Χρήστος Παππάς: Οι νέες αλλαγές στον νόμο Κατσέλη και ο μύθος των στρατηγικών κακοπληρωτών

Άρθρο του Α’ Αντιπροέδρου του Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Β. Ελλάδος, Χρήστου Παππά

Τις τελευταίες εβδομάδες πυκνώνουν οι ειδήσεις και τα ρεπορτάζ στον ηλεκτρονικό και έντυπο τύπο για τις σχεδιαζόμενες – εκ νέου – αλλαγές που υποτίθεται ότι είναι αναγκαίες στον νόμο 3869/2010, γνωστός και ως Νόμος Κατσέλη ή νόμος για τα υπερχρεωμένα νοικοκυριά.

Από την θέσπιση του το έτος 2010 έως σήμερα το νομοθέτημα αυτό έχει υποστεί ήδη τρεις (3) πολύ μεγάλες τροποποιήσεις, μια το 2013 και δύο το 2015. Όλες οι αλλαγές και τροποποιήσεις που έγιναν στον νόμο 3869/2010 είχαν κατά βάση υπόψη την εξυπηρέτηση των συμφερόντων των τραπεζών, ασχέτως εάν τελικά επέφεραν το θεμιτό αποτέλεσμα ή όχι. Είναι αδιαμφισβήτητο ότι ο νόμος αυτός λειτούργησε και συνεχίζει να λειτουργεί ως το τελευταίο αποκούμπι και βράχος ελπίδας – αν όχι και σωτηρίας – για δεκάδες χιλιάδες οικογένειες και δανειολήπτες, οι οποίοι χειμαζόμενοι από την οικονομική κρίση είδαν τα εισοδήματα τους να συρρικνώνονται ή ακόμη να εξαφανίζονται και τα σπίτια τους να βρίσκονται ενώπιον του εφιάλτη του πλειστηριασμού.

Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας βέβαιο ότι εάν δεν είχε υπάρξει το σύστημα προστασίας και ρύθμισης των οφειλών αυτού του νόμου, δυνάμει του οποίου διοχετεύτηκε και αποσυμπιέστηκε μεγάλη και συσσωρευμένη κοινωνική πίεση και απέκτησαν δεκάδες χιλιάδες οικογένειες ξανά την ελπίδα και την δυνατότητα ένταξης τους στην κοινωνική και οικονομική ζωή, θα ήταν αναπόφευκτη μια κοινωνική έκρηξη και συνακόλουθη πολιτική αποσταθεροποίηση με καταστροφικές συνέπειες για την χώρα μας. Φανταστείτε μόνο τι θα συνέβαινε εάν στα τελευταία 8 δυσβάσταχτα χρόνια της οικονομικής κρίσης και εξαθλίωσης μεγάλου τμήματος της κοινωνίας μας, θα προστίθεντο και εικόνες πλειστηριασμών και αποβολών ολόκληρων οικογενειών και νοικοκυραίων από τα σπίτια τους λόγω αδυναμίας αποπληρωμής του δανείου τους, αδυναμία για την οποία ως επί το πλείστον δεν ευθύνονται οι ίδιοι. Πράγματι, όταν ως συνέπεια της οικονομικής ύφεσης που μαστίζει τη χώρα και της γιγαντιαίας προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής χάνονται δεκάδες χιλιάδες θέσεις εργασίας (ιδιωτικός τομέας) ή περιορίζεται και περικόπτεται το εισόδημα των εργαζομένων σε ποσοστό 40% και άνω (δημόσιος τομέας), είναι σίγουρο ότι ο τελευταίος που φταίει για την αδυναμία του να πληρώσει τις δανειακές του υποχρεώσεις είναι ο ενσυνείδητος δανειολήπτης, ο οποίος αποφάσισε την δανειοδότηση του υπό εντελώς διαφορετική εισοδηματική κατάσταση. Είτε ως προϊόν λοιπόν σοφής και προνοητικής νομοθέτησης (η οποία σπανίζει στον τόπο μας τις τελευταίες δεκαετίες) είτε – πολύ πιο πιθανό – ως πρόνοια του πτωχευμένου πολιτικού συστήματος να μην καταπλακωθεί και εξαφανιστεί από την αγανάκτηση και την απελπισία του κόσμου που θα προκαλούσε και εν τέλει προκάλεσε η καταστροφική μνημονιακή πολιτική που ακολούθησε του Ν. 3869/2010, ο νόμος αυτός μπορεί να χαρακτηριστεί τελικά και χωρίς καμία υπερβολή σωσίβιο και ευλογία για την διατήρηση της κοινωνικής ειρήνης στον τόπο μας.

