Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΑΠΘ για το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο για τη ΔΕΘ «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος θανάτου: Η καταστροφή της μοντέρνας αρχιτεκτονικής στη ΔΕΘ και η απώλεια ενός μείζονος αστικού πεδίου αναφοράς»
Σε σχέση με το Ειδικό Χωρικό Σχέδιο (ΕΧΣ) για τη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης (ΔΕΘ), το οποίο αναρτήθηκε την περασμένη εβδομάδα για διαβούλευση, το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης εκφέρει την ακόλουθη άποψη:
ΤΟ ΧΡΟΝΙΚΟ ΕΝΟΣ ΠΡΟΑΝΑΓΓΕΛΘΕΝΤΟΣ ΘΑΝΑΤΟΥ:
Η ΚΑΤΑΣΤΡΟΦΗ ΤΗΣ ΜΟΝΤΕΡΝΑΣ ΑΡΧΙΤΕΚΤΟΝΙΚΗΣ ΣΤΗ ΔΕΘ ΚΑΙ Η ΑΠΩΛΕΙΑ ΕΝΟΣ ΜΕΙΖΟΝΟΣ ΑΣΤΙΚΟΥ ΠΕΔΙΟΥ ΑΝΑΦΟΡΑΣ
«Ο χώρος της Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, στο κέντρο της πόλης, αποτέλεσε στο παρελθόν ένα εργαστήριο πρωτοποριακών υλοποιήσεων της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας. Η σημερινή ατημέλητη εικόνα είναι προϊόν μιας ανεξέλεγκτης προσθετικής διαδικασίας, όπου η αρχική αστική σύνθεση είναι πλέον δυσδιάκριτη. Από τον αρχικό σχεδιασμό πάρκου ανοιχτών χώρων με διάσπαρτες χρήσεις, σύμφωνα με το σχέδιο του Εμπράρ (1918 – 1921), έχει απομείνει η, αποσπασματική πλέον, χάραξη του κεντρικού άξονα με τα περίπτερα εκατέρωθεν. Η Έκθεση, που δημιουργήθηκε το 1925 στο πλαίσιο της γενικότερης ανασυγκρότησης της Θεσσαλονίκης, εγκαταστάθηκε στη σημερινή της θέση το 1937 μετά από αρχιτεκτονικό διαγωνισμό και υλοποιήθηκε με τη συμβολή του πολεοδόμου Κ. Δοξιάδη. Διαδοχικές επεκτάσεις, τις πρώτες μεταπολεμικές δεκαετίες, έδωσαν στον χώρο την εικόνα μιας μοντέρνας αστικής νησίδας με μοναδικό χαρακτήρα.
Στις κρίσιμες μεταπολεμικές δεκαετίες του ’50 και ’60, αξιόλογα περίπτερα, σχεδιασμένα από πρωτοπόρους αρχιτέκτονες του μοντέρνου κινήματος, ανοικοδομήθηκαν στον χώρο, αναβαθμίζοντας την καινοτόμο φυσιογνωμία του. Πολλά από αυτά κατεδαφίστηκαν, παρά το γεγονός ότι αποτελούσαν πρωτοποριακά δείγματα του ανανεωτικού ψυχροπολεμικού μοντερνισμού. Τη μοντέρνα αρχιτεκτονική προωθούσαν οι εκσυγχρονιστές αστοί της εποχής με την ενθάρρυνση των κυβερνήσεων του Κ. Καραμανλή. Ενδεικτικά αναφέρουμε τα περίπτερα «Παπαστράτος Α.Β.Ε.Σ.» (αρχιτέκτων Ν. Καλογεράς, 1952), «Έρανος Βασιλίσσης» (Α. Κωνσταντινίδης, 1952), «ΕΟΤ» (Α. Κωνσταντινίδης, 1959), «Ιονικής και Λαϊκής Τράπεζας» και «Εμπορικής Τράπεζας» (Κ. Καψαμπέλης, Ι. Βικέλας, 1959), «Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος» (Ν. Βαλσαμάκης, Σ. Βασιλείου, 1960), «Βιομηχανία Αδελφών Δημητριάδη» (Δ. Φατούρος, 1961).
