίρετα και με απαξιωτικό ύφος συχνά, σχολιάζουν θέσεις που προβάλλουν στις εκπομπές τους πρόσωπα,ενώ μόλις πριν από λίγα δευτερόλεπτα συνομιλούσαν μαζί τους!.

Εκείνο όμως που γνωρίζουμεόμως είναι το εξής: Η δημοσιογραφία είναι επιστήμη. Οι επιστημονικές μέθοδοι για έρευνα, ανάλυση και παρουσίαση ενός θέματος στις κοινωνικές επιστήμες (Νομική, Πολιτικές, Οικονομικές, Δημοσιογραφίας κ.ά) είναι  δεδομένες και κοινές. Όποιος τις αγνοεί, εύλογα παραβαίνει βασικούς κανόνες δεοντολογίας, δείχνοντας από την άλλη την άγνοια που τον διακρίνει σε θέματα μεθοδολογίας.

Είναι γνωστό, ότι κάποιοι συντάκτες μιας ηλικίας, δεν είχαν τη δυνατότητα τις παλιότερες εποχές,να αποκτήσουν τα απαραίτητα εχέγγυα της γνώσης, πριν την άσκηση του συγκεκριμένου επαγγέλματος.

Από την άλλη όμως στο πλαίσιο των πολλών προγραμμάτων της «Δια Βίου Μάθησης», δίνεται η δυνατότητα σε κάθε δημοσιογράφο παλαιάς κοπής, να «εκσυγχρονιστεί»,μετατρέπονταςτην άγνοια σε γνώση και  βελτιώνοντας έτσι την ποιότητα της δουλειάς του.

Σημειώνεται βέβαια ότι οι δημοσιογράφοι διεθνώς είναι οι κύριοι διαμορφωτές απόψεων που βασίζονται σε εμπεριστατωμένα γεγονότα και όχι σε φήμες ή σε ελλιπή πληροφόρηση. Οι φήμες θα μπορούσαν να δικαιολογηθούν ως στοιχείο δημιουργίας ειδήσεων–αν και συχνά αναξιόπιστων– μόνο στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό βέβαια ισχύει υπό προϋποθέσεις, καθώς δεν απαλλάσσονται οι δημιουργοί τέτοιων ειδήσεων των ποινικών τους ευθυνών, ακόμη και στο πλαίσιο του  facebook ή του twitter, σύμφωνα με τη διεθνή εμπειρία.