Η τεράστια απήχηση που είχε ο νόμος αυτός οδήγησε πολύ σύντομα την μονίμως πασχίζουσα από υλικοτεχνικής άποψης ελληνική Δικαιοσύνη να σηκώσει τα χέρια ψηλά και να καταρρεύσει κυριολεκτικά υπό τον όγκο των αιτήσεως που άρχισαν από την πρώτη μέρα της εφαρμογής του (01-11-2011) να κατατίθενται. Αιτήσεις δανειοληπτών προσδιορίζονταν να εκδικαστούν ακόμη και το σωτήριο έτος 2030, αφήνοντας μέχρι τότε τους δανειολήπτες αλλά και τους πιστωτές τους σε μια μετέωρη και αβέβαιη κατάσταση.

Το σημείο αυτό ωστόσο, ήτοι η αδυναμία του ίδιου του κράτους να δημιουργήσει την κατάλληλη υποδομή για την ταχεία εκδίκαση των σχετικών υποθέσεων, οδήγησε στο φαινόμενο να λιμνάζουν για χρόνια ολόκληρα οι εκκρεμείς υποθέσεις και να στοχοποιούνται οι αναίτιοι δανειολήπτες για την καθυστέρηση στην διευθέτηση των χρεών τους.

Δημιουργήθηκε ξαφνικά – και παπαγαλίζεται έκτοτε από όλα τα ΜΜΕ – ο μύθος του «στρατηγικού κακοπληρωτή», ένας χαρακτηρισμός που κατά την προσφιλή μέθοδο της δημιουργικής λεξιπλασίας προκαλεί πραγματικό δέος. «Στρατηγικός κακοπληρωτής». Αφήστε την λέξη αυτή να πλανάται για λίγο στο μυαλό σας. «Στρατηγικός κακοπληρωτής», «Στρατηγικός κακοπληρωτής», τι εννοεί ο ποιητής;

Ακόμα και έγκυροι νομικοί δυσκολεύονται να ερμηνεύσουν τον ομιχλώδη όρο αυτό και να δώσουν μια σαφή και ορισμένη περιγραφή του τι ακριβώς σημαίνει. Σε αντίθεση όμως με την πολιτική ή με την μυθοπλασία, στη νομική οι έννοιες και οι ορισμοί πρέπει να έχουν πολύ σαφές περιεχόμενο και να μην αφήνουν μεγάλα περιθώρια ερμηνείας τους, καθώς στο τέλος θα καταλήγαμε στην απόλυτη και ανέλεγκτη εξουσία των δικαστών να γεμίζουν κάθε έννοια σύμφωνα με τις δικές του προσωπικές πεποιθήσεις, πράγμα επικίνδυνο και συνάμα αντιπαραγωγικό για την ασφάλεια των συναλλαγών και του δικαίου.

Ποιος είναι λοιπόν αυτός ο «στρατηγικός κακοπληρωτής», για τον οποίο οδεύουμε ολοταχώς στην τέταρτη τροποποίηση του νόμου Κατσέλη, η οποία μάλλον θα είναι και η ταφόπλακα του ; Ο επιθετικός προσδιορισμός «στρατηγικός» υποδηλώνει κατ’ αρχήν μια συμπεριφορά προμελετημένη, σχεδιασμένη και προετοιμασμένη με κάθε λεπτομέρεια, ενώ ο σύνδεσμος του «στρατηγικού» με την σαφώς αρνητική έννοια «κακοπληρωτής» δημιουργεί την αίσθηση ενός μακιαβελικών διαστάσεων απατεώνα, ενός διαβολικού δανειολήπτη που με βαθύ σχέδιο και ύπουλα μέσα ξεγέλασε τις δύσμοιρες τράπεζες και τώρα απολαμβάνει τα φρούτα της απατηλής συμπεριφοράς του, δημιουργώντας κινδύνους (ακόμα μια φορά) για το ευαίσθητο αλλά τόσο πολύτιμο τραπεζικό μας σύστημα, το οποίο εμείς οι ίδιοι με το αίμα και τον ιδρώτα μας και κυρίως με την ψήφο μας διασώσαμε ήδη δύο φορές από την καταστροφή (τρομάρα μας).

