Ελένη Κικίδου η απίστευτη ιστορία της ελληνίδας διαισθητικού ΜΑΤΑ ΧΑΡΙ και ο ρόλος της στην Κατοχή
Ελένη Κικίδου. Η διαισθητικός που άφησε εποχή. (Στελίνα Μαργαριτίδου. Εκδ Αρχέτυπο)
Στη δεκαετία του 40 , μια διαισθητικός που ζει στην κατοχική Αθήνα , αναλαμβάνει μια επικίνδυνη αποστολή. Να ελευθερώσει φυλακισμένους από τους Ιταλούς Αντάρτες.
Η νεαρή μαθήτρια του Άγγελου Τανάγρα και της φημισμένης Σχολής Παραψυχολογικών Ερευνών, Ελένη Κικίδου, αφήνει το δικό της αποτύπωμα στην ιστορία.
Ελευθέρα Ορεινή Ελλάς
Υπαρχηγείον Ηπείρου
Αγαπημένη μου Παυλόφσκα Νίτσα.
Εδώ στα βουνά που που βρίσκομαι υπάρχουν πολλαί πατριώται σαν και εμένα και πολλαίς Κυρίαις σαν και εσένα και οι οποίαο Κυρίαι και Κύριοι έχουν τας μητέρες των και τας κυρίας των ες τας διάφοραις φυλακάς και Στρατόπεδα. Σε παρακαλώ Νίτσα μου να φροντίσης δια μέσου του Μεγάλου να μας φανής χρήσιμος καθώς πάντοτε. Διότι είναι απόλυτως ανάγκη να σώσουμε αυτούς τους ανθρώπους που λέγονται Έλληνες και δια τους οποίους εσύ πάντοτε ενδιαφέρεσε. Αυτήν όμως την φοράν θέλω να δείξεις την μεγαλειτέραν δύναμιν διότι πρόκειται περί αδελφού μιας Πραγματικής Παυλόφσκας, η οποία βρίσκεται κοντά μου με τα αντάρτικά της ρούχα και άρματα εις τα όρη της Ορεινής Ελευθέρας Ελλάδος. Ονομάζεται Δημήτριος Μαλετσίδης του Θωμά, δικηγόρος ετών 23. κάτοικος Ιωαννίνων οδός Δωδώνης 7. Εύπορος και από την καλλιτέραν οικογένειαν των Ιωαννίνων και επειδή είναι πλούσιος , τον μισούσε ένας Λοχίας Ιταλός και τον κατηγόρησε δια κομμουνιστήν μόνον και μόνον για να τον εκδικηθεί. Τώρα ευρίσκεται εις το Στρατόπεδον συγκεντώσεως Βονίτσης. Σε παρακαλώ Νίτσα μου, να φέρεις το αποτέλεσμα όσον το δυνατόν νωρίτερα και εν ανάγκη θα τον ζητήσης οπωσδήποτε να τον πάρης εις το σπίτι σου και λεπτά θα έλθουν δια την διατροφήν του μόλις έλθη αυτού θα συνεννοηθείς με το σπίτι του εις τα Ιωάννινα. Εις την κατωτέρω διεύθυνσιν. Κον Θωμάν Μαλετζίδην Ιωάννινα. Να ειδοποιήσης την γυναίκα μου ότι είμαι καλά και να μου φιλήσης τα παιδιά.
Όταν θα μου γράψης δια το αποτέλεσμα να μου το στείλεις δια τον Κον Ιωάννη που ξεύρης.
Σε φιλώ ο αδελφός σου
Αχιλλέας Ζούπας
20/5/43
Έχει συληφθή τας παραμονάς των Χριστουγένων
Αυτό το γράμμα, είναι η αρχή για να ξετυλιχθεί το νήμα μιας περίεργης άγνωστης ιστορίας του Β Παγκοσμίου Πολέμου στην Αθήνα. Μία από τις χιλιάδες άγνωστες μέχρι σήμερα ιστορίες γενναιότητας και ανθρωπιάς.
Μόνο που η πρωταγωνίστρια στην περίπτωση αυτή δεν είναι ένα συνηθισμένο άτομο. Είναι μια 16χρονη περίπου Μάτα Χάρι: Η διαισθητική Ελένη Κικίδου, γνωστή μέχρι τότε από την περίφημη Εταιρεία Παραψυχολογικών Ερευνών του διάσημου ιατρού, συγγραφέα και ερευνητή Άγγελου Τανάγρα.
