ΕΙΣΗΓΗΣΗ ΤΗΣ ΚE ΤΟΥ ΚΚE ΣΤΟ 20ό ΣΥΝΕΔΡΙΟ

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

ΦΩΤΟ: ΑΡΧΕΙΟΥ

Στη βάση του νέου Προγράμματος του Κόμματος και των αποφάσεων που ψηφίστηκαν στο 19ο Συνέδριο, εκτιμάμε σήμερα τη δράση μας, βγάζουμε συμπεράσματα χρήσιμα για την πάλη μας, χαράσσουμε τα καθήκοντά μας μέχρι το επόμενο, το 21ο Συνέδριο.

Οι αποφάσεις του 19ου Συνεδρίου, οι οποίες εξειδικεύτηκαν στις συνολικά 46 Συνόδους της ΚΕ που έγιναν αυτά τα 4 χρόνια, έχουν συναντήσει την αποδοχή της συντριπτικά μεγάλης πλειοψηφίας των μελών του Κόμματος και της ΚΝΕ.

Η προσπάθεια για την ιδεολογική, πολιτική, οργανωτική ανάπτυξη του Κόμματος δέσποσε όλα αυτά τα χρόνια στη δράση όλων των καθοδηγητικών οργάνων, από την Κεντρική Επιτροπή, τις Επιτροπές Περιοχών, τις Τομεακές Επιτροπές, τις ΚΟΒ και τα αντίστοιχα όργανα και ΟΒ της ΚΝΕ.

Πρέπει να κάνουμε προσπάθεια να εκτιμήσουμε τη δουλειά που έγινε, με τα μικρότερα ή μεγαλύτερα θετικά βήματα, αλλά και με τα αρνητικά, τις ελλείψεις και τις αδυναμίες μας. Να επεξεργαστούμε παραπέρα τα καθήκοντά μας –τα οποία θα αποτυπωθούν στις τελικές αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου μας– σε σχέση πάντα με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις.

Τα αποτελέσματα από τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν μετά τη νίκη της αντεπανάστασης και του ιστορικού πισωγυρίσματος της ανθρωπότητας, που ζούμε τα τελευταία 30 περίπου χρόνια, εξακολουθούν να είναι κυρίαρχα στην εργατική λαϊκή συνείδηση, στην ίδια την εξέλιξη και πορεία του εργατικού και λαϊκού κινήματος, που βρίσκεται σε υποχώρηση, παρά τις προσπάθειες, τις επιμέρους αναλαμπές και τις εστίες αντίστασης που υπάρχουν κάτω από την παρέμβαση κυρίως του Κόμματος και άλλων επαναστατικών δυνάμεων διεθνώς.

Παραμένει ως βασικό ζητούμενο η ισχυροποίηση του Κόμματος, ώστε να γίνει ικανό, ως Κόμμα της κοινωνικής ανατροπής, να φέρει σε πέρας τον ιστορικό πρωτοπόρο ρόλο του, αξιοποιώντας και βαθαίνοντας με την ταξική πάλη τις αντιθέσεις και αντιφάσεις του καπιταλιστικού συστήματος.

Η προετοιμασία μας πρέπει να περιλαμβάνει την ολόπλευρη ιδεολογική-πολιτική θωράκιση και οργανωτική ανάπτυξη του Κόμματος και της ΚΝΕ. Αυτή η προετοιμασία θα ατσαλώνει δυνάμεις, θα τις προετοιμάζει για δύσκολες και αποφασιστικές μάχες, μακριά από τη μικροαστική ανυπομονησία, αλλά και από τη μακαριότητα που δημιουργεί η υποτίμηση της συνεχούς, χωρίς ταλαντεύσεις και καθυστερήσεις, πολιτικής δράσης, της καθημερινής ακούραστης δουλειάς, της συνεχούς δημιουργίας πολύτιμων εφεδρειών που θα αντικαθιστούν, θα ανανεώνουν, θα διευρύνουν τις δυνάμεις μας.

Από την ιδεολογική-πολιτική-οργανωτική ισχυροποίηση του Κόμματος και της ικανότητας δράσης του μέσα στο εργατικό κίνημα, μέσα στα κινήματα των αντικειμενικά σύμμαχων λαϊκών δυνάμεων, εξαρτάται και ο αντικαπιταλιστικός – αντιμονοπωλιακός προσανατολισμός τους, η πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, των ιμπεριαλιστικών ενώσεων.

Η ισχυροποίηση, η κομμουνιστική λειτουργία των οργανώσεων, η οικοδόμηση του Κόμματος, η ανανέωση των δυνάμεων και δεσμών μέσα στην εργατική τάξη, στα λαϊκά στρώματα και κυρίως στις νέες παραγωγικές ηλικίες, καθορίζονται από την αλληλεπίδραση των αντικειμενικών και υποκειμενικών παραγόντων. Δηλαδή από την αντικειμενική κατάσταση, έτσι όπως αυτή εξελίσσεται έξω από τη θέληση και τη δράση μας, αλλά ταυτόχρονα και από τη δράση του υποκειμενικού παράγοντα, της εργατικής τάξης, του κινήματός της και του Κόμματός της, από τη γραμμή της ταξικής πάλης για την αποσταθεροποίηση της καπιταλιστικής εξουσίας, για να υποστούν ρήγματα όσα σήμερα –με μια επιφανειακή ματιά– φαντάζουν σταθερά, μόνιμα, παγιωμένα και αμετάβλητα.

 

 

ΒΑΣΙΚΕΣ ΕΚΤΙΜΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣΥΝΕΔΡΙΑΚΗΣ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑΣ

 

Ολοκληρώθηκε η προσυνεδριακή διαδικασία, κατά τη διάρκεια της οποίας εμπλουτίστηκαν παραπέρα οι Θέσεις της ΚΕ με την πολύτιμη πείρα και τις σκέψεις πρώτα απ’ όλα των δεκάδων χιλιάδων μελών του ΚΚΕ και της ΚΝΕ, αλλά και οπαδών και φίλων του Κόμματος σε όλη τη χώρα, παντού στον κόσμο, όπου ζουν, εργάζονται ή σπουδάζουν Έλληνες και Ελληνίδες που αγωνιούν για το μέλλον του τόπου, που παρακολουθούν τη δράση του ΚΚΕ κι ενδιαφέρονται για την παραπέρα ενδυνάμωσή του.

Μετά τη δημοσίευση των Θέσεων της ΚΕ στον «Κυριακάτικο Ριζοσπάστη» της 18ης Δεκέμβρη του 2016, αναπτύχθηκε μια πλούσια εσωοργανωτική αλλά και δημόσια συζήτηση. Όλα τα καθοδηγητικά όργανα του Κόμματος και της ΚΝΕ συνεδρίασαν και συζήτησαν τις Θέσεις της ΚΕ. Ακολούθησαν οι εκλογοαπολογιστικές διαδικασίες, η συζήτηση των Θέσεων με υπερψήφισή τους στις Κομματικές Οργανώσεις Βάσης και στη συνέχεια στις προσυνεδριακές συνδιασκέψεις των Τομεακών Οργανώσεων, της Περιφερειακής και όλων των Οργανώσεων Περιοχής της χώρας.

Θετική ψήφο στις Κομματικές Οργανώσεις Βάσης έδωσε το 99,3% των κομματικών μελών. Κατά ψήφισε το 0,2% των μελών και λευκό το 0,5%. Στις Συνδιασκέψεις των Τομεακών, της Περιφερειακής και των Οργανώσεων Περιοχής υπέρ ψήφισε το 99,9% των αντιπροσώπων, κατά το 0% και λευκό το 0,1%.

Συνεδρίασαν επίσης όλα τα καθοδηγητικά όργανα της ΚΝΕ και οι ΟΒ και τοποθετήθηκαν πάνω στις Θέσεις. Στο Κεντρικό Συμβούλιο, στα Συμβούλια Περιοχής και στα Τομεακά Συμβούλια ψηφίστηκαν οι θέσεις ομόφωνα. Στις Οργανώσεις Βάσης της ΚΝΕ, υπέρ ψήφισε το 99,7% των μελών, κατά το 0,05% και λευκό το 0,25%.

Στον προσυνεδριακό διάλογο μέσα από τις στήλες του «Ριζοσπάστη» και της ΚΟΜΕΠ πήραν μέρος 262 μέλη και φίλοι του Κόμματος και της ΚΝΕ. Τις Θέσεις της ΚΕ πήραν 80.000 άνθρωποι. Έγιναν 850 ανοιχτές συγκεντρώσεις και συσκέψεις για τη συζήτηση των Θέσεων της ΚΕ, με τη συμμετοχή 23.000 φίλων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ.

Η όλη προσυνεδριακή διαδικασία, η υπερψήφιση των Θέσεων της ΚΕ και η ουσιαστική και δημιουργική συζήτηση που έγινε αποτελούν ένα σημαντικό βήμα, παρακαταθήκη για τη συνέχεια. Εκφράζουν ταυτόχρονα και τη σημαντική δουλειά που έγινε όλα τα προηγούμενα χρόνια με το Πρόγραμμα και τις άλλες επεξεργασίες και θέσεις του Κόμματος. Οι Θέσεις μελετήθηκαν, ενώ τα μέλη του Κόμματος και της ΚΝΕ ενθαρρύνθηκαν κατά τη διάρκεια της εσωκομματικής συζήτησης να θέσουν τα ερωτήματα και τους προβληματισμούς τους. Στις συνελεύσεις και τις Συνδιασκέψεις ήταν μεγάλο το ενδιαφέρον κομματικών μελών και αντιπροσώπων να τοποθετηθούν με ομιλίες και κατάθεση των απόψεών τους. Ο προβληματισμός συνδύαζε ικανοποιητικά προγραμματικά ζητήματα και θέματα στρατηγικής με την ατομική και συλλογική πείρα από την καθημερινή δράση, από την ίδια την πορεία της ταξικής πάλης, εστιάζοντας στα βήματα που μετράμε, αλλά και στις πλευρές της δουλειάς μας που είναι αδύνατες ή στις οποίες χρειάζεται να γίνουμε γρήγορα πιο ικανοί και αποτελεσματικοί το επόμενο διάστημα. Η συζήτηση έδειξε ότι η συντριπτικά μεγάλη πλειοψηφία των μελών και στελεχών του Κόμματος και της ΚΝΕ συμφώνησε ουσιαστικά με τις Θέσεις για το 20ό Συνέδριο.

 

 

Η άμεση ανάγκη για ολόπλευρο ατσάλωμα του Κόμματος και της ΚΝΕ στο επίκεντρο του προβληματισμού

 

Ομόθυμη είναι η διαπίστωση ότι θα κριθούμε στο πώς θα καταφέρουμε μέσα από τις εργασίες και τις αποφάσεις του 20ού Συνεδρίου, αλλά κυρίως με τη δουλειά μας μετά το Συνέδριο, να δυναμώσουν τα καθοδηγητικά επιτελεία του Κόμματος, οι ίδιες οι ΚΟΒ και ΟΒ στους χώρους ευθύνης και να ενισχυθεί συνολικά το ΚΚΕ, η δράση του για δυνατό εργατικό κίνημα και για την κοινωνική συμμαχία, η πάλη για τη διεκδίκηση της εξουσίας. Πρόκειται για συνέχεια της προσπάθειας να αφομοιωθεί το νέο Πρόγραμμα στις γραμμές και στον περίγυρό μας, να μπουν στη ζωή και να διαδοθούν πλατιά μέσα στην εργατική τάξη οι σύγχρονες επεξεργασίες και αποφάσεις, η στρατηγική μας για το Σοσιαλισμό – Κομμουνισμό, να ανταποκριθούμε στο σύνθετο καθήκον ανάπτυξης της επαναστατικής θεωρίας και δράσης.

Το ολόπλευρο ατσάλωμα του Κόμματος και της Νεολαίας του είναι λοιπόν προϋπόθεση για να φέρουμε σε πέρας:

– τα καθήκοντα της ανασύνταξης του εργατικού κινήματος και της οικοδόμησης της κοινωνικής συμμαχίας σε αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.

– την πάλη κατά του ιμπεριαλιστικού πολέμου, κατά της ΕΕ και του ΝΑΤΟ, των αμερικανονατοϊκών εγκαταστάσεων στην Ελλάδα, κατά των εξοπλιστικών ΝΑΤΟϊκών προγραμμάτων (που δεν έχουν καμιά σχέση με την άμυνα της χώρας), ενάντια στη συμμετοχή της χώρας στις ΝΑΤΟϊκές ασκήσεις, στον ευρωστρατό και τους άλλους μηχανισμούς καταστολής που χρησιμοποιούνται κατά του λαϊκού κινήματος με διάφορα προσχήματα,

– τελικά το στόχο της εργατικής εξουσίας.

Υπάρχουν ανεξάντλητες δυνατότητες να διεισδύουμε σε μάζες που μας ενδιαφέρουν από ταξική σκοπιά, που αγανακτούν από την όξυνση της εκμετάλλευσης και βγαίνουν –με τον έναν ή τον άλλο τρόπο– στην πάλη. Από τη δική μας ικανότητα εξαρτάται να τους προετοιμάσουμε για τα παραπάνω καθήκοντα. Σ’ αυτές τις συνθήκες χρειάζεται να αυξήσουμε την απαιτητικότητα από τους εαυτούς μας και από τους πρωτοπόρους που στέκονται δίπλα μας για ανέβασμα του πολιτικού – ιδεολογικού επιπέδου με όπλο τις αποφάσεις αυτού αλλά και των προηγούμενων Συνεδρίων.

Οπότε έχει σημασία πώς θα καταφέρουμε να συνδέουμε, αξιοποιώντας τις εξελίξεις, κάθε αγώνα με την πάλη για την εξουσία, πώς θα δίνουμε καθημερινά στους χώρους τη μάχη με τον οπορτουνισμό, τις θεωρίες διαχείρισης του συστήματος, τις κοινοβουλευτικές αυταπάτες, την απογοήτευση που έφερε η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ. Η παρέμβαση του Κόμματος απαιτεί καλύτερη ερμηνεία των τρεχουσών οικονομικών και πολιτικών εξελίξεων, βαθύτερη κατανόηση των νομοτελειών του καπιταλισμού, αποκάλυψη των αντιδραστικών θεωριών και πιο αποδεικτική προβολή της αναγκαιότητας για οργάνωση και ανάπτυξη της παραγωγής σε σοσιαλιστική βάση, καθώς και του ίδιου του χαρακτήρα της σοσιαλιστικής παραγωγής.

Επειδή δρούμε σε συνθήκες αντεπανάστασης, θα πρέπει να ανέβει η προσπάθεια να μη χάνουμε το κύριο: την κομματική οικοδόμηση, την ολόπλευρη παρέμβαση για να ισχυροποιηθεί το ρεύμα των κομμουνιστικών ιδεών στους χώρους δουλειάς. Είναι ανάγκη να γίνει στέρεη πεποίθηση σε όλο το Κόμμα ότι η οικονομική πάλη δεν οδηγεί αυτόματα σε πάλη επαναστατική.

Η συζήτηση με βάση τις Θέσεις για το 20ό Συνέδριο του Κόμματος ανέδειξε ως ένα από τα κύρια ζητήματα που χρειάζεται να μετρήσουμε άμεσα βήματα, αυτό της πιο πλατιάς, ολοκληρωμένης, ολόπλευρης ιδεολογικής-πολιτικής παρέμβασης του Κόμματος. Υπάρχει συμφωνία ότι έχουν γίνει σημαντικά βήματα τα τελευταία χρόνια. Χρειάζεται όμως σε όλη την κλίμακα του Κόμματος να γκρεμιστεί συθέμελα η αντίληψη ότι η ιδεολογική πάλη είναι κάτι «θεωρητικό», αποσπασμένο από τη δράση ή διαδραματίζεται κάποιες στιγμές μόνο, όταν εμείς τις επιλέγουμε. Να χωνευτεί καλά ότι στην πραγματικότητα δεν υπάρχουν στεγανά. Δε διαδραματίζεται μόνο όταν εμείς το επιδιώκουμε ή το προγραμματίζουμε, αλλά είναι μέρος μια αδιάλειπτης διαδικασίας, αφού χωρίς σταματημό είναι και η κοινωνική εξέλιξη, η ίδια η ταξική πάλη. Δεν υπάρχει ιδεολογική διαπάλη με «ωράρια», «ειδικούς χώρους», «ειδικές» κουβέντες. Δεν μπορεί να διαχωρίζουμε την ιδεολογικοπολιτική παρέμβαση του Κόμματος από τη δράση μέσα στο εργατικό κίνημα ή να την ανάγουμε σε κάτι επιπλέον – έξω από την καθημερινή ενασχόληση.

Αντίστοιχα, σ’ αυτόν τον άξονα είναι σοβαρή παρακαταθήκη να κατανοηθεί ότι το κριτήριο συμφωνίας δεν είναι γενικό και αόριστο. Αποτυπώνεται στο επίπεδο συμφωνίας με το ίδιο το Πρόγραμμα που ψήφισε το 19ο Συνέδριο, όπως και με τις αποφάσεις του 18ου Συνεδρίου για το σοσιαλισμό και τη σοσιαλιστική οικοδόμηση με βάση την πείρα του 20ού αιώνα. Πολλές φορές πέφτουμε σε εκπτώσεις, εφησυχάζουμε, δεν προχωράμε τη συζήτηση ολοκληρωμένα, έως το τέλος. Μερικές φορές έχουμε τη στρεβλή άποψη ότι «μέχρι εκεί φτάνει, μην το ζορίσουμε».

Όλα τα καθοδηγητικά όργανα έχουν ευθύνη για τη βελτίωση της μελέτης από το σύνολο του δυναμικού μας και της ικανότητας προβολής της στρατηγικής μας. Οι διαλέξεις στις ΚΟΒ βοηθάνε, αλλά χρειάζεται να επαναφέρουμε πλευρές στην καθημερινή δραστηριότητα ώστε να μην αποσπάται ο καθημερινός αγώνας από το κύριο επαναστατικό καθήκον. Με καλύτερους όρους οι δυνάμεις μας μελέτησαν τις Θέσεις εκεί που αξιοποιήθηκε ταυτόχρονα, για παράδειγμα, η βιβλιογραφία και η αρθρογραφία για τον πόλεμο.

Έχει σημασία να κατανοήσουμε και να διαπεράσει την καθοδηγητική μας δουλειά ότι η ωριμότητα του υποκειμενικού παράγοντα σε επαναστατικές συνθήκες κρίνεται από τη δουλειά προετοιμασίας στο σήμερα και πάνω εδώ χτίζεται και η αντοχή όλων μας. Η αντοχή που πρέπει να καλλιεργηθεί αφορά το δυναμικό μας και τον περίγυρο και έχουμε θετικά παραδείγματα: Μέλη της ΚΝΕ που τα στηρίξαμε στην πρώτη τους εργασιακή εμπειρία, όταν πρωτόπιασαν δουλειά, σε δύσκολες καμπές της ζωής τους, που δεν έκαναν πίσω και στη συνέχεια έγιναν μέλη του ΚΚΕ. Συντρόφισσες μωρομάνες ή με μικρά παιδιά που ανέλαβαν καθήκοντα και αντεπεξήλθαν παρά τις δυσκολίες. Στα παραπάνω έπαιξε ρόλο η θωράκιση που είχαν από πριν. Αυτή τους βοήθησε να συνδέσουν το προσωπικό πρόβλημα που βίωναν με το ίδιο το βάρβαρο σύστημα που ζούμε σήμερα και θέλουμε να ανατρέψουμε. Άρα καθοριστικό ρόλο παίζει η προετοιμασία ιδιαίτερα των νέων πριν βγουν στον εργασιακό χώρο και γι’ αυτό είναι αναγκαίο να εξασφαλίσουμε και την αυτοτελή παρέμβαση των Κομματικών Οργανώσεων στις αντίστοιχες σχολές κατάρτισης, στα σχολεία, στα πανεπιστήμια και τα ανώτερα τεχνολογικά ιδρύματα.

Εκατοντάδες μέλη του Κόμματος και της ΚΝΕ, αξιοποιώντας τις ιστορικές παρακαταθήκες του Κόμματός μας, όλα αυτά τα χρόνια, μέσα σε πολύ δύσκολες συνθήκες έδωσαν πρωτοπόρα τη μάχη στους τόπους δουλειάς, απέναντι σε μια αδιάλλακτη και σκληρή εργοδοσία που πολλές φορές τους οδηγούσε σε απόλυση, απέναντι σε κατασταλτικούς μηχανισμούς και διώξεις συνδικαλιστών, εργατών, αγροτών, της σπουδάζουσας και μαθητικής νεολαίας. Συνεχίζουμε στο δρόμο των αλύγιστων της ταξικής πάλης.

Στο σύγχρονο προβληματισμό ξεχωρίζουν ζητήματα της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης που σχετίζονται με εξελίξεις και αλλαγές και απαιτούν την ολόπλευρη ισχυροποίηση του Κόμματος και της ΚΝΕ, όπως:

– Η όξυνση των αντιθέσεων και το ενδεχόμενο εκδήλωσης μια νέας οικονομικής κρίσης διεθνώς, η διεθνής κατάσταση και ο ρόλος του διεθνούς κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος σε συνθήκες αρνητικού συσχετισμού και αντεπανάστασης.

– Ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος, η ένταση των συγκρούσεων, οι ιμπεριαλιστικές συμμαχίες και η στάση των κομμουνιστών απέναντι στον κίνδυνο πιο άμεσης εμπλοκής της Ελλάδας, αλλά και απέναντι στον ίδιο τον πόλεμο, είτε πρόκειται για επιθετικό είτε εμφανίζεται ως αμυντικός, είτε είναι πιο γενικευμένος είτε τοπικός ή περιφερειακός.

– Η πορεία της διακρατικής καπιταλιστικής ένωσης στην οποία συμμετέχει η χώρα μας, της ΕΕ και ειδικότερα της Ευρωζώνης, το ενδεχόμενο εξόδου από αυτήν και η στάση του ΚΚΕ, γενικότερα η στάση του εργατικού κινήματος.

– Οι λειτουργίες του αστικού κράτους και οι αναδιαρθρώσεις των πολυπλόκαμων μηχανισμών του, η πορεία αναμόρφωσης του αστικού πολιτικού συστήματος σε συνθήκες παρατεταμένης οικονομικής κρίσης, η πολιτική στάση του ΚΚΕ σε αυτές τις εξελίξεις.

– Ο ηγετικός ρόλος της εργατικής τάξης, η αναγκαιότητα ανασύνταξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος και η συμμαχία του εργατικού κινήματος μ’ εκείνο των αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ, επιστημόνων και αγροτών, ο ρόλος των κομμουνιστών σε αυτή τη διαδικασία.

– Η προώθηση της κομματικής οικοδόμησης σε κλάδους στρατηγικής σημασίας, η ανανέωση των γραμμών του Κόμματος, η αποφασιστική ενίσχυση της ΚΝΕ, η όλο και μεγαλύτερη ισχυροποίηση του κατακτημένου εδώ και δεκαετίες πλέον Κόμματος Νέου Τύπου, η ανταπόκρισή του στα σημερινά και αυριανά –ακόμα πιο σύνθετα– καθήκοντα της επαναστατικής πάλης, η επιβεβαίωση ότι μπορεί να γίνει «Κόμμα Παντός Καιρού», μεταφορικά και κυριολεκτικά.

 

 

Η ΣΗΜΕΡΙΝΗ ΔΙΕΘΝΗΣ ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΟΤΗΤΑ

 

Παρά την παγκόσμια κυριαρχία του και τη φαινομενική απρόσκοπτη νίκη του τα τελευταία 30 χρόνια μετά την αντεπανάσταση, ο καπιταλισμός διατρέχεται από οξύτατες αντιθέσεις και ανειρήνευτους ανταγωνισμούς μεταξύ των επιμέρους καπιταλιστικών κρατών, των στρατιωτικών – πολιτικών και οικονομικών – πολιτικών συμμαχιών τους, ανταγωνισμούς που έχουν οδηγήσει σε πολέμους και ανακατατάξεις.

Οι τάσεις που διαμορφώθηκαν είναι οι εξής:

Τα περισσότερα από τα παλιά ισχυρά καπιταλιστικά κράτη –μεταξύ αυτών η ακόμα πρώτη καπιταλιστική δύναμη, οι ΗΠΑ– συνεχίζουν να χάνουν θέσεις στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά προς όφελος της Κίνας –που είναι ήδη δεύτερη δύναμη– αλλά και της Ινδίας, της Βραζιλίας και άλλων ανερχόμενων κρατών.

Αυτή η απώλεια θέσεων έγινε μέσα από μια αντιφατική διαδικασία. Η διεύρυνση των Άμεσων Ξένων Επενδύσεων (ΑΞΕ) από τα πρώτα προς τα δεύτερα κράτη –που έγινε με στόχο την αξιοποίηση της φτηνότερης εργατικής δύναμης που διέθεταν– οδήγησε σε αύξηση της κερδοφορίας, αλλά και συγκυριακή διέξοδο στο υπερσυσσωρευμένο –στα όρια της εσωτερικής του αγοράς– κεφάλαιο. Στη συνέχεια επέφερε καπιταλιστική ισχυροποίηση των δεύτερων, ενώ στα πρώτα διογκώθηκε η ανεργία, έπεσε η αξία της εργατικής δύναμης, ακολουθήθηκαν πολιτικές αύξησης της εκμετάλλευσης, μεταξύ άλλων με τη μείωση του εργατικού λαϊκού εισοδήματος.

Από τη σχεδόν συγχρονισμένη κρίση που εκδηλώθηκε στα χρόνια 2008-2009, ελάχιστες καπιταλιστικές οικονομίες πέρασαν σε επίπεδα ανάπτυξης μεγαλύτερα από εκείνα προ κρίσης.

Στην Κίνα, αν και δεν έχει εκδηλωθεί ακόμα κρίση στο σύνολο της οικονομίας της, έχουν επιβραδυνθεί οι ακόμα υψηλοί ρυθμοί ανάπτυξης. Το γεγονός αυτό προκαλεί αντιφατικές προσδοκίες στους άμεσους ανταγωνιστές της: Αφενός τους δημιουργεί την προσδοκία της υποχώρησης των μεριδίων της Κίνας στην παγκόσμια καπιταλιστική αγορά, αφετέρου τους προκαλεί φόβο για ενδεχόμενη περιστολή της παγκόσμιας καπιταλιστικής οικονομίας λόγω του μεγάλου βαθμού διασύνδεσής της με την οικονομία της Κίνας (μέσω της αγοράς ενεργειακών υλών, τηλεπικοινωνιών, μεταφορών, όχι μόνο ΑΞΕ αλλά κι έμμεσων επενδύσεων ομολόγων και άλλων χρεόγραφων).

Αυτή η αντιφατικότητα εκφράζεται στο ιδεολογικό και πολιτικό επίπεδο με την ισχυροποίηση τάσεων προστατευτισμού της εγχώριας παραγωγής και οικονομίας. Τέτοιες τάσεις διαφαίνονται π.χ. στην εκλογή Τραμπ στις ΗΠΑ, στην επικράτηση του Brexit στη Βρετανία, στις άλλες αποσχιστικές τάσεις στην Ευρωζώνη. Ωστόσο, αυτές οι τάσεις δεν έχουν κυριαρχήσει απόλυτα ούτε στις ΗΠΑ, αλλά ούτε και στη Βρετανία που ενδιαφέρεται για μια πιο ειδική και χαλαρή σχέση με την ΕΕ, διατηρώντας βέβαια το δικό της νόμισμα.

Πιο περίπλοκη παρουσιάζεται αυτή η αντιφατικότητα στη συνοχή της Ευρωζώνης. Από τη μια μεριά είναι η ίδια η ανισόμετρη ανάπτυξη των κρατών-μελών της, η διαφορετική φάση στον κύκλο της καπιταλιστικής οικονομικής κρίσης που βρίσκονται, τα διαφορετικά δημοσιονομικά προβλήματα που αντιμετωπίζουν και βέβαια ο διαφορετικός βαθμός ωφέλειάς τους από το κοινό νόμισμα με βάση τους συμφωνημένους όρους νομισματικής και δημοσιονομικής σταθερότητας. Από την άλλη, είναι τα υπαρκτά οφέλη που έχουν τα κράτη-μέλη από τη διευρυμένη ευρωενωσιακή αγορά στον ανταγωνισμό τους με άλλες μεγάλες –εθνοκρατικά συγκροτημένες– οικονομίες, όπως οι ΗΠΑ, η Κίνα, η Ινδία, στο πλαίσιο της παγκόσμιας καπιταλιστικής αγοράς.

Αυτές οι αντιφάσεις, καθώς και οι πολιτικές εξελίξεις και αποφάσεις που τροφοδοτούν, αν και δεν έρχονται πάντα στην επιφάνεια ως καπιταλιστικές (συνήθως εμφανίζονται με τρόπο που αθωώνουν το σύστημα, ως ζητήματα που συνδέονται με τη μία ή την άλλη μορφή διαχείρισης ή με τις ιδεοληψίες κάποιων πολιτικών ηγεσιών), είναι σύμφυτες με τον καπιταλισμό και οξύνονται σε εποχή σήψης, παρασιτισμού, πολύπλευρης και πολυποίκιλης καταστροφής των παραγωγικών δυνάμεων. Πρόκειται για συνέπειες που δεν αποτυπώνονται στους δείκτες της αστικής στατιστικής, αλλά σχετίζονται κυρίως με τη διεύρυνση του χάσματος ανάμεσα στις παραγωγικές δυνατότητες της εποχής μας και στο βαθμό ικανοποίησης των σύγχρονων κοινωνικών αναγκών.