Είναι λέει, σύμφωνα με τα έγκυρα (;) ρεπορτάζ των ΜΜΕ, ο οφειλέτης που δεν πληρώνει, ενώ έχει και εισοδήματα και περιουσία για να το πράξει. Μάλιστα.

Τίθεται λοιπόν εξ’ αρχής το ερώτημα: Μα γιατί να προσφύγει κάποιος στον νόμο Κατσέλη αν έχει την δυνατότητα να πληρώνει τις δόσεις των δανείων του; Και δεύτερον: Γιατί το δικαστήριο να τον εντάξει στο νόμο Κατσέλη εφόσον έχει την δυνατότητα να πληρώνει τις δόσεις των δανείων του ;

Η απάντηση του πρώτου ερωτήματος προϋποθέτει πρώτα την λύση στο δεύτερο. Το δικαστήριο λοιπόν δεν πρόκειται να εντάξει κανέναν δανειολήπτη εάν κρίνει ότι έχει την δυνατότητα να ανταπεξέλθει στις δανειακές του υποχρεώσεις. Ο νόμος είναι σαφής: Προϋπόθεση να ενταχθείς στο νόμο είναι να έχεις περιέλθει σε ΓΕΝΙΚΗ και ΜΟΝΙΜΗ αδυναμία πληρωμής των ληξιπρόθεσμων οφειλών σου. Γενική αδυναμία, δηλαδή να μην μπορείς να πληρώνεις πλέον το μεγαλύτερο μέρος των υποχρεώσεων σου ή αν τις πλήρωνες δεν θα μπορούσες να καλύψεις ούτε τις στοιχειώδεις ανάγκες διαβίωσης σου και της οικογένειας σου. Και μόνιμη αδυναμία, δηλαδή η παραπάνω αδυναμία να μην είναι πρόσκαιρη ή παροδική και να μην προβλέπεται στο μέλλον κάποια θεαματική βελτίωση της οικονομικής σου κατάστασης. Η ύπαρξη λ.χ. σημαντικής ακίνητης περιουσίας ή καταθέσεων που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την εξόφληση των δανείων, σημαίνει ότι δεν βρίσκεσαι σε αδυναμία, ούτε γενική ούτε μόνιμη, καθώς από την εκποίηση και εκμετάλλευση της περιουσίας σου θα μπορούσες να καλύψεις τα δάνεια σου. Τόσο απλό είναι. Αν έχεις την δυνατότητα να πληρώνεις τα δάνεια σου, δεν μπαίνεις στο νόμο. Αν δεν έχεις την δυνατότητα, μπαίνεις στο νόμο.

Ποιος θα το κρίνει όμως αυτό; Οι τράπεζες; Όχι προφανώς. Αν αφήναμε τις τράπεζες να κρίνουν εάν μπορούμε να εξοφλήσουμε τα δάνεια μας, η απάντηση θα ήταν πάντα καταφατική. Μην ξεχνάμε άλλωστε ότι οι ίδιοι μας δανειοδότησαν αφειδώς όταν πολλές φορές γνώριζαν ότι δεν θα μπορούσαμε να επιστρέψουμε τα δανεικά, αλλά για κάποιον μυστήριο λόγο η ευθύνη των τραπεζών για την τόσο μεγάλη πιστωτική τους επέκταση έχει περάσει στην εποχή της λήθης … Κάτι αχνοθυμόμαστε, αλλά δεν είμαστε και πολύ σίγουροι. Όταν δάνειζες τον κάθε περαστικό με 20.000,00€ προεγκεκριμένο δάνειο με μοναδικό δικαιολογητικό την αστυνομική του ταυτότητα, δεν μπορείς σήμερα να ωρύεσαι για τον «στρατηγικό κακοπληρωτή» που δεν σου επιστρέφει το δώρο αυτό. Άλλωστε, τα δώρα δεν επιστρέφονται λέει ο θυμόσοφος λαός μας…

