Άτολμες, ημιτελείς και αποσπασματικές χαρακτηρίζει η Ενωση Ελλήνων Φυσικών τις προτάσεις του Προγράμματος Σπουδών στη Φυσική , του Ινστιτούτου Εκπαιδευτικής Πολιτικής
Πρόσφατα, πριν δύο εβδομάδες περίπου, το Υπουργείο Παιδείας Έρευνας και θρησκευμάτων ανακοίνωσε τα νέα Προγράμματα Σπουδών της Γ΄ τάξης του Γενικού Λυκείου για το σχολικό έτος 2019-2020. Τα Προγράμματα Σπουδών στηρίζονται στη δομή της Γ’ τάξης του Γενικού Λυκείου, όπως έχει εξαγγελθεί στις 3/9/2018, βασικό στοιχείο της οποίας είναι οι τέσσερις Ομάδες Προσανατολισμού με ένα κοινό εξεταζόμενο εξάωρο μάθημα σε όλες τις Ομάδες Προσανατολισμού και τρία εξάωρα μαθήματα διαφορετικά για κάθε Ομάδα Προσανατολισμού.
Ένα από τα μαθήματα για τα οποία ανακοινώθηκε νέο Πρόγραμμα Σπουδών («ο καθορισμός της διδακτέας και εξεταστέας ύλης και οι σχετικές οδηγίες θα ακολουθήσουν») είναι και η Φυσική Ομάδας Προσανατολισμού Γ΄ Λυκείου.
Ενόψει της αλλαγής που είχε εξαγγελθεί, η Ε.Ε.Φ., ως ο επίσημος σύμβουλος της πολιτείας για θέματα Φυσικής, προέβη έγκαιρα σε όλες τις απαιτούμενες ενέργειες ώστε να επιδώσει στο Υ.Π.Ε.Θ. πρόταση για το νέο Πρόγραμμα Σπουδών. Οι ενέργειες αυτές περιελάμβαναν τη συγκρότηση εισηγητικής ομάδας εργασίας, τη διοργάνωση ημερίδας, τη σύγκληση στρογγυλού τραπεζιού συζήτησης με διευρυμένη σύνθεση, τον δημόσιο διάλογο μέσα από τις νέες τεχνολογίες και άλλα. Η πρόταση αυτή αφού κατατέθηκε αρμοδίως, δημοσιοποιήθηκε με πολλούς τρόπους.
Κατόπιν της προαναφερθείσας ανακοίνωσης επανερχόμαστε προκειμένου να συνεισφέρουμε, τώρα, με την κριτική μας επί του νέου Προγράμματος Σπουδών. Η κριτική μας γίνεται καλόπιστα και με την πρόθεση να συνεχίσουμε να συνεισφέρουμε στην προσπάθεια της πολιτείας για ένα καλύτερο Σχολείο ως το θεμέλιο μιας καλύτερης κοινωνίας.
Θεωρούμε, κατ΄ αρχή, θετικό βήμα και μόνο την αναγνώριση, από την πολιτεία, πως απαιτούνται αλλαγές. Μάλιστα σε ό,τι αφορά τη Φυσική οι προσθήκες που γίνονται (Ηλεκτρομαγνητισμός και Ηλεκτρομαγνητική Επαγωγή) είναι επιβεβλημένες και είχαν προταθεί από εμάς.
Παρόλα τα θετικά, αξία έχει να επισημάνουμε τα ουσιώδη προς την κατεύθυνση της επιτυχίας του εγχειρήματος στο πεδίο της γνώσης της επιστήμης και στην ανταπόκριση προς τα αιτήματα και τους στόχους της εκπαιδευτικής αλλά και της ευρύτερης κοινότητας. Έτσι:
Οι προτεινόμενες αλλαγές κρίνονται ημιτελείς, διότι δεν επεκτείνονται και στις δύο άλλες τάξεις του Λυκείου όπου απαιτούνται τροποποιήσεις, όχι ευρείας κλίμακας, οι οποίες θα αντιμετώπιζαν το πρόβλημα της αποσπασματικότητας της ύλης, της ασυνέχειας των εννοιών και θα εξασφάλιζαν την υποστήριξη των αλλαγών που γίνονται στη Γ΄ Λυκείου. Επιτρέψτε μας να υποστηρίξουμε την άποψη μας με την απλή παρομοίωση κάποιου που αντικαθιστά τον κινητήρα του αυτοκινήτου του με άλλον ισχυρότερο, αλλά δεν φροντίζει ταυτόχρονα να αλλάξει αντίστοιχα τις αναρτήσεις και τα φρένα, με άλλα καλύτερα.
Κρίνονται επίσης ως άτολμες, διότι επεκτείνουν την ύλη μόνο σε ένα πεδίο που έλλειπε αδικαιολόγητα έως τώρα και αποφεύγουν ένα ευρύ, πλήρη και σύγχρονο εμπλουτισμό της ύλης. Για παράδειγμα οι μαθητές δεν θα μαθαίνουν κάτι για απλά ηλεκτρονικά ή τη σύγχρονη φυσική και τα εναλλασσόμενα ρεύματα. Βέβαια μια συνηθισμένη απάντηση σε αυτό είναι πως δεν θα επαρκούσε ο διδακτικός χρόνος. Στο σημείο αυτό βρίσκεται μια μεγάλη παθογένειά μας, την οποία οφείλουμε να αντιμετωπίσουμε. Εμείς ισχυριζόμαστε πως το γνωστικό αντικείμενο πρέπει να διευρυνθεί και αυτό εύκολα αντιμετωπίζεται εντός του εξαγγελθέντος διδακτικού χρόνου, αν η διδακτική προσέγγιση γίνει εννοιοκεντρική (σε αντίθεση με την άκρατη μεθοδολογία ασκήσεων και τη στόχευση στις εξετάσεις) και αν η μαθησιακή διαδικασία δώσει ρόλο στους μαθητές βγάζοντας τους από το ρόλο του μόνιμου παθητικού δέκτη. Εδώ βέβαια αρχίζει μια άλλη – μεγάλη – συζήτηση που δεν είναι το αντικείμενο αυτής της κριτικής.
Τέλος, θα λέγαμε πως είναι αποσπασματική, διότι λειτουργεί στη σκέψη πως όλα τα υπόλοιπα γίνονται σωστά και αρκεί μια αλλαγή ύλης (έστω τολμηρή και πλήρης) για να μετατραπεί η λειτουργία της Γ’ Λυκείου – και των άλλων τάξεων – από προβληματική σε υποδειγματική. Οφείλουμε να επισημάνουμε πως η πολιτεία, η οποία – ενδεχομένως ορθά – κρατά συγκεντρωτικά στα χέρια της το εκπαιδευτικό μας σύστημα, οφείλει να αφουγκραστεί την κριτική μας, να συνεργαστεί με όλους τους αρμοδίους φορείς και να προχωρήσει σε ολοκληρωμένες, ρηξικέλευθες και καλύτερα στοχευμένες αλλαγές.