Οι ικανότητες της πρόβλεψης που είχε, είχαν γίνει γνωστές στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό. Η εισβολή όμως των Γερμανών στην Αθήνα διέκοψε οριστικά τόσο τη λειτουργία της Εταιρείας του Άγγελου Τανάγρα, όσο και τα όνειρα της μικρότερης μαθήτριάς του, Ελένης Κικίδου.
Η νεαρή Ελένη αγωνίζονταν στη δίνη της Κατοχικής Αθήνας όχι απλώς να σταθεί στα πόδια της, αλλά να βοηθήσει όσους περισσότερους μπορούσε.
Βρισκόταν ήδη στην εφηβεία της και μεγάλωσε όπως έλεγε «ξαφνικά μέσα σε μερικούς μήνες».
Αυτή ήταν μία ακόμη από τις πολλές μαύρες σελίδες της Κατοχής στην Αθήνα και ίσως να μην είναι τελικά πολύ διαφορετική από την ιστορία πολλών άγνωστων πρωταγωνιστών της εποχής εκείνης.
Στο μεταξύ όμως η νεαρή Ελένη αναλαμβάνει ενεργό ρόλο στην Εθνική Αντίσταση! Οι μνήμες εκείνης της συγκλονιστικής εποχής, παρέμειναν για δεκαετίες, ανεξίτηλες. Η διήγησή της για τα όσα έζησε παρέμεινε μέχρι το τέλος της ζωής της ολοζώντανες :
«Πίσω από το Δημαρχείο της Αθήνας, στην πλατεία Κοτζιά έγινε η πρώτη συνάντηση. Είχα αγωνία αλλά και πάλι δεν είχα συνειδητοποιήσει που έμπλεκα. Ο πόλεμος ήταν πόλεμος. Άγριο πράγμα κι εγώ έπρεπε να βοηθήσω. Το αισθανόμουν ότι σημαντικά πράγματα θα συνέβαιναν. Αλλά εκείνο το απόγευμα έμπαινα για τα καλά στην Αντίσταση κατά των Γερμανών και ήξερα, το έβλεπα ήδη ότι κάποια στιγμή θα έπαιζα τη ζωή μου κορώνα γράμματα. Το Γιάννη Ματσούκα, τον σύνδεσμό μου στην Αντίσταση, τον γνώρισα από τον Αχιλλέα Ζούπα, μεγάλη φυσιογνωμία στον Αγώνα κατά των Γερμανών και οικογενειακό μας φίλο.
-Ελενίτσα, έχουμε πόλεμο, μου είπε όταν τον συνάντησα πίσω από το Δημαρχείο. Ένα λάθος, μια απροσεξία και μπορεί να την πληρώσουμε ακριβά όλοι μας. Πρέπει να ορκιστείς ότι δεν πρόκειται να αποκαλύψεις τίποτε σε κανέναν και για κανέναν λόγο. Ορκίζεσαι Ελένη; Ο Γιάννης Ματσούκας που μου τα έλεγε αυτά δεν ήταν ψηλός, ήταν όμως επιβλητικός.
-Ορκίζομαι, απάντησα τολμηρά.
-Το κωδικό σου όνομα θα είναι Παυλόφσκα και το νούμερό σου το 13
Δεκαετίες μετά προς το τέλος της ζωής της η Ελένη Κικίδου θυμόταν ζωντανά εκείνες τις στιγμές:
«Αυτό που με έκανε να μπω στην Αντίσταση», έλεγε, « ήταν η εικόνα των παιδιών στο δρόμο. Μια εικόνα που έβλεπες καθημερινά δίπλα σου. Παιδιά εξαθλιωμένα από την πείνα κουβαλούσαν μέσα στα καρότσια άλλα παιδιά, σκελετωμένα, νεκρά. Παιδιά με πρησμένες από την πείνα πράσινες κοιλιές, παιδιά που κάποτε υπήρξαν τα αδέλφια, οι φίλοι μας, οι γείτονές μας…».
Πολύ συχνά μιλούσε η Ελένη Κικίδου για εκείνα τα αυτοσχέδια καρότσια. Ξύλινα, φτιαγμένα από καφάσια που είχαν ενωθεί μεταξύ τους πάνω σε καρούλια. Γκρρρ…γκρρρ. Ένας ήχος ανατριχιαστικός που και τώρα ακόμη που την άκουγα να περιφράφει εικόνες από την Κατοχή στην Αθήνα, νόμιζα πως ο ήχος από τις ξύλινες ρόδες σφηνώνονταν στην καρδιά μου.
