Η κρίση θα συνεχίζεται όσο οι πολιτικές αποφάσεις βρίσκονται σε απόσταση από τις ανάγκες της κοινωνίας
Ομιλία στη στρογγυλή τράπεζα με θέμα: “Δημοκρατία, Οικονομική και Προσφυγική Κρίση, και Λαϊκισμός στην Ευρώπη» – Διεθνές Συνέδριο “Η Οικονομική & Προσφυγική Κρίση Οι Πολιτικές, Θρησκευτικές και Πνευματικές Διαστάσεις», 22.02.2018
Θέλω να ευχαριστήσω τους διοργανωτές για την πρόσκληση και την ευκαιρία που μου δίνουν να μιλήσω για θέματα που απασχολούν έντονα την κοινωνία.
Θα ξεκινήσω ανάποδα το συλλογισμό μου, μιλώντας πρώτα για τον λαϊκισμό, γιατί πιστεύω ότι η μάχη εναντίον του δίνεται με λάθος όρους.
Η απόσταση των πολιτικών αποφάσεων από τις ανάγκες της κοινωνίας, είναι ο βασικός και κρίσιμος παράγοντας που απειλεί να κάνει την κρίση μια μόνιμη και μη αναστρέψιμη κατάσταση.
Το γεγονός αυτό δεν ισχύει μόνο για τη χώρα μας. Ισχύει για τις περισσότερες χώρες της Ευρώπης που αντιμετωπίζουν δομικά προβλήματα στην οικονομία και τους θεσμούς.
Οι πολίτες:
δεν πιστεύουν πλέον σε λύσεις,
δεν εμπιστεύονται την πολιτική,
δεν είναι ικανοποιημένοι από το κράτος και τους θεσμούς,
δεν ελπίζουν σε καλύτερες μέρες.
Αυτός είναι και ο λόγος που κινούνται και αποφασίζουν κατά κύριο λόγο με βάση το ένστικτο και το συναίσθημα.
Σε ένα τέτοιο «έδαφος», ο λαϊκισμός βρίσκει τροφή, βρίσκει τις κατάλληλες συνθήκες που χρειάζεται για να αναπτυχθεί και να καταστρέψει ότι έχει μείνει όρθιο μέχρι σήμερα.
Ποιο είναι, όμως, το αντίδοτο στο λαϊκισμό;
Είναι η υπευθυνότητα;
Είναι η σοβαρότητα;
Είναι, μήπως, η τεχνοκρατική επάρκεια;
Όχι, φίλες και φίλοι. Το αντίδοτο στο λαϊκισμό είναι το «παράδειγμά» μας, η διαχρονική στάση ζωής που έχει τηρήσει ο καθένας από εμάς, είτε είναι Βουλευτής, είτε Υπουργός, είτε Δήμαρχος, είτε απλό μέλος μιας τοπικής κομματικής οργάνωσης.
Από σοβαρότητα και υπευθυνότητα ποτέ δεν είχαμε πρόβλημα. Εκεί που χάθηκε το παιχνίδι είναι όταν η κοινωνία πίστεψε ότι οι λύσεις που εφαρμόζει το πολιτικό σύστημα αφορούν μόνο τους «λίγους και εκλεκτούς». Τα αποτελέσματα αυτής της στρέβλωσης τα βλέπουμε πλέον διαρκώς σε όλη την Ευρώπη, σε κάθε δημοσκόπηση, σε κάθε εκλογική αναμέτρηση.
Έρχομαι τώρα στην οικονομική κρίση.
Η κρίση που βιώνει η Ελλάδα δεν είναι κάτι πρωτοφανές. Τη βίωσαν και τη βιώνουν πολλά κράτη στην Ευρώπη, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό. Το μεγάλο ερώτημα είναι γιατί εμείς αργούμε τόσο πολύ να βγούμε από το τούνελ. Η προσωπική μου άποψη είναι γιατί ο σημερινός μικρός δικομματισμός πολιτεύεται με όρους του χθες σε μια κοινωνία που ζει για το σήμερα και προσπαθεί – με κόπο και πάθος – να χτίσει το αύριο για τα παιδιά της.
Μιλούν άλλη γλώσσα από την κοινωνία, φίλες και φίλοι.