Θα το κρίνουν οι ίδιοι οι δανειολήπτες; Προφανώς και όχι, καθώς όλοι θα αποφασίζαμε να ενταχθούμε στο νόμο, να σώσουμε το σπίτι μας και να κουρέψουμε και κάτι τις από τα χρέη μας.

Μένει λοιπόν ο συνήθης ύποπτος, ο θεσμός που έχει συνηθίσει στην χώρα μας να βγάζει τα κάστανα από την φωτιά. Σωστά μαντέψατε, είναι η ελληνική Δικαιοσύνη. Ένας δικαστής θα κρίνει λοιπόν εάν μπορεί κάποιος να ενταχθεί στον νόμο Κατσέλη και ένας δικαστής και μόνο μπορεί να αποφασίσει – πάντα στο πλαίσιο του νόμου και για κάθε συγκεκριμένη περίπτωση ξεχωριστά – αν και κατά πόσο θα υποστούν οι τράπεζες κάποιο κούρεμα στις απαιτήσεις τους. Μην ξεχνάμε ότι υπάρχει και ένα Σύνταγμα, που καλό είναι να το θυμόμαστε που και που και το οποίο λέει ότι πρέπει το κράτος να σέβεται την περιουσία των προσώπων, στα οποία εννοεί και τα νομικά πρόσωπα, άρα και τις τράπεζες. Με απλά λόγια, αν έβγαινε ένας νόμος που θα κούρευε ετσιθελικά το 80% όλων των δανείων, θα ήταν αντισυνταγματικός. Αν ένας νόμος όμως έλεγε ότι για λόγους κοινωνικούς και προστασίας της αξίας και της προσωπικότητας των πολιτών, θα μπορούσε υπό πολύ αυστηρές προϋποθέσεις να επιτραπεί ένα νέο ξεκίνημα, να δοθεί μια δεύτερη ευκαιρία σε κάποιον υπερχρεωμένο συμπολίτη μας, εφόσον ο ίδιος δεν υπερχρεώθηκε δόλια βεβαίως, τότε θα ήταν συνταγματικός και ας κουρευόταν ακόμα και το 90% του χρέους του, στην συγκεκριμένη περίπτωση πάντα. Όλα αυτά όμως πρέπει να τα κρίνει ένα δικαστήριο, και επειδή τα δικαστήρια πλακώθηκαν από τον όγκο των υποθέσεων, όπως είδαμε παραπάνω, το σύστημα κατέρρευσε. Και είχαμε καθυστερήσεις, πολύ μεγάλες καθυστερήσεις, για τις οποίες ωστόσο δεν φταίει επ’ ουδενί ο δανειολήπτης, ούτε η τράπεζα. Φταίει για άλλη μια φορά η κακή οργάνωση του κράτους μας. Και επειδή δεν μπορούσαν να περιμένουν οι υποθέσεις 8 και 10 και 15 χρόνια για εκδικαστούν και να δούμε αν κάποιος τελικά δικαιούται ή δεν δικαιούται να μπει στον νόμο Κατσέλη, ήρθε το 2013 ο νομοθέτης και όρισε ότι πριν από το οριστικό δικαστήριο, που θα γίνει το 2030, θα γίνεται εντός ολίγων εβδομάδων από την κατάθεση της αίτησης ένα πρώτο δικαστήριο, ας το πούμε προσωρινό. Στο προσωρινό αυτό δικαστήριο Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ ήλεγχε και ελέγχει λοιπόν την αίτηση και τον φάκελο και αποφασίζει εάν θα τύχει προστασίας ο δανειολήπτης μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης του. Αν πιθανολογεί ότι ο συγκεκριμένος δανειολήπτης έχει τις προϋποθέσεις να ενταχθεί στον νόμο, θα ορίσει ότι δεν επιτρέπεται να πλειστηριαστεί το σπίτι του μέχρι την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης του και θα του βάλει να πληρώνει και κάποια δόση μέχρι τότε (κερδίζει λοιπόν και η τράπεζα που θα λαμβάνει κάποια δόση αλλά και ο δανειολήπτης που δεν θα ζει με τον εφιάλτη του πλειστηριασμού μέχρι την εκδίκαση της υπόθεσης του). Εάν, αντιθέτως, κρίνει ότι ο συγκεκριμένος δανειολήπτης δεν έχει τις προϋποθέσεις ένταξης στο νόμο, είτε επειδή δεν βρίσκεται σε αδυναμία λόγω ύπαρξης μεγάλης περιουσίας ή καταθέσεων ή υψηλών εισοδημάτων είτε επειδή ενήργησε δόλια και εξαπάτησε τις τράπεζες όταν έλαβε τα δάνεια του (αυτή είναι η έννοια του δόλου στα υπερχρεωμένα φυσικά πρόσωπα και όχι σαφώς η ανάληψη μεγάλων δανειακών υποχρεώσεων με σκοπό να μην αποπληρωθούν στη συνέχεια, κάτι που απλά δεν μπορεί να αποδειχθεί, ακόμη και αν ισχύει σε κάποιες περιπτώσεις), τότε θα απορρίψει την προσωρινή προστασία του δανειολήπτη και οι τράπεζες θα μπορούν να πλειστηριάσουν το σπίτι του ακόμη και πριν από την οριστική εκδίκαση της υπόθεσης του.