Σε αυτές τις συνθήκες, οι ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις οξύνονται και «η κοινωνία μοιάζει να επιστρέφει στη βαρβαρότητα». Η ένταση της ταξικής εκμετάλλευσης αδυνατεί να εξασφαλίσει από μόνη της μια αυξανόμενη κερδοφορία του κεφαλαίου και ο πόλεμος μοιάζει ως ο μόνος πυρετός που θα μπορούσε να σκοτώσει το μικρόβιο της κρίσης του γερασμένου καπιταλιστικού κοινωνικού – οικονομικού σχηματισμού.

Όλα τα καπιταλιστικά κράτη, με πρώτο τις ΗΠΑ, εκσυγχρονίζουν το στρατιωτικό εξοπλισμό τους, ενώ τα ισχυρότερα επιδιώκουν να έχουν πλεονέκτημα στα πιο σύγχρονα πολεμικά μέσα.

Οι ΗΠΑ διατηρούν από άποψη συνολικής οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής ισχύος την πρώτη θέση στη πυραμίδα του διεθνούς ιμπεριαλιστικού συστήματος.

Αναμφίβολα υποβόσκει νέα, πιο συγχρονισμένη οικονομική κρίση, όξυνση της διαπάλης για τον έλεγχο αγορών, ενεργειακών πηγών και δρόμων μεταφοράς πετρελαίου και φυσικού αερίου. Αυτό υποδηλώνουν οι υπάρχουσες πολεμικές εστίες στη Μέση Ανατολή, στην Ουκρανία, οι εντάσεις στην Ανατολική και Κεντρική Ευρώπη σε σχέση με τη Ρωσία, στην Αρκτική και στη Θάλασσα της Νότιας Κίνας. Όλες αυτές οι εστίες αυξάνουν τον κίνδυνο μιας ευρύτερης γενίκευσης του ιμπεριαλιστικού πολέμου.

Οξύνεται η βασική αντίθεση ανάμεσα στο κεφάλαιο και την εργασία, ενισχύεται η τάση για απόλυτη και σχετική εξαθλίωση της εργατικής τάξης, αυξάνεται το ποσοστό της μόνιμης, μακροχρόνιας ανεργίας, αυξάνεται ο βαθμός εκμετάλλευσης της εργατικής τάξης και στις πιο αναπτυγμένες καπιταλιστικές οικονομίες, οξύνονται όλες οι κοινωνικές αντιθέσεις.

Η όξυνση των αντιθέσεων στην ΕΕ και στην Ευρωζώνη ενισχύει τις αποσχιστικές τάσεις, οι οποίες με τη σειρά τους τροφοδοτούν τον αστικό «ευρωσκεπτικισμό». Πρόκειται για ένα ρεύμα εξίσου αντιδραστικό – αντιλαϊκό που στηρίζεται από λόμπι δισεκατομμυριούχων, από φασιστικές δυνάμεις. Παράλληλα, διευρύνονται τα οφέλη υπέρ της Γερμανίας και κατά της Γαλλίας, της Ιταλίας και άλλων κρατών. Εκτιμάμε ότι στο μέλλον θα οξυνθούν τα προβλήματα συνοχής στην ΕΕ και θα επέλθουν αλλαγές στη δομή της, επομένως και στο αστικό πολιτικό σύστημα μέσα στην ΕΕ, στις χώρες της Ευρωζώνης.

Αν και παραμένει πρωταρχικό το εθνικό πεδίο της ταξικής πάλης, ταυτόχρονα ο συντονισμός της σε περιφερειακό και διεθνές επίπεδο έχει μεγάλη σημασία. Το κύριο πρόβλημα είναι ότι στο διεθνές πεδίο δεν παρατηρείται ανάταση του κομμουνιστικού κινήματος, που θα αποτελούσε πραγματικό φάρο ελπίδας. Αντίθετα, πολλά από τα λεγόμενα «κομμουνιστικά κόμματα» έχουν ενσωματωθεί στην καπιταλιστική διαχείριση κι επιλέγουν στρατόπεδο ανάμεσα στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες.

Εν κατακλείδι, αν και ο παλιός κόσμος αργοπεθαίνει, ο καινούργιος δεν μπορεί ακόμα να γεννηθεί.

 

 

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ ΚΑΙ ΣΤΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΛΑΪΚΟ ΚΙΝΗΜΑ, ΣΤΟ ΦΟΝΤΟ ΤΩΝ ΕΞΕΛΙΞΕΩΝ

 

Υπό την επιρροή και του αρνητικού διεθνούς συσχετισμού, η συνεχής διάψευση οποιασδήποτε δυνατότητας φιλολαϊκής διαχείρισης της καπιταλιστικής κρίσης στην Ελλάδα, αν και συμπαρασύρει τα πολιτικά μορφώματα που προκρίνει κάθε φορά η αστική τάξη για να αναβαπτίζει το πολιτικό της προσωπικό, δεν οδηγεί και στην ευθύγραμμη επαναστατική αφύπνιση των μαζών. Αυτό άλλωστε δεν θα μπορούσε να συμβεί με αυτόν τον τρόπο. Το γεγονός ότι τα διάφορα λαϊκά ξεσπάσματα που γνωρίσαμε μέχρι σήμερα δεν αμφισβητούν συνολικά την αστική στρατηγική συμφιλίωσης-υποταγής της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων σ’ ένα μίζερο μέλλον, δίνει τη δυνατότητα στο πολιτικό προσωπικό της αστικής τάξης να τα αξιοποιεί ως μέσο ανατροφοδότησης αυτής της συμφιλίωσης, ως βαλβίδες αποσυμπίεσης για την επίτευξη της σταδιακής προσαρμογής σε αυτή.

Ωστόσο, η δυνατότητα της αστικής τάξης, εγχώριας και διεθνούς, να διαχειρίζεται προς το παρόν την υπαρκτή λαϊκή δυσαρέσκεια, δεν την βγάζει ούτε μπορεί να την βγάλει από τις πολιτικές-οικονομικές της αντιφάσεις. Οι δυνάμεις της παρακμής, της υποταγής και των κάθε είδους συμβιβασμών ανήκουν στον παλιό, στον καπιταλιστικό κόσμο, φανερώνοντας τα όρια της ταξικής εκμετάλλευσης και απανθρωπιάς του και υπογραμμίζοντας το ξεπέρασμα των ιστορικών ορίων προσφοράς του στην ανθρωπότητα. Όλα αυτά αποτελούν απλά την πρόσφατη επιβεβαίωση του απάνθρωπου προσώπου του σύγχρονου καπιταλισμού και όχι κάποια παραβίαση των νομοτελειών του, της ουσίας του.

Η ραγδαία αύξηση της ανεργίας, οι ιμπεριαλιστικές συγκρούσεις, η μεγάλη αύξηση του κύματος των προσφύγων, η διόγκωση του ρατσισμού και η πολιτική ενίσχυση αντιδραστικών, ακόμα και φασιστικών δυνάμεων, σε καμιά περίπτωση δεν μπορούν ούτε πρέπει να αποτελέσουν «οχήματα νοσταλγίας» για τον προ κρίσης δήθεν «καλό καπιταλισμό». Εδώ έγκειται ο ρόλος του Κομμουνιστικού Κινήματος, που οφείλει να στηριχτεί στην αντικειμενικά υπάρχουσα καπιταλιστική κρίση και λαϊκή δυσαρέσκεια για να συμβάλει καθοριστικά στην εργατική λαϊκή αφύπνιση, στη διαμόρφωση και προετοιμασία του υποκειμένου της τελικής και οριστικής επαναστατικής ανατροπής της αστικής εξουσίας.

Φυσικά, ούτε το ΚΚΕ, ούτε άλλα ΚΚ, μπορούν να «δημιουργήσουν» επαναστατική κατάσταση. Όμως μπορούν να οξύνουν μέτωπα πάλης, να βαθύνουν τα ρήγματα, να συγκεντρώνουν εργατικές λαϊκές δυνάμεις σε γραμμή αμφισβήτησης του συστήματος. Να προβάλλουν την αναγκαιότητα κι επικαιρότητα του σοσιαλισμού, κόντρα στις ξεπερασμένες ιστορικά απόψεις ότι μπορεί μια μεταβατική κυβέρνηση στο έδαφος του καπιταλισμού να ανοίξει το δρόμο για την επαναστατική ανατροπή, αλλά και τις αυταπάτες ότι μπορεί να υπάρξει μια μεταβατική ενδιάμεση εξουσία που θα στέκεται ανάμεσα στον καπιταλισμό και το σοσιαλισμό. Να μη συνηγορούμε στην υιοθέτηση ουτοπικών αιτημάτων που απογοητεύουν ακόμα και όσα εργατικά-λαϊκά στρώματα επιλέγουν –παροδικά έστω– το δρόμο του αγώνα, της αντίστασης. Να κρατάμε ψηλά τη σημαία της επαναστατικής ανατροπής, ακόμα και στις περιόδους πισωγυρίσματος του εργατικού-λαϊκού κινήματος. Να βρισκόμαστε επικεφαλής των εστιών αντίστασης που δημιουργούνται καθημερινά, των ανατάσεων με ανατρεπτική διάθεση που αργά ή γρήγορα θα ξεσπάσουν κάτω από το βάρος των όλο και μεγαλύτερων λαϊκών δεινών.

Όλα αυτά ούτε αντιφάσκουν ούτε έρχονται σε αντίθεση με την πρωτοπόρα παρουσία του Κόμματος σε κάθε αγώνα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, όπως προπαγανδίζουν συχνά σοσιαλδημοκράτες και οπορτουνιστές κάθε είδους. Πρόκειται για μία προπαγάνδα η οποία –εκτός των άλλων– στοχεύει στην αποτροπή της συμμετοχής των άπειρων πολιτικά εργατικών λαϊκών δυνάμεων στον ταξικό, κοινωνικό αγώνα, πολύ περισσότερο στην αποτροπή της πιο στενής επαφής τους, της συμπόρευσής τους τελικά με τους κομμουνιστές.

Σε κάθε περίπτωση, οι κομμουνιστές και οι κομμουνίστριες, είτε παρεμβαίνουν αυτοτελώς είτε μέσω μαζικών φορέων του εργατικού-λαϊκού κινήματος, δεν αποτελούν απλό τμήμα των αυθόρμητων λαϊκών αντιδράσεων και αντιστάσεων. Αντίθετα, αποτελούν εκείνη την πρωτοπόρα δύναμη που αντιλαμβάνεται την ανάγκη συνολικής ανατροπής της αστικής εξουσίας κι επιδιώκει να κατευθύνεται η πάλη προς αυτό το στόχο. Αυτή η πρωτοπόρα δράση συμβάλλει στην ενδυνάμωση των αγώνων, ακόμα κι εκείνων που αναπτύσσονται για ορισμένα πολύ οξυμμένα άμεσα αιτήματα. Οι δράσεις και πρωτοβουλίες, οι αγώνες και το κίνημα, μαζικοποιούνται περισσότερο και αποκτούν πιο μόνιμα αντινομοπωλιακά – αντικαπιταλιστικά χαρακτηριστικά, όταν όλο κι ευρύτερες μάζες κατανοούν ότι η ταξική πάλη δε λήγει με αμοιβαίως επωφελείς συμφωνίες και συμβιβασμούς των αντιμαχόμενων. Έχουν αποτελέσματα όταν συνειδητοποιείται η διασύνδεση κάθε επιμέρους ζητήματος με τις στρατηγικές επιλογές της καπιταλιστικής πολιτικής. Η άσκηση πίεσης από την πλευρά του κινήματος για ματαίωση αντιλαϊκών μέτρων ή για κάποια υποχώρηση εκ μέρους της κυβέρνησης εξαρτάται και από την οργάνωση, τη μαζικότητα, αλλά και την κατεύθυνση της πάλης του εργατικού λαϊκού κινήματος.

Αυτό το συμπέρασμα βγαίνει από την καθημερινή πείρα. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ρωτούν «πού πάει η κατάσταση;». Όλο και συχνότερα εργατικές λαϊκές δυνάμεις, με διαφορετικό βαθμό κοινωνικής και πολιτικής συνείδησης, αναζητούν «γενική λύση», γινόμενες συχνά και αντικείμενο εκμετάλλευσης από αστικά πολιτικά μορφώματα, από οπορτουνιστικά αναχώματα, ακόμα και από απλούς τσαρλατάνους που τα τελευταία χρόνια εμφανίζονται στο πολιτικό σκηνικό ως διάττοντες αστέρες.

Σημαντική πείρα έχει κατακτηθεί αυτά τα χρόνια. Όσοι αναζήτησαν άμεσες λύσεις εντός του συστήματος, μάλλον έφτασαν να «κυνηγούν την ουρά τους». Το «τι θα γίνει αύριο το πρωί;», ως κύριο πολιτικό ερώτημα που δεσπόζει χρόνια τώρα, κόστισε ήδη μεγάλο σάρωμα κατακτήσεων, 3 μνημόνια και ετοιμασία καινούργιου, πολλαπλάσιες απογοητεύσεις, τεράστια αναμονή και μεγάλη συνολική οπισθοχώρηση. Η πολιτική πείρα δηλώνει ότι κανένας αγώνας δεν αποκτά ταξικό προσανατολισμό, σταθερότητα και αντοχή όταν ο εργάτης ενστερνίζεται τις αστικές επιδιώξεις για «μεγαλύτερη ανταγωνιστικότητα». Κανένας εργάτης δε γίνεται κύριος της μοίρας του αν δεν ξεφύγει από τη βαθιά ριζωμένη κοινοβουλευτική λογική της ανάθεσης της υπεράσπισης των δικαιωμάτων του σε άλλους. Ακόμα και ένας αγώνας για τις υλικές υποδομές ενός σχολείου, ενός πάρκου, καταδικάζεται εξαρχής αν οι μετέχοντες θεωρούν τον εαυτό τους συνυπεύθυνο για τα «χρέη του αστικού κράτους». Κανένας αγώνας δε θα μπορέσει να φέρει το όποιο δυνατό θετικό αποτέλεσμα αν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι στέκουν με φόβο απέναντι στα διλήμματα που θέτει η κυβέρνηση, η αστική τάξη, εάν θεωρεί δικές του τις δυσκολίες σταθερής και απρόσκοπτης λειτουργίας της αστικής πολιτικής εξουσίας. Πολύ περισσότερο, κανένας εργάτης, φτωχός αγρότης, αυτοαπασχολούμενος δεν μπορεί να διαχωριστεί από τις μεγάλες ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις και ανταγωνισμούς, από τους πολέμους και τις επεμβάσεις, από την καπιταλιστική εκμετάλλευση και βαρβαρότητα, όσο παραμένει δέσμιος του ονομαζόμενου δήθεν «κοινού εθνικού συμφέροντος», που αποτελεί το κυρίαρχο ιδεολόγημα της εκμεταλλεύτριας τάξης για να κρατά σε ιδεολογική και πολιτική ομηρία τους εκμεταλλευόμενους και καταπιεζόμενους της κοινωνίας.

Η αδυναμία ανάδειξης της εργατικής εξουσίας ως αντίπαλου δέους στην καπιταλιστική βαρβαρότητα αποτελεί τροχοπέδη στο ξεδίπλωμα αγώνων. Αυτή επιτρέπει στους αστούς πολιτικούς να μπορούν ακόμα να διαχειρίζονται τη λαϊκή δυσαρέσκεια και να παρουσιάζουν στοιχειώδεις κατακτήσεις της εργατικής τάξης τον προηγούμενο αιώνα ως αδιανόητες, τη στιγμή που τα επιτεύγματα της επιστήμης και της τεχνολογίας επιτρέπουν και επιβάλλουν πολύ περισσότερα.

Όλο και συχνότερα, η αδυναμία διατύπωσης μιας θετικής υπεράσπισης του καπιταλισμού –δείγμα και αυτό της ολόπλευρης κρίσης του– καταλήγει στο ερώτημα: «είναι καλά όσα προτείνετε, αλλά πού εφαρμόζονται;». Έτσι, είτε μιλήσουμε για μισθούς, συντάξεις, Κοινωνική Ασφάλιση, αγροτικό εισόδημα, είτε μιλήσουμε για φορολόγηση, παροχές Παιδείας και Υγείας, τον προσανατολισμό της έρευνας, τις εφαρμογές της τεχνολογίας, τα δικαιώματα των νέων, των γυναικών και των μεταναστών, είτε μιλήσουμε για την καταστροφή του περιβάλλοντος, αυτό το ερώτημα επανέρχεται. Από την άλλη, κάθε διεκδίκηση, κάθε αγώνας καταλήγει αντικειμενικά από πολλούς δρόμους και δένεται με χίλια νήματα με το ζήτημα της εξουσίας. Εν τέλει, κάθε αγώνας παραμένει μετέωρος χωρίς την προάσπιση και προβολή της σοσιαλιστικής προοπτικής, ιδιαίτερα σε συνθήκες επιθετικού αντικομμουνισμού από το πολιτικό και επιστημονικό προσωπικό της άρχουσας τάξης, με στόχο την αμφισβήτηση της ανωτερότητας του σοσιαλισμού έναντι του καπιταλισμού.

100 χρόνια μετά την Οκτωβριανή Επανάσταση οφείλουμε να κρατήσουμε ανοιχτό το δρόμο που χάραξε, αξίζει να δώσουμε γι’ αυτό όλες μας τις δυνάμεις.

 

 

Η ΚΑΤΑΣΤΑΣΗ ΣΤΟ ΔΙΕΘΝΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΟ ΚΑΙ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΚΙΝΗΜΑ ΚΑΙ Η ΔΡΑΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ

 

Η ανασυγκρότηση και η ανάπτυξη του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος αποτελεί μόνιμο, σταθερό καθήκον του Κόμματός μας. Πηγάζει από τον παγκόσμιο χαρακτήρα της ταξικής πάλης.

Η κατάσταση στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα χειροτέρευσε μετά την αντεπανάσταση στην ΕΣΣΔ, στην Κεντρική και Ανατολική Ευρώπη, μετά την εδραίωση των καπιταλιστικών σχέσεων στην Κίνα και στη συνέχεια την ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων σε χώρες όπως το Βιετνάμ και η Κούβα που για δεκαετίες επεδίωκαν τη σοσιαλιστική οικοδόμηση, στηριγμένες βέβαια και σε άλλες σοσιαλιστικές χώρες. Το κύμα της αντεπανάστασης δεν έχει ακόμα υποχωρήσει.

Κομμουνιστικά Κόμματα που βρίσκονται στην εξουσία ερμηνεύουν αυτή την ενίσχυση των καπιταλιστικών σχέσεων ως «σοσιαλισμό με αγορά», απεμπολώντας βασικές νομοτέλειες της σοσιαλιστικής – κομμουνιστικής οικοδόμησης. Υιοθετούν όλο το αναθεωρητικό και οπορτουνιστικό οπλοστάσιο που υπονόμευσε σταδιακά στην ΕΣΣΔ τις σοσιαλιστικές σχέσεις, κάλυψε ιδεολογικά οικονομικές λειτουργίες υπεξαίρεσης υπερπροϊόντος, δημιούργησε προϋποθέσεις ατομικής αντί κοινωνικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής, οδήγησε τελικά στην ανατροπή του σοσιαλισμού. Αρνούνται βασικές αρχές της σοσιαλιστικής επανάστασης, όπως ότι η σοσιαλιστική βάση δεν μπορεί να δημιουργηθεί εάν δεν εξαλειφθεί η καπιταλιστική ιδιοκτησία στα μέσα παραγωγής, ότι ο καπιταλισμός και ο κομμουνισμός είναι τρόποι παραγωγής ανταγωνιστικοί και αλληλοαποκλειόμενοι που δεν μπορούν ποτέ να συνυπάρχουν στο πλαίσιο μιας ενιαίας κοινωνίας, ενός ενιαίου κοινωνικοοικονομικού σχηματισμού. Αρνούνται ότι η σταδιακή υποχώρηση των σχέσεων κοινωνικής ιδιοκτησίας και του κεντρικού σχεδιασμού της παραγωγής και των υπηρεσιών προς όφελος της ατομικής –πολύ περισσότερο της καπιταλιστικής– ιδιοκτησίας, πολλαπλασιάζει την τάση κυριαρχίας –κι εντέλει ολοκληρωτικής επιβολής– των καπιταλιστικών σχέσεων, αλλάζει το χαρακτήρα της εργασίας, των κομμάτων και των κυβερνήσεων, ανεξάρτητα από τους τίτλους και τους αυτοπροσδιορισμούς.

Σε βήματα ενίσχυσης των λεγόμενων «ελεύθερων οικονομικών ζωνών», της «αγοράς», έχει προχωρήσει και η Βόρεια Κορέα, όπου το Κόμμα Εργατών Κορέας εδώ και αρκετά χρόνια έχει απεμπολήσει το μαρξισμό-λενινισμό, προβάλλει την ιδεαλιστική θεωρία «τσου τσε», μιλάει για «κιμιλσουγκισμό – ιμγιονγκιλισμό», παραβιάζοντας κάθε έννοια σοσιαλιστικής δημοκρατίας, εργατικού λαϊκού ελέγχου, μέσα σ’ ένα καθεστώς οικογενειοκρατίας.

Συνολικά, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα βρίσκεται σε υποχώρηση, δυσκολεύεται να αντιδράσει στην επίθεση του ταξικού αντιπάλου, η οποία  γίνεται όχι μόνο με κατασταλτικά αλλά και με ιδεολογικά-πολιτικά μέσα. Σε πολλές περιπτώσεις ο ταξικός αντίπαλος έχει καταφέρει να «αλώσει» από τα μέσα Κομμουνιστικά Κόμματα.

Η οπορτουνιστική επίδραση στο κομμουνιστικό κίνημα γίνεται συντονισμένα μέσω των δυνάμεων της σοσιαλδημοκρατίας –παλιάς και νέας– και νέων οπορτουνιστικών κομμάτων, με ιδιαίτερο το ρόλο του «κέντρου» που έχουν συγκροτήσει στην Ευρώπη, του λεγόμενου «Κόμματος Ευρωπαϊκής Αριστεράς» (ΚΕΑ). Τα ΚΚ που συμμετέχουν στο ΚΕΑ δρουν ως «πολιορκητικός κριός» της παραπέρα απώλειας κομμουνιστικών χαρακτηριστικών και άλλων ΚΚ. Μέσα από μια σύνθετη και μακρά διαδικασία γίνονται βασανιστικά βήματα προς την κατεύθυνση ανασυγκρότησης Κομμουνιστικών Κομμάτων. Αυτά τα βήματα γίνονται εν μέσω αντιφάσεων και δυσκολιών, εν μέσω αδυναμιών στην εξυπηρέτηση του καθήκοντος της δουλειάς στην εργατική τάξη και στο συνδικαλιστικό της κίνημα.

Σ’ αυτές τις συνθήκες, το Κόμμα μας πήρε σημαντικές πρωτοβουλίες για να συγκεντρωθούν κομμουνιστικές δυνάμεις από όλο τον κόσμο, να αναπτυχθεί κοινή δράση. Ως τέτοιες ξεχωρίζουν:

α. Η «Διεθνής Κομμουνιστική Επιθεώρηση»: Σκοπός της είναι, μέσα από τη συζήτηση των διαφορετικών προσεγγίσεων, να γίνει προσπάθεια ώστε να διαμορφωθούν ορισμένοι όροι που θα δώσουν ώθηση στην υπόθεση της κοινής στρατηγικής των ΚΚ, μέσω της κυκλοφορίας του περιοδικού, αλλά προοπτικά και με άλλες μορφές, που εξυπηρετούν το στόχο δημιουργίας ενός διακριτού πόλου των ΚΚ, στη βάση της επαναστατικής κομμουνιστικής κοσμοθεωρίας, του μαρξισμού-λενινισμού.

β. Η συγκρότηση της «Ευρωπαϊκής Κομμουνιστικής Πρωτοβουλίας»: Δημιουργήθηκε την 1η Οκτώβρη του 2013 ως μια νέα μορφή περιφερειακής συνεργασίας ΚΚ, στην οποία συμμετέχουν 29 ΚΚ που διακηρύσσουν συγκεκριμένες ιδεολογικοπολιτικές αρχές, αναγνωρίζουν τον κομμουνιστικό χαρακτήρα της, την αντίθεσή της με τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις αλλά και με το ΚΕΑ.

γ. Οι Περιφερειακές Συναντήσεις Κομμουνιστικών και Εργατικών Κομμάτων: Στην περιοχή μας πραγματοποιούνται –με πρωτοβουλία του ΚΚΕ– 3 περιφερειακές συναντήσεις Κομμουνιστικών κι Εργατικών Κομμάτων. Πρόκειται για τις Ευρωπαϊκές Κομμουνιστικές Συναντήσεις, τις Συναντήσεις των ΚΚ της Ανατολικής Μεσογείου, Ερυθράς και Περσικού Κόλπου και τις Συναντήσεις των Βαλκανικών ΚΚ.

δ. Οι Διεθνείς Συναντήσεις των ΚΚ, με προσπάθεια να διατηρηθούν τα κομμουνιστικά χαρακτηριστικά τους. Τα πάνω από 120 ΚΚ που κατά περίπτωση συμμετέχουν τις δύο τελευταίες δεκαετίες στις Διεθνείς Συναντήσεις των Κομμουνιστικών κι Εργατικών Κομμάτων (ΔΣΚΕΚ) έχουν κοινό διαδικτυακό τόπο, το «solidnet», όπου μπορούν να δημοσιεύσουν ειδήσεις και ντοκουμέντα τους, ενώ ενσωματωμένο στo «solidnet» λειτουργεί κι ένα σύστημα γρήγορης αμοιβαίας πληροφόρησης των ΚΚ. Εκδίδεται σε ηλεκτρονική μορφή το «Ενημερωτικό Δελτίο» με τα υλικά των συναντήσεων των ΚΚ.

Συνολικά, το Διεθνές Κομμουνιστικό Κίνημα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει σοβαρά ιδεολογικοπολιτικά προβλήματα. Όλα αυτά στέκουν εμπόδιο στην πορεία ανασυγκρότησής του. Απαιτείται να ενισχυθεί η συζήτηση για την κατανόηση και προώθηση των αναγκαίων προγραμματικών αλλαγών, να συνεχιστεί η τεκμηριωμένη διαπάλη με ΚΚ που άμεσα ή έμμεσα υιοθετούν «μεταρρυθμιστική» στρατηγική, να δυναμώσει η αντιπαράθεση με ΚΚ που ενοχοποιούν ως «σεκταριστική» τη στρατηγική η οποία αρνείται την ταξική συνεργασία, το συμβιβασμό, την με οποιαδήποτε μορφή «σταδιοποίηση» της επαναστατικής στρατηγικής που κατευθύνεται στην επίλυση της αντίθεσης κεφαλαίου – εργασίας, στο σοσιαλισμό.

Η διαδικασία της επαναστατικής ανασυγκρότησης θα είναι αργόσυρτη, βασανιστική, ευάλωτη σε παρεκκλίσεις, σε πισωγυρίσματα και σε στροφές των εξελίξεων, όπως είναι ένας ιμπεριαλιστικός πόλεμος. Γι’ αυτό έχει σήμερα μεγάλη σημασία η διαμόρφωση των όρων που θα οδηγήσουν στη δημιουργία γερών –κατά το δυνατόν– βάσεων, πάνω στις οποίες θα στηριχτεί η ανασυγκρότηση. Αντιμετωπίζουμε την πάλη για την ανασυγκρότηση του διεθνούς κομμουνιστικού κινήματος ως καθοριστικής σημασίας καθήκον, ως συστατικό στοιχείο της ταξικής πάλης, το οποίο συνδέεται με την κατάκτηση της ικανότητας των κομμουνιστικών κομμάτων να δυναμώνουν ολόπλευρα στη χώρα τους:

Πρώτον, ιδεολογικά-πολιτικά, ξεπερνώντας λαθεμένες θέσεις που κυριάρχησαν στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα τις προηγούμενες δεκαετίες. Ιδιαίτερα πολύτιμη είναι σήμερα η αρνητική πείρα από τη συμμετοχή ή στήριξη ΚΚ σε αστικές κυβερνήσεις, πρακτική η οποία συνεχίζεται και στον 21ο αιώνα, όπως στην περίπτωση της ονομαζόμενης μπολιβαριανής επανάστασης –την εξέλιξη της οποίας το ΚΚΕ είχε προβλέψει με ακρίβεια– αλλά και σε άλλες περιπτώσεις.

Δεύτερον, οργανωτικά, ώστε να έχουν γερές βάσεις σε στρατηγικής σημασίας επιχειρήσεις και κλάδους, να παρεμβαίνουν αποφασιστικά στο εργατικό λαϊκό κίνημα.

Το Κόμμα μας καλείται να δυναμώσει την αυτοτελή ιδεολογική-πολιτική του δράση, καθώς και τη συνεργασία του με άλλα ΚΚ και να κάνει πιο αποτελεσματική την προσπάθειά του ενάντια στις αστικές και οπορτουνιστικές αντιλήψεις και σε διεθνές επίπεδο. Στη βάση αυτή, παραμένει για το Κόμμα μας ο στόχος της συγκρότησης ενός μαρξιστικού-λενινιστικού πόλου στο διεθνές κομμουνιστικό κίνημα. Το Κόμμα μας πρέπει να συνεχίσει την προσπάθεια, τόσο με τη ΔΚΕ, όσο και με την ΕΚΠ, να δουλέψει στην κατεύθυνση της σταθεροποίησής τους, της διεύρυνσής τους με νέες κομμουνιστικές δυνάμεις, αλλά και της αποδέσμευσης δυνάμεων που στέκονται «τροχοπέδη», κάτω από την επίδραση της αστικής τάξης και του οπορτουνισμού, ακόμη και στην κατεύθυνση της ανασύνθεσης αυτών των μορφών και αντικατάστασής τους με άλλες, εάν κριθεί αναγκαίο. Από τα βήματα που θα κάνουν κι άλλα ΚΚ στην επεξεργασία και τη διαμόρφωση της επαναστατικής στρατηγικής τους –μέσω της άντλησης συμπερασμάτων από την Ιστορία και του ξεπεράσματος παλιών και λαθεμένων επεξεργασιών– καθώς και από τα σταθερά βήματά τους στην κομματική οικοδόμηση και στην απόκτηση κι εμβάθυνση των σχέσεών τους με τμήματα της εργατικής τάξης και των λαϊκών στρωμάτων, θα εξαρτηθούν και οι παραπέρα συγκεκριμένες μορφές που μπορεί να πάρει η διαμόρφωση ενός πιο συνεπούς μαρξιστικού-λενινιστικού πόλου κομμουνιστικών δυνάμεων. Το Κόμμα μας θα συμβάλλει με κάθε πρόσφορο τρόπο, σε διμερές και πολυμερές επίπεδο, σε αυτήν την προσπάθεια.