Μιλούν την γλώσσα της κομματικής γραφειοκρατίας και του γκουβέρνου που κανείς πλέον δεν θέλει να ακούσει. Παρουσιάζουν τα δικά τους πολιτικά αδιέξοδα ως αδιέξοδα της κοινωνίας, αδιαφορώντας για τα πραγματικά προβλήματα της χώρας.
Κάπως έτσι φτάσαμε στα «Ζάππεια» και τις «Πλατείες» που κόστισαν στην πατρίδα μας εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ, υποθηκεύοντας το μέλλον μιας ολόκληρης γενιάς, της γενιάς των παιδιών μας.
Κάπως έτσι, φτάσαμε σε μια κατάσταση όπου το χάσμα ανάμεσα στους πολίτες και την πολιτική τείνει να γίνει αγεφύρωτο.
Μπορεί, άραγε, να πείσει κανείς έναν νέο άνθρωπο να μείνει στη χώρα και να παλέψει για 700€, όταν στο εξωτερικό τού δίνεται η ευκαιρία να ζήσει με αξιοπρέπεια και να κάνει οικογένεια;
Μπορεί να πείσει κάποιος ένα μικρομεσαίο επιχειρηματία να κρατήσει την επιχείρησή του όρθια, όταν εδώ και 6 μήνες έχουν ρυθμιστεί τα χρέη μόλις 10 επιχειρήσεων στη χώρα μας, από τις 14.000 που έκαναν αίτηση;
Μπορεί να πείσει κανείς τον ελεύθερο επαγγελματία, τον επιστήμονα και τον αγρότη να δηλώνουν τα εισοδήματά τους, όταν φόρος, ασφάλιση και ΦΠΑ ξεπερνούν το 70% της είσπραξης;
Μπορεί να πείσει κανείς τα παιδιά που ξόδεψαν χρόνια ολόκληρα στα θρανία, τα αμφιθέατρα και τις βιβλιοθήκες, να γυρίσουν στην ύπαιθρο και να σκάψουν τη γη, χωρίς σχέδιο, χωρίς κατεύθυνση;
Κανείς δεν μπορεί.
Και για να είμαι ακριβής, κανείς δεν μπορεί μόνος του.
Η κρίση έδωσε πολύ καθαρές απαντήσεις σε όσους έταξαν «μαγικές λύσεις» και παρίσταναν τους «Ρομπέν των Δασών». Οι χώρες που κατάφεραν και έβγαλαν το κεφάλι από το νερό, είναι οι χώρες που στάθηκαν ενωμένες απέναντι στο πρόβλημα. Είναι οι χώρες που τα πολιτικά κόμματα έβαλαν για λίγο στην άκρη τις διαφορές τους και έκατσαν στο ίδιο τραπέζι για να λύσουν τα προβλήματα.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, όταν ήρθαν τα δύσκολα, ο καθένας τράβηξε το δρόμο του.
Μπερδέψαμε τους πολίτες και τους κάναμε να απεχθάνονται ακόμα περισσότερο το πολιτικό σύστημα και τους εκπροσώπους του. Ποτέ δεν είναι αργά, όμως. Η πατρίδα μας – αν θέλει να τελειώνει μια και καλή με τις αιτίες που μας οδήγησαν στην κρίση – χρειάζεται Εθνική Συνεννόηση, Εθνική Ομάδα Διαπραγμάτευσης και Σχέδιο Παραγωγικής Ανασυγκρότησης.
Χρειάζεται να δεσμευτούμε όλοι μας, ότι θα στοιχηθούμε πίσω από εθνικούς στόχους, θα τους περιγράψουμε, θα τους συζητήσουμε με την κοινωνία και θα τους εφαρμόσουμε χωρίς υποσημειώσεις και αστερίσκους. Καθαρές κουβέντες, λοιπόν, σε μια κοινωνία χωρίς άλλες αντοχές, σε μια οικονομία που πρέπει να μάθει επιτέλους να παράγει τον πλούτο που λείπει από τη χώρα.
Έρχομαι στα ζητήματα Δημοκρατίας.