Βλέπουμε λοιπόν ότι υπάρχει ήδη εδώ και 5 χρόνια και εφαρμόζεται σε όλες τις υποθέσεις υπερχρεωμένων νοικοκυριών ο προσωρινός έλεγχος της υπόθεσης, όπου πολύ εύκολα εντοπίζονται ήδη οι υποψήφιοι ή φιλόδοξοι «στρατηγικοί κακοπληρωτές». Και τούτο διότι τόσο ή ύπαρξη μεγάλων καταθέσεων όσο και ακίνητης περιουσίας φαίνεται και αποτυπώνεται στα υποχρεωτικά δικαιολογητικά που προσκομίζει ο δανειολήπτης προκειμένου να εξεταστεί η αίτηση του. Εάν λοιπόν υπάρχουν ικανά περιουσιακά στοιχεία για να ικανοποιηθούν οι τράπεζες, απλούστατα η αίτηση θα απορριφθεί ακόμη και σ’ αυτό το προσωρινό στάδιο και οι τράπεζες μπορούν να κυνηγήσουν αυτά τα περιουσιακά στοιχεία για να ικανοποιηθούν. Ο νόμος φτάνει ακόμα ένα βήμα παραπέρα και υποχρεώνει τους δανειολήπτες να προσκομίζουν και τις φορολογικές δηλώσεις των συζύγων και των ανηλίκων τέκνων τους και να φανερώνουν και τα δικά τους περιουσιακά στοιχεία, για να μην υπάρχει καμία αμφιβολία για πιθανή απόκρυψη εισοδημάτων ή περιουσιακών στοιχείων. Αν εμφανιστεί δηλαδή ένα αξιόλογο ακίνητο στις φορολογικές δηλώσεις του ανηλίκου τέκνου του αιτούντος και προκύψει ότι ο αιτών το μεταβίβασε πρόσφατα στο παιδί του, είναι βέβαιο ότι θα απορριφθεί η αίτηση του για ένταξη στο νόμο Κατσέλη, αφού αυτός όντως θα είχε ενεργήσει δόλια προς βλάβη των συμφερόντων των πιστωτών του.