Τα αδιάφορα βιομηχανικά εκθεσιακά περίπτερα κυριάρχησαν μετά τη δεκαετία του ’70. Ωστόσο, επιβίωσαν ανάμεσά τους, συχνά παραμορφωμένα, έργα επώνυμων δημιουργών, που διαθέτουν ιδιαίτερη λειτουργική και συμβολική αξία. Μεταξύ αυτών ξεχωρίζουν, με χρονολογική σειρά, το περίπτερο 2 (αρχιτέκτων Δ. Τριποδάκης, 1954), το περίπτερο 6 (Δ. Τριποδάκης, 1953, ανασχεδιασμός Π. Μακρίδης, 2003), το περίπτερο 1 (Ν. Εφέσιος, Α. Συμεών, 1956), το περίπτερο της ΔΕΗ / Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης / MOMus (Ι. Ρίζος, 1959, Π. Τζώνος, Γ. Χόιπελ, Ξ. Χόιπελ, 1997, Π. Τζώνος, Ξ. Χόιπελ, Κ. Αντωνίου, Ε. Κάστρο, Μ. Ρόκκος, 2002), το Αλεξάνδρειο Μέλαθρο / Palais des Sports (Π. Τζανέτος, 1960), το περίπτερο 8 – Συνεδριακό Κέντρο ΔΕΘ (Ν. Μουτσόπουλος, Χ. Τσιλαλής, Γ. Κονταξάκης, Χ. Κουλουκούρης, 1968), το περίπτερο 7 (Γ. Κονταξάκης, Μ. Φωτιάδης, 1969), ο Πύργος του ΟΤΕ (Α. Αναστασιάδης, 1969), το περίπτερο 11 (Χ. Χριστοφορίδης, 1971), οι Νέες Πύλες της ΔΕΘ (Κ. Τσιγαρίδα, Α. Σκουβάκλης, Ν. Καλογήρου, 1996).
Όλα αυτά τα αξιόλογα έργα αρχιτεκτονικής, με την εξαίρεση του Πύργου του ΟΤΕ, του Palais des Sports και του MOMus, προβλέπεται να κατεδαφιστούν άμεσα με την εφαρμογή του Ειδικού Χωρικού Σχεδίου (ΕΧΣ) για τη ΔΕΘ. Πέρα από τη δεδομένη αρχιτεκτονική τους αξία, τα κτίρια αυτά διατηρούνται σε αρκετά καλή κατάσταση και μπορούν να αξιοποιηθούν. Η ενδεχόμενη κατεδάφιση ενός λειτουργικού υφιστάμενου κτιριακού αποθέματος κρίνεται περιβαλλοντικά ασύμφορη και είναι παράλογα σπατάλη σε μια εποχή οικονομικής κρίσης.
Οι προτάσεις ολικής ανακατασκευής της ΔΕΘ προκύπτουν ως συνέπεια σωρευτικών λανθασμένων επιλογών, οι οποίες έχουν ευτελίσει την εικόνα της. Η προσωρινή διατήρηση της ΔΕΘ στο κέντρο της πόλης είναι ίσως ένα αναγκαίο κακό με δεδομένη τη συγκυριακή αδυναμία μετεγκατάστασης, αλλά δεν παύει να έχει σοβαρές μακροχρόνιες συνέπειες στην περιβαλλοντική, λειτουργική και οικονομική υπόσταση του ιστού της πόλης. Το μέλλον του θεσμού έχει πραγματικές προοπτικές, εφόσον το εκθεσιακό κέντρο χωροθετηθεί σε καταλληλότερο γήπεδο με προοπτικές επεκτάσεων, προσπελάσεων και υποδομών. Η εγκατάσταση της ΔΕΘ στην περιφέρεια μπορεί να λειτουργήσει ως καταλύτης για την ανάπτυξη της ευρύτερης Θεσσαλονίκης.
Η θεσμοθέτηση του ΕΧΣ της ΔΕΘ, που αποτελεί ένα ευέλικτο, αλλά και επικίνδυνα ανεξέλεγκτο πολεοδομικό εργαλείο, φανερώνει καταρχάς τις αδυναμίες του πλαισίου σχεδιασμού. Τα ΕΧΣ παρακάμπτουν τις αναγκαίες τοπικές ζυμώσεις και συμμετοχικές διαδικασίες, καθώς απουσιάζει ένα θεσμικά σαφές πλαίσιο διαβούλευσης και ποιοτικών προδιαγραφών αστικού σχεδιασμού.