Και εδώ, νομίζω ότι για πολλά χρόνια κάναμε ότι δεν καταλαβαίνουμε. Στα μέσα της δεκαετίας του 2000 η Ευρωπαϊκή Ένωση κλήθηκε να κάνει το μεγάλο βήμα της πολιτικής ενοποίησης με το Ευρωσύνταγμα, ένα βήμα που οι πολίτες της Γαλλίας και της Ολλανδίας το απέρριψαν με δύο διαδοχικά δημοψηφίσματα.
Στην άρνηση αυτή, οι Βρυξέλλες απάντησαν με άμυνα.
Δεν το πάλεψαν, δεν βάθυναν τη συζήτηση με τους πολίτες, δεν μπήκαν στην διαδικασία να ακούσουν την κοινωνία, να διορθώσουν λάθη και να επανέλθουν με νέο σχέδιο. Αρκέστηκαν στην ΟΝΕ, αρκέστηκαν στη διεύρυνση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βάζοντας στον πάγο τη διαδικασία της βαθύτερης πολιτικής ενοποίησης.
Αν δούμε την απόφαση αυτή με όρους αγοράς, είναι σαν να έχεις στην επιχείρησή σου δύο απογοητευμένους πελάτες κι αντί να κοιτάξεις πώς θα τους φέρεις πίσω, να αποφασίζεις να βγεις στην αγορά με το ίδιο πλάνο πωλήσεων…
Κλείνω με το προσφυγικό.
Ακούστε. Όλα όσα συζητάμε στο δυτικό κόσμο ως «προβλήματα» είναι σταγόνα στον ωκεανό σε σχέση με αυτά που έχουν περάσει οι πρόσφυγες.
Όταν η πατρίδα σου βρίσκεται σε πόλεμο και αναγκάζεσαι να ξεσπιτωθείς και να πάρεις μαζί σου λίγα ρούχα, λίγα λεφτά και τα αγαπημένα σου πρόσωπα – αν βέβαια βρίσκονται ακόμα στη ζωή – τότε όλα τα υπόλοιπα φαίνονται αστεία.
Είναι άλλο πράγμα να φεύγεις μετανάστης για μια καλύτερη ζωή και είναι άλλο πράγμα να φεύγεις πρόσφυγας γιατί αν πάσα στιγμή κινδυνεύει η ζωή η δική σου και της οικογένειάς σου.
Η Ευρώπη και ο Δυτικός Κόσμος οφείλει να αγκαλιάσει τους πρόσφυγες, έχει υποχρέωση να τους προσφέρει ένα ασφαλές καταφύγιο, μια ομαλή οικογενειακή, κοινωνική και επαγγελματική ζωή.
Αισθάνομαι ιδιαίτερα περήφανος που η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων συμπολιτών μας αγκάλιασε τους πρόσφυγες και θλίβομαι πραγματικά για τους λίγους μικρόψυχους που φέρονται απαίσια σε ταλαιπωρημένους ανθρώπους.
Θλίβομαι, όμως, και για ορισμένα ευρωπαϊκά κράτη που αντιμετώπισαν το προσφυγικό αποκλειστικά με όρους αριθμητικής.
Θλίβομαι, γιατί η ελληνική Κυβέρνηση – ενώ έβλεπε το πρόβλημα να έρχεται – πιάστηκε απροετοίμαστη και τα ταλαιπωρούσε επί μήνες τους πρόσφυγες στην Μόρια, στις λάσπες της Ειδομένης, στο Λιμάνι του Πειραιά, στο Ελληνικό.
Αυτά, όμως, κυρίες και κύριοι είναι συμπτωματολογία.
Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στις κακές σχέσεις μεταξύ των κρατών, στην μισαλλοδοξία και τους ακραίους εθνικισμούς που τροφοδοτούν εντάσεις, πολέμους και διωγμούς.
Η απάντηση σε όλα αυτά, κυρίες και κύριοι, είναι η πολιτική.
Μια πολιτική που θα καταφέρει να απαντήσει στα σύγχρονα προβλήματα, θα δυναμώσει την φωνή των πολιτών που αισθάνονται παραγκωνισμένοι, θα καταφέρει να εκφράσει τα όνειρα του πιο δυναμικού μέρους της κοινωνίας μας, τη νέα γενιά.