Μια άλλη «πληγή» του νόμου Κατσέλη, η οποία πάλι εντελώς αδικαιολόγητα φορτώνεται στις πλάτες των δανειοληπτών, είναι η καθυστέρηση μέχρι την οριστική εκδίκαση των υποθέσεων. Προβλέπεται λέει η έκπτωση από τον νόμο εάν σε περίπτωση «αναβολής», το άσχετο ρεπορτάζ προφανώς εννοεί την ματαίωση, δεν οριστεί νέα δικάσιμος από τον δανειολήπτη. Ασχέτως του ότι δικαίωμα για επαναφορά της υπόθεσης έχουν και οι τράπεζες, για τις οποίες ωστόσο δεν προβλέπεται ο αποκλεισμός από την διαδικασία εάν δεν ορίσουν νέα δικάσιμο σε περίπτωση ματαίωσης της υπόθεσης, παροράται ότι η κατάθεση κλήσης για νέα συζήτηση και η κοινοποίησή της με δικαστικό επιμελητή σε πλείστες τράπεζες εξουθενώνει ακόμη παραπάνω τον ευρισκόμενο ήδη σε άθλια οικονομική κατάσταση δανειολήπτη.

Περαιτέρω, επαναλαμβάνεται κάτι ήδη ισχύον και αυτονόητο, ότι σε περίπτωση που απορριφθεί η αίτηση του δανειολήπτη, τα χρέη του θα επιβαρυνθούν με τόκους αναδρομικά από την ημέρα κατάθεσης της αίτησης. Αυτή η πρόβλεψη υπάρχει ήδη στον νόμο και δεν χρειάζεται να επαναληφθεί και ανακοινωθεί με τυμπανοκρουσίες, είναι και λογικό και θεμιτό να συμβαίνει άλλωστε.

Τέλος, η πλέον επικίνδυνη και άδικη τροποποίηση του νόμου είναι η καθιέρωση του «ξαφνικού θανάτου» σε περίπτωση μη πληρωμής κάποιων εκ των δόσεων που όρισε το δικαστήριο, χωρίς ο δανειολήπτης να μπορεί να εξηγήσει τους λόγους που δεν μπόρεσε να εξυπηρετήσει την ρύθμιση. Μέχρι σήμερα όταν ο δανειολήπτης δεν καταβάλει συνολικά 3 μηνιαίες δόσεις, οι τράπεζες έχουν το δικαίωμα να καταθέσουν αίτηση έκπτωσης του οφειλέτη από τον νόμο. Στη δίκη αυτή ο οφειλέτης έχει την δυνατότητα να προβάλλει τους λόγους για τους οποίους προσωρινά δεν τήρησε την ρύθμιση (π.χ. λόγοι υγείας, απώλεια εργασίας, παροδική αδυναμία, γέννηση ενός παιδιού κ.α.) και να κερδίσει μια δεύτερη ευκαιρία εξοφλώντας τα χρωστούμενα μέχρι το δικαστήριο. Με την προωθούμενη τροποποίηση ωστόσο, φαίνεται να αφαιρείται αυτή η δυνατότητα πλέον από τον δανειολήπτη και μόνο το γεγονός της μη τήρησης τριών δόσεων θα τον πετάει αυτόματα και χωρίς καμία ακρόασή του έξω από τον νόμο, χωρίς καμία δυνατότητα να επανέλθει ξανά. Είναι πασιφανές ότι το μέτρο αυτό είναι ιδιαίτερα σκληρό και κινείται στα όρια της τρομοκρατίας των δανειοληπτών, οι οποίοι θα βρεθούν προ του διλήμματος να τηρήσουν την επιβαλλόμενη ρύθμιση ή να καλύψουν κάποιες άμεσες και επιτακτικές ανάγκες διαβίωσης τους.

Καταλήγοντας, συμπεραίνουμε ότι στο όνομα της καταπολέμησης ενός φανταστικού και ανύπαρκτου εχθρού, του λεγόμενου «στρατηγικού κακοπληρωτή», προωθείται μια άδικη και σκληρή μεταρρύθμιση των ευεργετικών διατάξεων του νόμου Κατσέλη, που μετά βεβαιότητας θα δημιουργήσει περισσότερα και πολύ πιο σημαντικά προβλήματα από όσα ανύπαρκτα και φανταστικά καλείται να λύσει.

Χρήστος Γ. Παππάς
A’ Αντιπρόεδρος Συλλόγου Δανειοληπτών και Προστασίας Καταναλωτών Βορείου Ελλάδος