«Ακόμη ακούω στα αυτιά μου τον ήχο του καρουλιού πάνω στο δρόμο, σε καρόδρομο. Ο θάνατος είχε ήχο τότε. Κι ελπίδα τον ίδιο ήχο είχε. Γκρρ.. Με τα ίδια αυτά καρότσια βλέπεις παίρναμε φαγητό παίζοντας τη ζωή μας κορώνα-γράμματα. Αχ αυτά τα παιδιά της Κατοχής, που ποτέ δεν πρόλαβαν να παίξουν. Να βλέπεις παιδάκια οκτώ, δέκα ετών να παίρνουν αυτά τα καρότσια και να πηγαίνουν στα ελάχιστα εστιατόρια που υπήρχαν τότε και στα οποία έτρωγαν οι Γερμανοί. Ανέβαινε ο ένας στους ώμους του άλλου για να φτάσουν μέχρι τα ανοιχτά καμιόνια που ανεφοδίαζαν με τρόφιμα τα εστιατόρια των κατακτητών. Οι άλλοι τρώγανε οι γερμαναράδες κι εμείς τα παιδιά της Κατοχής, τα πεινασμένα Ελληνόπουλα σκαρφαλώναμε στα καμιόνια για ένα κομμάτι ψωμί. Ρισκάραμε τη ζωή μας γι αυτό το ψωμί και μόλις το παίρναμε το μοιράζαμε στους υπόλοιπους. Τι αυτοθυσία κι αυτή! Το κεφάλι μας στον ντορβά για να φάμε! Αμέσως μετά με τα ξύλινα καροτσάκια τρέχαμε για τη διανομή. Είμασταν το «ξυπόλητο τάγμα» της Αθήνας* Θλίβομαι γιατί οι κοινωνικές και πολιτικές αντιλήψεις του λαού που εξυψώθηκαν στη διάρκεια του πολέμου έμειναν μετέωρες στις δεκαετίες που ακολούθησαν και χάθηκαν σχεδόν οριστικά. Τι ανιδιοτέλεια, τι ηρωισμός!»
Τα συσσίτια
Η Ελένη όπως και πολλοί ακόμη Αθηναίοι, την περίοδο της μεγάλης πείνας που έγινε λιμός, επιφορτίστηκε με τη διοργάνωση συσσιτίων.
Έχοντας πρόσβαση σε κάποια περιορισμένα τρόφιμα, ξεκίνησε να μαγειρεύει για τους ανθρώπους της γειτονιάς της προσπαθώντας -όσο αυτό μπορούσε να είναι εφικτό-να καλύπτει ακόμη και τις ανάγκες αυτών που είχαν σοβαρά προβλήματα υγείας. Μια ανάγκη που γίνονταν μέρα με τη μέρα πιο επιτακτική.
«Υπήρξε ανοχή από τους Ιταλούς κατακτητές κι εγώ χρησιμοποιώντας προσωπικές γνωριμίες, εξασφάλιζα κάποια επιπλέον τρόφιμα για τις ανάγκες των συσσιτίων» θυμόταν η Ελένη Κικίδου. Η γυναίκα που βοήθησε στην αποφυλάκιση ανταρτών και χρησιμοποίησε τις διαισθητικές της ικανότητες για τις ανάγκες της Αντίστασης.
«Φυλακίστηκα στην Ιταλία ως κατάσκοπος. Η απελευθέρωση από τους Συμμάχους με βρήκε στη Μέση Ανατολή, όπως πολλούς από την Αντίσταση. Η επιστροφή στην Πατρίδα δεν ήταν εύκολη. Τίποτε δεν ήταν όπως το είχαμε αφήσει. Τα σπίτια μας τα είχαν επιτάξει και είχαν βρεθεί στα …χέρια άλλων. Η Αθήνα ήταν κατεστραμμένη. Όλα έπρεπε να γίνουν από την αρχή »
Το απόσπασμα είναι από το βιβλίο «Ελένη Κικίδου. Η διαισθητικός που άφησε εποχή» και κυκλοφορεί από τις εκδόσεις ΑΡΧΕΤΥΠΟ