Εκκίνηση, Έλληνες Δημοκράτες:Εμείς και η Τουρκία

Τον χειμώνα ετούτο, οι προκλήσεις της Τουρκίας κλιμακώθηκαν και εκδηλώθηκαν, διαδοχικά, και στη Θράκη και στην Κύπρο και στο Αιγαίο. Είναι αλήθεια ότι, εδώ και χρόνια, η γειτονική μας χώρα προσπαθεί να στοιχειοθετήσει μια σειρά αυθαίρετων αξιώσεων της απέναντί μας. Βεβαίως, προϋπόθεση για να πετύχει κάτι ουσιώδες είναι να προηγηθεί αλλαγή των όρων που διέπουν τις σχέσεις μας. Με την  εφετινή «πύκνωση» της απειλής να προδίδει την εκτίμηση της Άγκυρας ότι μια τέτοια αναθεώρηση του status quo… έχει ήδη αρχίσει!
Είναι αλήθεια ότι οι νέες διευθετήσεις στην Ανατολική Μεσόγειο και την Μέση Ανατολή δεν είναι, απλώς, μια τουρκική έμμονη ιδέα. Είναι πραγματικό εγχείρημα άλλων «παικτών», μικρότερων και μεγαλύτερων. Κράτη και ομάδες συμφερόντων αναζητούν νέο επίπεδο ισορροπίας των πραγμάτων και επιδιώκουν να κατοχυρώσουν τη θέση τους σ’ αυτό.
Εφ’ όσον έτσι έχουν τα πράγματα, θα ήταν καίριο λάθος να  επαναπαυθούμε σε εγγυήσεις μιας τάξης πραγμάτων η οποία ήδη αναθεωρείται. Ασφαλώς, είμαστε σε θέση να υποστηρίξουμε και να πείσουμε ότι οι προβλέψεις από διεθνείς συνθήκες που αφορούν στις σχέσεις μας με την Τουρκία είναι απαραίτητο να μεταμοσχευθούν, ως έχουν, και σε οποιοδήποτε νέο πλαίσιο. Αυτό όμως δεν αρκεί πια: είναι εξ ίσου ζωτικής σημασίας, οι όποιες νεότερες διευθετήσεις να μην επιφέρουν βλάβη, άμεση ή έμμεση, στα ελληνικά συμφέροντα.
Επιβάλλεται λοιπόν η, πιο ενεργή από ποτέ, συμμετοχή μας στα «τραπέζια» (π.χ. ΝΑΤΟ ή Ε.Ε.) όπου επικυρώνονται οι νέοι συσχετισμοί και συμφωνείται η «επόμενη νομιμότητα». Και ενεργή συμμετοχή σημαίνει όχι απλώς να έχουμε δικαίωμα λόγου, αλλά και να το ασκούμε. Όχι απλώς να έχουμε παρουσία, αλλά και να την κάνουμε αισθητή. Όχι με γραφικότητες που μειώνουν το κύρος, αλλά με μέτρο που διευκολύνει συναινέσεις και ενισχύει το ειδικό μας βάρος.
Συγκεκριμένα λοιπόν, σε ότι αφορά την τουρκική απειλή, όπως έχει ξεδιπλωθεί, το «δεν διεκδικούμε τίποτα, δεν παραχωρούμε τίποτα» παραμένει ως, εκ των ουκ άνευ, δήλωση προσήλωσης μας στις συνθήκες και την διεθνή νομιμότητα. Είναι όμως, επείγον πια, να συμπληρώνεται με το «αυτό θέλουμε» από κάθε ανακατάταξη η οποία κυοφορείται ή προωθείται. Το οποίο και προασπίζουμε έμπρακτα, όπου και όποτε χρειάζεται, αποδεικνύοντας ότι ο λόγος μας μετράει.
Εάν, παραδείγματος χάριν, πριν την επίσκεψη Τσαβούσογλου στην Θράκη, είχαμε απαιτήσει, εις ανταπόδοση, επίσκεψη ομολόγου του, υπουργού μας στην ελληνική μειονότητα της Κωνσταντινούπολης, θα είχαμε προλάβει όσα ακολούθησαν. Αλλά και η παρεμπόδιση γεωτρύπανου από τούρκικα πολεμικά στην κυπριακή ΑΟΖ  και το περιστατικό στα Ίμια μπορούσαν να έχουν απαντηθεί πιο  πειστικά. Ειδικά για το τελευταίο, θα αρκούσε (προς το παρόν) να σημειώσουμε επισήμως ότι με όσα έκανε και είπε η τουρκική πλευρά, παραβίασε την «συμφωνία» του 1996 (no ships, no troops, no flags) η οποία, συνεπώς, δεν δεσμεύει πια την Ελλάδα. Συμπαρασύροντας σε ακυρότητα και το,  παρεπόμενο της «συμφωνίας», κοινό ανακοινωθέν της Μαδρίτης.
Η προσήλωση μας στις διεθνείς συνθήκες από τη μια και η «ευέλικτη ανταπόδοση» στις τουρκικές προκλήσεις από την άλλη είναι βασικές κατευθυντήριες γραμμές πολιτικής για την εθνική μας ασφάλεια. Με την δεύτερη, καλούμαστε, κατά κανόνα, να εκπλήξουμε με «ισοδύναμα τετελεσμένα», παρά να πλήξουμε με την στρατιωτική έννοια. Αυτή η ευρηματική όσο και ζυγισμένη αξιοποίηση μέσων στη διάθεσή μας είναι ίσως η μόνη η οποία αποθαρρύνει την κλιμάκωση των τουρκικών προκλήσεων και περιορίζει τις πιθανότητες «θερμών» επεισοδίων. Συμβάλλοντας στην ανάπτυξη μιας ολοκληρωμένης, αποτελεσματικής και χαμηλού κόστους στρατηγικής αποτροπής, σταθερότητας και ειρήνης στην ευρύτερη περιοχή μας.
Βεβαίως, η όποια τέτοια στρατηγική πρέπει να υποστηρίζεται από ηγεσία χωρίς αυταπάτες και φοβίες, από κυβέρνηση και αντιπολίτευση με διορατικότητα και ενεργητικότητα  και, φυσικά, από στρατιωτική και διπλωματική επάρκεια. Καλούμαστε να βρούμε, όσα από αυτά δεν διαθέτουμε!