Το Τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών της Πολυτεχνικής Σχολής του ΑΠΘ, με ψήφισμά του, έχει εκφράσει ήδη την ανησυχία του, τόσο για τη σχεδιαστική επάρκεια των ΕΧΣ που έχουν μέχρι σήμερα κατατεθεί για τον χώρο της Θεσσαλονίκης, όσο και για τη διαδικασία εκπόνησής τους. Είναι κρίσιμο να επισημανθεί ο ρόλος στρατηγικής καινοτομίας που διαδραμάτιζε ο χώρος της ΔΕΘ διαχρονικά στη ζωή της πόλης, ως εργαστήριο καινοτόμων χωρικών πειραματισμών, οι οποίες ερχόταν σε αντίθεση, ενίοτε δημιουργική, με τις επικρατούσες, συχνά συντηρητικές, απόψεις για τον αρχιτεκτονικό και αστικό χώρο και την πολεοδομική οργάνωσή του. Ήταν, ωστόσο, η επιμονή των αρχιτεκτόνων και η ελευθερία από πολλούς συνήθεις περιορισμούς στον χώρο της ΔΕΘ, που επέτρεψε την εφαρμογή και την ανάδειξη σύγχρονων κτιριακών και αστικών καινοτομιών, όπως αυτές που σήμερα κινδυνεύουν με οριστική καταστροφή. Το πνεύμα καινοτομίας και στρατηγικής πρωτοπορίας πρέπει να διαφυλαχθεί σε οποιαδήποτε μελλοντική εξέλιξη για τη ΔΕΘ και το Τμήμα Αρχιτεκτόνων είναι έτοιμο να παρεμβαίνει, προκειμένου να επισημαίνει και να διασφαλίζει αυτή τη συνθήκη.
Ενώ η ανάπλαση της ΔΕΘ αποτελεί ένα αστικό σχέδιο μείζονος σημασίας για το Πολεοδομικό Συγκρότημα Θεσσαλονίκης (ΠΣΘ), το προτεινόμενο ΕΧΣ είναι στην πράξη ένα αμήχανο και ανεπεξέργαστο τοπικό σχέδιο. Προβλέπει την αδιάρθρωτη ανοικοδόμηση της περιοχής με πυκνή σχετικά δόμηση, ουσιαστικά μεγαλύτερη από την ήδη αυξημένη σημερινή. Προβλέπει υπερμεγέθη συμβατικά οικοδομικά τετράγωνα, αγνοώντας την ιδιαίτερη γεωμετρία του αστικού ιστού και τη θέση της ιδιαίτερης αυτής νησίδας. Η ΔΕΘ αποτελεί τμήμα του ανατολικού πολιτιστικού άξονα της πόλης σε συνέχεια με το παραλιακό πάρκο, τα μουσεία και την πανεπιστημιούπολη. Η επανασύνδεση αυτού του γραμμικού «ρήγματος» έχει κρίσιμη περιβαλλοντική αξία, καθώς παρεμβάλλεται μεταξύ του ιστορικού κέντρου και των εξαιρετικά πυκνοδομημένων αστικών περιοχών ανατολικά.
Το προτεινόμενο ΕΧΣ δεν αποδίδει «μητροπολιτικό πάρκο» στην πόλη, όπως ψευδώς υποστηρίζεται. Στην καλύτερη περίπτωση πρόκειται για ένα μικρό πλευρικό «πάρκο τσέπης». Ουσιαστικά, η περιοχή επιβαρύνεται με ένα ακόμη εμπορικό κέντρο και μεγάλο ξενοδοχείο που θα είναι ανταγωνιστικά στις αντίστοιχες χρήσεις του ιστορικού κέντρου. Στην εποχή μας εφαρμόζονται διεθνώς ιδιαίτερα αξιόλογες προτάσεις αστικού σχεδιασμού με περιβαλλοντικό χαρακτήρα και προσεκτική, βήμα προς βήμα, αναγνώριση των αρχιτεκτονικών και περιβαλλοντικών αξιών του δημοσίου χώρου. Δυστυχώς, μέσα στο υφιστάμενο αρνητικό πλαίσιο της κρίσης, η Διεθνής Έκθεση φαίνεται να προκρίνει ένα στοιχειώδες και αφελές ρυμοτομικό σχέδιο με ανεπαρκή τεκμηρίωση της σκοπιμότητας του για τη βιώσιμη ανάπτυξη του συνόλου του ΠΣΘ. Η πρόταση βρίσκεται σε πλήρη αναντιστοιχία με το πολύ αξιόλογο σχεδιαστικό παρελθόν της περιοχής και του κέντρου της Θεσσαλονίκης, αλλά και με τις σύγχρονες πραγματικές ανάγκες της ευρύτερης αστικής περιοχής.
