Η ταινία που έφαγε το βράδυ μου
Το Βράδυ που Έφαγε τον Κόσμο – The Night Eats the World (La Nuit A Dévoré le Monde), 2018.
(Βασισμένη στο ομότιτλο βιβλίο του Pit Agarmen)
“Η ταινία που έφαγε το βράδυ μου”
Μία ταινία με ζόμπι-σκέτο ποίημα, όχι όμως με την έννοια του βαθυστόχαστου λογοτεχνικού πονήματος, αλλά με αυτήν που δίνει ο λαός μας με την έκφραση “τι θέλει να πει ο ποιητής;” ειρωνευόμενος έργα, αλλά και δηλώσεις και ενέργειες κάποιου που και ο ίδιος δεν έχει σαφή σκοπό και νόημα στο μυαλό του για αυτό που δημιούργησε. Και μπορεί κάποιοι να βρήκαν υψηλά νοήματα και βαθυστόχαστες σκέψεις στην μισάνθρωπη ιστορία επιβίωσης του ήρωα στην ταινία, όμως εγώ έκρινα πως καταλληλότερος τίτλος θα ήταν “Η ταινία που έφαγε το βράδυ μου”.
Ο Sam (Anders Danielsen Lie) είναι ένας νεαρός καλλιτέχνης μουσικός που πειραματίζεται με τους φυσικούς ήχους και έχει μια, φυσιολογική για τους καλλιτέχνες, δυσκολία να προσαρμοστεί με αποτέλεσμα να χωρίζει από τη σχέση του και να επιστρέφει στο σπίτι της για να πάρει πίσω τις κασέττες με τις ηχογραφήσεις του. Απορίας άξιο είναι γιατί έχει ακόμη κασέτες (που της ακούει αργότερα σε μαγνητόφωνο!!!). Από καμιά άποψη δεν ήταν η καλύτερη στιγμή για να το κάνει το πάρτυ που οργανώνει η πρώην του αλλά η σύμβαση αυτή μας εξασφαλίζει την απαραίτητη πολυκοσμία ζόμπι που θα βάλουν τα αρχικά αλλά και τα τελικά εμπόδια στον δρόμο επιβίωσης του Sam. Είμαι από αυτούς που θεωρούν πως πρέπει με κάποιο τρόπο να δίνουμε έστω και μια μικρή υποψία της αιτίας για την οποία ξεσπάει η κόλαση των ζόμπι. Είτε είναι απόρρητα χημικά του στρατού, όπως στο “Return of The Living Dead”, ή έστω κάποιο πανάρχαιο “Κακό” από ένα σπήλαιο της Αττικής. Με ενοχλεί η ασάφεια του “The Walking Dead” όπως και η αδιαφορία του σκηνοθέτη, ο πρωτοεμφανιζόμενος Dominique Rocher, να δικαιολογήσει την λαίλαπα που ξεσπάει στο Παρίσι και από την οποία διασώζεται μόνο ο ήρωας του επειδή απλώς αποκοιμήθηκε με κλειστή την πόρτα. Ίσως με το τέχνασμα αυτό θα ήθελε να μας υποβάλει την υποψία ότι στο τέλος θα μας κοροϊδέψει όταν μας αποκαλύψει ότι όλα ήταν ένας εφιάλτης. Εφιάλτης όμως ήταν μόνο ο χαρακτήρας του ήρωα και η καταναγκασμός μας να τον παρακολουθήσουμε μέχρι το τέλος.
Όταν ξυπνάει αδικαιολόγητα ζωντανός πλέει σε μια θάλασσα αίματος και κομματιασμένης σάρκας αφού οι καλεσμένοι κατασπάραξαν αλλήλους στο πάρτι. Και ο Sam αρχίζει να μας κακοποιεί. Δέχομαι ως ελαφρυντικό των κατηγοριών που του πρόσαψα για την αντικοινωνικότητα, τον ναρκισσισμό και την απανθρωπιά του το γεγονός ότι τα κλισέ των ταινιών ζόμπι έχουν επηρεάσει με τέτοιον τρόπο την οπτική μου που απαιτώ πλέον από τους ήρωες μου έναν ορισμένο βαθμό αλτρουϊσμού και αυτοθυσίας που θα τους κάνει να ξεχωρίζουν από τα ζόμπι. Αλλοιώς θα έπρεπε οι ταινίες να είχαν ήρωες μόνο ζόμπι και να ξεδιπλώνουν τα δικά τους, εάν έχουν, συναισθήματα. Ακόμη και σε ταινίες όπου αυτά είναι οι πρωταγωνιστές, όπως το “Warm Bodies” ή το λυρικό ποίημα “Fido”, οι δημιουργοί τους αποδίδουν στα πτώματα ανθρώπινες ιδιότητες και ευγενικά πάθη.Και έτσι αντέχεται μια ταινία ζόμπι. Δύσκολα όμως υπομένεις τον Sam.
