ΣΚΟΥΡΟΛΙΑΚΟΣ: Ο διαχωρισμός κράτους – Εκκλησίας εντός και εκτός Ελλάδας
Η χώρα μας, κουβαλώντας την κληρονομιά της ίδρυσης της Εκκλησίας της Ελλάδος από τους Βαυαρούς διαφεντευτές του νέου ελληνικού κράτους, έχει δύο αιώνες τώρα αρκούντως ταλαιπωρηθεί από το σφιχταγκάλιασμα κοσμικής και πνευματικής εξουσίας. Με την ανακήρυξη του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος το 1833, το Οικουμενικό Πατριαρχείο αρνείται να δεχτεί την απόσπαση κανονικών εδαφών που του ανήκουν και μόνο το 1850- και κατόπιν πολιτικών πιέσεων- αποδέχεται την κατάσταση, εκδίδοντας τον Τόμο Αυτοκεφαλίας της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Του Πάνου Σκουρολιάκου*
Σε κάθε βήμα της νεότερης ιστορίας μας, η Εκκλησία, που είναι βαθιά ριζωμένη στις παραδόσεις, τις αναφορές και τις καρδιές μεγάλου μέρους του λαού, χρησιμοποιήθηκε από κοσμικές πολιτικές δυνάμεις για τις δικές τους επιδιώξεις και την εξυπηρέτηση ιδιοτελών τους συμφερόντων. Αρχιερατικές μίτρες και ράβδοι ευλόγησαν τόπους εξορίας, βασανισμούς και εξοντώσεις πολιτικών αντιπάλων. Η «δεξιά του Κυρίου», ταυτιζόμενη με τη δεξιά πολιτική παράταξη, φρόντιζε να δικαιολογεί παρανομίες, αυθαιρεσίες και αντιδημοκρατικές συμπεριφορές, απολαμβάνοντας μέρος της κοσμικής εξουσίας. Δυστυχώς, το φαινόμενο αυτό δεν έχει να κάνει μόνο με τα καθ’ ημάς. Εχει προϊστορία και διαστάσεις διεθνείς, με πλέον πρόσφατο παράδειγμα τις αναταράξεις λόγω της χορήγησης αυτοκεφαλίας στην Ουκρανική Εκκλησία από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως.
Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ενωσης, την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας της Ουκρανίας, τον ρωσοουκρανικό πόλεμο και την προσάρτηση της Κριμαίας από τη Ρωσία, σειρά πήρε η τακτοποίηση θεμάτων που αφορούν στη διοίκηση των ορθόδοξων Εκκλησιών. Εν προκειμένω, της Ουκρανικής Εκκλησίας, που συγκροτείται σε τρεις αντίπαλες μεταξύ τους ουκρανικές ορθόδοξες Εκκλησίες: μια Ουκρανική Ορθόδοξη Εκκλησία με αναφορά στο Πατριαρχείο Μόσχας, μια άλλη με το ίδιο όνομα, αλλά με αναφορά στο Πατριαρχείο Κιέβου, και, τέλος, την Ουκρανική Αυτοκέφαλη Ορθόδοξη Εκκλησία.
Και εδώ, λοιπόν, η κοσμική εξουσία (ουκρανική κυβέρνηση) διεκδικεί τον έλεγχο της πνευματικής εξουσίας, επιδιώκοντας την οργάνωση της Εκκλησίας στην Ουκρανία στη γραμμή μιας καθαρής – εθνικής Εκκλησίας. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο καλείται να αναγνωρίσει το αυτοκέφαλο της Ουκρανικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, όπως αυτή είχε συγκροτηθεί το 1921. Παράλληλα, να ανακαλέσει το προνόμιο της χειροτονίας του μητροπολίτη Κιέβου από τον Πατριάρχη Μόσχας – προνόμιο που το ίδιο το Οικουμενικό Πατριαρχείο παλαιότερα είχε παραχωρήσει. Οι κανόνες που απορρέουν από τις Οικουμενικές Συνόδους επιβάλλουν τις αποφάσεις στις οποίες κατέληξε η Κωνσταντινούπολη. Την ικανοποίηση, δηλαδή, των αιτημάτων. Η ουκρανική κυβέρνηση δηλώνει ικανοποιημένη, ενώ η ρωσική διαμηνύει ότι θα υπερασπιστεί τα συμφέροντα των ορθοδόξων σε περίπτωση εκδήλωσης θρησκευτικών ταραχών. Το θέμα της Εκκλησίας και των πνευματικών πραγμάτων της Ουκρανίας ευθυγραμμίζεται με το ιστορικό των σχέσεων ανάμεσα σε Μόσχα και Κίεβο.
Υπάρχει παράλληλα και ο ενδοεκκλησιαστικός αγώνας για την εξουσία επί του ορθόδοξου πληρώματος των Εκκλησιών. Το Πατριαρχείο Μόσχας πολιτεύεται με σαφή στόχο την αφαίρεση των πρωτείων του Οικουμενικού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως, ώστε το ίδιο να παίξει τον ρόλο του οικουμενικού κέντρου της Ορθοδοξίας. Πορεύεται ευθυγραμμιζόμενο με τις γεωπολιτικές επιδιώξεις του ρωσικού κράτους, έχοντας την πλήρη στήριξη, αν όχι και την καθοδήγησή του. Αλλωστε, μετά την πτώση της Σοβιετικής Ενωσης η νέα εξουσία ποντάρει πολλά στον θρησκευτικό παράγοντα.
Ετσι, λοιπόν, το Οικουμενικό Πατριαρχείο καλείται, από την έδρα του στην Κωνσταντινούπολη και εν μέσω μη φιλικού περιβάλλοντος, να ισορροπήσει ανάμεσα στις ανάγκες της σύγχρονης ιστορίας και τις πολιτικές και γεωπολιτικές εξελίξεις, αντιμετωπίζοντας θέματα απομονωτισμού και εθνικισμού που ταλανίζουν την Ορθοδοξία. Ευχής έργο θα ήταν η κοσμική και η πνευματική εξουσία να συνομιλούν, να συνεργάζονται, αλλά να μην χρησιμοποιούν η μία την άλλη. Καθημερινά αποδεικνύεται ότι κάτι τέτοιο μόνο δεινά επιφέρει και στους δύο χώρους. Η ταύτιση Εκκλησίας – κράτους, που θεμελιώνεται από την ίδρυση του Βυζαντίου, δεν μπορεί καθόλου να αφορά στη δική μας εποχή.
Σε ό,τι αφορά στη χώρα μας, είναι σημαντική η συζήτηση που γίνεται για το θέμα αυτό με αφορμή την επί θύραις Συνταγματική Αναθεώρηση και το άρθρο 3, που πραγματεύεται τις σχέσεις κράτους – Εκκλησίας. Θα καταργηθεί το άρθρο; Θα κατοχυρωθεί ρητά η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους; Θα υπάρξουν σαφώς διακριτοί ρόλοι ανάμεσα στο κράτος και την Εκκλησία; Βέβαιο είναι ότι η Ορθοδοξία και το πλήρωμά της, τα κράτη αλλά και οι λαοί τους έχουν ανάγκη από αρχές και κανόνες που απαντούν στις σύγχρονες ανάγκες λειτουργίας τόσο του κράτους όσο και της Εκκλησίας προς όφελος των πολιτών, θρησκευόμενων ή μη.
* Βουλευτής Αττικής του ΣΥΡΙΖΑ, Γραμματέας της Επιτροπής Μορφωτικών Υποθέσεων της Βουλής