Το ΚΚΕ διατηρεί σχέσεις, συζητάει, ανταλλάσσει απόψεις κι επιδιώκει κοινές δράσεις με δεκάδες κομμουνιστικά κι εργατικά κόμματα και θα εντείνει αυτή την προσπάθεια και το επόμενο διάστημα, ανεξάρτητα από το επίπεδο συμφωνίας ή διαφωνίας σ’ επιμέρους ή και συνολικότερα ζητήματα.

Οπωσδήποτε εκφράζουμε και θα συνεχίσουμε να εκφράζουμε την αλληλεγγύη μας στα δίκαια αιτήματα και την πάλη όλων των λαών.

Θα συνεχίσουμε να υπερασπίζουμε το δικαίωμα του λαού της Κούβας ενάντια στο εμπάργκο των ΗΠΑ, ενάντια στην «κοινή θέση» της ΕΕ, θα υπερασπίζουμε και θα κρατάμε ζωντανή στη μνήμη του λαού μας τις επαναστατικές παρακαταθήκες της κουβανέζικης επανάστασης και όλα όσα πρόσφερε στο διεθνές κίνημα.

Τιμάμε τους αγώνες του λαού του Βιετνάμ που έδιωξε Ιάπωνες, Γάλλους και Αμερικάνους αποικιοκράτες και ιμπεριαλιστές από τη χώρα του και μπήκε τότε στη διαδικασία οικοδόμησης του σοσιαλισμού, ενώ σήμερα βρίσκεται αντιμέτωπος με νέες μεγάλες προκλήσεις.

Συνολικά υπερασπιζόμαστε την πάλη κάθε λαού ενάντια στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους, για τη φιλία και αλληλεγγύη των λαών. Δίνουμε τον καλύτερο εαυτό μας στα πλαίσια του διεθνούς μαζικού κινήματος για την πρωτοπόρα δράση στο πλαίσιο της ΠΣΟ, του ΠΣΕ, της ΠΔΟΓ, της ΠΟΔΝ.

Ιδιαίτερα θέλουμε να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας στο λαό της Παλαιστίνης που υποφέρει από την ισραηλινή κατοχή και στρατιωτική επιθετικότητα.

Το ΚΚΕ εκφράζει διαχρονικά την αλληλεγγύη του στον κυπριακό λαό ενάντια στην τούρκικη εισβολή-κατοχή και σε κάθε είδους διχοτομική «λύση». Το Κόμμα μας παλεύει για Κύπρο ενιαία, για ένα και όχι δύο κράτη, με μία κυριαρχία, μία ιθαγένεια, μία διεθνή προσωπικότητα, για κοινή πατρίδα Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων, χωρίς κατοχικά και άλλα ξένα στρατεύματα, χωρίς ξένες βάσεις, εγγυητές και «προστάτες».

 

 

Η ΙΔΕΟΛΟΓΙΚΗ ΔΙΑΠΑΛΗ ΓΙΑ ΤΟΝ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΤΙΚΟ ΠΟΛΕΜΟ

 

Αυτό που πρέπει να μας απασχολήσει είναι πώς κατανοείται η εκτίμηση ότι σήμερα αυξάνει ο κίνδυνος για ένα γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Χαρακτηριστικό παράδειγμα των τελευταίων χρόνων είναι ο ιμπεριαλιστικός πόλεμος που μαίνεται στην περιοχή μας.

Πρέπει να μας απασχολήσει πιο ουσιαστικά το εξής ζήτημα: Από τη μία πολλοί άνθρωποι υπερασπίζονται σήμερα ειλικρινά το σταμάτημα του πολέμου και την επικράτηση παντού της ειρήνης, ενώ παραδέχονται και ότι «οι πόλεμοι γίνονται για τα πετρέλαια, τις άλλες πρώτες ύλες και τα εμπορεύματα». Από την άλλη όμως, την ίδια στιγμή υιοθετούν απόψεις που αναδεικνύουν ότι δε βρίσκονται σε ουσιαστική συμφωνία με τις θέσεις μας πάνω στο ζήτημα. Ενδεικτικά αναφέρουμε: δεν κρατάνε αρνητική στάση απέναντι στα ΝΑΤΟϊκά πλοία που εγκαταστάθηκαν μόνιμα στο Αιγαίο, βλέπουν το ΝΑΤΟ ως «προστάτιδα δύναμη», αντιλαμβάνονται το τέλος του πολέμου σε συνδυασμό με την καταστροφή μόνο του ISIS και των τρομοκρατών τζιχαντιστών, δε συγκαταλέγουν την ΕΕ στους βασικούς συντελεστές του πολέμου, δε θεωρούν ότι η Ελλάδα συμμετέχει στον πόλεμο, παρότι έχει δώσει «γην και ύδωρ». Ακόμα, επιδρούν ιδεολογήματα όπως ότι οι πόλεμοι γίνονται από «τρελούς και αιμοβόρους» ή ότι «ο πόλεμος είναι στο DNA του ανθρώπου». Πρόκειται για απόψεις που αποκρύβουν τις ιστορικές συνθήκες και την κοινωνική βάση κάθε πολέμου, ενώ παράλληλα διαστρεβλώνουν την ιστορική εμπειρία.

Η αστική τάξη ασκεί την ιδεολογική-πολιτική της χειραγώγηση μέσα απ’ όλες τις λειτουργίες του κράτους της, την Εκπαίδευση, τα ΜΜΕ, το Διαδίκτυο, αλλά και άμεσα από την παρέμβαση της καπιταλιστικής εργοδοσίας. Παρά τις αντιφάσεις στην άσκηση της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής, η οικονομική κυριαρχία και πολιτική εξουσία της αστικής τάξης εκφράζεται με το να στοιχίζει την εργατική τάξη κάτω από τη σημαία των δικών της συμφερόντων. Για να αποκαλυφτεί αυτή η προσπάθεια στοίχισης και στην περίπτωση του πολέμου, χρειάζεται εξήγηση όταν ακούγονται, π.χ., «φιλειρηνικές» απόψεις από αστούς. Οι εργάτες σωστά νιώθουν τον αποτροπιασμό όταν γίνονται «κρέας στα κανόνια των ιμπεριαλιστών» τα ταξικά τους αδέρφια, όμως δε συμβαίνει πάντα το ίδιο με τους αστούς αλλά και τους μικροαστούς. Οι καπιταλιστές όταν ξορκίζουν τον πόλεμο, το κάνουν πρώτα και κύρια επειδή νιώθουν τρόμο μήπως απειληθεί ή σταματήσει η απρόσκοπτη κερδοφορία τους. Και η ίδια η κερδοφορία τους, άλλωστε, δεν αποτελεί θεϊκό δικαίωμά τους αλλά βασίζεται στον «εσωτερικό» πόλεμο που κάνει η ίδια αστική τάξη, το ίδιο κράτος που βοηθάει και ρίχνει τις βόμβες ανά την υφήλιο.

Παράλληλα, ύπουλη και δηλητηριώδη δουλειά κάνουν και όλες οι οπορτουνιστικές και ρεφορμιστικές θεωρίες, είτε αυτές εκφράζονται μέσα από τα διάφορα κόμματα είτε αναπαράγονται από άλλους διαύλους. Χαρακτηριστική είναι η αντίδραση στην εκλογή του Τραμπ ως Προέδρου των ΗΠΑ. Κάνουν διαδηλώσεις ενάντια στον «απρόβλεπτο και επικίνδυνο» πλανητάρχη, αποκρύβοντας ότι η μήτρα των πολέμων δεν έχει να κάνει με πρόσωπα, αλλά με την ίδια τη φύση του καπιταλισμού. Μήπως οι ΗΠΑ με πρόεδρο τον «καλό» Ομπάμα ή παλιότερα με τον Κλίντον δεν έσπειραν το θάνατο; Αντίστοιχα, αστικές κραυγές εξίσωναν θύτες και θύματα στους πολέμους της Γιουγκοσλαβίας, του Ιράκ, του Αφγανιστάν. Το ίδιο κάνουν και οι «πασιφιστικές» φωνές που είναι ενάντια σε κάθε μορφή πολέμου, δίχως να αναγνωρίζουν ποιας πολιτικής αποτελεί αυτός συνέχεια. Δεν μπορεί να μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι ο Μεγάλος Πατριωτικός Πόλεμος της ΕΣΣΔ που είχε σκοπό την προστασία του εργατικού κράτους από το ληστρικό-ιμπεριαλιστικό πόλεμο που έκαναν Γερμανία, ΗΠΑ, Μεγάλη Βρετανία, Γαλλία κλπ. στο Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο (κι ας ήταν οι ΗΠΑ- Βρετανία στρατιωτικοί σύμμαχοι της ΕΣΣΔ για κάποιο διάστημα). Πολιτικές δυνάμεις με ρίζες στο εργατικό κίνημα, που υιοθέτησαν «υπερταξική» προσέγγιση του πολέμου στο όνομα του «εθνικού συμφέροντος», εξελίχθηκαν όχι απλά σε οπορτουνιστικές, αλλά πρόδωσαν, αιματοκύλισαν την εργατική τάξη στο όνομα της «εθνικής ενότητας», της «προάσπισης της (καπιταλιστικής) πατρίδας».

Σύντροφοι και συντρόφισσες

Με προσοχή παρακολουθούμε τις διεθνείς εξελίξεις, ιδιαίτερα μετά την αλλαγή προέδρου στις ΗΠΑ. Αναμφίβολα, η εκλογή Τραμπ αποτελεί έκφραση αντιθέσεων, υπηρέτησης συμφερόντων διαφορετικών τμημάτων του αμερικάνικου κεφαλαίου. Φαίνεται ως βάσιμη η εκτίμηση ότι οι ΗΠΑ θα επιδιώξουν να εμποδίσουν την εμβάθυνση της συμμαχίας Ρωσίας – Κίνας, προκειμένου να απομονώσουν την Κίνα, η οποία αποτελεί το βασικό τους ανταγωνιστή. Παράλληλα, εντείνεται και ο ανταγωνισμός για τον έλεγχο της Νότιας και Ανατολικής Θάλασσας της Κίνας, όπου εμπλέκονται και άλλα καπιταλιστικά κράτη της περιοχής, όπως η Ιαπωνία, αλλά και οι Φιλιππίνες, το Βιετνάμ κ.ά.

Το ζήτημα του ιμπεριαλιστικού πολέμου και της συμμετοχής της χώρας μας σε αυτόν, αντικειμενικά, προκαλεί ανησυχίες, φόβους, ανασφάλεια. Ανοίγοντας τα ζητήματα αυτά, επιδιώκουμε να δημιουργήσουμε θωράκιση, ατσάλωμα, να προετοιμάσουμε ιδεολογικά-πολιτικά δυνάμεις και όχι να τις οδηγήσουμε σε παραλυσία και αδυναμία παρέμβασης. Αυτή η τελευταία περίπτωση έχει εξίσου αρνητικό αποτέλεσμα με την περίπτωση που δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη, άρα καμία προετοιμασία κι ετοιμότητα, με συνέπεια να κυριαρχεί η λογική «βλέποντας και κάνοντας», όπως στους τυχοδιώκτες, τους οπορτουνιστές.

Το ερώτημα «τι εκτίμηση έχουμε; Οδεύουμε προς ένα γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο ή όχι;» δεν μπορεί να απαντηθεί απλοϊκά. Το σίγουρο είναι ότι θα συνεχιστούν οι τοπικές και περιφερειακές συγκρούσεις, ως έκφραση και αποτέλεσμα των οξυμμένων ενδοϊμπεριαλιστικών ανταγωνισμών και αντιθέσεων, με πιθανά θέρετρα των πολεμικών επιχειρήσεων τη Μέση Ανατολή, το Αιγαίο, τη Βόρεια Αφρική, τη Μαύρη Θάλασσα, την Ουκρανία, τη Βαλτική, την Αρκτική και τη Θάλασσα της Νότιας Κίνας.

Ο πόλεμος είναι η συνέχιση της πολιτικής με άλλα –στρατιωτικά κυρίως– μέσα. Είναι η συνέχιση της εκμεταλλευτικής πολιτικής που ασκείται σε περίοδο «σχετικής ειρήνης» και συνεπάγεται την ανειρήνευτη ταξική πάλη ανάμεσα στις δύο τάξεις, τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο. Σε περίοδο πολέμου επιδιώκεται με στρατιωτικά μέσα αυτό που επιδιώκεται με άλλα (πολιτικά, διπλωματικά, οικονομικά κλπ.) μέσα σε περίοδο σχετικής ειρήνης: η κατάκτηση αγορών και σφαιρών επιρροής, ο έλεγχος πλουτοπαραγωγικών πηγών, η προνομιακή –έναντι άλλων καπιταλιστικών κρατών ή διάφορων συμμαχιών τους– εκμετάλλευση της εργατικής δύναμης.

Ειδικά για την περιοχή μας, μας απασχολεί δικαιολογημένα μια πιθανή σύγκρουση και όξυνση της κατάστασης ανάμεσα στην Ελλάδα και την Τουρκία, αλλά και οι εξελίξεις στο Κυπριακό.

Φυσικά δεν ταυτίζουμε ένα τουρκο-ελληνικό επεισόδιο πολεμικής σύγκρουσης μ’ έναν πιο γενικευμένο ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Όμως τα συνεχή θερμά επεισόδια μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη όξυνση, να πυροδοτήσουν την εμπλοκή και άλλων Βαλκανικών κρατών, όπως της Αλβανίας, της ΠΓΔΜ κλπ., να οδηγήσουν ακόμα και σε μια πιο γενικευμένη πολεμική αντιπαράθεση στο Αιγαίο, τη Θράκη, γενικά στα βόρεια σύνορα της χώρας.

Οι παρακάτω εξελίξεις αποτελούν στοιχεία μεγαλύτερης εμπλοκής και συμμετοχής της αστικής τάξης της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικούς πολέμους και επεμβάσεις ακόμα και στη γειτονιά μας: η ίδια η συμμετοχή της Ελλάδας σε ιμπεριαλιστικές συμμαχίες όπως το ΝΑΤΟ, η Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ, οι συνεχιζόμενες αποστολές στρατιωτικών δυνάμεων εκτός συνόρων (όπως το Κοσσυφοπέδιο, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, η Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και αλλού), οι συνεχείς και εντεινόμενοι στρατιωτικοί πολεμικοί εξοπλισμοί που δεν υπαγορεύονται από τις ανάγκες άμυνας και υπεράσπισης των κυριαρχικών δικαιωμάτων αλλά από τους σχεδιασμούς και τις αποφάσεις του ΝΑΤΟ, η χρησιμοποίηση των αμερικανονατοϊκών βάσεων και στρατηγείων ως ορμητηρίων για τους ιμπεριαλιστικούς σχεδιασμούς, η περιβόητη «γεωστρατηγική αναβάθμιση» της Ελλάδας που ευθέως παραπέμπει και οδηγεί σε συμμετοχή σε πολέμους και επιχειρήσεις για τη μοιρασιά της λείας των αγορών, η συμμετοχή σε κοινές στρατιωτικές ασκήσεις με κράτη-δολοφόνους των λαών και άλλα σχετικά.

Στο Πρόγραμμά μας προσδιορίζουμε τη γραμμή πάλης με συγκεκριμένο τρόπο: «Σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής της Ελλάδας, είτε σε αμυντικό είτε σε επιθετικό πόλεμο, το Κόμμα πρέπει να ηγηθεί της αυτοτελούς οργάνωσης της εργατικής-λαϊκής πάλης, με όλες τις μορφές, ώστε να οδηγήσει σε ολοκληρωτική ήττα της αστικής τάξης, εγχώριας και ξένης ως εισβολέα, έμπρακτα να συνδεθεί με την κατάκτηση της εξουσίας. Με την πρωτοβουλία και καθοδήγηση του Κόμματος να συγκροτηθεί εργατικό λαϊκό μέτωπο με όλες τις μορφές δράσης. Με σύνθημα: ο λαός να δώσει την ελευθερία και τη διέξοδο από το καπιταλιστικό σύστημα που, όσο κυριαρχεί, φέρνει τον πόλεμο και την ειρήνη με το πιστόλι στον κρόταφο».

Είναι καθήκον της πρωτοπορίας, του ΚΚΕ, συνεχώς να προσαρμόζει, να εξειδικεύει, να κλιμακώνει τα συνθήματα πάλης, χωρίς να χάνει το κύριο που είναι ο χαρακτήρας του πολέμου, ο οποίος είναι ιμπεριαλιστικός και από τις δύο πλευρές, ασχέτως ποιος είναι πρώτος επιτιθέμενος.

Θέτουμε σε προτεραιότητα:

• Από τη μία, τη διαφώτιση του λαού για τους κινδύνους πολέμου, για τους υπαίτιους, για την ανάγκη πολιτικής καταδίκης τους και από την άλλη, την πάλη για την αποτροπή κάθε προσπάθειας αλλαγής συνόρων: Δεν έχει καμιά δουλειά ξένος στρατός πάνω σε ελληνικό έδαφος, όπως δεν έχει καμιά δουλειά και ο ελληνικός στρατός πάνω σε έδαφος άλλης χώρας. Έλληνες και ξένοι φαντάροι δεν έχουν να χωρίσουν τίποτα, δε θα γίνουν κρέας στα κανόνια των ιμπεριαλιστών για συμφέροντα ξένα προς τα δικά τους.

• Την ανάδειξη της ανάγκης να μην έχει ο λαός καμιά εμπιστοσύνη στην αστική κυβέρνηση –ανεξαρτήτως ποια συγκεκριμένη κυβέρνηση βρίσκεται κάθε φορά στην καρέκλα της εξουσίας– γιατί δεν εκφράζει τα συμφέροντα της εργατικής τάξης, του λαού: Η πολιτική της αστικής κυβέρνησης σε περίπτωση πολεμικής εμπλοκής είναι συνέχεια της γενικότερης αστικής πολιτικής η οποία ματώνει συνεχώς το λαό σε όλες τις συνθήκες, είτε βρισκόμαστε σε συνθήκες καπιταλιστικής ανάκαμψης είτε σε συνθήκες καπιταλιστικής κρίσης.

• Την ανάδειξη του γεγονότος ότι η «εθνική ενότητα» που θα προπαγανδίζει η αστική κυβέρνηση σε περίπτωση πολέμου θα είναι μόνο για να αποκοιμίσει τον ελληνικό λαό: Δεν μπορεί –ούτε μπορούσε ποτέ– να υπάρξει εθνική ενότητα ανάμεσα στην αστική και την εργατική τάξη, ακόμα περισσότερο σήμερα, μέσα στις λυκοσυμμαχίες των ιμπεριαλιστών. Έξω το ΝΑΤΟ από το Αιγαίο. Να κλείσουν και να φύγουν όλες οι βάσεις του θανάτου. Αποδέσμευση από ΝΑΤΟ και ΕΕ. Οι εξελίξεις απαιτούν ένταση της πάλης ενάντια στους ιμπεριαλιστικούς πολέμους και τις επεμβάσεις, με πλατύ άνοιγμα των κομματικών και κνίτικων οργανώσεων, αλλά και των εργατικών συνδικάτων, του εργατικού λαϊκού κινήματος γενικότερα, ανάπτυξη της δράσης της ΕΕΔΥΕ, ιδιαίτερα σε περιοχές με στρατιωτικές βάσεις και στρατηγεία στην υπηρεσία του ΝΑΤΟ και της Κοινής Πολιτικής Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ.

• Την ανάδειξη της ανάγκης να οργανωθεί ο αγώνας, η αντίσταση και αντεπίθεση της εργατικής τάξης, των άλλων λαϊκών στρωμάτων, της κοινωνικής συμμαχίας τους, για να μπει τέρμα στην αλλαγή συνόρων, σε πιθανή εισβολή-κατοχή, σε συμμετοχή σε πολέμους εκτός των συνόρων μας, στις κυβερνήσεις της αστικής τάξης που προετοίμασαν το έδαφος με την αστική τάξη άλλων κρατών στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και οδήγησαν στο σφαγείο τα παιδιά του λαού μας. Να διεκδικήσει και να κατακτήσει τελικά την εξουσία ο ίδιος ο λαός, κι εδώ και στις γειτονικές χώρες, για να ζήσει ειρηνικά και με λαϊκή ευημερία.

Οι εξελίξεις φέρνουν καθημερινά και νέα δεδομένα, μαζί με αυτά και «νέα» ή «αναπαλαιωμένα» ιδεολογήματα, απέναντι στα οποία το Κόμμα πρέπει να έχει ισχυρό μέτωπο. Το Κόμμα πρέπει να αποκτά σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό την ικανότητα να δημιουργεί ταξικά αντανακλαστικά, να διαμορφώνει κριτήριο κι εφόδια μπροστά στις νέες καμπές που θα έρθουν. Η ικανότητα ταξικής προσέγγισης των κοινωνικών φαινομένων, διαλεκτικής-υλιστικής αντίληψης, πρώτα απ’ όλα από τους κομμουνιστές, αφορά όλα τα ζητήματα, όχι μόνο τον ιμπεριαλιστικό πόλεμο. Η ιδεολογική παρέμβαση κάθε μέλους του Κόμματος έχει ενιαία κατεύθυνση και στοχεύει στην κατάκτηση της υπεροχής δυνάμεων στο αποφασιστικό σημείο και στην αποφασιστική στιγμή. Αυτή η παρέμβαση πρέπει να βοηθάει στην κατανόηση του βασικού ζητήματος: Ο ιμπεριαλισμός δεν είναι ανίκητος, οι λαοί θα βγουν τελικά νικητές. Η κοινωνική εξέλιξη δεν σταματάει, άσχετα αν τώρα όλα μοιάζουν μαύρα. Η εποχή μας είναι εποχή ανάκαμψης του επαναστατικού εργατικού κινήματος, εποχή των μεγάλων κοινωνικών επαναστάσεων. Ο πάγος έχει σπάσει και ο δρόμος έχει χαραχτεί. Τα γεγονότα του Οκτώβρη του 1917, που ακόμα στοιχειώνουν τους αστούς, φωτίζουν το δρόμο της ελληνικής και της διεθνούς εργατικής τάξης, φωτίζουν το δρόμο των λαών.

 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΙΘΑΝΟΤΗΤΑ ΕΞΟΔΟΥ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΑΣ ΑΠΟ ΕΥΡΩΖΩΝΗ-ΕΕ ΚΑΙ ΤΗ ΘΕΣΗ ΤΟΥ ΚΚΕ

 

Πρόσφατα αναζωογονήθηκε η πολιτική συζήτηση, όπως το 2015, για το ενδεχόμενο εξόδου της Ελλάδας από το ευρώ. Αυτό γίνεται παρά το γεγονός ότι η ελληνική κυβέρνηση είχε ήδη καταθέσει στους ΕΕ – ΕΚΤ – ΔΝΤ ένα σκληρό πακέτο αντιλαϊκών μέτρων για το προχώρημα της διαδικασίας αξιολόγησης. Κατά διαστήματα, τις διεργασίες αποσυσπείρωσης της Ευρωζώνης, γενικότερα της ΕΕ, δεν τις αμφισβητεί ούτε ο ΣΕΒ. Άλλωστε και μέσα στους κόλπους της Ευρωζώνης, ακόμα και της ίδιας της Γερμανίας, υπάρχουν διαφορετικές αντιλήψεις για την πορεία της ΕΕ και της Ευρωζώνης, για το ζήτημα της εμβάθυνσής της, για την έκταση και τα μέσα αυτής της εμβάθυνσης. Όλες αυτές οι εξελίξεις αντανακλούν το γεγονός ότι η καπιταλιστική ανάπτυξη και οι διακρατικές ιμπεριαλιστικές ενώσεις, όπως η ΕΕ, κατατρώγονται από αντιφάσεις στο πλαίσιο του παγκόσμιου καπιταλιστικού ανταγωνισμού. Αυτό το γεγονός επιβεβαιώνεται και από τα πρόσφατα 5 σενάρια Γιούνκερ για το μέλλον της ΕΕ, που αφορούν και το μέλλον της Ευρωζώνης.

Όταν όλα τα αστικά κόμματα και ο πρόγονος του ΣΥΡΙΖΑ, ο ΣΥΝ, θριαμβολογούσαν το 1992 για τη Συνθήκη του Μάαστριχτ και το 2001 (επί Σημίτη) για την Οικονομική και Νομισματική Ένωση της Ευρώπης, το ΚΚΕ προειδοποιούσε ότι δε θα επερχόταν μακροπρόθεσμα σύγκλιση του βιοτικού επιπέδου του λαού της Ελλάδας με το βιοτικό επίπεδο των πιο ισχυρών οικονομιών της ΕΕ και της Ευρωζώνης. Τελικά, υποχώρησε σημαντικά το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων ακόμα και στα πιο ισχυρά κράτη της ΕΕ και της Ευρωζώνης, ενώ πολύ πιο δραματική ήταν αυτή η υποχώρηση στην περίπτωση της Ελλάδας. Το ΚΚΕ είχε προειδοποιήσει ότι οι ωφελημένοι θα είναι τελικά οι πιο ισχυροί καπιταλιστές, ότι η συνοχή της Ευρωζώνης δεν ήταν τόσο μεγάλη όσο την παρουσίαζαν, ότι γρήγορα θα οξύνονταν η ανισομετρία και οι αντιθέσεις μεταξύ των κρατών-μελών της.

Η διαχείριση της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα μετά το 2008 ενίσχυσε την τάση διαμόρφωσης ΕΕ πολλών ταχυτήτων, έδωσε ώθηση στις αστικές πολιτικές δυνάμεις που θέλουν μια Ευρωζώνη που θα περιλαμβάνει τα πιο ισχυρά οικονομικά κράτη. Στην Ελλάδα τροφοδότησε την εμφάνιση πολιτικών ομάδων που τάσσονται υπέρ της επιστροφής σε εθνικό νόμισμα και μάλιστα εμφανίζουν αυτή την επιστροφή ως απαρχή σωτηρίας του λαού και ως κρίκο ανατροπής του συστήματος.

Στο ζήτημα της παραμονής ή μη –και με ποιους όρους– της Ελλάδας στην Ευρωζώνη εκφράστηκαν ενδοϊμπεριαλιστικές αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ευρωζώνης, ανάμεσα σε αυτήν και σε άλλα ιμπεριαλιστικά κέντρα, ανάμεσα σε ΗΠΑ και Γερμανία. Σε αυτό το ζήτημα παρενέβησαν και οι ΗΠΑ με βασική επιδίωξη τον περιορισμό της ηγεμονίας της Γερμανίας στην Ευρώπη. Η παρέμβαση των ΗΠΑ αξιοποιήθηκε και από τμήματα του κεφαλαίου στην Ελλάδα, στα οποία στηρίχτηκε ο ΣΥΡΙΖΑ για την ανάδειξή του σε κυβερνητικό κόμμα.

Ο ΣΥΡΙΖΑ ευθύνεται ως κόμμα όχι μόνο για την αντιλαϊκή πολιτική της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, αλλά και γιατί συνειδητά αποπροσανατόλισε, χειραγώγησε και ακινητοποίησε το λαό. Αυτό το έκανε προβάλλοντας τη λογική ότι η εκλογική του νίκη θα συνέβαλλε στην αλλαγή του συσχετισμού στη Ευρωζώνη και αυτό θα του έδινε τη δυνατότητα να εξασφαλίσει τη διαχείριση του δημόσιου χρέους με ταυτόχρονη δήθεν υπεράσπιση του λαϊκού εισοδήματος. Γι’ αυτή την απατηλή προσδοκία ευθύνονται και οι δυνάμεις που αποσχίστηκαν από το ΣΥΡΙΖΑ μετά το φιάσκο του Ιούλη του 2015, όπως η ΛΑΕ και η ΠΛΕΥΣΗ.

Το κρίσιμο ζήτημα για τον ελληνικό λαό και το κίνημά του, όπως και για κάθε λαό άλλωστε, είναι η δικαιολογημένη δυσαρέσκεια ενάντια στην ΕΕ να μην παγιδευτεί στους στόχους του κεφαλαίου, στη ρητορική των δυνάμεων που, αν και μιλάνε ενάντια στα μνημόνια και στο ευρώ, συμπλέουν αντικειμενικά με τους σχεδιασμούς τμημάτων του εγχώριου και ξένου κεφαλαίου.

Δεν υπάρχουν αδιέξοδα. Ο ελληνικός λαός μπορεί και πρέπει να επιλέξει ο ίδιος –με τη θέληση και τη δράση του– την έξοδο από την ΕΕ, να βάλει αυτό το στόχο στην προμετωπίδα των συνθημάτων του, να οργανώσει την πάλη του με τέτοιο τρόπο ώστε να διεκδικήσει ταυτόχρονα τα «κλειδιά» της οικονομίας και το πέρασμα της εξουσίας στα δικά του χέρια. Αυτό αποτελεί πραγματική εναλλακτική λύση προς όφελος του λαού και αξίζει κάθε θυσία, ενώ η πρόταση των άλλων, γενικώς «αντι-ευρώ» δυνάμεων, αναπαράγει την ίδια αντιλαϊκή πολιτική.