Τον ενθουσιάζει η ιδέα πως έχει πλέον όλη την πολυκατοικία δική του. Όχι απόλυτα όμως καθώς φυλακίζει τον καθυστερημένο ένοικο που διασώζεται για να πέσει στη διεστραμμένη όρεξη του Sam που τον φυλακίζει στο ασανσέρ για να τον “ελευθερώσει” στέλνοντας τον χαιρέκακα στο στόμα των ζόμπι. Η απαξία του προς τον μόνο, όπως νόμιζε, ζωντανό συνάνθρωπο του είναι που με έπεισε πως την ηρωϊκή του προσπάθεια να πιάσει μια γάτα δεν την αποτόλμησε για να έχει συντροφιά αλλά για να φάει φρέκο φαγητό!!! Συγκεντρώνει μεθοδικά τις προμήθειες του, καταγράφει τα όπλα του, παίζει μουσική γαι τον ίδιο αλλά και για τα ζόμπι που τα καλεί κοντά του όπως τυλίγει κανείς γύρω του ένα παλτό για να μην κρυώσει. Γιατί αισθάνεται καλύτερα μόνος, σίγουρα ισχυρός και σχεδόν Θεός, αφού μπορεί να τα ξανασκοτώσει όποτε θέλει και να οργανώσει τις κηδείες τους μελοδραματικά και νεκροφιλικά σχεδόν. Η πολυκατοικία είναι ο κόσμος του και είναι άρχοντας σε αυτόν. Δεν επιδιώκει να φύγει, δεν προσπαθεί να επικοινωνήσει, δεν του λείπουν οι άνθρωποι, ο θάνατος είναι μορφή τέχνης και έμπνευσης. “Περνώ και μόνος μου καλά”, όπως λέει και ο στιχουργός.
Η αλήθεια είναι πως ο καθένας μας σε κάποιο βαθμό θα λειτουργούσε έτσι, στην αρχή τουλάχιστον. Σπάνια θα πετυχαίναμε σαν τον Ρικ και τον Ντάρυλ τα ζόμπι στο κεφάλι με την πρώτη βολή. Θα κάναμε τρέλες μέσα στη φρίκη του θανάτου που περπατάει δίπλα μας, θα ρισκάραμε αναίτια για να νοιώσουμε ζωντανοί. Από αυτή την άποψη Ο Sam μας μοιάζει. Μας ενοχλεί όμως που είναι τόσο αδιάφορος για τους άλλους. Ευτυχώς η μοναξιά δεν αντέχεται και συζητάει με τον αιχμάλωτο του και ψάχνει ανθρώπινους ήχους στις κασέτες του. Και πάλι όμως είναι πιο συμπαθή τα ζόμπι από τον ίδιο τον Sam στον θεατή.
Και η απέχθεια μας ολοκληρώνεται όταν ο Sam πανικόβλητος σκοτώνει τον μόνο άνθρωπο που του ήρθε ουρανοκατέβατος (κυριολεκτικά) μέσα στον πανικό του και ο δρόμος του στη παράνοια ολοκληρώνεται καθώς το μυαλό του αρνείται να παραδεχθεί το φρικτό του λάθος και ζει με το φάντασμα του πτώματος που θρηνεί στο κρεβάτι του (ακόμη ένα). Ζητώντας μια ώθηση για να νοιώσει και πάλι εγωιστικά ζωντανός, αφήνει τα ζόμπι να ξεχυθούν στο κτίριο και να τον καταδιώξουν μέχρι να αρχίσει ένα παρκούρ στις ταράτσες του Παρισιού.
Τα ζόμπι στις ταινίες έχουν διάφορους βαθμούς κινητικότητας. Στη “Νύχτα που έφαγε τον Κόσμο” όταν ξυπνάνε από τον λήθαργο, αρχίζουν να τρέχουν σαν νευρόσπαστα πιο γρήγορα από ότι εάν ήταν ζωντανοί, μια ενοχλητική ιδιότητα που αντισταθμίζεται με το καλό μακιγιάζ τους και τα τρομερά εφέ. Αν και λίγες οι σκηνές με ζόμπι δεν πέφτουν κάτω από ένα ανεκτό, για τους φανατικούς, “όριο επαρκούς φρίκης” αφού οι μετρητές μου βρίσκουν πως το αίμα, τα διαμελισμένα πτώματα και οι τρομακτικές εκφράσεις περνάν έστω και οριακά το όριο.
Μπορεί να ήταν νύχτα όταν ξεκίνησε το κακό, αλλά δεν ήταν αυτή που έφαγε τον Κόσμο. Ή καλυτερα δεν θα είναι αυτή που θα φάει τον κόσμο. Θα τον καταβροχθίσει η αδιαφορία μας για τον συνάνθρωπό μας, η αυτάρκεια και ο αυτοθαυμασμός, η μισανθρωπία και ο εγωϊσμός. Έτσι και αλλιώς, αυτού του είδους η “Νύχτα” τρώει εδώ και καιρό τον κόσμο μας.
Θεσσαλονίκη, 18/1/2019
Γιάννης Μπαχάς
Μέλος της Ε.ΔΗ.Π.Η.Τ.