Υπάρχει άμεση ανάγκη αναθεώρησης αυτών των καταστροφικών επιλογών. Πρέπει άμεσα να προστατευθούν τα αξιόλογα μοντέρνα κτίρια, καθώς και τα ιδιαίτερα, εν δυνάμει, περιβαλλοντικά χαρακτηριστικά του αστικού χώρου στη σημερινή έκταση της ΔΕΘ. Σε μεσοπρόθεσμη προοπτική υπάρχει η προοπτική να αναπλαστεί αυτό το πεδίο, με κυρίαρχο στοιχείο την ανάπτυξη του ελεύθερου δημόσιου χώρου, σε συνδυασμό με αντίστοιχες αναπλάσεις στο ΑΠΘ και στο παραλιακό πάρκο. Έτσι, θα αποκατασταθεί η συνέχεια του αστικού χώρου, σύμφωνα με τις πρωταρχικές πολεοδομικές επιλογές του μεσοπολέμου που παρέμειναν σεβαστές μέχρι στιγμής στα σχέδια που ακολούθησαν.
Η παρούσα κρίση, οικονομική και σε τελευταία ανάλυση πολιτισμική, είναι λάθος να μας οδηγήσει σε επιλογές που υποθηκεύουν το μέλλον της πόλης. Το «ανατολικό ρήγμα» (ΔΕΘ, ΑΠΘ, ΓΣΣ) αποτελεί τον μόνο χώρο που παρέχει δυνατότητες περιβαλλοντικής αναβάθμισης και εξισορρόπησης του πυκνοδομημένου κέντρου. Δεν πρέπει να υποβαθμιστεί με πρόχειρες και αμελέτητες επιλογές που δεσμεύουν αμετάκλητα τις προοπτικές της κεντρικής Θεσσαλονίκης. Είναι καιρός να αναγνωριστούν οι αισθητικές αξίες της μοντέρνας αρχιτεκτονικής και πολεοδομίας και οι περιβαλλοντικές αξίες των διαθέσιμων ελεύθερων χώρων.
Τα κτίρια και ο αστικός ιστός της ΔΕΘ έχουν εγγραφεί στη συλλογική μνήμη ως μοναδικά στοιχεία του παρελθόντος, ενταγμένα στη νεότερη και σύγχρονη κληρονομιά της αρχιτεκτονικής της πόλης. Η ανάπλαση του χώρου πρέπει να βασιστεί στην προσεκτική ανάγνωση των διαχρονικών πολεοδομικών και αρχιτεκτονικών στοιχείων, στο πλαίσιο μιας σύγχρονης περιβαλλοντικής αντιμετώπισης, χωρίς να καταστρέψει σημαντικά στοιχεία του διαμορφωμένου αστικού τοπίου».
Επισυνάπτονται οι φωτογραφίες:
Φωτογραφία 1: Περίπτερο 2, 1954 / Δ. Τριποδάκης
Φωτογραφία 2: Περίπτερο 1, 1956 / Ν. Εφέσιος, Α. Συμεών
Φωτογραφία 3: Περίπτερο 1, 1956 / Ν. Εφέσιος, Α. Συμεών
Φωτογραφία 4: Περίπτερο 8 («Εμπορικό και συνεδριακό κέντρο της ΔΕΘ»), 1968 /
Ν. Μουτσόπουλος, Χ. Τζιλαλής, Γ. Κονταξάκης, Χ. Κουλουκούρης
Επικοινωνία με Δημοσιογράφους: Καθηγητής Τμήματος Αρχιτεκτόνων Μηχανικών του ΑΠΘ, Νικόλαος Καλογήρου, τηλ. 6944147598.
____________________________________________