Από τη μετάβαση, είτε σ’ ένα «διπλό νόμισμα» (ένα για την εσωτερική κυκλοφορία και ένα για τις διεθνείς συναλλαγές) και –στη συνέχεια– σ’ ένα αμιγώς εθνικό νόμισμα είτε στη σύνδεση με οποιαδήποτε μορφή με νόμισμα άλλης ισχυρής καπιταλιστικής δύναμης, μεγάλος χαμένος θα είναι και πάλι ο λαός, κάτι που ισχύει φυσικά και στην περίπτωση της υπογραφής μιας νέας δανειακής Συμφωνίας-Μνημονίου με σκληρά αντιλαϊκά μέτρα. Στην περίπτωση αλλαγής νομίσματος, το λαϊκό εισόδημα θα εξανεμιστεί μέσω της υποτίμησης του νέου νομίσματος, της αισχροκέρδειας, της ραγδαίας πτώσης της αγοραστικής δύναμης, καθώς και μέσω της μεγάλης ανατίμησης των εισαγόμενων εμπορευμάτων στα οποία στηρίζεται όχι μόνο η κατανάλωση αλλά και η βιομηχανία. Επίσης, θα χτυπηθεί κι ένα μεγάλο μέρος αυτοαπασχολούμενων, φτωχών αγροτών, δανειοληπτών.

Το μεγάλο κεφάλαιο είναι αυτό που θα βγει και σε αυτή την περίπτωση κερδισμένο. Η ελληνική αστική τάξη και ιδιαίτερα τα μονοπώλια, παρά το γεγονός ότι στην πλειοψηφία τους δεν επιθυμούν την έξοδο από την Ευρωζώνη, έχουν τη δυνατότητα να προσαρμοστούν, μετακινώντας κεφάλαια και αναπληρώνοντας την όποια ζημιά με την αύξηση του βαθμού εκμετάλλευσης των εργαζομένων και το τσάκισμα μισθών και μεροκάματων. Ιδιαίτερα, μάλιστα, ορισμένα τμήματα του κεφαλαίου θα βγουν ωφελημένα, γι’ αυτό και στήριξαν και στηρίζουν άμεσα ή έμμεσα την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη. Κερδισμένο θα βγει κι εκείνο το τμήμα του κεφαλαίου που θα ωφεληθεί περισσότερο από την αύξηση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης μέσω της καταστροφής ενός μέρους του κεφαλαίου που πιθανώς θα συνοδεύσει την αλλαγή νομίσματος.

Κοροϊδεύουν συνειδητά το λαό όσοι ισχυρίζονται ότι η έξοδος της Ελλάδας από την Ευρωζώνη και η υιοθέτηση ενός πιο υποτιμημένου νομίσματος μπορεί να αποτελέσει κρίκο βελτίωσης της ζωής του λαού μέσω της ώθησης που θα δώσει στην ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξη. Η όποια καπιταλιστική ανάπτυξη, αν επιτευχθεί σε μια πορεία, δε θα συνοδευτεί από ουσιαστική ανάκαμψη μισθών, συντάξεων, δικαιωμάτων, δε θα ωφελήσει το λαό.

Η καπιταλιστική Ελλάδα με εθνικό νόμισμα δεν συνιστά ρήξη προς όφελος του λαού. Όσες πολιτικές δυνάμεις προβάλλουν έναν τέτοιο στόχο ως «λύση» ή ως ενδιάμεσο στόχο ριζικών αλλαγών, παίζουν αντικειμενικά το παιχνίδι τμημάτων του κεφαλαίου. Αυτή η επιλογή δεν οδηγεί σ’ επιστροφή στα σχετικά καλύτερα επίπεδα διαβίωσης των δεκαετιών του ’80 και του ’90, όπως διατυμπανίζεται από ορισμένους. Και στην περίπτωση αλλαγής νομίσματος θα «βασιλεύουν» οι βάρβαροι νόμοι της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης, ο αδυσώπητος μονοπωλιακός ανταγωνισμός. Και σε αυτή την περίπτωση οι δεσμεύσεις της ΕΕ, του ΝΑΤΟ, του ΔΝΤ, της Παγκόσμιας Τράπεζας, του ΟΟΣΑ θα σφίγγουν τη μέγγενη για το λαό. Αυτός θα κληθεί και πάλι –ακόμα και με αυταρχικά και τρομοκρατικά μέτρα– να πληρώσει τα δάνεια από τις χρηματαγορές, από τις επενδυτικές τράπεζες, από τα ταμεία των σημερινών ή άλλων ιμπεριαλιστικών συμμαχιών και νομισματικών ενώσεων, στις οποίες πιθανόν να συμμετέχει. Άλλωστε οι πολιτικές ξεζουμίσματος των εργαζομένων εφαρμόζονται και στις χώρες του ευρώ και στις καπιταλιστικές χώρες με εθνικά νομίσματα, είτε αυτές είναι πιο ισχυρές, όπως η Βρετανία, η Ρωσία, η Κίνα, η Βραζιλία, είτε πιο αδύναμες.

Εάν επιλεγεί από την ΕΕ και την αστική τάξη η αποπομπή της Ελλάδας από το ευρώ και η αλλαγή νομίσματος, το ΚΚΕ δε θα σταυρώσει τα χέρια ούτε θα «σοκαριστεί» όπως άλλες δυνάμεις. Θα παλέψει, όπως και τώρα, με συγκεκριμένη γραμμή, την οποία θα προτείνει στο κίνημα, στον ελληνικό λαό. Θα παρέμβει μαχητικά για να οργανωθεί ακόμα πιο αποφασιστικά ο αγώνας για την επιβίωση του λαού, για την αλληλεγγύη, για να μη μείνει καμία λαϊκή οικογένεια, κανένας εργαζόμενος, κανένας άνεργος μόνος του στα νύχια του κεφαλαίου, των τραπεζών και των κερδοσκόπων που θα εντείνουν την επίθεση τους σε βάρος του λαού. Ειδικότερα, το ΚΚΕ έχει μελετήσει σχέδιο δράσης και πρότασης προς το εργατικό λαϊκό κίνημα σε περίπτωση ανεξέλεγκτης χρεοκοπίας, οπότε και οι επιπτώσεις θα είναι μεγαλύτερες. Οι προτάσεις του ΚΚΕ αφορούν συνεκτικούς στόχους πάλης και διεκδικήσεων που περιλαμβάνουν την προστασία των εργαζομένων, την παροχή κοινωνικών υπηρεσιών, την αντιμετώπιση πιθανής τεχνητής έλλειψης τροφίμων, φαρμάκων κ.ά., την κατάργηση της φοροληστείας, την επιβίωση της λαϊκής οικογένειας, τη λαϊκή αλληλεγγύη κατά την πάλη απέναντι τόσο στην αστική κυβέρνηση όσο και στο μεγάλο κεφάλαιο και τους κερδοσκόπους. Το εργατικό κίνημα, η κοινωνική συμμαχία, τόσο στις διεκδικήσεις τους για άμεσα μέτρα ανακούφισης και ανάκτησης απωλειών όσο και σε αυτές για την ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών, θα έχουν να αντιπαλέψουν όχι μόνο τον ταξικό τους αντίπαλο, τα φανερά κόμματα και τις κυβερνήσεις του, αλλά και τα μεταμφιεσμένα κόμματα, προγράμματα, μέτωπα και κυβερνήσεις που αντικειμενικά θα υπηρετούν με τον έναν ή τον άλλο τρόπο το κεφάλαιο. Το εργατικό λαϊκό κίνημα πρέπει να συνδέσει την πάλη αυτή με τον αγώνα για να δοθεί οριστική λύση υπέρ του λαού με πραγματική ρήξη με το καπιταλιστικό σύστημα. Αυτή η ρήξη δεν έχει καμία σχέση με τη ρήξη-καρικατούρα που επικαλούνται ορισμένες δυνάμεις –εντός και εκτός ΣΥΡΙΖΑ– όταν υπερασπίζονται την έξοδο της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, χωρίς σύγκρουση με το κοινωνικό – οικονομικό – πολιτικό κατεστημένο, δηλαδή με την ΕΕ, με το κεφάλαιο και την εξουσία του.

Το εργατικό λαϊκό κίνημα στην Ελλάδα και σε όλη την Ευρώπη πρέπει με συντονισμένα χτυπήματα και συνολική αντεπίθεση να αξιοποιήσει τα όποια ρήγματα και τις όποιες αντιθέσεις δημιουργούνται προς όφελος της πάλης του για την εργατική εξουσία. Πρέπει να αξιοποιήσει τις φυγόκεντρες τάσεις μέσα στις ιμπεριαλιστικές συμμαχίες προς όφελος της πλήρους αποδυνάμωσής τους και όχι της δήθεν βελτίωσής τους για τους λαούς, όπως διατυμπανίζει ο ΣΥΡΙΖΑ και όσοι αποσχίστηκαν από αυτόν, όπως η ΛΑΕ, η ΠΛΕΥΣΗ, το PLAN B και άλλα νεόκοπα σχήματα. Το εργατικό λαϊκό κίνημα θα μπορέσει να προχωρήσει και να επιτύχει τους στόχους αυτούς, μόνο όταν συνδέσει την πάλη για αποδέσμευση από την ΕΕ με την πάλη για τη συνολική ανατροπή της εξουσίας του κεφαλαίου, των μονοπωλίων, με την πάλη για την εργατική εξουσία που θα προωθήσει και θα οργανώσει την κοινωνική ιδιοκτησία, τον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό της οικονομίας και των υπηρεσιών, την παραγωγική ανάπτυξη σε όφελος του λαού.

Η εργατική εξουσία δε χαρίζεται από το αστικό πολιτικό σύστημα. Κατακτιέται. Προϋπόθεση για μια πορεία πραγματικής αλλαγής συσχετισμού προς όφελος της εργατικής-λαϊκής πλειοψηφίας είναι η συσπείρωση με το ΚΚΕ, η ισχυροποίησή του παντού και πάνω από όλα στους χώρους δουλειάς και τις λαϊκές γειτονιές.

 

 

Η ΠΟΡΕΙΑ ΑΝΑΜΟΡΦΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥ ΣΥΣΤΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ Η ΠΑΛΗ ΤΟΥ ΚΚΕ

 

Ο στόχος για «Κόμμα παντός καιρού» παραμένει προς κατάκτηση, αξιοποιώντας τόσο τη θετική όσο και την αρνητική πείρα από όλες τις πλευρές της δουλειάς μας, τη μαζική, την ιδεολογική, την οργανωτική.

Στο 4χρονο από το 19ο Συνέδριο πραγματοποιήθηκαν ορισμένες ουσιαστικές αλλαγές στο αστικό πολιτικό σύστημα, με πιο χαρακτηριστική την ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητικό κόμμα σε συνεργασία με τους ΑΝΕΛ. Τελικά, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που προέκυψε από τις βουλευτικές εκλογές της 25ης Γενάρη του 2015 υπέγραψε το 3ο Μνημόνιο με ΕΕ – ΕΚΤ – ΔΝΤ, το οποίο φυσικά περιείχε νέα πακέτα αντεργατικών-αντιλαϊκών μέτρων. Το αντεργατικό-αντιλαϊκό «επίτευγμα» της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ πραγματοποιήθηκε με τη συναίνεση και στήριξη της αξιωματικής αντιπολίτευσης, δηλαδή της ΝΔ, καθώς και των άλλων κομμάτων της σοσιαλδημοκρατίας (ΠΑΣΟΚ) και του λεγόμενου «κεντρώου» πολιτικού χώρου (ΠΟΤΑΜΙ). Αυτή η συναίνεση εκφράστηκε ιδιαίτερα μετά την από κοινού ψήφιση του 3ου Μνημονίου και μιας σειράς αντιλαϊκών μέτρων στη συνέχεια. Το συγκριτικό πλεονέκτημα του ΣΥΡΙΖΑ σε σχέση με τις προηγούμενες κυβερνήσεις ΝΔ και ΠΑΣΟΚ συνίστατο στη μεγαλύτερή του δυνατότητα να χειραγωγεί εργατικές-λαϊκές δυνάμεις. Για την εξυπηρέτηση της μαζικής καλλιέργειας ψευδών προσδοκιών, ο ΣΥΡΙΖΑ αξιοποίησε στην προπαγάνδα του το γεγονός ότι στη συνείδηση πλατιών εργατικών λαϊκών μαζών ακόμα παραμένουν αντιλήψεις προηγούμενων περιόδων –και συνεπώς ξεπερασμένες σήμερα– που αφορούν τον ίδιο το χαρακτήρα των αγώνων, τις ευρέως διαδεδομένες κοινοβουλευτικές αυταπάτες για την αστική δημοκρατία, την κατανόηση του ρόλου των «ξένων δυνάμεων» ως αποσυνδεδεμένων από τις ίδιες τις επιλογές της εγχώριας αστικής τάξης κλπ.

Όλη αυτή την περίοδο, το ΚΚΕ αντιστάθηκε σθεναρά στις πιέσεις για στήριξη ή ανοχή αυτής της πολιτικής. Προειδοποίησε, αποκάλυψε τον πραγματικό χαρακτήρα του ΣΥΡΙΖΑ, τη σχέση του με τους εγχώριους και ξένους καπιταλιστές, με διάφορα ιμπεριαλιστικά κέντρα. Η ζωή δικαίωσε τις εκτιμήσεις, τις θέσεις, την πολιτική του ΚΚΕ, τη γραμμή πάλης ενάντια στο κεφάλαιο, τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, τα αστικά κόμματα, φιλελεύθερα και σοσιαλδημοκρατικά, παλιά και νέα. Το ΚΚΕ έδωσε τη μάχη ενάντια και σ’ όλο το φάσμα του οπορτουνισμού, οι δυνάμεις του οποίου –εντός κι εκτός ΣΥΡΙΖΑ– ασκούσαν πίεση στο ΚΚΕ για τη μετατροπή του σε μέρος μιας πολιτικής διαχείρισης του συστήματος. Σε όλη την 4ετία το ΚΚΕ ανταποκρίθηκε μ’ επιτυχία στην ιδεολογική-πολιτική πάλη ενάντια:

• Στο στόχο περιθωριοποίησής του, αλλά και στην προσπάθεια κατάταξής του στα κόμματα του συστήματος, στην αντίληψη «όλοι το ίδιο είναι».

• Στις επιθέσεις «φιλίας» –αρχικά εκ μέρους του ΣΥΡΙΖΑ και αργότερα εκ μέρους της ΛΑΕ κι άλλων οπορτουνιστικών δυνάμεων– για να συρθεί στην «αντιμνημονιακή» γραμμή, στην πολιτική της δήθεν «πιο δίκαιης διανομής σε συνθήκες θυσιών».

• Στη συκοφάντηση, διαστρέβλωση, αναθεώρηση του ρόλου του ΚΚΕ στο ΕΑΜικό κίνημα απελευθέρωσης, κυρίως στο χαρακτήρα του ΔΣΕ. Στον αντικομμουνισμό και στον αντισοβιετισμό. Στο φασισμό-ναζισμό, στην ξενοφοβία και στο ρατσισμό.

• Στην αντίληψη ότι ο καπιταλισμός, παρά τα ενδογενή προβλήματά του, την οικονομική κρίση, τον ανταγωνισμό, ακόμα και τους πολέμους, είναι το πιο ανθεκτικό σύστημα, ότι μπορεί να ηθικοποιηθεί και να εξανθρωπιστεί. Στην αντίληψη ότι «ο σοσιαλισμός απέτυχε», ότι είναι «ανέφικτος».

• Στην προβολή από τον οπορτουνισμό των λεγόμενων μεταβατικών προγραμμάτων, στην οπορτουνιστική αντίληψη ότι η αλλαγή στο συσχετισμό δυνάμεων (μεταξύ αντίπαλων τάξεων και των συμμάχων τους) μπορεί να ξεκινήσει με αλλαγή του συσχετισμού μέσα στη Βουλή, με την αναρρίχηση του Κομμουνιστικού Κόμματος στην καπιταλιστική, αστική διακυβέρνηση, αντίστοιχα σ’ επίπεδο ευρωκοινοβουλίου και οργάνων της ιμπεριαλιστικής ΕΕ.

Οι βασικές δυνάμεις του αστικού πολιτικού συστήματος συμπίπτουν στους στρατηγικούς στόχους της αστικής τάξης που συνοπτικά αφορούν την προσπάθεια: για ανάκαμψη της καπιταλιστικής οικονομίας, για γεωστρατηγική αναβάθμιση της χώρας ως ενεργειακού και εμπορικού κόμβου, για ανάληψη πιο ενεργού ρόλου της στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και της ΕΕ, για αποκατάσταση του ρόλου της ελληνικής αστικής τάξης στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου που έχει υποστεί πλήγμα στα χρόνια της κρίσης.

Οι διαφορετικές απόψεις που υπάρχουν γύρω από άλλα ζητήματα διαχείρισης δεν αμφισβητούν βασικά στοιχεία της κυρίαρχης πολιτικής, όπως την ανάγκη επιτάχυνσης των αντιλαϊκών αναδιαρθρώσεων, την ανάγκη δημοσιονομικής χαλάρωσης και κρατικής στήριξης των επενδυτικών σχεδίων του κεφαλαίου, τη συμμετοχή σε ΝΑΤΟϊκά σχέδια κλπ. Παράλληλα, οι ενιαίες επιδιώξεις δεν μπορούν να κρύψουν και τις αντιθέσεις που υπάρχουν στο εσωτερικό της αστικής τάξης και διαπερνούν όλα τα αστικά κόμματα. Αυτές οι οξυνόμενες αντιθέσεις αφορούν τόσο τις προτεραιότητες στήριξης κλάδων της καπιταλιστικής οικονομίας όσο και τις επιλογές και ιεραρχήσεις στις διακρατικές συμμαχίες του κεφαλαίου. Έτσι, κάποια τμήματα της αστικής τάξης είναι πιο κοντά στο γερμανικό κέντρο, άλλα πιο κοντά στις ΗΠΑ, τη Γαλλία και άλλα με την Κίνα, τη Ρωσία κλπ.

Τα τελευταία δύο χρόνια, οι κυβερνήσεις ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ αποδείχτηκαν πιο αποτελεσματικές για το κεφάλαιο και τους βασικούς ξένους συμμάχους του. Το «αριστερό» προφίλ του ΣΥΡΙΖΑ, η «ιδεολογική διαφοροποίησή» του από τη ΝΔ, του έδινε τη δυνατότητα να αποπροσανατολίζει και να εξαπατά επαναλαμβανόμενα τα λαϊκά στρώματα, καθώς και να αμβλύνει τις λαϊκές αντιστάσεις. Αυτό είναι και το βασικό χαρτί που παίζει και αξιοποιεί η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ στην αντιπαράθεσή της με τα άλλα κόμματα. Βεβαίως, όλα αυτά έχουν και ημερομηνία λήξης, ενώ συμβάλλουν και στη διαφαινόμενη αύξηση των αντιφάσεων στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, παρόλο που δεν εκδηλώνονται με την οξύτητα που εκδηλώθηκαν την περίοδο του καλοκαιριού του 2015.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, στην προσπάθεια διεύρυνσής του προς το χώρο της κεντροαριστεράς, χρησιμοποιεί και το χαρτί της συνεργασίας με την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία. Από την άλλη, το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ κρατά ακόμα ερείσματα συνδικαλιστικής επιρροής σε τμήματα της εργατικής αριστοκρατίας και των μεσαίων στρωμάτων αποτελεί ένα στοιχείο ανταγωνισμού ανάμεσα στο ΣΥΡΙΖΑ και το ΠΑΣΟΚ στο χώρο της σοσιαλδημοκρατίας. Παράλληλα με αυτό τον ανταγωνισμό, συντηρούνται διάφοροι δίαυλοι στην προοπτική μιας μελλοντικής κυβερνητικής σύνθεσης με διεύρυνση της κυβερνητικής πλειοψηφίας προς το λεγόμενο κέντρο, μ’ ένα πιο σαφές κεντροαριστερό στίγμα και εγκατάλειψη της συνεργασίας με τους ΑΝΕΛ. Οι διεργασίες αυτές έγιναν πιο εμφανείς τελευταία μέσα και από δηλώσεις στελεχών και υπουργών του ΣΥΡΙΖΑ για την προσέγγιση ΣΥΡΙΖΑ – «Δημοκρατικής Συμπαράταξης».

Ιδιαίτερα επικίνδυνη είναι η τακτική της κυβέρνησης να καπηλεύεται χυδαία την ιστορία και τους αγώνες του εργατικού λαϊκού κινήματος, να εμφανίζεται ως περίπου κομμουνιστική δύναμη. Αυτή η τακτική ενισχύεται και από την προπαγάνδα των άλλων αστικών κομμάτων, αλλά και πολλών μέσων ενημέρωσης. Αυτός ο ιδεολογικός μανδύας την βοηθά στον εγκλωβισμό εργαζομένων που αισθάνονται αριστεροί ή έχουν αγωνιστικές καταβολές. Με αυτό τον τρόπο στοχεύουν να πετύχουν «με ένα σμπάρο πολλά τρυγόνια»: Να κολλήσουν στο σοσιαλισμό τη ρετσινιά της αντιλαϊκής πολιτικής που υλοποιεί σήμερα η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, να ταυτίσουν στη συνείδηση του λαού και της νεολαίας το σοσιαλισμό με τον ΕΝΦΙΑ, τα μνημόνια, τα αντιλαϊκά μέτρα, δηλαδή «να πάρουν τα σκάγια» και το ΚΚΕ για τα «έργα και ημέρες» του ΣΥΡΙΖΑ, να καπηλευτούν την ηρωική ΕΑΜική Αντίσταση, τον αγώνα χιλιάδων κομμουνιστών, αριστερών, άλλων ριζοσπαστών αγωνιστών.

Η ΝΔ, η σημερινή αξιωματική αντιπολίτευση, δίνει μάχη για να αναγνωριστεί ως η πιο συνεπής εναλλακτική κυβερνητική λύση, ως εκείνη η κυβερνητική δύναμη με τις μεγαλύτερες δυνατότητες σταθερής προσήλωσης στους στόχους του κεφαλαίου. Στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης με την κυβέρνηση μπαίνει η στάση της απέναντι στις αναδιαρθρώσεις, οι καθυστερήσεις και η ανάγκη επιτάχυνσης της υλοποίησής τους.

Η ανάδειξη του ΣΥΡΙΖΑ ως βασικού –προς το παρόν– πυλώνα της σοσιαλδημοκρατίας στη χώρα και η ενίσχυσή του από την ευρωπαϊκή σοσιαλδημοκρατία δημιουργεί δυσκολίες στις προσπάθειες αναμόρφωσης της λεγόμενης κεντροαριστεράς, στην οποία περιλαμβάνονται μαζί με τα διάφορα τμήματα της κλασσικής σοσιαλδημοκρατίας του ΠΑΣΟΚ και το ΠΟΤΑΜΙ και άλλα μικρότερα «κεντρώα» κόμματα. Υπάρχει ταλάντευση και διαπάλη για το αν αυτός ο πολιτικός χώρος θα αποτελέσει –ως τρίτος πόλος– προνομιακό συνομιλητή του ΣΥΡΙΖΑ ή της ΝΔ, με δεδομένη τη δυσκολία να παίξει σήμερα έναν πιο αυτοτελή ρόλο. Συνυπάρχουν δύο διαφορετικές τάσεις: Από τη μια η υπό όρους συνεργασία με το ΣΥΡΙΖΑ, με προϋπόθεση μια πιο ουσιαστική κεντρώα στροφή του δεύτερου που θα εκφραστεί και στην επιλογή προσώπων και από την άλλη η συμμαχία με τις «συνεπείς» ευρωπαϊκές μεταρρυθμιστικές δυνάμεις, στις οποίες περιλαμβάνεται η ΝΔ.

Όσον αφορά τις ευρωσκεπτικιστικές απόψεις, πιο συγκροτημένα εμφανίστηκαν στο πλαίσιο του ΣΥΡΙΖΑ και σε διάφορες οπορτουνιστικές δυνάμεις. Αν και ορισμένες από αυτές καμουφλάρουν τον αστικό χαρακτήρα της πολιτικής τους πρότασης με αντικαπιταλιστική συνθηματολογία, ουσιαστικά συμπίπτουν με τις αστικές ευρωσκεπτικιστικές δυνάμεις που υπάρχουν σε όλη την ΕΕ. Προετοιμάζουν και με αυτό τον τρόπο ένα νέο ανάχωμα στη ριζοσπαστικοποίηση των λαϊκών συνειδήσεων.

Υπάρχουν επίσης δυνάμεις που αποσπάστηκαν από τη ΝΔ και κινούνται στον εθνικιστικό ρατσιστικό χώρο, ο οποίος περιλαμβάνει από ακραιφνείς ναζιστές της εγκληματικής Χρυσής Αυγής μέχρι περιθωριακούς εθνικιστές και ακροδεξιά απολιθώματα του σκοταδιστικού παρελθόντος. Ειδικά οι ναζιστές υπόδικοι εγκληματίες της Χρυσής Αυγής συνεχίζουν να δρουν ως δυνάμεις στήριξης του συστήματος, να χύνουν το ρατσιστικό τους δηλητήριο, να πρωτοστατούν στον πρωτόγονο αντικομμουνισμό. Έχουν ύποπτες και ποικίλες διασυνδέσεις με εξωελληνικά κέντρα και υπηρεσίες, με σκοτεινά κυκλώματα. Μέσα στη Βουλή υποκρίνονται την αντισυστημική δύναμη, την ίδια στιγμή που διεκδικούν περισσότερα προνόμια και φοροαπαλλαγές για τμήματα του κεφαλαίου και συνεχίζουν να λειτουργούν ως δουλέμποροι της μεγαλοεργοδοσίας.

Συνολικά και συμπερασματικά: Είναι κρίσιμο ζήτημα να αντιμετωπιστεί η αστική προπαγάνδα που συνοδεύει την προσπάθεια αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος και στοχεύει στην απόσπαση της ενεργητικής στήριξης αυτής της αναμόρφωσης από την εργατική τάξη και το λαό. Είναι επείγον ζήτημα να αντιμετωπιστούν αυταπάτες και ψευδαισθήσεις που καλλιεργούνται συστηματικά, όπως για παράδειγμα ότι μπορεί να προκύψει κάτι θετικό και συμφέρον για το λαό μέσα από μια διαδικασία δημιουργίας νέων κομμάτων και κυβερνητικών συμμαχιών. Τα τελευταία χρόνια έχει συσσωρευτεί άλλωστε πλούσια πείρα από τη διαδικασία αναμόρφωσης του πολιτικού συστήματος που συντελέστηκε μέσω και της ανάδειξης του ΣΥΡΙΖΑ σε κυβερνητική εφεδρεία του. Είναι βασικό να αντιμετωπιστεί ο φόβος που καλλιεργείται συστηματικά σε σχέση με το ενδεχόμενο πολιτικής αστάθειας, η ανησυχία για την ύπαρξη σταθερών αστικών κυβερνήσεων και κοινοβουλευτικών πλειοψηφιών, οι εκκλήσεις για συναίνεση σε αντιλαϊκές πολιτικές εν ονόματι της «κοινωνικής συνοχής». Εξελίσσεται –και θα ενταθεί ακόμα περισσότερο μπροστά στις επόμενες εκλογές– η προσπάθεια να υιοθετηθούν από το λαό οι επιδιώξεις της άρχουσας τάξης και του πολιτικού της προσωπικού για σταθερή αστική διακυβέρνηση, είτε μονοκομματικής είτε πολυκομματικής σύνθεσης.

Επίσης, με αιχμή τη συνταγματική αναθεώρηση, ο ΣΥΡΙΖΑ έχει παρουσιάσει μια σειρά προτάσεων για θεσμικές μεταρρυθμίσεις πλευρών της λειτουργίας του αστικού κράτους. Βασικά στοιχεία αυτών των προτάσεων αποτελούν η αλλαγή του εκλογικού νόμου και η αύξηση των αρμοδιοτήτων του Προέδρου της Δημοκρατίας (ΠτΔ) σε συνδυασμό με τη δυνατότητα άμεσης εκλογής του. Με αυτό τον τρόπο επιδιώκεται η σχετική αναβάθμιση του ΠτΔ ως πηγή νομιμοποίησης της εκτελεστικής εξουσίας και ως μία από τις σταθερές της αστικής διακυβέρνησης χωρίς να χάνεται ο πρωτεύοντας ρόλος του κοινοβουλίου. Είναι παρεμβάσεις που ντύνονται ψευδεπίγραφα με την προπαγάνδα της «διεύρυνσης της δημοκρατίας», ενώ έχουν σκοπό τη θωράκιση του αστικού κράτους και την εξασφάλιση προϋποθέσεων ομαλής κυβερνητικής εναλλαγής. Προσαρμόζουν το αστικό πολιτικό σύστημα στα νέα δεδομένα που δημιούργησε η καπιταλιστική κρίση, οι δυσκολίες διαχείρισής της και η επιτακτικότητα επιτάχυνσης της κρατικής υποβοήθησης της καπιταλιστικής κερδοφορίας σε βάρος των λαϊκών στρωμάτων. Αυτή η επιτακτικότητα άλλωστε είναι που αποδυνάμωσε την ικανότητα των αστικών κομμάτων να ενσωματώνουν μαζικά λαϊκά στρώματα στο πλαίσιο μονοκομματικών κυβερνήσεων. Σε κάθε περίπτωση, το αστικό πολιτικό σύστημα θα γίνεται πιο επιθετικό ώστε να αντιστοιχείται πιο αποτελεσματικά στις ανάγκες του κεφαλαίου, της ανταγωνιστικότητας και κερδοφορίας του.

Όσον αφορά το εκλογικό σύστημα, ο προσανατολισμός στην αύξηση της αναλογικότητάς του –που ενδέχεται να πάρει και τη μορφή της απλής αναλογικής χωρίς «πλαφόν»– εξυπηρετεί τη διαμόρφωση ευρύτερων συναινέσεων μεταξύ των αστικών κομμάτων και συγκρότησης κυβερνήσεων συνεργασίας. Παρομοίως, η αύξηση του βαθμού αναλογικότητας του εκλογικού νόμου, στην οποία προχώρησε με νομοθετική ρύθμιση η κυβέρνηση, δεν υπηρετεί την ενίσχυση της λαϊκής βούλησης. Αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει, παρόλο που το ΚΚΕ έχει σταθερή θέση υποστήριξης της απλής και άδολης αναλογικής ως πάγιου εκλογικού συστήματος.

Από τις προτάσεις για τη συνταγματική αναθεώρηση απουσιάζει εντελώς το ζήτημα του διαχωρισμού του Κράτους από την Εκκλησία και ό,τι αυτό συνεπάγεται για την εκπαίδευση, τις τελετουργικές διαδικασίες σε κρατικούς θεσμούς, τον πολιτικό γάμο, την πολιτική κηδεία, την ονοματοδοσία, το περιουσιακό ζήτημα της Εκκλησίας.

Η Τοπική και Περιφερειακή Διοίκηση –ως θεσμός του αστικού κράτους που αντικειμενικά είναι πιο κοντά σε εργατικές λαϊκές μάζες– έπαιξε σημαντικό ρόλο στην ενσωμάτωση εργαζομένων στις ανάγκες του αστικού συστήματος καθ’ όλη τη διάρκεια της καπιταλιστικής κρίσης. Προσάρμοσε τις λειτουργίες της στα νέα δεδομένα σύνδεσης με την κεντρική διοίκηση (κυβέρνηση), έτσι ώστε ενιαία να εξυπηρετείται η γενική στρατηγική του κεφαλαίου και να ενσωματώνονται εργατικές λαϊκές μάζες μέσα από διάφορα προγράμματα και παρεμβάσεις. Αξιοποίησε διευρυμένα τον άξονα της κοινωνικής πολιτικής, τα διάφορα ευρωενωσιακά και άλλα προγράμματα, τις δομές για την «καταπολέμηση της φτώχειας και της ανεργίας». Δημιούργησε –είτε αυτοτελώς είτε με τη συνέργια ΜΚΟ, εθελοντών, συνεταιρισμών κλπ.– πολλών ειδών δομές που ενισχύονται στα πλαίσια της λεγόμενης «κοινωνικής οικονομίας». Συνολικά, οι κυβερνητικές και κομματικές δυνάμεις του ΣΥΡΙΖΑ, μαζί με τις υπόλοιπες δυνάμεις της αστικής αντιπολίτευσης, παίζουν πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτή την κατεύθυνση, τόσο ως κόμματα όσο και μέσω των εκπροσώπων τους στους Δήμους και τις Περιφέρειες της χώρας. Εξαίρεση αποτελούν ελάχιστοι Δήμοι, όπως οι 5 Δήμοι που έχουν την ευθύνη της διοίκησης οι κομμουνιστές (σε Πάτρα, Χαϊδάρι, Πετρούπολη, Καισαριανή, Ικαρία), οι οποίοι στο πλαίσιο των ασφυκτικών θεσμών και οικονομικών πόρων οργανώνουν τη διεκδίκηση, τη λαϊκή κινητοποίηση και δράση σε όφελος των αδικημένων, των λαϊκών στρωμάτων των πόλεών τους, τηρώντας την προεκλογική υπόσχεση που έδωσαν στο λαό των δήμων τους ότι θα κρατήσουν καθαρή στάση αντιπολίτευσης προς την κεντρική εξουσία.

Δεν έχει επαρκώς κατανοηθεί από τις κομματικές μας δυνάμεις σε όλη τη χώρα ο λόγος της μεγάλης προβολής τα τελευταία χρόνια, απ’ όλο το αστικό πολιτικό σύστημα αλλά και από διεθνείς και ευρωπαϊκούς θεσμούς, του τομέα της «Κοινωνικής και Αλληλέγγυας Οικονομίας» (Κ.ΑΛ.Ο.) ως δήθεν τρίτου τομέα της οικονομίας που προχωράει σε διάφορες δραστηριότητες όχι με κριτήριο το κέρδος αλλά την κάλυψη οξυμμένων κοινωνικών αναγκών. Μέχρι στιγμής ενεργό και ύποπτο ρόλο έχουν οι κάθε λογής ΜΚΟ που δραστηριοποιούνται και στον τομέα αυτό. Η Κ.ΑΛ.Ο. προωθείται από το αστικό κράτος ως μηχανισμός περαιτέρω μείωσης των κρατικών και ασφαλιστικών κοινωνικών παροχών, μεταφέροντας στους συνεταιρισμούς αυτούς ορισμένες από αυτές. Αντικαθιστά τις πιο μόνιμες μαζικές προσλήψεις ιδιαίτερα νέων με ελαστικές μορφές απασχόλησης, ενώ οδηγεί στην αφαίρεση εργασιακών και άλλων δικαιωμάτων των εργαζομένων, αξιοποιώντας και τον «εθελοντισμό» που βεβαίως καμία σχέση έχει με τη γνήσια λαϊκή αλληλεγγύη και εθελοντική προσφορά. Στην πραγματικότητα λειτουργεί ως ένας επιπλέον μοχλός επιδείνωσης εργασιακών σχέσεων και αύξησης του βαθμού εκμετάλλευσης μέσω της εθελοντικής εργασίας, των διευρυμένων ωραρίων, των χαμηλών μισθών, της μείωσης των κοινωνικών παροχών που προηγούμενα ήταν δωρεάν. Και όλα αυτά στο όνομα του κοινωνικού χαρακτήρα των δραστηριοτήτων αυτών. Προπαγανδιστικά, η «κοινωνική οικονομία» αξιοποιείται ως δήθεν φορέας συλλογικής οργάνωσης της κοινωνίας και φιλολαϊκού μετασχηματισμού της.

Επιβεβαιώνεται ότι το αστικό πολιτικό σύστημα διαθέτει ακόμα δυνατότητες να κλείνει ρωγμές στο βαθμό που δεν απειλείται από το κίνημα, στο βαθμό που δεν έχει κατακτημένα εκείνα τα χαρακτηριστικά (ενιαία οργάνωση, μαζικότητα, ταξική κατεύθυνση πάλης) που θα το καταστήσουν ικανό να στραφεί κατά της αστικής εκμεταλλεύτριας τάξης και όχι μόνο ενάντια στην εκάστοτε κυβερνητική πλειοψηφία, υπηρετώντας την αστική κυβερνητική εναλλαγή ως μέσο σταθεροποίησης της αντιλαϊκής πολιτικής.

 

 

Για τη διαπλοκή, τη διαφθορά και την υποκρισία των αστικών, ρεφορμιστικών και οπορτουνιστικών δυνάμεων

 

Τα σκληρά αντιλαϊκά μέτρα και η ευθυγράμμιση της πολιτικής όλων των αστικών κομμάτων στις στρατηγικές επιλογές της άρχουσας τάξης συνοδεύονται –όπως πάντα τις τελευταίες δεκαετίες– από τις μεγάλες κουβέντες περί πάταξης της διαφθοράς και της διαπλοκής. Αυτό έχει ως στόχο την απόκρυψη του μεγάλου διαφθορέα που δεν είναι άλλος από τους μονοπωλιακούς ομίλους. Αυτοί δωροδοκούν για να αυξήσουν τα κέρδη και τα μερίδιά τους στην αγορά, όπως δείχνουν και οι περιπτώσεις της Siemens, πρόσφατα της Novartis, των εξοπλιστικών προγραμμάτων κλπ.

Το ΚΚΕ επανειλημμένα έχει προτείνει –και βέβαια έχουν απορριφθεί από την κυβέρνηση και άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης– τα εξής ως ελάχιστα μέτρα περιστολής της διαφθοράς: Την υποχρεωτική μετατροπή όλων των μετοχών σε ονομαστικές, την κατάργηση όλων των απορρήτων (τραπεζικού, φορολογικού, εμπορικού, επιχειρηματικού), την απαγόρευση λειτουργίας των εξωχώριων εταιριών, τον έλεγχο στην εξαγωγή κεφαλαίων.

Στο όνομα της καταπολέμησης της διαφθοράς και της διαπλοκής, συγκαλύπτονται ανταγωνισμοί μονοπωλίων και ανακατατάξεις μερίδων του ιδιωτικού κεφαλαίου στις σχέσεις τους με κρατικούς μηχανισμούς. Την ίδια στιγμή, εννοείται ότι η καταπολέμηση της διαφθοράς δεν αγγίζει τις εξήντα ειδικές φοροαπαλλαγές που απολαμβάνουν και απολάμβαναν, π.χ., οι εφοπλιστές, ενώ οι ναυτεργάτες, συνολικά οι εργαζόμενοι, στενάζουν από τη φορολογία, τον ΕΝΦΙΑ, τους δεκάδες έμμεσους φόρους. Πρόσφατα –με τη συγκρότηση της εξεταστικής επιτροπής για τα δάνεια των κομμάτων και των ΜΜΕ– επιχείρησαν πέραν των άλλων να συσκοτίσουν και το ρόλο των τραπεζών, οι οποίες τα προηγούμενα χρόνια στηρίχτηκαν και ενισχύθηκαν με πακτωλό δισεκατομμυρίων που φορτώθηκε στις πλάτες του ελληνικού λαού.

Καμιά εξεταστική επιτροπή δεν μπορεί να αλλάξει το χαρακτήρα του χρηματοπιστωτικού συστήματος που αποτελεί την «καρδιά» του καπιταλιστικού συστήματος, ενισχύοντας την κερδοφορία γενικά του κεφαλαίου, ενώ οδηγεί σε μακροχρόνια ομηρία –μέσω του δανεισμού– τα λαϊκά νοικοκυριά και τους αυτοαπασχολούμενους.

Οι επιχειρηματικοί όμιλοι που δραστηριοποιούνται στο χώρο των μέσων μαζικής ενημέρωσης δε θα μπορούσαν να εξαιρεθούν από την ευνοϊκή μεταχείριση. Τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται στα ΜΜΕ δεν ξεφεύγουν, αντίθετα επιβεβαιώνουν τον κανόνα της ευνοϊκής μεταχείρισης και μάλιστα χωρίς διασφαλίσεις για την αποπληρωμή τους. Με τη συγκρότηση της σχετικής επιτροπής η κυβέρνηση επιχείρησε να συσκοτίσει το γεγονός ότι καθημερινά και διαχρονικά παραβιάζεται από τα μέσα μαζικής ενημέρωσης –ιδιωτικά αλλά και κρατικά– κάθε έννοια αντικειμενικής ενημέρωσης. Ανέκαθεν η εκάστοτε διακυβέρνηση επεδίωκε να δημιουργεί φιλικές σχέσεις κι ευνοϊκό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις που δραστηριοποιούνται σε αυτά, ενώ παράλληλα έλεγχε τα κρατικά μέσα ενημέρωσης. Στην ίδια κατεύθυνση κινείται και η σημερινή κυβέρνηση, η οποία προσπάθησε –και συνεχίζει να προσπαθεί– να ξαναμοιράσει την πίτα της ενημέρωσης σε παλιούς και νέους επιχειρηματικούς ομίλους.

Παραπλανητική είναι και η αστική συζήτηση περί αντιμετώπισης της διαπλοκής και της διαφθοράς μέσω της «ανεξάρτητης» Δικαιοσύνης. Η Δικαιοσύνη –στα ανώτερα στρώματα της οποίας εκδηλώθηκαν αντιθέσεις μεταξύ των αστικών πολιτικών δυνάμεων για την κυριαρχία σε αυτήν– δεν είναι ανεξάρτητη, αφού αντικειμενικά υπηρετεί το δίκαιο της καπιταλιστικής ιδιοκτησίας, την επιβολή της εκμετάλλευσης. Βέβαια, από τα κατώτερα τμήματα των εργαζομένων σε αυτήν αναπτύσσονται διεκδικήσεις –ιδιαίτερα για τη στοιχειώδη βελτίωση των συνθηκών εργασίας τους, ενάντια στην εντατικοποίηση κλπ.– τις οποίες το ΚΚΕ συμμερίζεται και έχει στηρίξει επανειλημμένα.

 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΑΝΑΣΥΝΤΑΞΗ ΤΟΥ ΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΗΝ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΟΥΛΕΙΑ ΤΩΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΩΝ ΣΤΑ ΣΥΝΔΙΚΑΤΑ

 

Στο κέντρο της προσοχής όλης της προσυνεδριακής δουλειάς είναι τα καθήκοντα των κομμουνιστών για την ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος.

Σωστά χαρακτηρίζουμε το ΠΑΜΕ ως μεγάλη κατάκτηση του κινήματος. Η πρωτοβουλία για την ίδρυσή του από τους κομμουνιστές και άλλους, συνεργαζόμενους με τους κομμουνιστές, αλλά και η συνεχής του δράση όλα αυτά τα χρόνια υπηρετεί –όπως και γενικά η ίδια η δουλειά των κομμουνιστών στα συνδικάτα– το στόχο της ανάπτυξης αγωνιστικών δεσμών με τις μάζες για τη συσπείρωσή τους στην κατεύθυνση της ανατροπής του καπιταλιστικού συστήματος.

Το ΚΚΕ κατηγορείται συστηματικά ότι με τη δράση και τα συνθήματά του στο εργατικό – συνδικαλιστικό κίνημα στενεύει την πάλη, βάζοντας ως όρο τη συμφωνία με το σοσιαλισμό. Πέρα από τους φανερούς ταξικούς πολιτικούς αντιπάλους, καταμερισμένο ρόλο σε αυτή την προπαγάνδα έχει και ο πολυποίκιλος οπορτουνισμός, ο οποίος στο όνομα της «πλατύτητας» περιορίζει τα όρια του εργατικού κινήματος σε διεκδίκηση ευνοϊκότερων μεταρρυθμίσεων του συστήματος μέσω και της κατάκτησης του ανάλογου κοινοβουλευτικού συσχετισμού. Στο όνομα της «πλατύτητας», ουσιαστικά της γραμμής της ενσωμάτωσης, το ΚΚΕ κατηγορήθηκε στο παρελθόν –και συνεχίζει να κατηγορείται και σήμερα– για «ανθενωτική» γραμμή στο κίνημα, για «μαξιμαλισμό» στα αιτήματα, για παρεμπόδιση των «οσμώσεων των πλατειών των αγανακτισμένων πολιτών» και της συνεργασίας ή έστω ανοχής στην «κυβερνώσα αριστερά», τα κάλπικα δημοψηφίσματα κ.ά. Αυτή η γραμμή πάλης όμως μετατρέπει το κίνημα σε υποχείριο των καπιταλιστών και του κράτους τους, ουσιαστικά το απονευρώνει, στερώντας του ακόμα και τη δυνατότητα απόσπασης κατακτήσεων στο πλαίσιο του συστήματος, ενώ παράλληλα υπηρετεί τον ιδεολογικό και πολιτικό αφοπλισμό του ΚΚΕ.

Ο οπορτουνισμός και φραξιονισμός τολμάει να αποδίδει στην τακτική του Κόμματος το χαμηλό επίπεδο του συνδικαλιστικού κινήματος και των αγώνων του. Με άθλια διαστρέβλωση των γεγονότων, συκοφαντούν την καθημερινή ακούραστη, ανυστερόβουλη, γεμάτη αυτοθυσία δράση χιλιάδων κομμουνιστών και φίλων του ΚΚΕ και της ΚΝΕ που αγωνίζονται πάνω στα καθημερινά λαϊκά προβλήματα, που παλεύουν για την ουσιαστική ενότητα μέσα στα σωματεία, για τη μαζικοποίησή τους.

Η κριτική τους δεν έχει σχέση με την καθημερινή δημιουργική ανησυχία και φροντίδα των κομμουνιστών για τη σωστή σχέση Κόμματος – συνδικάτων, με την αγωνία τους να μη δίνουν αθέλητα κάποιες φορές την εντύπωση μετατροπής των συνδικάτων σε «κομματικές οργανώσεις», αντιγράφοντας αυτολεξεί σχεδόν κομματικές ανακοινώσεις και συνθήματα. Στα συνδικάτα παρεμβαίνουν οργανωμένα οι αστικές πολιτικές δυνάμεις, η ίδια η εργοδοσία, οι διάφοροι κρατικοί μηχανισμοί. Επομένως, η ιδεολογική-πολιτική πάλη στο συνδικαλιστικό κίνημα είναι δεδομένη και θα ήταν παροπλισμός η παραίτηση των κομμουνιστών από αυτή. Η πολιτικοποίηση της δράσης των συνδικάτων αφορά πρώτα απ’ όλα τη γενική της κατεύθυνση, με την έννοια ότι δεν περιορίζονται μόνο σ’ ένα επιμέρους πλαίσιο πάλης. Πρέπει να τοποθετούνται υπέρ της ταξικής πάλης και της κατάργησης της εκμετάλλευσης, κατά της ταξικής συναίνεσης, του «κοινού εθνικού συμφέροντος», της υποταγής τελικά στους καπιταλιστές. Βέβαια, η πολιτικοποίηση γίνεται με όρους κινήματος, συμμετοχής των εργαζομένων και υπολογίζοντας ότι τα μέλη των συνδικάτων δεν έχουν όλα κατακτημένη πολιτική ταξική συνείδηση.

Οπωσδήποτε η μια ή η άλλη οργανωτική μορφή του συνδικαλιστικού κινήματος δεν αποτελεί φετίχ ή ζήτημα αιώνιας αρχής, αλλά καθορίζεται από την εξέλιξη της ταξικής πάλης και υποτάσσεται σε αυτή. Η αποδοχή μιας ολέθριας για την εργατική τάξη πολιτικής «ουράς», στο όνομα της ενότητας του συνδικαλιστικού κινήματος, οδηγεί –όπως και η άρνηση κάθε προσαρμογής, κάθε ελιγμού στην τακτική– στην ακύρωση τελικά του επαναστατικού ρόλου του Κομμουνιστικού Κόμματος.

Το ΠΑΜΕ –ως ταξική συσπείρωση της εργατικής τάξης στο συνδικαλιστικό κίνημα, στις γραμμές του οποίου συμμετέχουν δεκάδες Ομοσπονδίες, Εργατικά Κέντρα κι εκατοντάδες σωματεία, επιτροπές αγώνα και συνδικαλιστές– έχει γραμμή συσπείρωσης και πάλης σε αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση. Το εργατικό κίνημα πλήρωσε ακριβά τις αυταπάτες ότι μια «πιο πλατιά» δήθεν γραμμή, που θα επικεντρώνεται μόνο ή κυρίως στο συγκεκριμένο πρόβλημα του κάθε χώρου δουλειάς, μπορεί να διευρύνει τα πλαίσια της συσπείρωσης και να διευκολύνει το συνολικό στόχο. Τα όποια βραχυπρόθεσμα αποτελέσματα μιας τέτοιας γραμμής σε άλλες συνθήκες έγιναν γρήγορα «φτερό στον άνεμο» και οδήγησαν στην απογοήτευση και αποστράτευση, ακόμα και συνεπών δυνάμεων.

Μια παρόμοια γραμμή συνθηκολόγησης δεν συνιστά φυσικά εφαρμογή της σωστής θέσης ότι οι κομμουνιστές πρέπει να επιχειρούν να κερδίσουν εργαζόμενους, έστω και αν ταλαντεύονται σε κάποια πολιτικά ζητήματα.

Η αντίληψη των κομμουνιστών στηρίζεται σε ορισμένες βασικές προϋποθέσεις. Αντιμετωπίζουμε τις συμμαχίες από τη σκοπιά της στρατηγικής και όχι ως επιμέρους τακτικισμούς. Προωθούμε σταθερά μέσα από την όποια συμμαχία το στόχο προσέγγισης και οργάνωσης των συχνά ανοργάνωτων μαζών, τραβώντας τες από την επιρροή του ρεφορμισμού και του οπορτουνισμού που αποτελούν βασικούς παράγοντες αδρανοποίησής τους.

Κάποιες φορές η πολιτική-ιδεολογική διαπάλη των κομμουνιστών στο κίνημα κατανοείται ως η αυτοτελής προπαγάνδα των κεντρικών πολιτικών πρωτοβουλιών του Κόμματος, ταυτίζεται με τις αναγκαίες κομματικές εξορμήσεις στους χώρους δουλειάς στο πλαίσιο, π.χ., μιας προεκλογικής δραστηριότητας. Μια τέτοια προσέγγιση ουσιαστικά αναιρεί το ιδεολογικό-πολιτικό στοιχείο της διαπάλης μέσα στο κίνημα. Είναι αποτέλεσμα αδυναμίας εξειδίκευσης της πολιτικής του Κόμματος στη δράση του στον κάθε κλάδο και χώρο. Η δράση για οικονομικές διεκδικήσεις και επιμέρους αιτήματα (με συνυπολογισμό του κάθε φορά επιπέδου συνείδησης και του συσχετισμού) δεν μπολιάζεται –έστω και πρωτόλεια, αν όχι πάντα ολοκληρωμένα– με την επαναστατική στρατηγική. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα η πάλη να είναι επιρρεπής στο γλίστρημα στο ρεφορμισμό και το συμβιβασμό, τελικά να μην μπορεί να ικανοποιήσει ούτε τις στενές προσδοκίες για βελτίωση της θέσης των εργαζομένων.

Εδώ ακριβώς βρίσκεται ο κομβικός ρόλος των καθοδηγητικών οργάνων, κυρίως των τομεακών, στο να βοηθούν τον κάθε κομμουνιστή να εξειδικεύει στο χώρο του τη στρατηγική του Κόμματος, κάνοντάς την καθημερινό όπλο, να οδηγεί τη συνείδηση των εργαζομένων –μέσα και από την πάλη για οικονομικές διεκδικήσεις– στη ριζοσπαστικοποίηση σε αντικαπιταλιστική κατεύθυνση.

Ακόμα και στο χώρο της κρατικής διοίκησης –παρά τις μεγαλύτερες αντικειμενικές δυσκολίες των εργαζομένων λόγω της θέσης τους ως κρατικών υπαλλήλων– υπάρχουν αντίστοιχες αναγκαιότητες στο συνδυασμό των διάφορων καθηκόντων των κομμουνιστών. Για παράδειγμα, η βασική μας θέση ότι το αστικό κράτος, πέρα από τις κατασταλτικές λειτουργίες του, αναλαμβάνει και μια σειρά οργανωτικές λειτουργίες, απαραίτητες για το σύνολο της κοινωνίας (Δημόσια έργα και Υποδομές, Ενέργεια, Τηλεπικοινωνίες, Εκπαίδευση, Υγεία, Πρόνοια κλπ.) και ότι τις διεκπεραιώνει όχι προς όφελος των λαϊκών στρωμάτων, αλλά προς όφελος της κυρίαρχης τάξης, πρέπει να γίνεται αντικείμενο εξειδίκευσης, ακόμα και σε κάθε υπηρεσία ή υπουργείο. Να κατανοείται τουλάχιστον από το πιο πρωτοπόρο κομμάτι των κρατικών υπαλλήλων ότι –πέρα και ανεξάρτητα από υποκειμενικές προθέσεις, επαγγελματική ευσυνειδησία και ανιδιοτέλεια– η διαμόρφωση και άσκηση της κρατικής πολιτικής μέσα από τις υπηρεσίες του κάθε υπουργείου, του κάθε τομέα, εξυπηρετεί συγκεκριμένες σκοπιμότητες στη συνολική αναπαραγωγή του κεφαλαίου, αλλά και το πώς γίνεται αυτό στον κάθε χώρο: Το «τιμόνι» μιας υπηρεσίας του αστικού κράτους δεν μπορεί να στραφεί σε φιλολαϊκή κατεύθυνση με κάποιες τεχνοκρατικές βελτιώσεις, ακόμα και αν υποθετικά όλοι οι υπάλληλοι συμπορευτούν με το ΠΑΜΕ, ακόμα και με το ΚΚΕ.

Η καθημερινή συνδικαλιστική παρέμβαση των κομμουνιστών σε τέτοιους χώρους πρέπει να συνδυάζει την πάλη για τις σύγχρονες ανάγκες των υπαλλήλων με την αποκάλυψη όλων των πλευρών της κρατικής πολιτικής που εξυπηρετούν τα συμφέροντα των καπιταλιστών. Για παράδειγμα, στις Επιθεωρήσεις Εργασίας πρέπει να αναδεικνύεται η μετάθεση της ευθύνης για ελλείψεις στα μέτρα Υγείας & Ασφάλειας από την εργοδοσία στους τεχνικούς Ασφάλειας, η επιχειρηματική δράση στο χώρο της πρόληψης, η παντελής απουσία δομών της Επιθεώρησης σε περιοχές με δεκάδες χιλιάδες εργαζόμενους, η σκόπιμη ανυπαρξία αναγνώρισης κι ελέγχου των επαγγελματικών ασθενειών κ.ά. Ξεχωριστή δουλειά απαιτείται επίσης για το αντιπάλεμα των προσμονών εισοδηματικής αναβάθμισης που έντεχνα καλλιεργείται σε κάποια τμήματα των κρατικών υπαλλήλων, με επίκληση των ιδιαίτερων καθηκόντων τους, του «κοινωνικού ρόλου» τους και άλλα σχετικά που χρησιμοποιεί το αστικό σύστημα για να επικρατεί το «διαίρει και βασίλευε».

Η διαμόρφωση συνδικαλιστικών αιτημάτων που δεν ανοίγουν μέτωπο με τον πυρήνα της αστικής πολιτικής στον κάθε χώρο δεν μπορεί παρά να οδηγήσει στο συντεχνιασμό που –παρά τις όποιες φαινομενικές «επιτυχίες» του– γρήγορα σπρώχνει το επαναστατικό κίνημα στο βάλτο του οπορτουνισμού.

Τα σωματεία που υπάρχουν σε αρκετές περιοχές αποτελούν σημαντικό όπλο. Γι’ αυτό και η προσοχή και η βοήθεια στη λειτουργία και τη δράση τους εκ μέρους των κομματικών ομάδων και των Κομματικών Οργανώσεων πρέπει να είναι ουσιαστικές και όχι συνθηματικές, πρέπει να βοηθούν στη συγκέντρωση δυνάμεων, στην ανάπτυξη ταξικής συνείδησης. Παράλληλα, στο οργανωτικό κομμάτι της ανασύνταξης, υπάρχουν δυνατότητες δημιουργίας νέων σωματείων σε αρκετές περιοχές, σε διάφορους κλάδους. Να βοηθάμε ώστε το ΠΑΜΕ να μπορεί να παίξει ολοκληρωμένα το ρόλο του, να διευρύνεται με νέες δυνάμεις.

Τα σωματεία πρέπει να δένονται με τον τόπο κατοικίας, να αποκτήσουν οργανωτική πρόσβαση στις γειτονιές όπου μένει κι εργάζεται μεγάλο τμήμα ανοργάνωτων συνδικαλιστικά εργαζομένων. Η διείσδυσή τους στη γειτονιά πρέπει να μας απασχολήσει. Βέβαια και οι Λαϊκές Επιτροπές πρέπει να παλεύουν ουσιαστικά και συγκεκριμένα για την οργάνωση των εργαζομένων στα σωματεία, να έχουν δέσιμο με αρχαιρεσίες, σταθερό προσανατολισμό σε χώρους δουλειάς, να μη μένουν μόνο στο επίπεδο της εξόρμησης. Αν στις Λαϊκές Επιτροπές κρίκος δεν είναι η εργατική δουλειά και το δέσιμό της με τα σωματεία σε σταθερή βάση, θα υπάρχουν φαινόμενα εκπτώσεων στο περιεχόμενό τους, που αργά ή γρήγορα θα οδηγήσουν στον εκφυλισμό τους. Δεν πρέπει στην πράξη να αντιμετωπίζουμε τις Λαϊκές Επιτροπές ως μια αυτοτελή μαζική οργάνωση που απαρτίζεται από την εδαφική ΚΟΒ κι ένα στενό κομματικό περίγυρο, σίγουρα δεν είναι αυτό που θέλουμε.

Καταληκτικά, το καθήκον της αναδιάταξης και της καθοδήγησης των δυνάμεών μας με επίκεντρο τη δουλειά μας στην εργατική τάξη πρέπει να είναι διαρκές και όχι στατικό. Είναι από τα βασικά ζητήματα που πρέπει καθοδηγητικά να σκύψουμε από πάνω, να ελέγχεται σταθερά. Διαφορετικά, όση συμφωνία και αν υπάρχει με τις Θέσεις του Κόμματος, εφόσον δεν υπηρετείται από ένα σχέδιο διάταξης των δυνάμεών μας που να στηρίζει τη δουλειά στην εργατική τάξη, θα προκύπτουν προβλήματα ως προς την υλοποίηση των αποφάσεών μας.

 

 

ΣΤΟ ΕΠΙΚΕΝΤΡΟ Η ΠΑΛΗ ΚΑΙ ΔΙΕΚΔΙΚΗΣΗ ΤΩΝ ΣΥΓΧΡΟΝΩΝ ΛΑΪΚΩΝ ΑΝΑΓΚΩΝ

 

Αυτό που κυρίως χρειάζεται είναι η καλύτερη εξειδίκευση, το καλύτερο δούλεμα των αιτημάτων και του περιεχομένου κάθε αγώνα, των θέσεων και των συνθημάτων σε κάθε σωματείο, σε κάθε κλάδο, σε κάθε χώρο. Πρόκειται για μια δουλειά που αναμφίβολα πρέπει να επωμιστούν τόσο τα τμήματα της ΚΕ και όλες οι Κομματικές Οργανώσεις Περιοχών και Τομέων όσο και οι κομματικές ομάδες που δρουν μέσα στο κίνημα. Αλλιώς θα καταφεύγουμε όλο και πιο συχνά ως εύκολη λύση στη γενικολογία, στην επανάληψη γενικών στρατηγικών συνθημάτων που δε συνδέονται άμεσα με τη συγκεκριμένη πραγματικότητα του κάθε χώρου και γι’ αυτό δεν διευκολύνουν την προσπάθεια να διευρύνεται και να οξύνεται η σκέψη, η αντίληψη του εργάτη, ώστε να διαμορφώνει αγωνιστική και ταξικά πολιτικοποιημένη συνείδηση. Ο κομμουνιστής δρα φανερά, δεν κρύβει τις απόψεις του, δεν κάνει πίσω στις θέσεις και στο Πρόγραμμα του Κόμματος, αλλά ταυτόχρονα κρίνεται καθημερινά και στην ικανότητα διαμόρφωσης πλαισίου πάλης και διεκδικήσεων, που διευκολύνουν τη συσπείρωση εργαζομένων κι εμποδίζουν έτσι την πιο εύκολη χειραγώγηση κι ενσωμάτωση.

Χρειάζεται συνεπώς να αποκτήσουμε σταθερό προσανατολισμό αλλά και μεγαλύτερη ικανότητα να ενισχύεται από τα κάτω –ξεκινώντας από τον ίδιο τον τόπο δουλειάς, από το σωματείο– η γραμμή πάλης που θέτει στο επίκεντρο τις σύγχρονες ανάγκες των εργατικών λαϊκών δυνάμεων. Να αποκτήσουμε ικανότητα στην αποκάλυψη του γεγονότος ότι εμπόδιο στην ικανοποίηση των σύγχρονων αναγκών και των αιτημάτων που τις εκφράζουν είναι η ίδια η καπιταλιστική ιδιοκτησία και το καπιταλιστικό κέρδος. Μέσα από τη διαπάλη που θα αναπτύσσεται στους μικρούς και μεγαλύτερους αγώνες πρέπει να αποκαλύπτονται πειστικά οι μηχανισμοί της εκμετάλλευσης και κυρίως οι όροι κατάργησής της. Απαιτείται ικανότητα του Κόμματος και του κάθε κομμουνιστή να δουλεύει με σχέδιο και συνέχεια μέσα στις εργατικές λαϊκές δυνάμεις, να προωθεί την οργάνωση, τη συσπείρωση και τη διαφώτισή τους με στόχο τη ριζοσπαστικοποίηση της συνείδησης, την άνοδο της απαιτητικότητας και μαχητικότητας δράσης για την ικανοποίηση όλων των σύγχρονων αναγκών τους.

Η τάση να αυξάνονται οι ανάγκες είναι αντικειμενική. Οφείλεται στην ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων, η οποία εξασφαλίζει και τα μέσα για την ικανοποίησή τους. Οι σύγχρονες ανάγκες περιλαμβάνουν τη γενική μείωση του εργάσιμου χρόνου, την αύξηση του ελεύθερου χρόνου, των διακοπών, της αναψυχής και άλλους παράγοντες που σχετίζονται με το βιοτικό επίπεδο, όπως η ποιότητα της διατροφής, οι συνθήκες κατοικίας κι εργασίας, η φυσική αγωγή και άσκηση, η υγεία με έμφαση στην πρόληψη, η αντιμετώπιση περιβαλλοντικών προβλημάτων και επαγγελματικών ασθενειών, η αύξηση του προσδόκιμου ζωής, ο πολιτισμός κ.ά.

Σήμερα, στην Ελλάδα, είναι αντικειμενικά δυνατή η ικανοποίηση των σύγχρονων λαϊκών αναγκών. Η χώρα μας έχει διαπιστωμένες αναπτυξιακές δυνατότητες (τεχνολογικά μέσα, ειδικευμένο εργατικό δυναμικό, σύγχρονες μεθόδους οργάνωσης της παραγωγής κ.ά.) και σημαντικά φυσικά πλεονεκτήματα που προσφέρουν τη δυνατότητα εξασφάλισης διατροφικής επάρκειας, αξιοποίησης των βουνών και της θάλασσας, υποδομών για διακοπές και αναψυχή κ.ά. Η διαφορά μας με τα άλλα πολιτικά κόμματα δε βρίσκεται μόνο στην ποσότητα και ποιότητα των παρεχόμενων δημόσιων και δωρεάν κοινωνικών υπηρεσιών, αλλά πάει πολύ βαθύτερα, αγγίζοντας την πηγή των απαιτούμενων πόρων, καθώς και την ίδια την οργάνωση και το περιεχόμενο αυτών των υπηρεσιών.

Για παράδειγμα, στην Υγεία διεκδικούμε όχι μόνο καλύτερες ποιοτικά και δωρεάν υπηρεσίες, αλλά και το να δοθεί προτεραιότητα στην πρόληψη κι έγκαιρη αποκατάσταση. Στην Παιδεία διεκδικούμε όχι μόνο δημόσιο και δωρεάν βιβλίο σε όλες τις εκπαιδευτικές βαθμίδες, αλλά πρωταρχικά ριζικά διαφορετικές μεθόδους, μορφές και περιεχόμενο διδασκαλίας με στόχο την ολόπλευρη μόρφωση και διαπαιδαγώγηση των παιδιών. Ανάλογα, στο δικαίωμα στην εργασία δίνουμε έμφαση –πέρα από την προβολή των αιτημάτων για την προστασία των ανέργων– στις προϋποθέσεις της σταθερής δουλειάς με δικαιώματα, στις δυνατότητες μείωσης του εργάσιμου χρόνου και συνολικά εξάλειψης της ανεργίας. Σε όλα αυτά, μαζί, ενιαία, βρίσκεται και η ουσία της αντίληψής μας για τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες, γνωρίζοντας φυσικά ότι παρά το γεγονός ότι από σήμερα πρέπει να αποτελέσουν αντικείμενο διεκδίκησης, η πραγματική ικανοποίησή τους δε χωράει μέσα στον καπιταλισμό, αλλά προϋποθέτει την κοινωνικοποίηση των συγκεντρωμένων μέσων παραγωγής και την ένταξή τους στον κεντρικό επιστημονικό σχεδιασμό.

Χρειάζεται προσοχή ώστε η προβολή των αιτημάτων για ανάκτηση των απωλειών να μην εξιδανικεύει την περίοδο πριν την κρίση, αλλά να αναδεικνύει την επιδείνωση των όρων εκμετάλλευσης σε σχέση με παλιότερες γενιές και την προφανή αντίφαση αυτής της κατάστασης με τις πραγματικές σύγχρονες ανάγκες και δυνατότητες. Να απαντιέται η κάλπικη επιχειρηματολογία ότι η σημερινή υποχώρηση οφείλεται στην προηγούμενη ύπαρξη κάποιων παράλογων προνομίων. Έχει σημασία να κατανοείται ότι οι όποιες παροχές, δικαιώματα και κατακτήσεις προηγούμενων περιόδων –τόσο παλιότερα όσο και στη συνέχεια μετά το ’90– ευνοήθηκαν από την ανοδική συγκυρία της καπιταλιστικής οικονομίας σε συνδυασμό με παράγοντες όπως η καπιταλιστικοποίηση των βαλκανικών χωρών, οι μαζικές Άμεσες Ξένες Επενδύσεις από την Ελλάδα προς άλλες χώρες κλπ. Είναι σημαντικό να κατανοείται ότι αποσπάστηκαν κάτω από διαφορετικές συνθήκες της καπιταλιστικής οικονομίας και διάταξης των καπιταλιστικών οικονομιών, κάτω από συνθήκες που πλέον έχουν αλλάξει άρδην. Αυτό το βιώνουν πιο έντονα οι νέες γενιές εργαζομένων, πολλοί από τους οποίους αναγκάζονται να μεταναστεύσουν σε άλλες χώρες της Ευρώπης, ακόμα και σε άλλες ηπείρους, προκειμένου να εργαστούν στο αντικείμενό τους. Πρόκειται για σημαντικές παραγωγικές δυνάμεις, ιδιαίτερα αν υπολογιστεί το γεγονός ότι μεγάλο τμήμα αυτών των εργαζομένων αποτελείται από νέους επιστήμονες, υψηλά μορφωμένους και ειδικευμένους. Στο έδαφος όλων αυτών απαιτείται σήμερα η πάλη, ακόμα και για το ελάχιστο, να συνδέεται με τη γενικότερη πάλη και αντιπαράθεση με τη στρατηγική του κεφαλαίου.

Οι κατακτήσεις που είχαν οι λαοί στις χώρες της σοσιαλιστικής οικοδόμησης αποδεικνύουν τη ρεαλιστικότητα του δρόμου που οι κομμουνιστές προτείνουν. Αυτό ισχύει ανεξάρτητα από τα λάθη και τις παρεκκλίσεις που οδήγησαν στην καπιταλιστική παλινόρθωση. Άλλωστε η ίδια η σημερινή άσχημη κατάσταση των εργαζομένων στις χώρες αυτές επιβεβαιώνει την αναγκαιότητα του σοσιαλισμού, την ανάγκη ο αγώνας του λαού να κατευθύνεται στο σοσιαλισμό, την ανάγκη να μη θεωρεί ο λαός –και κυρίως το πιο έμπειρο σε μάχες τμήμα του– τον καπιταλισμό σαν ένα σύστημα αιώνιο.

 

 

Η ΚΟΙΝΩΝΙΚΗ ΣΥΜΜΑΧΙΑ

 

Στο νέο Πρόγραμμα του Κόμματος που ψήφισε το 19ο Συνέδριο αναφέρεται αναλυτικά η αναγκαιότητα της προώθησής της Κοινωνικής Συμμαχίας. Η σημασία της είναι μεγάλη για την επιτυχή εκπλήρωση της αποστολής και του ηγετικού ρόλου της εργατικής τάξης, για την επαναστατική ανατροπή.

Από τη θέση της στην καπιταλιστική παραγωγή απορρέει ότι μόνο η εργατική τάξη είναι αντικειμενικά τάξη επαναστατική, οικοδόμος της σοσιαλιστικής-κομμουνιστικής κοινωνίας, άρα και ηγετική δύναμη σε σχέση με τις άλλες λαϊκές δυνάμεις. Μόνο το εργατικό κίνημα μπορεί να πάρει επαναστατικά χαρακτηριστικά, να εξελιχτεί σε ταξικά συνεπές επαναστατικό κίνημα, ενώ τα κινήματα των άλλων λαϊκών δυνάμεων δεν μπορούν να γίνουν συνεπείς φορείς άρνησης της ατομικής ιδιοκτησίας στα μέσα παραγωγής. Είναι ζήτημα συνεχούς πάλης και προσπάθειας, τα μικροαστικά στρώματα, οι εν δυνάμει σύμμαχοι της εργατικής τάξης «να τραβηχτούν περισσότερο ή λιγότερο ενεργά στην επαναστατική πάλη κι άλλα να ουδετεροποιηθούν», όπως επισημαίνεται στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ. Η ανατροπή του καπιταλισμού, στην οποία ηγείται η εργατική τάξη, ωφελεί και τα λαϊκά στρώματα, δίνει διέξοδο στο δικαίωμα στην εργασία, σε όλα τα κοινωνικά δικαιώματα του αυτοαπασχολούμενου, του ατομικού εμπορευματοπαραγωγού, στην προοπτική ένταξής του στην άμεσα κοινωνική εργασία. Η Κοινωνική Συμμαχία πραγματοποιείται στην πράξη με ευθύνη του ΚΚΕ, της ιδεολογικής-πολιτικής οργανωμένης πρωτοπορίας της εργατικής τάξης στην Ελλάδα. Πραγματοποιείται με την πολιτική ευαισθησία και δράση του ΚΚΕ για τα προβλήματα των λαϊκών στρωμάτων, με την ανάλογη δράση των μελών του Κόμματος, της ΚΝΕ, των φίλων του Κόμματος και μέσα στο συνδικαλιστικό εργατικό κίνημα. Η συσπείρωση της πλειοψηφίας της εργατικής τάξης με το ΚΚΕ και η προσέλκυση πρωτοπόρων τμημάτων λαϊκών στρωμάτων θα περάσει από διάφορες φάσεις.

Στο Πρόγραμμά μας η Κοινωνική Συμμαχία σε αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση αφορά κοινωνικές δυνάμεις, οι οποίες προσδιορίζονται με κριτήριο τη θέση τους ως προς τον κυρίαρχο τρόπο παραγωγής, χωρίς διακρίσεις σε φύλο ή ηλικία. Με αυτή την έννοια δεν είναι η Κοινωνική Συμμαχία, π.χ., συμμαχία των γυναικών με τους άντρες ή της νεολαίας με τις μεγαλύτερες ηλικίες. Οι γυναίκες και οι νέοι σε ηλικία ανήκουν σε συγκεκριμένες κοινωνικές δυνάμεις, ενώ ακόμα και στην περίπτωση των σπουδαστών ή των γυναικών που δηλώνουν νοικοκυρές, η κοινωνική τους θέση καθορίζεται από εκείνη της οικογένειάς τους. Οπωσδήποτε, μέσα στο κίνημα, μέσα στους αγώνες πρέπει οι συσπειρώσεις και τα μαζικά σχήματα στα οποία συμμετέχουμε ως κομμουνιστές να συντονίζονται με τις γυναικείες οργανώσεις, καθώς και με τις φοιτητικές, τις σπουδαστικές, τις μαθητικές οργανώσεις, τις ριζοσπαστικές συσπειρώσεις τους.

Με βάση την ως τώρα δουλεμένη πείρα, βγαίνει το συμπέρασμα ότι θέλει προσοχή η σχηματοποίηση της Κοινωνικής Συμμαχίας ή ο περιορισμός της μόνο στις ήδη υπάρχουσες, μικρότερες ή μεγαλύτερες, αντιμονοπωλιακές αντικαπιταλιστικές συσπειρώσεις, όπως είναι το ΠΑΜΕ, η ΠΑΣΕΒΕ, η ΠΑΣΥ, η ΟΓΕ, το ΜΑΣ. Να αποφεύγουμε επίσης τη λαθεμένη εξίσωση και παράταξη των κοινωνικών συμμάχων ως εργατών – αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ και αγροτών – γυναικών – νεολαίας. Αυτός ο τρόπος παρουσίασης της Κοινωνικής Συμμαχίας καταγράφει τις γυναίκες (δηλαδή το ένα φύλο με τα ιδιαίτερα προβλήματα ανισοτιμίας και τις ιδιαίτερες ανάγκες του) ή τους νέους (δηλαδή μία ηλικιακή ομάδα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της, τις ανάγκες σπουδών της κλπ.) σαν κοινωνικές δυνάμεις της συμμαχίας, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Αυτό το «φύτρο της λαϊκής συμμαχίας», για το οποίο μίλησε το 19ο Συνέδριο, θα αναπτύσσεται ανάλογα με τη συγκεκριμένη φάση του κινήματος και του συσχετισμού, θα εμφανίζει και άλλες μορφές, θα δυναμώνει και θα αναδιατάσσεται με όρους κινήματος, πραγματικής κίνησης μαζών, δυναμώνοντας και εμβαθύνοντας τους αντικαπιταλιστικούς – αντιμονοπωλιακούς στόχους της συμμαχίας, διευρύνοντας συνεχώς την εμβέλειά της.

Το ΠΑΜΕ στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα είναι μια μεγάλη κατάκτηση. Η πρόσφατη Πανελλαδική Συνδιάσκεψή του συνέβαλε με την προετοιμασία και τις τελικές αποφάσεις της στη διεύρυνση της εμβέλειας, της συσπείρωσης δυνάμεων γύρω του. Το επόμενο διάστημα τα κρίσιμα ζητήματα είναι: Η συνεχής και ακούραστη πάλη για οργάνωση χιλιάδων νέων εργατών και εργατριών στα συνδικάτα, η κάλυψη όλων των ασυνδικάλιστων χώρων, η αποφασιστική βελτίωση του συσχετισμού δυνάμεων μέσα στο εργατικό συνδικαλιστικό κίνημα, η ανάπτυξη της εργατικής πάλης γύρω από διεκδικήσεις που να αφορούν τις πραγματικές λαϊκές ανάγκες.

Μια άλλη πλευρά που αφορά τη βαθύτερη κατανόηση της αντίληψής μας για τη Συμμαχία είναι το ζήτημα δράσης στο αγροτικό κίνημα, την ΠΑΣΥ και την Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή των Μπλόκων, η οποία ουσιαστικά έχει εξελιχθεί σήμερα σε Πανελλαδική Συντονιστική Επιτροπή Ομοσπονδιών, Συλλόγων, Επιτροπών Αγροτών. Πρόκειται για μία μορφή συντονισμού του κινήματος που διαμορφώθηκε το 2014 με επίκεντρο τη Νίκαια της Θεσσαλίας μέσα από τις αγροτικές κινητοποιήσεις, αλλά διευρύνθηκε μέσα από τις περσινές κινητοποιήσεις.

Το βασικό ζήτημα στη σημερινή φάση είναι η οργάνωση των αγροτών σε συλλόγους, ομοσπονδίες κλπ. Αυτή η προσπάθεια άλλωστε γίνεται σε πολλές περιοχές της χώρας και έχει ήδη αποτελέσματα. Πρόκειται για μια προσπάθεια που έχει βεβαίως αντιμονοπωλιακή βάση, αλλά αβαθή ακόμα χαρακτηριστικά. Οι αγρότες που συμμετέχουν έχουν συντηρητική αντίληψη στην υπεράσπιση της ατομικής ιδιοκτησίας της γης, βλέποντας την αντίθεσή της με τα μονοπώλια.

Ανάλογα πρέπει να δούμε την κατάσταση με τους συλλόγους των αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ, με την αντιμονοπωλιακή συσπείρωση της ΠΑΣΕΒΕ. Πρόκειται για τα κοινωνικά στρώματα που συνεχώς ταλαντεύονται, έχουν μεγαλύτερες δυσκολίες οργάνωσης και συλλογικής έκφρασης και γι’ αυτό χρειάζεται επιμονή και συνεχή παρακολούθηση από την πρωτοπορία, καθώς και ειδική και πιο αποτελεσματική δουλειά από το ταξικό εργατικό κίνημα για κοινή δράση και διαμόρφωση κοινών πλαισίων και στόχων πάλης.

Σημαντικό και διακριτό ζήτημα είναι οι Λαϊκές Επιτροπές. Γύρω από αυτό το ζήτημα συγκεντρώθηκε πείρα κατά την προσυνεδριακή συζήτηση. Οπωσδήποτε χρειάζεται να μπουν σε νέα βάση. Εντοπίζουμε ότι ορισμένες προσομοιάζουν με «κινήσεις πολιτών», όπου συμμετέχουν κάποια μέλη οργανώσεων και φορέων, συνήθως από το στενό κομματικό πυρήνα και όχι ευρύτερες δυνάμεις που να εκφράζουν υπαρκτά σωματεία, επιτροπές αγώνα, φορείς του λαϊκού κινήματος σε επίπεδο πόλης, συνοικίας. Δεν αποτελούν δηλαδή, στην πράξη, συσπειρώσεις εργατικών σωματείων ή παραρτημάτων τους, μορφή συσπείρωσης αυτοαπασχολούμενων ΕΒΕ και αγροτών, με τη συμμετοχή γυναικείων συλλόγων της ΟΓΕ ή του ΜΑΣ, επιτροπών φοιτητών, σπουδαστών, μαθητών, σε επίπεδο συνοικίας, τόπου κατοικίας.

Οι ριζοσπαστικές συσπειρώσεις σε αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση είναι απαραίτητες. Ωστόσο, δεν τις αντιμετωπίζουμε στατικά, αλλά ενταγμένες στην ίδια τη δυναμική της ταξικής πάλης που δεν είναι μονοσήμαντη και γραμμική. Επομένως είναι σύνθετο και απαιτητικό το καθήκον –για την καθοδηγητική δουλειά του Κόμματος και τη δράση των κομμουνιστών– της ανάπτυξης της κοινωνικής συμμαχίας στις μεταβαλλόμενες συνθήκες. Το βάθος του αντικαπιταλιστικού – αντιμονοπωλιακού περιεχομένου της πάλης δεν είναι ίδιο σε όλες τις φάσεις, κάτι που θα αποτυπώνεται και στις μορφές που θα παίρνει η συμμαχία, οι οποίες θα εξελίσσονται. Χρειάζεται παραπέρα καλή και συνεχής παρακολούθηση-μελέτη. Κυρίως χρειάζεται να μας δώσει απάντηση η ίδια η εξέλιξη και η δυναμική των αγώνων, της μεγάλης προσπάθειας που έχει ξεκινήσει με παρέμβαση του Κόμματος, των Κομματικών Οργανώσεων για οργάνωση δικτύου συλλόγων και Ομοσπονδιών πανελλαδικά, σε όλους τους νομούς, σε όλη τη χώρα. Και γι’ αυτό η ΚΕ προτείνει προς το 20ό Συνέδριο να δεσμευτεί η νέα ΚΕ να συζητήσει σε Πανελλαδικό Σώμα συνολικά και αναλυτικά τα θέματα της Κοινωνικής Συμμαχίας, την επικαιροποίηση του πλαισίου πάλης και διεκδικήσεων και ειδικότερα τα ζητήματα που σχετίζονται με το αγροτικό κίνημα (τις μορφές οργάνωσης, τη συμμαχία, την αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή συσπείρωση κλπ.).

Για μια ακόμα φορά θεωρούμε απαραίτητο να ξεκαθαρίσουμε ότι η Κοινωνική Συμμαχία –από τον ίδιο το χαρακτήρα της ως συμμαχία κοινωνικών κινημάτων– δεν είναι συνεργασία κομμάτων, ούτε συνεργασία του ΚΚΕ με μαζικές οργανώσεις. Στο βαθμό που άλλες πολιτικές δυνάμεις μικροαστικού χαρακτήρα δρουν με μέλη τους στις συσπειρώσεις της Κοινωνικής Συμμαχίας, θα συναντιούνται στην κοινή πάλη με τους κομμουνιστές με όρους κινήματος κι εκεί θα διεξάγεται ιδεολογική-πολιτική διαπάλη.

Η κοινή δράση του ΚΚΕ με τέτοιες πολιτικές δυνάμεις θα εκφράζεται στις γραμμές και στα όργανα πάλης της Κοινωνικής Συμμαχίας, η οποία θα θεμελιώνεται στον τόπο δουλειάς, τη γενική συνέλευση του σωματείου και του συλλόγου, τις επιτροπές αγώνα στη γειτονιά κλπ. Η βάση της συμμαχίας είναι οι σύγχρονες κοινωνικές ανάγκες που εμποδίζονται από τα μονοπώλια, την καπιταλιστική ιδιοκτησία και οργάνωση της κοινωνίας.

Το ΚΚΕ –τόσο με τη δράση του ως κόμμα όσο και με τη δράση των μελών του στις γραμμές των φορέων της Κοινωνικής Συμμαχίας και των συσπειρώσεων που δημιουργούνται για την αποτελεσματικότερη προώθησή της– συνειδητοποιεί την ευθύνη του να δουλέψει πιο αποτελεσματικά με στόχο την προσέγγιση και τη συσπείρωση εργατικών λαϊκών μαζών. Σε αυτή την προσπάθεια θέτει το ερώτημα: Με ποια πολιτική γραμμή δίνεται πραγματική απάντηση στα προβλήματα του λαού, με τα μονοπώλια ή ενάντια στην κυριαρχία τους; Με την εξουσία των μονοπωλίων, του κεφαλαίου ή με την εξουσία του εργαζόμενου λαού, του δημιουργού όλου του πλούτου της κοινωνίας;

Βέβαια πρόκειται για επίπονη διαδικασία, όχι αναγκαστικά ευθύγραμμα ανοδική. Όπως τονίζεται στο Πρόγραμμα του ΚΚΕ: «Οι εργατικές λαϊκές μάζες, μέσα από την πείρα της συμμετοχής τους στην οργάνωση της πάλης σε κατεύθυνση σύγκρουσης με τη στρατηγική του κεφαλαίου, θα πείθονται για την ανάγκη να πάρει η οργάνωση και η αντιπαράθεσή τους χαρακτήρα εφ’ όλης της ύλης και με όλες τις μορφές σύγκρουσης με την οικονομική, πολιτική κυριαρχία του κεφαλαίου».

Είμαστε σίγουροι κι αισιόδοξοι ότι παρά τις δυσκολίες η ίδια η μεγάλη όξυνση των κοινωνικών αντιθέσεων θα οδηγήσει σε συνθήκες μαζικής λαϊκής εργατικής αφύπνισης, επαναστατικής κατάστασης, μεγάλης όξυνσης της ταξικής πάλης, ενώ παράλληλα θα έχει ωριμάσει –μέσα από τους σημερινούς καθημερινούς αγώνες– ένα ισχυρό εργατικό κίνημα σε συμμαχία με τα λαϊκά στρώματα που υποφέρουν. Μέσα σε τέτοιες συνθήκες θα καταστεί δυνατό να εκφραστεί η θέληση του λαού, η απόφασή του να σπάσει και να καταργήσει τις αλυσίδες της εκμετάλλευσης, της καταπίεσης, της εμπλοκής του σε ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις και πολέμους. Σε αυτή την ενιαία πορεία το κίνημα θα περνάει σε πιο αποφασιστικές αναμετρήσεις, ενώ σε συνθήκες επαναστατικής κατάστασης από την Κοινωνική Συμμαχία και τη δράση της θα προκύψει το Εργατικό Λαϊκό Επαναστατικό Μέτωπο.

 

 

ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ ΓΙΑ ΤΗ ΓΡΑΜΜΗ ΠΑΛΗΣ ΣΤΟ ΚΙΝΗΜΑ

 

Οι σχέσεις Κόμματος – κινήματος είναι ένα από τα πιο σοβαρά ζητήματα. Πολλές φορές, ενώ γενικά φαίνεται να συμφωνούμε όλοι και όλες στα λόγια, στην πράξη παρουσιάζονται προβλήματα. Ως εργατική πρωτοπορία το ΚΚ έχει την ευθύνη της καθοδήγησης του κινήματος, όχι μόνο ως γενική προγραμματική κατεύθυνση ή με το περιεχόμενο των ανακοινώσεών του –κάτι που είναι φυσικό και αυτονόητο– αλλά και μέσα από τον «οργανωτικό» δρόμο, δηλαδή μέσω των καθοδηγητικών οργάνων, των ΚΟΒ, των κομματικών ομάδων που δουλεύουν άμεσα στο κίνημα, των συντρόφων εκλεγμένων στα συνδικαλιστικά όργανα. Αυτόν τον καθοδηγητικό – πρωτοπόρο ρόλο δεν μπορούν να παίξουν ούτε οι παρατάξεις, ούτε τα ψηφοδέλτια, ούτε οι κινήσεις που υπάρχουν ή δημιουργούνται, ούτε τα μετωπικά σχήματα του κινήματος, ακόμα και αν κινούνται σε ξεκάθαρη αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή γραμμή.

Ο βασικός ρόλος και αποστολή όλων αυτών είναι μέσω της δουλειάς τους στο κίνημα να συσπειρώνουν μετωπικά σωματεία – ομοσπονδίες – επιτροπές αγώνα – ομάδες εργατοϋπαλλήλων σε αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση, να συντονίζουν την κοινή δράση τους, να απλώνουν ευρύτερα μέσα στις εργατικές λαϊκές μάζες την αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή συσπείρωση και πάλη, να προωθούν την κοινωνική συμμαχία εργατών, αυτοαπασχολούμενων αγροτών και ΕΒΕ και των οικογενειών τους. Είναι οπωσδήποτε θέμα των κομμουνιστών που δρουν στις γραμμές αυτών των συνδικάτων, των ριζοσπαστικών συσπειρώσεων και άλλων μαζικών φορέων που συσπειρώνονται αντικαπιταλιστικά – αντιμονοπωλιακά να συμβάλλουν (ως πρόεδροι, μέλη ΔΣ, επικεφαλής επιτροπών, μέλη κλπ.) ώστε το Κόμμα να παίζει τον καθοδηγητικό του ρόλο και μέσω αυτών των ίδιων των συσπειρώσεων και μέσω των οργανώσεών του. Συνεπώς πρέπει να ενισχυθεί η ευθύνη τους, να ελέγχεται πιο συστηματικά η δουλειά τους σε καθημερινή βάση.

Το Κομμουνιστικό Κόμμα δρα και αυτοτελώς, και μέσα από το κίνημα. Εξασφαλίζει τη σύνδεση του καθημερινού αγώνα με την επαναστατική ανατροπή, με τη στρατηγική πρόταση του Κόμματος για τη σοσιαλιστική εξουσία και οικοδόμηση. Η ζύμωση, η διαπάλη στο κίνημα, το ίδιο το περιεχόμενο του αγώνα πρέπει να θέτει το ζήτημα και το στόχο της εξουσίας χωρίς να αποσπάται από το επιμέρους, το προσωρινό, το άμεσο.

Ο βασικός κίνδυνος είναι φυσικά ένας: Η «συνδικαλιστικοποίηση» της δουλειάς του Κόμματος, η λειψή πολιτικοποίηση της πάλης. Σήμερα, η προσπάθεια αντιμετώπισης αυτού του κινδύνου συνδέεται όλο και περισσότερο με την ταυτόχρονη πάλη ενάντια στη ρεφορμιστική πολιτικοποίηση. Για να δουλεύουμε όμως αποτελεσματικά σε αυτή την κατεύθυνση, χρειάζεται όχι μόνο η αφομοίωση του Προγράμματος του Κόμματος, αλλά και η εξειδίκευση, η προσπάθεια κλιμάκωσης, η συνεχής προσπάθεια χειραφέτησης και ανόδου της ταξικής πολιτικής συνείδησης, σε συνθήκες μάλιστα υποχώρησης του κινήματος. Χρειάζεται η παρέμβαση με βάση αντικαπιταλιστικούς – αντιμονοπωλιακούς στόχους που λαμβάνουν υπόψη τους τις σύγχρονες λαϊκές ανάγκες. Άλλωστε οι όροι ικανοποίησης αυτών των αναγκών αποτελούν το εφαλτήριο για να ανοίγει το ζήτημα: ποια εξουσία και ιδιοκτησία μπορεί να εξασφαλίσει σε μόνιμη και σταθερή βάση την ικανοποίηση των διευρυνόμενων εργατικών αναγκών;

Δρούμε συγκεκριμένα, παίρνοντας υπόψη ότι απευθυνόμαστε και σε εργάτες κι εργάτριες που προς στιγμήν δεν έχουν πειστεί, φοβούνται ή ακόμα και είναι αντίθετοι λόγω προκαταλήψεων ή συγχύσεων. Ορισμένες φορές η πρωταρχική ανάγκη ριζοσπαστικοποίησης, πολιτικοποίησης της πάλης και του κινήματος κατανοείται απλουστευμένα και συνθηματολογικά. Θεωρούμε ότι εάν ρίξουμε σε κάθε περίπτωση το σύνθημα ή αναφερθούμε στην εργατική εξουσία, θα ριζοσπαστικοποιηθεί και θα πολιτικοποιηθεί αυτόματα το κίνημα, ίσως και πιο γρήγορα σε σχέση και με το εάν δεν το πούμε ή εάν απλά το περιγράψουμε.

Αναμφίβολα το ζήτημα της εργατικής εξουσίας, της απαλλαγής του εργάτη και συνολικά της κοινωνίας από την εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο πρέπει να γίνεται αντικείμενο συζήτησης και διαπάλης μέσα στα συνδικάτα, στο κίνημα. Αναμφίβολα πρόκειται για ένα βασικό καθήκον των κομμουνιστών. Ταυτόχρονα όμως είναι καθήκον των κομμουνιστών να κατανοούν την ανάγκη της πειθούς και της κλιμακούμενης επιχειρηματολογίας. Είναι καθήκον μας να κατακτήσουμε την τέχνη να θέτουμε αυτό το ζήτημα πειστικά και μάλιστα μέσα σε αρνητικές συνθήκες, σε συνθήκες υποχώρησης του κινήματος, σε συνθήκες που δεν υπάρχει μεγάλη κίνηση μαζών, επαναστατική κατάσταση, δυνατότητα επαναστατικής εξέγερσης. Ως σύνθημα άμεσης δράσης και πάλης, η εργατική εξουσία θα μπει οπωσδήποτε σε συνθήκες εξέγερσης, επανάστασης, σε συνθήκες που οι μάζες είναι έτοιμες να το ακολουθήσουν, να το υιοθετήσουν. Εκεί θα γίνει ο μαζικός απεγκλωβισμός, η αποφασιστική ριζοσπαστικοποίηση συνειδήσεων.

Αυτό βέβαια δεν αναιρεί την ανάγκη η πάλη που διεξάγουμε σήμερα να έχει οπωσδήποτε τέτοια κατεύθυνση, δηλαδή να αποκτά αντικαπιταλιστικά – αντιμονοπωλιακά χαρακτηριστικά, να είναι αγώνας για την εργατική εξουσία. Και αυτό πρέπει να διαπερνά το κίνημα ως αντικείμενο ζύμωσης και διαπάλης. Έχουμε συγκεντρώσει πλούσια πείρα. Δεν πρέπει επίσης να υποτιμάμε το γεγονός ότι τα ριζοσπαστικά, προωθημένα και πολιτικοποιημένα συνθήματα μπορούν να αφομοιωθούν και να λαφυραγωγηθούν από τον αντίπαλο, τον οπορτουνισμό, τη σοσιαλδημοκρατία. Η προβολή τέτοιων συνθημάτων δεν οδηγεί νομοτελειακά στην πάλη για την εργατική εξουσία. Το ζήσαμε αυτό και με το ΠΑΣΟΚ παλιότερα και με το ΣΥΡΙΖΑ πιο έντονα τα τελευταία χρόνια.

 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΟΜΜΑΤΙΚΗ ΟΙΚΟΔΟΜΗΣΗ ΚΑΙ ΤΗ ΣΥΝΕΧΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΤΩΝ ΓΡΑΜΜΩΝ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ

 

Βασικός παράγοντας που καθορίζει το ρόλο και την αποτελεσματικότητα του Κόμματος στο εργατικό κίνημα, στην ταξική πάλη, είναι η κομματική οικοδόμηση στη βιομηχανία, σε κλάδους στρατηγικής σημασίας, σε ανερχόμενους δυναμικούς κλάδους της οικονομίας, η αύξηση της δύναμης και επιρροής του στη μεγάλη μάζα της εργατικής τάξης και ιδιαίτερα στα νεότερα τμήματά της.

Ο προσανατολισμός στη δουλειά στην εργατική τάξη είναι καθήκον μακράς πνοής. Πολλές φορές η καθημερινότητα, το άγχος του άμεσου αποτελέσματος, αλλά και άλλες έκτακτες εξελίξεις όπως οι συνεχείς εκλογικές μάχες είναι παράγοντες που μπορεί να μας λοξοδρομήσουν ασυνείδητα, να μας επιστρέφουν σε έναν πιο γνώριμο και οικείο τρόπο δουλειάς με άξονα τη γειτονιά, το καφενείο, την πολυκατοικία. Κάποιες φορές μας διαφεύγει ότι ο τόπος κατοικίας είναι γεμάτος από εργοστασιακούς εργάτες –όχι μόνο ως τόπος κατοικίας αλλά και ως χώρος εργασίας τους– αλλά και γεμάτος από επιχειρήσεις, υπηρεσίες, μαγαζιά κάθε είδους, σχολεία, νοσοκομεία και κέντρα υγείας με χιλιάδες εργαζόμενους. Τα βήματα που έχουν πραγματοποιηθεί κατά κλάδο, τόπο δουλειάς και τόπο συνοικίας στην ιεράρχηση της δουλειάς στους εργάτες και τις εργάτριες πρέπει να κατοχυρωθούν, να απλωθούν, να δυναμώσουν.

Παράλληλα, πρέπει να ξεπεραστούν δυσκολίες και καθυστερήσεις που εκφράζονται σε αρκετούς δείκτες της δουλειάς μας. Η διάταξη δυνάμεων και στελεχών με επίκεντρο τους χώρους εργασίας είναι αυτή που θα συμπαρασύρει προς τα εμπρός όλη την κομματική δουλειά. Δεν πρέπει να υπάρχει υποχώρηση σε αυτό. Η προσαρμογή απαιτεί χρόνο, γερό τιμόνι, ώστε να μη μας παρασέρνουν οι εξελίξεις. Η κινητικότητα στη διάρθρωση των κλάδων ως αποτέλεσμα της συγκεντροποίησης, των επιχειρηματικών ανταγωνισμών και των νέων τεχνολογικών δεδομένων της παραγωγής, πρέπει να παρακολουθείται συστηματικά, με στόχο να προσαρμόζεται άμεσα ο σχεδιασμός και η διάταξη και να επιδιώκεται με καλύτερους όρους η κομματική οικοδόμηση. Υπάρχουν παραδείγματα από ομίλους, επιχειρήσεις και υποκλάδους οι οποίοι αναπτύσσονται γρήγορα χωρίς να προσαρμόζεται εξίσου άμεσα και ορθολογικά η οργανωτική διάταξη. Όσον αφορά τον τρόπο καθοδήγησης, πρέπει συνεχώς να βελτιώνεται, να βοηθά στη συσσώρευση και στη γενίκευση της πείρας, στην ανάπτυξη της ικανότητας των κομματικών μελών, στη δημιουργία νέων εργατικών στελεχών.

Η «προφύλαξη», στερέωση κι ενδυνάμωση της κομματικής παρέμβασης στους κλάδους αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για την ενίσχυση ζωτικών δεικτών του Κόμματός μας. Παράλληλα απαιτείται το σωστό δέσιμο με τη δράση στη γειτονιά, καθώς η κομματική δουλειά στους κλάδους δε διαχωρίζεται και δεν υποκαθιστά την παρέμβαση στη συνοικία ούτε φυσικά λειτουργούν αντιπαραθετικά μεταξύ τους. Σε κάθε περίπτωση, για όλες τις οργανώσεις πρέπει να «βαραίνει στο ζύγι» ο προσανατολισμός στους κλάδους. Για παράδειγμα, η από κοινού δουλειά για τη δημιουργία ΚΟΒ ή κομματικού πυρήνα σε ένα εργοστάσιο –εκεί που δε φτάνουν τα «ποδάρια» μιας κλαδικής ΚΟΒ– αποτελεί στοιχείο αναβαθμισμένης κι ενιαίας κομματικής δράσης ανάμεσα στη συνοικία και τον κλάδο. Εξακολουθούν να υπάρχουν αδυναμίες που πρέπει άμεσα να αντιμετωπιστούν, π.χ., σύντροφοι εργαζόμενοι που παραμένουν «οργανωτικά» στη γειτονιά και για διάφορους λόγους δεν έχουν περάσει στις κλαδικές οργανώσεις. Αυτοί οι σύντροφοι δεν μπορούν αντικειμενικά να έχουν την εξειδικευμένη καθοδήγηση που απαιτείται με βάση τις κατευθύνσεις στον κλάδο τους ως απαραίτητη προϋπόθεση αναβάθμισης και ελέγχου της δράσης τους στο χώρο εργασίας, της συμβολής τους στη ζωή του σωματείου. Πρέπει να είναι καθαρό από τη μία ότι σε καμία περίπτωση δεν αρκεί η γενική καθοδήγηση με βάση τις κεντρικές εξελίξεις και από την άλλη ότι η ενδυνάμωση της εργατικής δουλειάς θα έχει άμεση αντανάκλαση στη συνολική παρέμβασή μας στο κίνημα.

Η βασανιστική προσπάθεια να πιάσουμε επαφές με τόπους δουλειάς, να μπούμε σε νέους χώρους για να αναπληρώσουμε ένα μέρος των απωλειών, να διαμορφώσουμε ένα νέο περίγυρο δίπλα στις κομματικές οργανώσεις –αναγκαία μαγιά για την ανάπτυξη του Κόμματος και τη συγκρότηση νέων κομματικών και κνίτικων οργανώσεων– έφερε ορισμένα αποτελέσματα. Αυτά αντανακλώνται και στη βελτίωση κατά 3,6% της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος σε μισθωτούς εργατοϋπάλληλους του ιδιωτικού και κρατικού τομέα από το προηγούμενο Συνέδριο. Πιο συγκεκριμένα, υπήρξε βελτίωση της κοινωνικής σύνθεσης κατά 3,61% στους μισθωτούς του ιδιωτικού τομέα (1,93% από βιομηχανικούς κλάδους, 1,53% από κλάδους εμπορίου – υπηρεσιών και 0,15% από τους υπόλοιπους κλάδους του ιδιωτικού τομέα) και κατά 0,10% σε μισθωτούς του κρατικού τομέα. Αυτά τα αποτελέσματα οφείλονται στη βελτίωση των σχεδίων στρατολογίας και οικοδόμησης σε χώρους δουλειάς από τις Κομματικές Οργανώσεις.

Επίσης, έγιναν βήματα στο συντονισμό και στον ενιαίο προσανατολισμό της δουλειάς ανάμεσα στις κλαδικές και τις εδαφικές κομματικές οργανώσεις. Ωστόσο δεν έχει αντιμετωπιστεί ακόμα το κεντρικό πρόβλημα της κομματικής οικοδόμησης που συνίσταται σε καθυστερήσεις στην ανάπτυξη του κόμματος στις μεγάλες βιομηχανίες και τους κλάδους στρατηγικής σημασίας. Πρόκειται για ζήτημα που δυσκολεύει τη συνολική ανάπτυξη της δουλειάς του Κόμματος στην εργατική τάξη. Η καθυστέρηση δεν οφείλεται μόνο σε αντικειμενικές δυσκολίες. Αυτές υπάρχουν, αλλά δεν μπορούν να κρύψουν το καθοδηγητικό πρόβλημα: δεν καταφέρνουμε πάντα με επάρκεια να συνδυάζουμε τα καθήκοντα της οργάνωσης της πάλης με τους στόχους οικοδόμησης, δεν έχουμε ακόμα απαλλαγεί από μια –σε αρκετό βαθμό– συνδικαλιστική αντίληψη που διαπερνάει τη δουλειά μας στην εργατική τάξη.

Η ένταξη νέων μελών στο Κόμμα στις συνθήκες κρίσης και αντεπανάστασης είναι πολύ πιο σύνθετη υπόθεση συγκριτικά με παλαιότερα. Απαιτεί σχεδιασμένη, συστηματική επικοινωνία και αξιοποίηση αγωνιστών και αγωνιστριών που διακρίνονται στους εργασιακούς χώρους, που δίνουν τη μάχη στο εργατικό λαϊκό κίνημα, που συμβαδίζουν με τους κομμουνιστές μέσα στους καθημερινούς αγώνες. Η προετοιμασία των υποψηφίων για στρατολογία απαιτεί πιο συστηματική και πολύμορφη πολιτική-ιδεολογική δουλειά με βάση το Πρόγραμμα και τις πολιτικές αποφάσεις του Κόμματος, την ιδεολογία του, τις κομμουνιστικές αξίες, την ιστορική του πείρα. Μόνο στο έδαφος μιας τέτοιας δουλειάς, μπορεί το υποψήφιο μέλος του Κόμματος να αναπτύσσει την ικανότητά του να εξηγεί τις αιτίες των προβλημάτων, τις επιπρόσθετες δυσκολίες που γεννάει η κρίση (τη μαζική ανεργία, το κλείσιμο επιχειρήσεων, τη μαζική φτωχοποίηση κλπ.), τη σύγχυση που προκαλούν οι διάφορες ρεφορμιστικές και οπορτουνιστικές δυνάμεις για τη διέξοδο από τη σημερινή κατάσταση.

Τα βήματα που έγιναν δεν αντιστοιχούν στη βαρύτητα που έχει για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος –ειδικά στις σημερινές συνθήκες της υποχώρησης του κινήματος και της πίεσης για ενσωμάτωση μεγάλων τμημάτων της εργατικής τάξης– η οργανωτική ανάπτυξη του Κόμματος, η βελτίωση της εργατικής του σύνθεσης. Συνεπώς, το βασικό καθήκον «να πετύχουμε ένα άλμα στην κομματική οικοδόμηση και στην ιδεολογική και πολιτική ισχυροποίηση του ΚΚΕ στην εργατική τάξη», που βάλαμε με τη Διακήρυξη της ΚΕ μπροστά στο γιορτασμό των 100 χρόνων του Κόμματος, παραμένει στο ακέραιο. Αυτό το καθήκον μπορεί να συνοψιστεί στους παρακάτω κωδικοποιημένους στόχους για την κομματική οικοδόμηση που πρέπει να αποτελέσουν και αντικείμενο άμιλλας ανάμεσα στις Κομματικές Οργανώσεις:

• Βελτίωση του ποσοστού βιομηχανικών εργατών και εργατριών και του αριθμού των ΚΟΒ σε μεγάλες επιχειρήσεις στρατηγικής σημασίας.

• Βελτίωση της κοινωνικής σύνθεσης του Κόμματος μέσω της αύξησης του ποσοστού εργατών κι εργατριών.

• Βελτίωση της ηλικιακής σύνθεσης με αύξηση των στρατολογιών από την ΚΝΕ και των ηλικιών 18- 40 ετών.

• Αύξηση στρατολογίας γυναικών και ενίσχυση του ποσοστού τους στο σύνολο του Κόμματος και στα καθοδηγητικά όργανα.

 

 

ΚΟΜΜΑ ΘΕΜΕΛΙΩΜΕΝΟ ΣΤΙΣ ΠΑΡΑΓΩΓΙΚΕΣ ΗΛΙΚΙΕΣ, ΣΤΗ ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΣΤΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ ΣΥΓΚΕΝΤΡΩΣΗΣ ΜΙΣΘΩΤΩΝ

 

Χωρίς Κόμμα ισχυρό στην εργατική τάξη, με γερές μαζικές ΚΟΒ που να εξασφαλίζουν τη σταθερή και συστηματική προώθηση της πολιτικής του, δε θα γίνεται βήμα και στην προώθηση του καθήκοντος της ανασύνταξης του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος. Συνεπώς ξεχωρίζει ως βασικό καθήκον η οικοδόμηση γερών και μαζικών κομματικών οργανώσεων στους μονοπωλιακούς ομίλους, στα εργοστάσια, στα μεγάλα οικονομικά, βιομηχανικά, εμπορικά κέντρα, καθήκον που πρέπει να συγκεντρώσει την προσοχή καθοδηγητικών οργάνων και κομματικών οργανώσεων.

Το Κόμμα, τόσο κεντρικά όσο και μέσω των πιο συγκεκριμένων πλάνων των ΚΟ, έχει θέσει στόχους οικοδόμησης, επικεντρώνοντας στις παραγωγικές ηλικίες, στις ενεργές νέες δυνάμεις. Πιο συγκεκριμένα, ιεραρχούνται οι εξής χώροι: Λιμάνια και αεροδρόμια (συνολικά Μεταφορές), Ενέργεια, Τηλεπικοινωνίες, Μέταλλο, Χημική Βιομηχανία, Φάρμακο, Τρόφιμα, Κατασκευές-μεγάλα έργα, μεγάλα εμπορικά κέντρα κλπ. Από την εμπειρία αποδεικνύεται ότι συνεχίζουμε να έχουμε δυσκολίες –που πρέπει γρήγορα να αντιμετωπιστούν– στο να κατανοείται ως βασικό κριτήριο επιτυχίας κάθε ενέργειας, κάθε κινητοποίησης και δραστηριότητας, ο έλεγχος της οικοδόμησης. Κάτω από το βάρος των καθηκόντων και των τρεχουσών απαιτήσεων της πάλης χάνεται και περνά σε δεύτερο πλάνο η συγκεκριμένη δουλειά, τη στιγμή που γύρω μας υπάρχουν δυνάμεις που βρίσκονται κοντά στο Κόμμα κι έχουν αυξημένο βαθμό συμφωνίας με τις θέσεις του και συσσωρευμένη πείρα από τη συμμετοχή τους στο κίνημα. Απαιτείται να ενισχυθεί η παρακολούθηση της πορείας της οικοδόμησης σε όλα τα καθοδηγητικά όργανα και τις ΚΟΒ.

Προϋπόθεση για να γίνουν βήματα στην επιρροή και την οργανωτική δύναμη του Κόμματος είναι η διαμόρφωση κομματικού περίγυρου μέσω της μαζικής ιδεολογικής, πολιτικής δουλειάς στα εργοστάσια και τους τόπους δουλειάς, μέσω της σταθερής και συστηματικής διάδοσης των θέσεων και της πολιτικής του. Αυτή η παρέμβαση –με όλο τον πλούτο των μορφών που μπορεί να πάρει– πρέπει να είναι στο επίκεντρο της δράσης κάθε ΚΟΒ, κάθε κομμουνιστή, ως βασική προϋπόθεση για την οικοδόμηση. Σε αυτό τον άξονα πρέπει να διευρυνθούν και οι μέθοδοι διαφώτισης, να μην περιορίζονται σε μεγάλες εξορμήσεις μπροστά στις εκλογές, σε καμπανιακές μορφές δράσης. Χρειάζεται να ενισχυθεί από κάθε ΚΟΒ η μελέτη και διάδοση του «Ριζοσπάστη», της ΚΟΜΕΠ, του μαρξιστικού βιβλίου, αλλά και η πλατιά ζύμωση και συζήτηση των θέσεων και εκτιμήσεων του Κόμματος στη βάση της επικαιρότητας.

Ταυτόχρονα όμως απαιτείται συστηματική δουλειά και προετοιμασία, ώστε η διάδοση και εκλαΐκευση της πολιτικής του Κόμματος –που απορρέει από το Πρόγραμμά του, από τη στρατηγική του για την εργατική εξουσία και τη σοσιαλιστική επανάσταση– να διαπερνά σταθερά και με πειστικό τρόπο κάθε πτυχή της δράσης, της προπαγάνδας, της οργάνωσης της δουλειάς των κομμουνιστών. Να πατάει πάνω στην πείρα από τον ίδιο το χώρο δουλειάς, στον προβληματισμό που αναπτύσσεται για την πολιτική μας κάτω και από την επίδραση της πολιτικής και της προπαγάνδας της αστικής τάξης, των κομμάτων της, του εργοδοτικού, κυβερνητικού συνδικαλισμού, αλλά και των ίδιων των μηχανισμών της εργοδοσίας.

Χρειάζεται να μετρηθούν βήματα σε όλα τα καθοδηγητικά όργανα –από την ΚΕ ως τις ΚΟΒ και τις κομματικές ομάδες– στη μελέτη και τη γενίκευση αυτής της πείρας. Απαιτείται να βελτιωθεί η οργάνωση και ο έλεγχος της ατομικής δουλειάς, ιδιαίτερα σε κρίσιμους και δύσκολους χώρους. Να ενταχθούν συστηματικά σε αυτό το καθήκον περισσότερα στελέχη και κομματικά μέλη, συμπεριλαμβανομένων των κομματικών μελών που είναι εκλεγμένα στις διοικήσεις των διάφορων συνδικάτων. Να διαταχθούν πιο αποφασιστικά κατάλληλες δυνάμεις που να μπορούν να συμβάλλουν στην υλοποίηση αυτού του καθήκοντος, όπου αυτό κρίνεται απαραίτητο.

 

 

ΚΟΜΜΑ ΙΚΑΝΟ ΝΑ ΚΑΘΟΔΗΓΗΣΕΙ ΤΗΝ ΚΝΕ ΓΙΑ ΝΑ ΠΕΡΑΣΕΙ ΣΕ ΦΑΣΗ ΣΗΜΑΝΤΙΚΗΣ ΑΝΑΠΤΥΞΗΣ ΤΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ ΤΗΣ

 

Ο στόχος να πραγματοποιηθεί τομή στην κομματική οικοδόμηση, απαιτεί τη γρήγορη ανανέωση, την αύξηση του κομματικού δυναμικού με νεότερες ηλικίες, ιδιαίτερα από την εργατική τάξη και τη νέα βάρδιά της. Έχουν γίνει ορισμένα βήματα, ενώ όλα αυτά τα χρόνια χιλιάδες μέλη της ΚΝΕ κατέκτησαν το τίτλο του μέλους του Κόμματος και πολλά κομματικά μέλη που αναδείχτηκαν στα όργανα της ΚΝΕ πέρασαν στο Κόμμα, ανανεώνοντας και βελτιώνοντας την ηλικιακή σύνθεση των οργάνων του. Ωστόσο παραμένουν σοβαρές καθυστερήσεις.

Η ΚΝΕ αποτελεί βασικό αιμοδότη του Κόμματος. Το να περάσει σε φάση σημαντικής ανάπτυξης των δυνάμεών της και της κομμουνιστικής διαπαιδαγωγητικής ικανότητάς της αποτελεί αναμφισβήτητα αναπόσπαστο στοιχείο της επαναστατικής συνέχειας του ΚΚΕ και της κομματικής οικοδόμησης. Τα κομματικά όργανα πρέπει να αντιμετωπίζουν το συγκεκριμένο καθήκον ως όρο για να δυναμώσει το Κόμμα ποσοτικά και ποιοτικά.

Για την οικοδόμηση στην εργατική τάξη είναι κρίσιμη η δουλειά στις πιο νέες ηλικίες, πριν βγουν στην παραγωγή αποκλειστικά, στους χώρους εκπαίδευσης και μαθητείας, ιδιαίτερα σε ΕΠΑΛ, ΤΕΙ, ΙΕΚ, επαγγελματικές σχολές, ΑΕΝ, αλλά και στα γυμνάσια, τα λύκεια και τα ΑΕΙ. Η μεγάλη πλειοψηφία των αποφοίτων όλων αυτών των δομών συγκεντρώνεται ή θα συγκεντρωθεί στις γραμμές της μισθωτής εργασίας. Το περιεχόμενο της δουλειάς του Κόμματος πρέπει να βρίσκεται σταθερά προσηλωμένο σε αυτή την κατεύθυνση, με ενιαίο σχέδιο και πρόγραμμα δουλειάς, από τα όργανα του Κόμματος και της ΚΝΕ μέχρι το επίπεδο ΚΟΒ – ΟΒ, με βασικά όπλα τον ιδεολογικό-πολιτικό εξοπλισμό και την κομμουνιστική διαπαιδαγώγηση για πρωτοπόρα δουλειά διαφώτισης και δράσης. Αυτό το σχέδιο πρέπει να πατάει καλά πάνω στα οξυμμένα προβλήματα, έτσι όπως εκφράζονται στις συγκεκριμένες ηλικίες: στην ανασφάλεια για το μέλλον, την ανεργία, την εργασιακή ζούγκλα και περιπλάνηση, τα μεγάλα εμπόδια που μπαίνουν στην προσπάθεια απόκτησης γενικής μόρφωσης κι επαγγελματικής ειδίκευσης. Πρόκειται για μια δραστηριότητα που πρέπει να είναι καλά στερεωμένη στον πολιτισμό και τον αθλητισμό, αντιμετωπίζοντας μαχητικά ιδεολογικά και πολιτικά ζητήματα, όπως η εξάπλωση της χρήσης ναρκωτικών.

Το Κόμμα έχει ευθύνη να ανοίγει δρόμο ώστε η ΚΝΕ να εκπληρώνει το σκοπό ύπαρξης και δράσης της. Με επεξεργασία σχεδίου σε κάθε κρίκο και ουσιαστική βοήθεια στην ΚΝΕ που να συμβάλλει στη συσπείρωση δυνάμεων στην πάλη για τις σύγχρονες ανάγκες της νεολαίας, στον ιδεολογικοπολιτικό αγώνα, στην κνίτικη οικοδόμηση, στην προσέλκυση στο εργατικό κίνημα και την κοινή δράση με αυτό. Σε αυτή την προσπάθεια ιδιαίτερη είναι η σημασία της μετάδοσης των αξιών και των επαναστατικών σκοπών του Κόμματος και της ΚΝΕ στους μαθητές και τις μαθήτριες των εργατικών-λαϊκών οικογενειών, στους μαθητές-σπουδαστές της επαγγελματικής-τεχνικής εκπαίδευσης, στους φοιτητές εργατικής-λαϊκής καταγωγής. Ειδικότερα, χρειάζεται άμεσα και με συγκεκριμένα μέτρα να αναβαθμιστεί η δουλειά μας στην επαγγελματική εκπαίδευση, σε συνεργασία με τις κομματικές ομάδες των ομοσπονδιών και των κλαδικών συνδικάτων και με τη συμβολή των δυνάμεών μας στους Εκπαιδευτές της κατάρτισης.

Το Κόμμα έχει ευθύνη για την ιδεολογικοπολιτική προετοιμασία των μελών της ΚΝΕ, τη μαρξιστική μόρφωση, την αφομοίωση του Προγράμματος και των επεξεργασιών του Κόμματος, των συμπερασμάτων από τη μελέτη της ιστορίας του κομμουνιστικού κι εργατικού κινήματος, τη μετάδοση της ζωντανής κομματικής πείρας, τη βοήθεια για ενεργητική συμμετοχή στην εσωτερική ζωή της ΚΝΕ, την προετοιμασία και στήριξη όλων των μελών της ΚΝΕ ως αυριανά μέλη του Κόμματος.

 

 

Η ΕΞΕΙΔΙΚΕΥΣΗ ΤΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΟΥ ΚΟΜΜΑΤΟΣ ΣΤΙΣ ΓΥΝΑΙΚΕΣ

 

Η ανισοτιμία και οι διακρίσεις σε βάρος της γυναίκας σε όλα τα επίπεδα (στην οικογένεια, στη δουλειά, στον αγώνα, στην πολιτική πάλη) έχουν βαθιά ταξική ρίζα και αγγίζουν και το εργατικό κίνημα. Μόνο το Κομμουνιστικό Κόμμα μπορεί να εκφράσει με συνέπεια την ταύτιση της πάλης για τη χειραφέτηση και την ισοτιμία με την πάλη για τη συνολική απελευθέρωση από την εκμετάλλευση και των ανδρών και των γυναικών. Αυτό όμως προϋποθέτει πρωτοπόρα δράση των Κομματικών Οργανώσεων, των κομμουνιστριών εργατοϋπαλλήλων και διανοουμένων, που με τη δράση τους στις γραμμές του γυναικείου κινήματος μπορούν να ριζοσπαστικοποιούν σε αντικαπιταλιστική – αντιμονοπωλιακή κατεύθυνση.

Οι συγχύσεις ως προς την αναγκαιότητα και το περιεχόμενο της εξειδικευμένης δουλειάς του Κόμματος στις γυναίκες και της δράσης των κομμουνιστριών στο ριζοσπαστικό γυναικείο κίνημα αφορούν και τα καθοδηγητικά όργανα. Αφορούν ιδιαίτερα τα γυναικεία στελέχη που συχνά γενικεύουν τη δική τους στάση ζωής, χωρίς να συνειδητοποιούν βαθύτερα τις πρόσθετες αντικειμενικές δυσκολίες που περιορίζουν την πολιτική και κοινωνική δράση των γυναικών, ακόμα και κάποιων από αυτές που έκαναν το βήμα να γίνουν μέλη του Κόμματος ή της ΚΝΕ. Πρόκειται για δυσκολίες που γίνονται ιδιαίτερα πιεστικές σε περιόδους που αλλάζουν άρδην οι όροι της ζωής τους (εργασιακή περιπλάνηση, αυξημένες επαγγελματικές υποχρεώσεις, γάμος, μητρότητα, φροντίδα ηλικιωμένων στο σπίτι, συνολικά αυξημένες υποχρεώσεις του νοικοκυριού). Πολλές φορές οι οργανώσεις μας συνολικά, αλλά και οι ίδιες οι συντρόφισσες, δύσκολα ευαισθητοποιούνται στην εξειδίκευση της δουλειάς προετοιμασίας για τη στρατολογία γυναικών, για την αντιμετώπιση του μεγαλύτερου φορτίου αντιδραστικών συντηρητικών συνηθειών και δισταγμών, ιδιαίτερα σε ζητήματα που αφορούν την οργανωμένη ζωή και πάλη.

Η αφομοίωση της ουσίας του γυναικείου ζητήματος είναι απαραίτητη για τη συνειδητοποίηση της αναγκαιότητας ανάπτυξης του κινήματος για την ισοτιμία και τη χειραφέτηση των γυναικών εργατικής και λαϊκής προέλευσης ή ένταξης. Επίσης, είναι αναγκαία και για την αύξηση της ικανότητας των κομματικών μελών –ανδρών και γυναικών– να προσεγγίζουν γυναίκες εργάτριες, υπαλλήλους, άνεργες, αυτοαπασχολούμενες ΕΒΕ ή αγρότισσες, νέες εργαζόμενες, μητέρες, φοιτήτριες, μετανάστριες, συνταξιούχους, αλλά και γυναίκες αποκλεισμένες από την εργασία, όπως οι νοικοκυρές.

Όσον αφορά τη σύνθεση του Κόμματος κατά φύλο, δεν αρκούν τα μικρά βήματα που έχουν γίνει μέχρι σήμερα, τα οποία εκφράζονται σε αύξηση κατά 2,08% του ποσοστού των γυναικών στο Κόμμα σε σχέση με το προηγούμενο συνέδριο. Το κομματικό δυναμικό αποτελείται συνολικά κατά 32,46% από γυναίκες, τη στιγμή που στο σύνολο του πληθυσμού της χώρας οι γυναίκες είναι πάνω από 50%. Ιδιαίτερα αυτό πρέπει να απασχολήσει συγκεκριμένες Κομματικές Οργανώσεις Περιοχής κυρίως της επαρχίας, όπου η σύνθεσή τους σε σχέση με το γυναικείο δυναμικό τους είναι πολύ χαμηλά, πολύ κάτω από τον πανελλαδικό μέσο όρο.

 

 

ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΚΑΘΟΔΗΓΗΤΙΚΗΣ ΔΟΥΛΕΙΑΣ ΤΩΝ ΟΡΓΑΝΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΣΤΕΛΕΧΩΝ. Ο ΚΡΙΚΟΣ ΤΩΝ ΤΟΜΕΑΚΩΝ ΕΠΙΤΡΟΠΩΝ

 

Το βασικό ζήτημα του 20ού Συνεδρίου είναι η ισχυροποίηση του Κόμματος. Δηλαδή θέλουμε Κόμμα ικανό να συσπειρώνει εργατικές-λαϊκές δυνάμεις κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες, τόσο σε περιόδους υποχώρησης του κινήματος, αντεπανάστασης, οικονομικής κρίσης, τοπικών ιμπεριαλιστικών συγκρούσεων και ιμπεριαλιστικού πολέμου όσο και σε συνθήκες απότομης ανόδου της ταξικής πάλης, εξέγερσης μαζών, διαμόρφωσης επαναστατικής κατάστασης. Η οικοδόμηση ενός τέτοιου Κόμματος σήμερα είναι βασική ευθύνη των καθοδηγητικών οργάνων, ξεκινώντας από την ίδια την ΚΕ, τις Επιτροπές Περιοχής και το Κεντρικό Συμβούλιο της ΚΝΕ.

Σημαντικός κρίκος που πρέπει σήμερα να συγκεντρώσουμε την προσοχή μας –και μπορεί να «κάνει τη διαφορά» στη δουλειά μας– είναι οι Τομεακές Επιτροπές (ΤΕ). Ωριμάζει η ανάγκη και η δυνατότητα να αποκτήσουν οι ΤΕ χαρακτηριστικά πραγματικών επιτελείων μάχης. Φυσικά, αυτό προϋποθέτει την αποφασιστική βελτίωση και εξειδίκευση της καθοδηγητικής δουλειάς των παραπάνω οργάνων. Όταν εντοπίζουμε ως κρίκο τις ΤΕ, δε σημαίνει ότι φορτώνουμε σε αυτές τη δουλειά και απαλλάσσονται οι ΕΠ και η ΚΕ. Το αντίθετο, η ίδια η ποιοτική αναβάθμιση της δράσης των παραπάνω καθοδηγητικών οργάνων είναι όρος για να αναβαθμιστεί η δουλειά των ΤΕ.

Σε όλη την προσυνεδριακή περίοδο και στις ίδιες τις θέσεις της ΚΕ δε σταθήκαμε τυχαία, με πολύ αναλυτικό τρόπο, στην έννοια της εξειδίκευσης. Πολλές φορές αυτή κατανοείται τυπικά ως αναφορά στους μαζικούς φορείς και τη δράση τους σε κάθε χώρο, στο συγκεκριμένο δήμο που δρα η ΤΕ, σε κάποια εργοστάσια που έχει γύρω της κλπ. Όταν όμως λέμε εξειδίκευση, εννοούμε τέτοια βοήθεια από την ΚΕ, τις ΕΠ προς τα Τομεακά όργανα ώστε:

Πρώτο: Να αποκτήσουν οι ΤΕ την ικανότητα να προσαρμόσουν τις γενικές κατευθύνσεις στα δεδομένα του χώρου τους, λαμβάνοντας υπόψη μια σειρά παράγοντες, όπως είναι η κοινωνική σύνθεση του κάθε χώρου, το πραγματικό βιοτικό επίπεδο, οι αντιλήψεις που επικρατούν κλπ. Δηλαδή, όχι απλά να επαναλαμβάνουν τις γενικές κατευθύνσεις, όπως γίνεται συνήθως, πέφτοντας έτσι σε μια γενική συζήτηση ή σε έναν τυπικό έλεγχο και σε μια στείρα απαρίθμηση κάποιων οργανωτικών καθηκόντων.

Δεύτερο: Να προχωρούν στη συνέχεια σε γενίκευση της δικής τους πλέον πείρας, τροφοδοτώντας έτσι με νέο υλικό, εκτιμήσεις, σκέψεις, συμπεράσματα, τη διαμόρφωση των κεντρικών επεξεργασιών, θέσεων και κατευθύνσεων. Αυτό βέβαια προϋποθέτει ικανότητα που πρέπει να καλλιεργηθεί, για συγκεκριμένη μελέτη της επίδρασης που ασκούν στο δικό τους χώρο οι γενικές πολιτικές και οικονομικές εξελίξεις.

Τρίτο: Εξειδίκευση σημαίνει και ιεράρχηση των στόχων των ΤΕ με βάση τους κεντρικούς γενικούς στόχους. Πώς θα εκφραστεί στο χώρο ευθύνης της κάθε ΤΕ ο στόχος για την ανασύνταξη του εργατικού κινήματος; Πώς θα προωθηθεί στον κάθε χώρο η κοινωνική συμμαχία; Πώς θα ξεδιπλωθεί η ιδεολογική και πολιτική διαπάλη, τόσο αυτοτελώς από το Κόμμα όσο και μέσα στο κίνημα, στο συγκεκριμένο χώρο δράσης;

Συνολικά, το κύριο ζήτημα που μας απασχολεί σήμερα δεν είναι μόνο το αν και πόσο δουλεύουμε –απαραίτητο και αυτό βέβαια– αλλά το πώς δουλεύουμε, έτσι ώστε να κάνουμε δυναμικά βήματα προς τα μπρος, να αποκτούμε σε όλο και μεγαλύτερο βαθμό τα χαρακτηριστικά του Κόμματος «παντός καιρού». Πρόκειται για ένα καθήκον που απορρέει από το χαρακτήρα μας ως κόμμα Νέου Τύπου.

Η απόκτηση του ιδεολογικού και πολιτικού επιπέδου που απαιτούν οι σημερινές συνθήκες είναι μια πολύ απαιτητική και διαρκής διαδικασία, η οποία πρέπει να αναπτύσσεται συνεχώς με πολλούς τρόπους: Μαθήματα, διαρκής αυτομόρφωση, αξιοποίηση του «Ριζοσπάστη», της ΚΟΜΕΠ, του πολιτικού – ιστορικού – λογοτεχνικού βιβλίου της «Σύγχρονης Εποχής». Αυτή η συνεχής διαδικασία οδηγεί στη σταδιακή κατάκτηση της διαλεκτικής υλιστικής σκέψης, της κομμουνιστικής αντίληψης και στάσης ζωής.

Το ιδεολογικό υπόβαθρο των οργάνων αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για να δουλέψουν και να λειτουργήσουν ως πραγματικά επιτελεία μάχης. Γνωρίζουμε λίγο ως πολύ ότι σε αυτή την αναντιστοιχία της καθοδηγητικής μας δουλειάς με τις σημερινές απαιτήσεις επιδρά –εκτός των άλλων– και η υποτίμηση του γεγονότος ότι ακόμα και η πιο πρωτοπόρα δράση μέσα στους αγώνες δεν μπορεί από μόνη της να βοηθήσει αποτελεσματικά στην ταξική πολιτική συνειδητοποίηση και ωρίμανση. Η καθημερινή πρωτοπόρα δράση των κομμουνιστών στους τόπους δουλειάς και η απόκτηση στέρεων δεσμών με τους εργαζόμενους μπορούν να συμβάλουν στην πολιτική συνειδητοποίηση των εργατών μόνο στο βαθμό που αναπτύσσονται ταυτόχρονα με την ιδεολογική και πολιτική παρέμβαση του Κόμματος.

Απαιτείται συνεχής προσπάθεια των ΤΕ, όλων των καθοδηγητικών οργάνων, προκειμένου να ενισχυθεί η ικανότητά τους στην ιδεολογικοπολιτική διαπάλη που εξελίσσεται σε κάθε χώρο. Πρόκειται για βασικό στοιχείο του σχεδιασμού και του ελέγχου της δουλειάς, το οποίο –στο βαθμό που κατακτιέται– θα βοηθάει αντικειμενικά στην καλύτερη αφομοίωση των γενικών επεξεργασιών, θα τροφοδοτεί και θα ενισχύει με επιπλέον υλικό (συγκεκριμένα γεγονότα, παραδείγματα, ερωτήματα που προκύπτουν, γνώμες και απόψεις) τις κεντρικές μας επεξεργασίες.

Για να αντλούν τα Τομεακά όργανα επαρκή και χρήσιμη πείρα χρειάζεται να ενθαρρύνουν και να επιδιώκουν τις ΚΟΒ του χώρου τους να συζητούν προγραμματισμένα ευρύτερα θέματα σε συνδυασμό με τα θέματα που απασχολούν καθημερινά την εργατική λαϊκή οικογένεια. Για όλα αυτά τα ζητήματα άλλωστε το αστικό κράτος αναπτύσσει –μέσω των δήμων, των ΜΚΟ, της Εκκλησίας, άλλων κρατικών υπηρεσιών– πολύμορφη παρέμβαση σε χώρους δουλειάς, σπουδών, κατοικίας και γι’ αυτό δεν πρέπει να είναι εκτός οπτικού πεδίου των Τομεακών Επιτροπών και των ΚΟΒ.

 

 

ΕΙΔΙΚΑ ΓΙΑ ΤΑ ΣΤΕΛΕΧΗ

 

Βρισκόμαστε σε μια ιδιαίτερη φάση ανάπτυξης του Κόμματος. Τα τελευταία χρόνια έχουν αναδειχτεί εκατοντάδες νέα στελέχη σε όλα τα καθοδηγητικά όργανα. Αρκετά από αυτά εντάχθηκαν στο Κόμμα όχι μόνο μετά το αντεπαναστατικό πισωγύρισμα το 1991, αλλά και στην 16ετία που έχουμε διανύσει κατά τον 21ο αιώνα. Είναι στελέχη που έχουν παλέψει και αναδειχτεί με τη σύγχρονη στρατηγική αντίληψη του Κόμματος, αλλά αναπτύσσονται σε μια περίοδο που προς τον παρόν είναι σχετικά «άγονη» σε ταξικές ανατάσεις, σε μία περίοδο πλήρους επικράτησης της αντεπανάστασης.

Αν και είναι σημαντικό ότι μια νέα γενιά στελεχών του Κόμματος και της ΚΝΕ αναπτύσσεται και διαπαιδαγωγείται με κριτήρια επαναστατικής στρατηγικής και όχι αστικού κοινοβουλευτισμού, δεν πρέπει να υποτιμήσουμε τα στοιχεία της απειρίας, της μονομέρειας, της απόσπασης, των συγχύσεων και του διαχωρισμού των πολιτικών καθηκόντων που έχουν αρκετά από τα νέα στελέχη.

Η ανάπτυξη αυτών των στελεχών, η ενίσχυση των καλύτερων χαρακτηριστικών τους, η διαπαιδαγώγησή τους με τις αρχές λειτουργίας και δράσης του Κόμματος, η μελέτη και γνώση της πολύχρονης πείρας του Κόμματος, απαιτεί ειδική, μακρόπνοη, στοχευμένη καθοδηγητική βοήθεια και εκπαίδευση. Απαιτεί βοήθεια που να ενθαρρύνει την πρωτοβουλία, τη στάση ευθύνης, την αντοχή απέναντι στα όποια προβλήματα παρουσιάζονται. Απαιτεί εκπαίδευση για την κατάκτηση μιας στέρεης κομμουνιστικής μεθόδου στη δουλειά τους. Αυτό το καθήκον είναι πριν απ’ όλα ευθύνη της ΚΕ του Κόμματος.

Η πείρα του Κόμματος στην πολυκύμαντη ιστορική διαδρομή του αναδείχνει ότι τα στελέχη πρέπει να κρίνονται σε μια κάπως πιο μακρόχρονη περίοδο, αφού είναι μακρόχρονη η διαδικασία κατάκτησης μιας πιο ολοκληρωμένης κομμουνιστικής προσωπικότητας. Για να κριθούν απαιτείται να έχουν «περάσει» από διάφορες θέσεις ευθύνης στο Κόμμα και στο κίνημα, να έχει δοκιμαστεί η αντοχή σε ανηφόρες και κατηφόρες της ταξικής πάλης, αλλά και ο τρόπος που αντιμετωπίζουν όλα τα προβλήματα της ζωής.

Σήμερα, στόχος είναι να αναδειχτούν πολλά στελέχη από την εργατική τάξη, με εργατική λαϊκή καταγωγή, που θα βοηθηθούν να αποκτήσουν πολύπλευρες ικανότητες, εξειδίκευση σε τομείς δουλειάς, καλό ιδεολογικό-πολιτικό επίπεδο, ικανότητα επαφής με τις μάζες και καθοδήγησής τους, ικανότητα προσανατολισμού της δουλειάς στην κατεύθυνση της ανασύνταξης του κινήματος, της προώθησης της Κοινωνικής Συμμαχίας, της συσπείρωσης γύρω από το Κόμμα και της οργάνωσης νέων δυνάμεων.

Για να φέρουμε σε πέρας αυτό το σπουδαίο καθήκον απαιτείται σχέδιο, εντοπισμός, έγκαιρη και ειδική προετοιμασία στις δυνάμεις της ΚΝΕ. Παράλληλα απαιτείται πιο συστηματική αξιοποίηση επιστημόνων και καλλιτεχνών μελών του Κόμματος που θα θέτουν τη δουλειά τους στην υπηρεσία της εργατικής τάξης και των στόχων της σοσιαλιστικής προοπτικής. Να επιμείνουμε σε μέτρα βοήθειας στα στελέχη που έχουν ευθύνη καθοδήγησης ΚΟΒ και ΟΒ. Όλα τα στελέχη, ανεξάρτητα από τον καταμερισμό τους σε τομείς (οργανωτικό, μαζικό, ιδεολογικό), χρειάζεται να αποκτήσουν άμεση προσωπική πείρα από τη διαφώτιση κι επικοινωνία με εργαζόμενους μέσα στα σωματεία, στις μαζικές οργανώσεις, στους αγώνες, ώστε με συγκεκριμένο και ζωντανό τρόπο να εξειδικεύουν τα καθήκοντα στο κίνημα, να «τριφτούν» άμεσα στις απαιτήσεις της ιδεολογικοπολιτικής διαπάλης.

Η συνολική βελτίωση της δουλειάς μας σχετίζεται άμεσα με τη βελτίωση της απόδοσης και συνεισφοράς των Τμημάτων της ΚΕ, των επιτελείων της. Να βελτιωθούν ζητήματα καλύτερου συντονισμού, εξειδίκευσης γενικών θέσεων κι επεξεργασιών, ώστε να βοηθιούνται πιο αποφασιστικά τα στελέχη, οι Οργανώσεις αλλά και οι κομματικές ομάδες στο κίνημα. Προέχει η αναγκαιότητα για παραπέρα ενίσχυση και στελέχωση όλων των βασικών επιτελείων της ΚΕ με νέους συντρόφους και συντρόφισσες που θα εκπαιδευτούν στο πλάι των παλιότερων. Η νέα ΚΕ να συμβάλει περισσότερο  στις επεξεργασίες των Τμημάτων της ΚΕ με συλλογική συζήτηση και να καθοδηγήσει την αντίστοιχη δουλειά σε επίπεδο Επιτροπών Περιοχών και Τομεακών Επιτροπών, αντίστοιχα στα όργανα της ΚΝΕ.

Παρά τα μικρά θετικά βήματα, χρειάζεται να ενισχυθεί αρκετά ακόμα η συντροφική κριτική και αυτοκριτική στο πλαίσιο των κομματικών διαδικασιών. Πρόκειται για χαρακτηριστικά που βοηθούν στο ξεπέρασμα ελλείψεων και αδυναμιών, ενισχύουν τη συλλογικότητα, την υπευθυνότητα, τον ατομικό και συλλογικό έλεγχο, δηλαδή όλα όσα μπορούν να διαπαιδαγωγήσουν κομμουνιστικά και να διορθώσουν δημιουργικά πλευρές της δουλειάς μας.

Οι συνθήκες της ταξικής πάλης θα γίνονται όλο και πιο σύνθετες, όλο και πιο δύσκολες. Γι’ αυτό πρέπει να προετοιμαζόμαστε. Βασικό κριτήριο –συνολικά για την ΚΕ, τα στελέχη, όλα τα καθοδηγητικά όργανα– είναι το επίπεδο ετοιμότητας για άμεση ανταπόκριση σε πιο δύσκολα καθήκοντα, αλλά και η ικανότητα πρόβλεψης ακόμα και σε ζητήματα της καθημερινής τρέχουσας δουλειάς και των πολιτικών εξελίξεων.

Ταυτόχρονα, μέσα στην καθημερινή συζήτηση, τη συλλογική δουλειά των οργάνων και των οργανώσεων, προκύπτουν διαφορετικές γνώμες, επιμέρους ή σοβαρότερες και συνολικότερες διαφοροποιήσεις. Αυτό είναι φυσιολογικό σε ένα ζωντανό οργανισμό που συζητάει και προβληματίζεται. Αυτές όμως οι γνώμες και οι απόψεις δεν πρέπει να οδηγούν σε έλλειψη συνοχής των καθοδηγητικών οργάνων, σε υπερβολική, άδικη καχυποψία απέναντι σε συντρόφους και συντρόφισσες, πολύ περισσότερο σε συστοιχίσεις ή σε μια κακώς εννοούμενη «αλληλεγγύη» προς συντρόφους με τους οποίους κάποια στιγμή –ή ακόμα πιο συχνά– έχουμε μεγαλύτερη σύγκλιση απόψεων ή απλά τους γνωρίζουμε καλύτερα από την κομματική δουλειά ή έτυχε ακόμα και να έχουμε πιο στενές, φιλικές, ανθρώπινες σχέσεις σε σύγκριση με άλλους. Και φυσικά, παρά το γεγονός ότι πρόκειται για ανεπίτρεπτες συμπεριφορές ακόμα και όταν συμβαίνουν ανάμεσα σε νέους συντρόφους του Κόμματος ή της ΚΝΕ στο πλαίσιο μιας ΚΟΒ, κατανοούμε πώς πρέπει να αντιμετωπίζονται στα παραπάνω καθοδηγητικά όργανα, όπου συμμετέχουν κατά βάση έμπειρα και πιο δοκιμασμένα στελέχη. Η συλλογική κρίση εδώ αναμφίβολα είναι αυστηρότερη.

 

 

ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ ΕΩΣ ΤΟ 21ο ΣΥΝΕΔΡΙΟ

 

• Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για τον έλεγχο της Απόφασης για την ανασύνταξη του εργατικού συνδικαλιστικού κινήματος, την προώθηση της Κοινωνικής Συμμαχίας, την επικαιροποίηση του κοινού πλαισίου δράσης των συσπειρώσεων στις οποίες δραστηριοποιείται το Κόμμα, την κομματική οικοδόμηση (ιδιαίτερα μέσα στην εργατική τάξη και στους χώρους στρατηγικής σημασίας).

• Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ ή Συνδιάσκεψη για τη μελέτη των αυτοαπασχολούμενων στις πόλεις (ιδιαίτερα στα μεγάλα αστικά κέντρα) και του κινήματός τους.

• Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ ή Συνδιάσκεψη για τη μελέτη του αγροτικού ζητήματος, του κινήματος, των συσπειρώσεων και της δράσης του Κόμματος στο χώρο της μικρομεσαίας αγροτιάς.

• Ολοκλήρωση της μελέτης για την ταξική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας.

• Συνέχιση της πλατιάς διαφωτιστικής δουλειάς πάνω στην πρότασή μας για το ενιαίο 12χρονο σχολείο, αλλά και ολοκλήρωση μιας σειράς επεξεργασιών που αφορούν τη θέση του Κόμματος για την προσχολική αγωγή, την Επαγγελματική και την Ενιαία Ανώτατη Εκπαίδευση.

• Επικαιροποίηση των θέσεων σε θέματα Υγείας – Κοινωνικής Ασφάλισης – Πρόνοιας.

• Πανελλαδική Συνδιάσκεψη για τη συνολική έγκριση του αναμορφωμένου πρώτου τόμου της Ιστορίας του Κόμματος που αναφέρεται στην περίοδο από τα χρόνια που προηγήθηκαν της ίδρυσής του μέχρι το 1949. Να προχωρήσει η ολοκλήρωση της μελέτης για την περίοδο της δικτατορίας. Ταυτόχρονα, να συνεχιστεί η προσπάθεια να προχωρήσει και να ολοκληρωθεί η ιστορική έρευνα για την συγγραφή της ιστορικής περιόδου 1974-1991.

• Η ΚΕ επωμίζεται το καθήκον της συνεχούς και συστηματικής παρακολούθησης της πορείας των εκδηλώσεων, εκδόσεων και άλλων πολιτιστικών και πολιτικών δραστηριοτήτων των τελευταίων βημάτων προς τη μεγάλη επέτειο των 100 χρόνων του Κόμματος το 2018, με βασικό καθήκον την έγκριση της Διακήρυξης της ΚΕ για τα 100χρονα. Να συζητηθεί το θέμα σε Ευρεία Ολομέλεια της ΚΕ.

• Κατάλληλη στελέχωση των Τμημάτων της ΚΕ ώστε να προχωρήσει περαιτέρω η μελέτη της σοσιαλιστικής οικοδόμησης κατά τον 20ό αιώνα, η μελέτη της στρατηγικής του Διεθνούς Κομμουνιστικού Κινήματος και ειδικότερα της Κομμουνιστικής Διεθνούς.

• Αποφασιστική προώθηση και ολοκλήρωση των Σχολών μαρξιστικής μόρφωσης σε επίπεδο Τομεακών Οργανώσεων και κυρίως του κύκλου των μαθημάτων του Προγράμματος σε επίπεδο ΚΟΒ – ΟΒ.

• Οργάνωση συζήτησης στην ΚΕ για την προπαγάνδα και τις μορφές της, ειδικά για την ανάπτυξη της δουλειάς και της κυκλοφορίας του «Ριζοσπάστη», τα διαδικτυακά μέσα του Κόμματος και την αναβάθμιση της παρέμβασής μας στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

 

Συντρόφισσες και σύντροφοι

Από το βήμα του 20ού Συνεδρίου μας απευθύνουμε κάλεσμα σε όσους και όσες βλέπουν ότι η κατάσταση δεν πάει άλλο κι έχουν διάθεση να συγκρουστούν με τη μοιρολατρία, τη μιζέρια, τις μειωμένες απαιτήσεις. Το κόμμα που μπορεί να σας εκφράσει, παρά τις επιμέρους επιφυλάξεις σας, είναι μόνο το ΚΚΕ.

Ιδιαίτερα καλούμε το λαϊκό κόσμο που αισθάνεται «αριστερός», που πίστεψε στο ΣΥΡΙΖΑ ή σε άλλες αυτοπροσδιοριζόμενες ως αριστερές ή ακόμα και κομμουνιστικές δυνάμεις και σήμερα δυσανασχετεί, να κάνει το βήμα τώρα.

Δεν αλλάζει η κατάσταση μόνο με την οργή και τη δυσαρέσκεια γι’ αυτή την κυβέρνηση και την κατρακύλα της. Δεν υπάρχουν άλλες δικαιολογίες.

Για να ζωντανέψει η ελπίδα, σας καλούμε να συναντηθούμε, να συζητήσουμε μέσα στο κίνημα για το πώς θα πετάξουμε τις βδέλλες που ρουφάνε το αίμα του λαού. Πώς θα παλέψουμε μαζί για να γίνει πραγματικότητα η πολιτική πρόταση διεξόδου από την κρίση σε όφελος του λαού, τη μοναδική απάντηση στην καπιταλιστική βαρβαρότητα που βιώνουμε.

Είναι πολιτική πρόταση ρεαλιστική γιατί υπάρχουν όλες οι αντικειμενικές προϋποθέσεις.

Το ζητούμενο είναι να αλλάξει ο συσχετισμός υπέρ της εργατικής τάξης, για την κατάκτηση της εξουσίας.

Να πάρει η εργατική τάξη, ο λαός στα χέρια του τα κλειδιά της οικονομίας, της ιδιοκτησίας των μέσων παραγωγής.

Να αποδεσμευτεί η χώρα από τις ιμπεριαλιστικές ενώσεις, αναπτύσσοντας ταυτόχρονα ισότιμες και επωφελείς σχέσεις με άλλα κράτη. Τον ίδιο δρόμο θα ακολουθήσουν και άλλοι λαοί της περιοχής, της Ευρώπης, του κόσμου.

Έτσι μόνο θα μπορέσει να ζήσει ο λαός σύμφωνα με τις σύγχρονες ανάγκες του, να απολαύσει τις δυνατότητες που προσφέρει η επιστήμη και σύγχρονη τεχνολογία, η παραγωγικότητα της εργασίας, οι μεγάλες πλουτοπαραγωγικές πηγές και δυνατότητες της Ελλάδας.

Με το 20ό Συνέδριό μας και τις τελικές αποφάσεις του μπορούμε να είμαστε πανέτοιμοι για να υποδεχτούμε το 2018 τα 100 χρόνια ζωής και δράσης του τιμημένου ΚΚΕ. Θα οργώσουμε όλη την Ελλάδα, θα γίνουν εκατοντάδες πρωτοποριακές εκδηλώσεις, ιστορικές, πολιτικές, πολιτιστικές.

Μαζί θα γιορτάσουμε και τα 50 χρόνια της ΚΝΕ που γεννήθηκε τα μαύρα χρόνια της δικτατορίας, μπαίνοντας επικεφαλής του αγώνα της ελληνικής νεολαίας για ένα καλύτερο αύριο που δυστυχώς δεν έχει ανατείλει ακόμα.

Σήμερα έχουμε τα όπλα ώστε να δώσουμε με επάρκεια την ιδεολογική μάχη, να κερδίσουμε νέες λαϊκές δυνάμεις με το μέρος μας. Οι «σφαίρες» μας είναι τα ίδια τα μέλη του Κόμματος, οι οπαδοί και οι φίλοι στους χώρους δουλειάς. Με το «Ριζοσπάστη» στο χέρι, με το πολιτικό και λογοτεχνικό βιβλίο «παρά πόδα» και τη διάδοσή του, με την οργανωμένη σύσκεψη, με την εξήγηση της επικαιρότητας από ταξική πλευρά.

Με πρωτοβουλίες που αναδεικνύουν τις αξίες της εργατικής τάξης, την αλληλεγγύη, τη συντροφικότητα, τη συλλογικότητα και τον πόθο της να απαλλαγεί από την εκμετάλλευση και την καταπίεση. Η γνώση της επαναστατικής στρατηγικής, η μελέτη της Ιστορίας, η επιστημονική εξήγηση για το δίκιο της εργατικής τάξης, η συνεχής, ακούραστη, διαρκής, πρωτοπόρα δράση, είναι αυτή που γεννά την ακλόνητη πίστη στο σοσιαλισμό-κομμουνισμό. Αυτή είναι που γέννησε χιλιάδες επώνυμους και ανώνυμους κομμουνιστές, επαναστάτες, ήρωες που άντεξαν στις φυλακές και στις εξορίες, που έδωσαν τη ζωή τους για να θριαμβεύσει η ζωή.

ΖΗΤΩ ΤΟ 20ό ΣΥΝΕΔΡΙΟ ΤΟΥ ΚΚΕ!